10 Ιουλ 2015

Ὁ ἀσεβής κακοποιός καί προσευχή γιά τήν συντριβή του. Ὁ 9ος Ψαλμός Β´ Μέρος .(Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία)

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
    ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 12 Ἰουλίου 2015
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ
1. Στό σημερινό μου κήρυγμα, ἀδελφοί χριστιανοί, θά σᾶς ἑρμηνεύσω τό Β´ μέρος τοῦ 9ου ψαλμοῦ, πού στό Ἑβραϊκό κείμενο ἀριθμεῖται ὡς 10ος ψαλμός. Ὅπως εἴδαμε στό προηγούμενο κήρυγμά μας, τό Α´ μέρος τοῦ 9ου ψαλμοῦ ἦταν μιά εὐχαριστία στόν Θεό τοῦ βασιλιᾶ Δαυίδ γιά μία νικηφόρο νίκη κατά ἑνός ἐχθροῦ. Στό Β´ ὅμως μέρος του ὁ ψαλμός ἀλλάζει ἀτμόσφαιρα, γιατί ὁμιλεῖ γιά κάποιον κακό ἄνθρωπο ἤ καί γιά πολλούς κακούς ἀνθρώπους. Καί στρέφεται λοιπόν ὁ Δαυίδ στό ὑπόλοιπο ἐδῶ μέρος τοῦ ψαλμοῦ ἐναντίον αὐτῶν τῶν κακοποιῶν, παρακαλῶντας τόν Θεό νά τούς τιμωρήσει ἤ νά τόν τιμωρήσει, ἄν πρόκειται γιά ἕνα μόνο ἄνθρωπο.

2. Ἡ ἑρμηνεία πού δίδεται εἶναι ὅτι ὁ Δαυίδ μετά τήν εὐχαριστία του πρός τόν Θεό γιά τόν νικηφόρο ἀγώνα του κατά τοῦ ἐχθροῦ στράφηκε πρός τό δικό του κράτος, τό ὁποῖος ἔβλεπε ὅτι καταρρέει, γιατί ὑπῆρχαν σ᾽ αὐτό κακοί πολῖτες. Καί μάλιστα ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, τόν ὁποῖο παριστάνει μέ πολύ μελανές ἐκφράσεις καί εἰκόνες, εἶναι περισσότερο ἐπικίνδυνος ἀπό τούς ἄλλους. Πιθανόν αὐτός νά ἦταν καταπιεστής τῶν πολιτῶν καί νά εἶχε καί ὁμάδα ἀνθρώπων πού τόν ὑποστήριζαν καί συνέπρατταν μαζί του.
Τό τμῆμα λοιπόν αὐτό τοῦ ψαλμοῦ μας δίνει μία περιγραφή τῶν ἀσεβῶν καί κακοποιῶν ἀνθρώπων, πού θά μᾶς ὠφελήσει νά τήν προσέξουμε. Ἀλλά καί ἐδῶ γενικά ἔχουμε τά χαρακτηριστικά τῶν ἀσεβῶν καί ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Κατά πρῶτον οἱ ἀσεβεῖς κομπάζουν καί ὑπερηφανεύονται: «Ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τόν ἀσεβῆ», λέγει ὁ ψαλμωδός μας (στίχ. 23). Τά ὑπερήφανα δέ λόγια τῶν ἀσεβῶν γιά τόν ἑαυτό τους, εἶναι προσβλητικά κατά τῶν ἄλλων, τῶν ἁπλῶν καί τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων, καί τούς πληγώνουν. Τούς «καῖνε». Γι᾽ αὐτό καί λέει ὁ ποιητής μας «ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τόν ἀσεβῆ ἐμπυρίζεται ὁ πτωχός» (στίχ. 23).
Ὄχι ὅμως μόνον κατά τῶν πτωχῶν καί ταπεινῶν ἀνθρώπων ἐκφράζονται οἱ ἀσεβεῖς, ἀλλά στρέφονται καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχουν αὐτοί Θεό μέσα τους. Καθαρά τό λέγει αὐτός ἐδῶ ὁ ψαλμός μας: «Οὐκ ἔστιν ὁ Θεός ἐνώπιον αὐτοῦ» (στίχ. 25), τοῦ ἀσεβοῦς, δηλαδή. Πραγματικά ὁ ἀσεβής ἄνθρωπος καταρρίπτει ἀπό τήν καρδιά του τόν Θεό καί θεοποιεῖ τόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο παραδέχεται πάντα ὡς σταθερό καί ὡς παντοδύναμο. Ἔτσι καί ὁ ἀσεβής τοῦ ψαλμοῦ μας «εἶπεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, οὐ μή σαλευθῶ ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν ἄνευ κακοῦ» (στίχ. 27). Θεωροῦσε ἀσάλευτο καί αἰώνιο τόν ἑαυτό του. Ἀπάτη καί θράσος!... Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά ὁ ἀσεβής παριστάνει τόν Θεό ὡς ἀδύνατο νά τόν τιμωρήσει, ἔστω καί ἄν εἶναι ὀργισμένος ἐναντίον του. «Κατά τό πλῆθος τῆς ὀργῆς αὐτοῦ οὐκ ἐκζητήσει» ὁ Θεός αὐτόν λέγει (στίχ. 25). Καί τήν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία δέν τόν ἔχει τιμωρήσει ἀκόμη, ὁ ἀσεβής αὐτός τήν περιπαίζει καί λέγει εἰρωνικά ὅτι λησμονάει ὁ Θεός. «Εἶπε γάρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· ἐπιλέλησται ὁ Θεός» (στίχ. 32). Ὅμως ὅμως τό καταλαβαίνουμε ἡ ἀναίδεια καί ἡ βλασφημία αὐτή τοῦ ἀσεβοῦς παροργίζει τόν Θεό, «παρώξυνε τόν Κύριον ὁ ἁμαρτωλός», ὅπως λέγει ἐδῶ ὁ ψαλμός μας (στίχ. 28). «Ἕνεκεν τίνος παρώξυνεν ὁ ἀσεβής τόν Θεόν;», ἐρωτᾶ πάλιν ὁ ψαλμωδός. Καί ἀπαντᾶ πάλι: Ἐπειδή ὁ ἀσεβής «εἶπε ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἐκζητήσει» (στίχ. 34), ὅτι δέν μπορεῖ, δηλαδή, ὁ Θεός νά τόν εὕρει καί νά τόν τιμωρήσει.
Φρικτά ἀκόμη εἶναι τά λόγια τοῦ ἀσεβοῦς καί ἀναιδοῦς ἀνθρώπου τοῦ ψαλμοῦ μας. Τά λόγια του εἶναι δόλια, στάζουν πικρία, λέγουν κατάρες: «Ἀρᾶς τό στόμα αὐτοῦ γέμει καί πικρίας καί δόλου, ὑπό τήν γλῶσσαν αὐτοῦ κόπος καί πόνος» (στίχ. 28). Ἀκόμη δέ φρικτότερες εἶναι οἱ πράξεις του, γιατί συμπράττει μέ ἄλλους πλούσιους καί ἰσχυρούς γιά νά καταφάγουν τόν πτωχό καί τόν ἀδύνατο (στίχ. 29). Πραγματικά νά τόν καταφάγουν, ὅπως τό λιοντάρι ἐπιτίθεται ὕπουλα καί κατατρώγει τά μικρά ζῶα. Ἔτσι κάνει καί ὁ ἀσεβής, λέγει ὁ ποιητής μας: «Ἐνεδρεύει ἐν ἀποκρύφῳ ὡς λέων ἐν τῇ μάνδρᾳ αὐτοῦ, ἐνεδρεύει τοῦ ἁρπάσαι πτωχόν, ἁρπάσαι πτωχόν ἐν τῷ ἑλκύσαι αὐτόν» (στίχ. 30), στήν φωλιά του γιά νά τόν καταφάγει!...
3. Ἀπό τήν παραπάνω περιγραφή τοῦ ἀσεβοῦς φαίνεται ὅτι αὐτός εἶναι λίαν ἐπικίνδυνος γιά τό ἔθνος, γιατί παριστάνεται ὅτι ἔχει καί δύναμη νά διοργανώνει παράταξη μέ ἄλλους κακοποιούς (στίχ. 29) καί νά προσβάλλει ὁμαδικά καί ὀργανωμένα τιμίους ἀνθρώπους στήν κοινωνία (βλ. 29-30). Πρόκειται, δηλαδή, περί κοινωνικοῦ κακοῦ, γιά τό ὁποῖο ὁ συνθέτης τοῦ ψαλμοῦ μας, ὁ βασιλεύς Δαυίδ, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀδιάφορος. Καί δέν εἶναι ἀδιάφορος, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ταραχή του στό τμῆμα αὐτό τοῦ ψαλμοῦ μας (στίχ. 22-39), παρά τήν χαρά του γιά τήν νίκη του κατά τοῦ ἐχθροῦ πού κατήγαγε, ὅπως εἴδαμε στό Α´ τμῆμα τοῦ ψαλμοῦ (στίχ. 1-21).
Κατ᾽ ἀρχήν ὁ ψαλμωδός μας ἐδῶ εὔχεται ἀπό μόνος του νά ὑποστεῖ αὐτός, ὁ ἀσεβής δηλαδή κακοποιός, τά κακά πού σκοπεύει νά κάνει στούς ἀνθρώπους τοῦ συνόλου, νά πιαστεῖ αὐτός ὁ ἴδιος στίς παγίδες πού στήνει γιά νά συλλάβει τούς πτωχούς καί ἀδυνάτους: «ν τ παγίδι ατο ταπεινώσει ( Θεός) ατόν, κύψει καί πεσεται ν τ ατόν κατακυριεσαι τν πενήτων» (στίχ. 31) εὔχεται ὁ ποιητής μας.
Ἔπειτα ὅμως, ἀκόμη περισσότερο, ὁ ποιητής μας ἐδῶ προσεύχεται στόν Θεό καί Τόν παρακαλεῖ, χάριν τῶν πτωχῶν καί τῶν πενήτων, πού καταφεύγουν σ᾽ Αὐτόν γιά βοήθεια (στίχ. 35), νά συντρίψει τήν δύναμη τοῦ κακοποιοῦ ἀνθρώπου, γιά τόν ὁποῖο μίλησε (στίχ. 36). «Σύντριψον – λέγει στόν Θεό – τόν βραχίονα το μαρτωλο καί πονηρο» (στίχ. 36). Μιά περισσότερη καθυστέρηση τοῦ Θεοῦ θά φανεῖ ὅτι Αὐτός λησμόνησε τούς πτωχούς καί τούς πένητες, τούς ὁποίους καταδυναστεύει καί ταλαιπωρεῖ ὁ ἀσεβής καί κακοποιός τῆς κοινωνίας. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ὁ ποιητής μας στόν Θεό: «Ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός – σάν νά «κοιμᾶται» δηλαδή ὁ Θεός, λόγῳ τῆς μακροθυμίας Του – ὑψωθήτω ἡ χείρ σου, μή ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων» (στίχ. 33).
Ἔτσι θά φανεῖ ὅτι ὁ Θεός «τήν ἐπιθυμίαν τῶν πενήτων εἰσήκουσε, τήν ἑτοιμασίαν τῆς καρδίας αὐτῶν προσέσχε τό οὗς Του» (στίχ. 38) καί ὅτι δέν βασιλεύουν πιά οἱ κακοί, ἀλλά «βασιλεύσει Κύριος εἰς τόν αἰῶνα καί εἰς τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (στίχ. 37). Ἀκόμη, μέ τήν συντριβή τοῦ ἀσεβοῦς τοῦ ψαλμοῦ μας, «οὐ μή προσθῇ ἔτι μεγαλαυχεῖν ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς» (στίχ. 39). Θά μάθουν δηλαδή ὅλοι οἱ ἀσεβεῖς νά μή σηκώνουν κεφάλι ἐπαιρόμενοι κατά τοῦ Θεοῦ καί κατά τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου