5 Οκτ 2015

Το ιερό κειμήλιο (Στέφανος Δάφνης)

Το ιερό κειμήλιο (Στέφανος Δάφνης)
   Ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος ξεκίνησε με την επιστράτευση στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1912 και οι πολεμικές επιχειρήσεις στις 5 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. Η Ελλάδα, σύμμαχος με τη Σερβία, τη Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο, κινήθηκε εναντίον της Τουρκίας, για να απελευθερώσει όσες περιοχές της έμειναν σκλαβωμένες μετά την Επανάσταση του 1821.

     Στο αναγνωστικό της Στ΄ τάξης του Δημοτικού, εκδόσεως Ο.Ε.Δ.Β. (Αθήναι 1965), περιέχεται ένα κείμενο με τίτλο: «Το ιερό κειμήλιο». Αναφέρεται σε ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβη σε έναν στρατιώτη, στη διήμερη μάχη των Γιαννιτσών (19-20 Οκτωβρίου 1912). Αξίζει να διαβαστεί, μιας και βρισκόμαστε στο μήνα κατά τον οποίο απελευθερώθηκε και η επαρχία Παιονίας του Κιλκίς (23 Οκτωβρίου) και βέβαια η Θεσσαλονίκη (26 Οκτωβρίου). Να σκιρτήσει η καρδιά, σ` όσους έχει ακόμη απομείνει κάτι από εκείνη τη μαγιά, που λέγεται αγάπη στην Ελλάδα και πίστη στο Θεό.
  Το ύφος του κειμένου είναι απλοϊκό, αλλά τα μηνύματα τα οποία εκπηδούν από τις γραμμές του, πυροδοτούν κυριολεκτικά τις καρδιές και μάλιστα των μικρών παιδιών, στα οποία απευθύνεται.
***
 «Δεν πέρασαν πολλοί μήνες που ο Μιχάλης ο Πέλεκας ήταν στρατιώτης και κηρύχτηκε, στα 1912, ο πόλεμος με την Τουρκία. Όπως σε όλα τα συντάγματα, έτσι και στο Μηχανικό που υπηρετούσε, οι άντρες το άκουσαν με ακράτητο ενθουσιασμό. Οι στρατιώτες καθάρισαν τα όπλα και ήταν έτοιμοι για τα σύνορα. Και ο Μιχάλης ο Πέλεκας κατέβηκε στον Πειραιά, ν` αποχαιρετήσει τη μάνα του.
   _ Φεύγομε, μάνα, για τα σύνορα. Ήρθε ο καιρός. Πάμε να ελευθερώσουμε τους σκλάβους, ν` ανοίξουμε τις εκκλησιές τις αλειτούργητες… Φεύγω. Την ευχή σου…
    Ατάραχη τα` άκουσε η χήρα η Σεριφιώτισσα.
    _ Με την ευχή της Παναγίας, παιδί μου, είπε. Έκρυψε ένα δάκρυ, που κατέβηκε από τα μητρικά της μάτια κι έτρεξε να του ετοιμάσει τα` ασπρόρουχα. Ύστερα κατέβασε από τα εικονίσματα το μικρό Ευαγγέλιο, ιερό κειμήλιο του παπά, του πατέρα της, σταυροκοπήθηκε, το φίλησε και είπε:
    _ Πάρε το, παιδί μου, οδηγό σου και φυλαχτό σου.
    Ο Μιχάλης το έβαλε μ` ευλάβεια κάτω από το χιτώνιό του και κουμπώθηκε.
    Όλα τα` αγαπούσε ο Μιχάλης τα πατρογονικά κειμήλια κι όλα τα σεβόταν, μα πιο πολύ το μικρό αυτό Ευαγγέλιο, πολύτιμο δώρο χαρισμένο στον παπά, τον παππούλη του, από τον Πατριάρχη, τον καιρό που πήγε να προσκυνήσει στα Ιεροσόλυμα.
    Με το Ευαγγέλιο αυτό στα χέρια μεγάλωσε ο Μιχάλης. Κάθε Κυριακή διάβαζε το Ευαγγέλιο της ημέρας δυνατά, να τ` ακούσει κι άλλη μια φορά η μάνα του. Και τώρα πάλι, φεύγοντας από το σπίτι του, το `παιρνε μαζί του σύντροφο και βοηθό και παρηγοριά.
     Πήρε λοιπόν τα ρούχα του, άλλαξε το φιλί του χωρισμού με τη μάνα του και ξεκίνησε να φύγει.
    _Στην ευχή του Θεού, παιδί μου… ώρα καλή! Μουρμούρισε η μάνα η νησιώτισσα, η χαροκαμένη. Και στάθηκε παλικαρίσια στην εξώπορτα, δυνατή κι αδάκρυτη, ώσπου το παιδί της χάθηκε στο βάθος του δρόμου, τραβώντας κατά την Αθήνα.
    Όπως όλα τα σώματα, έτσι και το Μηχανικό δοξάστηκε στον πόλεμο. Το τάγμα του Μιχάλη έκανε θαύματα. Σήκωσε προχώματα, έκαμε γεφύρια, βοήθησε το Πεζικό, έδωσε χέρι στα κανόνια. Έγινε κοσμαγάπητο. Περνούσε και οι φαντάροι φώναζαν:
    _ Γεια σας, σκαπανάκια! Ζήτω…
    Και τα σκαπανάκια καμάρωναν και τραγουδούσαν, εύθυμα και γελαστά παιδιά, σα να έκαναν γυμνάσια.
    Ο Μιχάλης πρώτος πάντα στο λόχο του. Ή με την αξίνα να δουλεύει ή με το τουφέκι, ήταν τρομερός. Όταν είχαν καταυλισμό και ανάπαυση, ξαπλωνόταν παράμερα, έβγαζε από τον κόρφο του το Ιερό Βιβλίο και άρχιζε να διαβάζει:
    Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι;
Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω; (Ψαλμός 27)
    Ύστερα από λίγες ημέρες η σημαία μας έφτασε εμπρός στα Γιαννιτσά. Τα τουρκικά στρατεύματα στάθηκαν εκεί με την απόφαση να υπερασπίσουν την ιερή τους πόλη.
    Και η μάχη άρχισε. Όρμησε το Πεζικό, μούγκρισαν τα κανόνι, άναψε ο τόπος.
    _ Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Φώναξε σε μια στιγμή ο Μιχάλης, σφίγγοντας το τουφέκι. Και θυμήθηκε τα  λόγια που άκουσε από το δάσκαλό του, όταν ήταν μικρός: Κύμα θα γίνει μια μέρα η Ελλάδα να καταπιεί το βράχο!
    Ο ποταμός Λουδίας με τα παραπόταμά του κυλούσε αντίκρυ τα νερά του. Σκληρή ήταν για το στρατό μας η επίθεση. Ο εχθρός ήταν καλά οχυρωμένος σε βουνοπλαγιές.
    Έξαφνα ήρθε μια διαταγή! Να γεφυρωθεί το ποτάμι!...
    Το Μηχανικό έτρεξε εκεί. Έφτασαν στην όχθη. Οι άντρες άρχισαν τη δουλειά γρήγορα, βιαστικά, να στηθεί γεφύρι, να περάσει ο στρατός, ο νικητής. Αλλά ο εχθρός τους ένιωσε και τους έβαλε στο σημάδι. Οι οβίδες έπεφταν γύρω τους, βουλιάζοντας μες στο χώμα, σηκώνοντας τα νερά του ποταμού, σκοτώνοντας κόσμο.
    Αλλά οι άντρες ατρόμητοι στη δουλειά τους. Τα εργαλεία δούλευαν και ο κρότος ακουγόταν γρήγορος, βιαστικός, επίμονος. Το Πυροβολικό μας θέλησε να τους προστατέψει και οι ελληνικές οβίδες περνούσαν πάνω από τα κεφάλια τους, σκάζοντας μες στα εχθρικά προχώματα.
    Ο εχθρός κατάλαβε τον κίνδυνο. Αν οι Έλληνες περνούσαν τον ποταμό, ήταν χαμένοι. Τάγματα πυκνά έτρεξαν κατά το ποτάμι και άρχισαν να ρίχνουν με πείσμα. Τρομερή ήταν η ώρα εκείνη. Οι μισοί άφησαν τα εργαλεία κι έπιασαν τα τουφέκια, οι άλλοι δούλευαν στο γεφύρι.
    Ο Μιχάλης έριξε μια ματιά γύρω και είδε τους αγαπημένους του συντρόφους που πολεμούσαν σαν λιοντάρια. Σήκωσε σε μια στιγμή την ψυχή του στο Θεό και είπε μέσα του:
    _ Κύριε, Κύριε, βοήθα την Ελλάδα μας!
    Τίποτα άλλο. Έπειτα ξανάπιασε δουλειά.
    Έξαφνα ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα, σαν να τον έσπρωξε κανείς πίσω. Παρά λίγο να πέσει. Αλλά την ίδια στιγμή άκουσε πίσω του ένα δυνατό θόρυβο. Γύρισε και είδε. Ήταν το Πεζικό, που ερχόταν να βοηθήσει τους γεφυροποιούς, να τους προστατέψει.
    Σε λίγο ο εχθρός ζαλίστηκε και υποχώρησε. Το γεφύρι στήθηκε, τα στρατεύματα πέρασαν και προχωρούσαν προς τη Θεσσαλονίκη. Σε λίγο περνά δίπλα του ο Γεράσιμος ο Κεφαλλονίτης:
    _ Ε, Πέλεκα, του φώναξε.
    _ Εδώ είσαι κι εσύ; είπε ο Μιχάλης.
    _ Εδώ κι όλο εμπρός! Απάντησε εκείνος.
    Αλλά την ίδια στιγμή ξαφνιάστηκε και δείχνοντας το στήθος του Μιχάλη, στο μέρος της καρδιάς, είπε:
    _ Μωρέ Πέλεκα, μια τρύπα έχεις εδώ!
    Ο Μιχάλης είδε και τα `χασε. Γρήγορα όμως θυμήθηκε το τράνταγμα που ένιωσε την ώρα της μάχης, κάτι κατάλαβε και, ξεκουμπώνοντας το χιτώνιό του, έβγαλε το Ευαγγέλιο.
    Οι άντρες τον περικύκλωσαν περίεργοι να δουν. Και ο Μιχάλης, σηκώνοντας ψηλά, έδειξε το Ιερό Βιβλίο τρυπημένο από τη σφαίρα. Η σφαίρα είχε περάσει το δερμάτινο εξώφυλλο και είχε σφηνωθεί στο βιβλίο ως τη μέση.
    _ Μέγας είσαι, Κύριε! είπε ένας στρατιώτης και σταυροκοπήθηκε.
    Ήταν ο Γεράσιμος ο Κεφαλλονίτης. Και οι άλλοι έκαναν το ίδιο. Ο Μιχάλης φίλησε το Ευαγγέλιο και το ξανάβαλε στον κόρφο του.
    Η  π ί σ τ ι ς  σ ώ ζ ε ι, λέει ένας θείος λόγος. Ο Μιχάλης είχε ασάλευτη πίστη πάντα μέσα του. Από τη μέρα εκείνη σε πολλές μάχες πολέμησε και πολλές φορές κινδύνεψε και στον πρώτο και στο δεύτερο πόλεμο. Αλλά η Χάρη του Θεού και η ευχή της μάνας του τον φύλαξαν.
    Όταν έγινε ειρήνη και γύρισαν τα Μηχανικά στον Πειραιά, από τους πρώτους που πήδησαν στην προκυμαία, ήταν κι ένας ψηλός, γιγαντόσωμος λοχίας που έψαχνε με τη ματιά γυρεύοντας τους δικούς του. Μια γυναίκα με νησιώτικη μαντίλα χύθηκε μέσα στο πλήθος κι αγκάλιασε το λοχία, κλαίγοντας από χαρά.
    _ Μιχάλη μου, παιδί μου! Δόξα να έχει ο Ύψιστος!
    Ήταν η κυρα-Δημήτραινα, η Σεριφιώτισσα, που δεχόταν το γιο της νικητή, με δυο γαλόνια στο χέρι.
    Τώρα ο Μιχάλης ο Πέλεκας δεν είναι πια στρατιώτης. Πήρε το απολυτήριό του από το στρατό, ξαναγύρισε στο εργοστάσιο και είναι αρχιτεχνίτης.
    Ψηλά στο εικονοστάσι, ανάμεσα στα εικονίσματα, ξανάβαλε η κυρα-Δημήτραινα το Ιερό κειμήλιο, που έσωσε τη ζωή του αγαπημένου της παιδιού.

Κιλκίς, 2-10-2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου