26 Ιουν 2015

Πρωτοπρ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος : Παπικές καινοτομίες στά Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος



Ἐν Πειραιεῖ 26-6-2015
ΠΑΠΙΚΕΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΣΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος, ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, πάντοτε καινοτομοῦσα, ἤταν φυσικό νά ἀλλοιώσει καί τήν ἀρχαῖα παράδοση, πού ἀναφέρεται στόν τρόπο τελέσεως τῶν ἱερῶν Μυστηρίων. Δέν ὑπάρχει σχεδόν Μυστήριο, τό ὁποῖο δέν παραποιήθηκε ἀπό τούς νεωτεριστές τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ διαφορά Ὀρθοδόξων καί Λατίνων στό Βάπτισμα[1] εἶναι ἔκδηλη, διότι ἡ μέν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τελεῖ τό Βάπτισμα διά τριπλῆς καταδύσεως καί ἀναδύσεως στό ἁγιασμένο ὕδωρ, ἡ δέ παπική αἵρεση καινοτόμησε, εἰσάγοντας τό δι’ἐπιχύσεως ἤ διά ραντισμοῦ «βάπτισμα». Ἡ Ρώμη δέν ἐνέμεινε στόν τύπο τοῦ βαπτίσματος, πού καθιερώθηκε ἀπό τήν ἴδια τήν Ἀποστολική Παράδοση, ἀλλά «βαπτίζει» μέ ἔκχυση ὕδατος στήν κεφαλή καί, σέ περίπτωση ἀνάγκης, τελεῖ τό «βάπτισμα» μέ ραντισμό. Κι αὐτοί οἱ Παπικοί ἀκόμη ἀναγνωρίζουν ὅτι τό λατινικό «βάπτισμα» εἰσήχθη μεταγενεστέρως στόν παπισμό[2]

Ἡ λατινική καινοτομία ἐμφανίζεται νά διδάσκεται γιά πρώτη φορά μόλις τόν 13ο αἰώ. ἀπό τόν σχολαστικό θεολόγο Ἀλέξανδρο τῆς Χάλλης, ἄρχισε δέ νά ἐπικρατεῖ στή Δύση ἀπό τόν 14ο αἰώ., μολονότι ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης τάχθηκε ὑπέρ τοῦ βαπτίσματος τῆς τριττῆς καταδύσεως[3].
Ὁ νεώτερος λατινικός τύπος τοῦ «βαπτίσματος» δι’ἐπιχύσεως ἤ ραντισμοῦ δέν μπορεῖ νά βρεῖ κανένα ἔρεισμα στήν Ἁγία Γραφή. Ἡ ἔντολή τοῦ Κυρίου γιά τό βάπτισμα, πού δόθηκε στούς Ἁγίους Ἀποστόλους, - «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[4] - δέν εἶναι δεκτική καμμιᾶς παρερμηνείας. Δέν εἶπε ὁ Κύριος «ἐπιχέοντες ὕδωρ ἐπί τήν κεφαλήν αὐτῶν ἤ ραντίζοντες», ἀλλά «βαπτίζοντες». Τό ἑλληνικό ρῆμα «βαπτίζω» τῆς ἀρχαίας ἀττικῆς διαλέκτου, ποτέ δέν ἑρμηνεύεται «ἐπιχέω» ἤ «ραντίζω», ἀλλά πάντοτε σημαίνει «βυθίζω τι εἰς τό ὕδωρ ἤ ὑπό τό ὕδωρ»[5]. Στήν λατινική καινοτομία τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου καί στήν ἑτυμολογία τῆς λέξεως «βαπτίζω» ἀναφέρεται ὁ καθηγητής Ἀνδρέας Θεοδώρου[6], ὁ L. Bouyer[7] καί ὁ Νικηφόρος Καλογερᾶς[8].
Ὑπέρ τοῦ βαπτίσματος τῆς καταδύσεως μαρτυροῦν τό βάπτισμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ[9], τό βάπτισμα τοῦ Κυρίου[10], οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων[11] καί οἱ προεικονίσεις τοῦ βαπτίσματος στήν Παλαιά Διαθήκη[12].
Ἐξ ἄλλου τό δι’ἐπιχύσεως «βάπτισμα», πού καταχρηστικῶς ὀνομάζεται βάπτισμα ἀπό τούς Λατίνους, δέν συμβολίζει τόν θάνατο, τήν τριήμερη ταφή καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἐνῶ σαφῶς ὁ Ἀπ. Παῦλος ὁμιλεῖ γιά τήν μυστική ἔννοια, τήν ὁποία ἐνέχει ἡ πράξη τῆς τριττῆς καταδύσεως στό Βάπτισμα[13]. Στόν συμβολισμό τῆς τριττῆς καταδύσεως στό ἁγιασμένο ὕδωρ ἀναφέρονται οἱ Διαταγές τῶν Ἀποστόλων[14], ὁ Τερτυλλιανός[15], ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος[16] καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας[17].
Εἶναι, λοιπόν, φανερό ὅτι τό δι’ἐπιχύσεως ἤ ραντισμοῦ λατινικό «βάπτισμα» ἀγνοεῖ καί ἀποκλείει τόν βαθύτατο πνευματικό συμβολισμό τῆς τριττῆς καταδύσεως στό ἁγιασμένο ὕδωρ, πού τονίζεται ἀπό τόν Ἀπ. Παῦλο καί τούς ἁγίους Πατέρες.
Οἱ μαρτυρίες τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν τριττή κατάδυση προέρχονται ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Βαρνάβα[18], τά Κλημέντια[19], τόν Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ[20], τόν ἀπολογητή Ἰουστῖνο[21] καί τήν Διδαχή τῶν Ἀποστόλων[22].
Εἶναι ὄντως ἐκπληκτικό ὅτι οἱ Λατῖνοι, ἀφοῦ καινοτόμησαν στό βάπτισμα, υἱοθέτησαν τόν δι’ἐπιχύσεως τύπο, ὁ ὁποῖος μόνο σέ ἔσχατη ἀνάγκη χρησιμοποιοῦνταν στήν πρώτη Ἐκκλησία. Ἄρα, ὁ Παπισμός ἀντιμετωπίζει κάθε βαπτιζόμενο ὡς ὄντα σέ ἔσχατη ἀνάγκη, δηλ. ἑτοιμαθάνατο ἤ ἀσθενῆ[23].
Ἀς σημειωθεῖ ὅτι ἡ τριττή κατάδυση εἶναι ἡ μόνη κανονική μορφή τοῦ βαπτίσματος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό δέ δι’ἐπιχύσεως «βάπτισμα» τῶν κλινικῶν (Baptismus clinicorum) ἀποτελεῖ κώλυμα ἱερωσύνης, σύμφωνα μέ τόν 12ο Κανόνα τῆς ἐν Νεοκαισαρεία Τοπικῆς Συνόδου[24]. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ σήμερα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό ἀεροβάπτισμα[25]. Ὅμως, κανένας δέν διανοήθηκε ποτέ νά καταστήσει κανόνα τήν ἐν λόγω ἐξαίρεση. Ἀντιθέτως, ἐάν παρέλθει ὁ κίνδυνος, πού προκάλεσε τό ἀεροβάπτισμα, ἐπιβάλλεται ὁ ἀεροβαπτισθείς νά δεχθεῖ τήν τριττή κατάδυση στό ἁγιασμένο ὕδωρ.
Ἡ λατινική καινοτομία τοῦ δι’ἐπιχύσεως ἤ ραντισμοῦ «βαπτίσματος» ἀντίκειται στόν Ν΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί στόν Ζ΄ Κανόνα τῆς Β΄ Ἁγίας καί Οἰκ. Συνόδου[26]. Σχετικά μέ τήν τριττή κατάδυση κάνουν λόγο ὁ ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής[27], ὁ Τερτυλλιανός[28], ὁ Μ. Βασίλειος[29], ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος[30], ὁ Κ. Καλλίνικος[31], ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων[32], ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης[33], ὁ Ἱππόλυτος[34], ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός[35], ὁ Πατριάρχης Κων/λεως Ἱερεμίας Β΄[36], ὁ Μητροφάνης Κριτόπουλος[37], ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος Πάριος[38] καί ὁ Νικηφόρος Καλογερᾶς[39].  
ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης[40], ἀναπτύσσοντας τήν θεολογία τοῦ βαπτίσματος καί βασιζόμενος στόν ΜΣΤ΄ Ἀποστολικό Κανόνα, ὑποστηρίζει ὅτι τό βάπτισμα τῶν Λατίνων εἶναι ψευδώνυμο βάπτισμα καί γι'αὐτό οὔτε κατά τόν λόγο τῆς ἀκριβείας εἶναι ἀποδεκτό, οὔτε κατά τόν λόγο τῆς οἰκονομίας. Δέν εἶναι ἀποδεκτό, γιατί οἱ Λατῖνοι α) εἶναι αἱρετικοί, καί β) εἶναι ἀβάπτιστοι, γιατί δέν φυλάττουν τίς τρεῖς καταδύσεις στόν βαπτιζόμενο, καθώς ἄνωθεν παρέλαβε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους.  
Ἄν, ὅμως, κάποιος ἀπό τούς Λατίνους ἤ τούς Λατινόφρονες, προβάλλει τίς τρεῖς ἐπικλήσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού λένε οἱ Λατῖνοι, γιά νά δείξουν ὅτι τό «βάπτισμά» τους εἶναι ἔγκυρο, δέν πρέπει νά ξεχνᾶ αὐτά, πού λέει ὁ ἱερός Φιρμιλιανός[41] καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος˙ ὅτι δηλ. εἶναι ἀργά καί ἀνενέργητα τά ὑπέρθεα αὐτά ὀνόματα, ὅταν προφέρονται ἀπό τά στόματα τῶν αἱρετικῶν.
Ἐπειδή, λοιπόν, οἱ τρεῖς καταδύσεις καί ἀναδύσεις εἶναι ἀναγκαῖες στό βάπτισμα, γιά νά εἰκονισθεῖ μέσω αὐτῶν ὁ τριημερονύκτιος θάνατος, ἡ ταφή καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος, μέ τά ὁποία δίδεται ἡ σωτηρία, ἡ ἄφεση καί ἡ καταλλαγή ἀπό τόν Θεό στούς ἀνθρώπους, ἄρα τό λατινικό ράντισμα, ὄντας ἔρημο τῶν καταδύσεων καί ἀναδύσεων, ἀκολούθως εἶναι ἔρημο καί τοῦ τύπου τοῦ τριημερονυκτίου θανάτου, τῆς ταφῆς καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἀπό τά παραπάνω εἶναι φανερό καί πανθομολογούμενο ὅτι εἶναι ἔρημο καί κάθε Χάριτος, ἁγιασμοῦ καί ἀφέσεως ἁμαρτιῶν. Ἄν, ὅμως, οἱ Λατῖνοι ἀνθίστανται, λέγοντας ὅτι τό ράντισμά τους μέ τίς ἐπικλήσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι παρεκτικό ἁγιασμοῦ καί Χάριτος, ἄς μάθουν ὅτι τό Βάπτισμα δέν τελειώνεται μόνο μέ τίς ἐπικλήσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά ἀναγκαίως χρειάζεται καί τόν τύπο τοῦ θανάτου, τῆς ταφῆς καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἐπειδή δέν σώζει τόν βαπτιζόμενο μόνο ἡ πίστη στήν Ἁγία Τριάδα, ἀλλά μαζί μ'αὐτή ἀναγκαία εἶναι καί ἡ πίστη στόν θάνατο τοῦ Μεσσία καί ἔτσι καί μέ τά δύο γίνεται μέτοχος τῆς σωτηρίας καί τῆς μακαριότητος.
Προσθέτει, ἐπίσης, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅτι, κατά τόν μέγα τῆς Θεσσαλονίκης ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ[42], ὁ Κύριος, ἀφοῦ προϋπέδειξε σ'ἐμᾶς τούς πιστούς νά τελοῦμε τήν εἰς ἅδου κάθοδο καί ἀνάβαση μέ τό βάπτισμά Του, ἔπειτα τό παρέδωσε γιά σωτηρία. Ἐπειδή τό ὀρθόδοξο βάπτισμα δέν εἶναι τύπος μόνο τῆς ταφῆς τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, ἀλλά ἀκόμη καί τῆς εἰς ἅδου καταβάσεως τῆς ψυχῆς Του, ὥστε μέ τόν τύπο μέν τῆς ταφῆς τοῦ Χριστοῦ νά θεουργηθεῖ τό σῶμα τοῦ βαπτιζομένου, μέ τόν τύπο δέ τῆς εἰς ἅδου καταβάσεως, νά θεωθεῖ ἡ ψυχή του, καθώς τά σπέρματα καί τά φυτά, ἄν δέν φυτευθοῦν βαθέως στήν γῆ, ἀλλά μείνουν πάνω στήν ἐπιφάνεια, δέν μποροῦν νά βλαστήσουν καί νά καρποφορήσουν, ἀλλά ἤ ξηραίνονται ἤ καταπατοῦνται ἤ διαρπάζονται ἀπό τά πετεινά, ἔτσι καί οἱ δυστυχεῖς Λατῖνοι, ἐπειδή δέν γίνονται σύμφυτοι, δηλ. δέν συμφυτεύονται μέ τόν διφυή κόκκο, τόν Χριστό, σάν φυτά στό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος, γι'αὐτό οὔτε τό σῶμα τους θεουργεῖται, οὔτε ἡ ψυχή, καί δέν μποροῦν νά βλαστήσουν σωτηρία, ἀλλά ξηραίνονται καί ἀπολλύονται.  
ρωμαϊκή κατήχηση ἐπιτρέπει νά τελεῖται τό Βάπτισμα, σέ ἔσχατη ἀνάγκη, καί ἀπό Ἰουδαίους καί ἐθνικούς[43]. Τό Βατικανό δέν διστάζει νά παραδίδει τά ἅγια τῶν ἁγίων ἀκόμη καί στά χέρια τῶν ἀμυήτων! Μεγαλύτερη ἀσφαλῶς βεβήλωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος δέν θά μποροῦσε νά γίνει[44].
Ὑπάρχει καί μία ἀκόμη διαφορά ὡς πρός τόν τύπο τοῦ Βαπτίσματος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Λατίνων. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ ἱερεύς, πού τελεῖ τό βάπτισμα, λέγει : «βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ…», ἐνῶ στόν Παπισμό ὁ ψευδοϊερεύς λέγει :  «ἐγώ σέ βαπτίζω…» (ego baptizo te). Στήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, παρατηρεῖ ὁ Χ. Ἀνδροῦτσος, ὁ ἱερουργός ἱερεύς «ὑποκρύπτεται οὕτως εἰπεῖν κάτω ἀπό τά μυστήρια, πού τελεῖ, γιά ν'ἀφήσει ἀμέσως στόν Θεό τήν ἐνέργεια αὐτῶν, ἀπαγγέλλοντας σέ παθητικό τύπο ἤ σέ τρίτο πρόσωπο τίς ἱερουργίες, πού τελεῖ», κι αὐτό, διότι «τελετάρχης αὐτῶν εἶναι ὁ Χριστός, ὁρατός δέ ὑπηρέτης καί ἀντιπρόσωπος ὁ ἱερεύς», ἐνῶ στήν λατινική αἵρεση, «σύμφωνα μέ τόν ἀπότομο καί ὀξύ διαχωρισμό τοῦ κλήρου ἀπό τόν λαό, ὁ ἱερεύς παρίσταται ὁ ἴδιος, τελώντας καί μεταδίδοντας ἀπ’εὐθείας τήν χάριν, λέγοντας, ἐγώ σέ βαπτίζω»[45]. Μάλιστα οἱ αἱρεσιάρχες «Πάπες» Ἀλέξανδρος Γ΄ (1158-1181) καί Ἀλέξανδρος Η΄ (1690) ἐπέβαλαν τήν καινοτομία «ego baptizo te» ὡς ἀπαραίτητο ὅρο τῆς ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος. Ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης καί ἄλλοι ἀπ’τούς κορυφαίους σχολαστικούς ὑποστήριξαν ὅτι τό βάπτισμα, πού γίνεται χωρίς τήν φράση «ego baptizo te», εἶναι ἄκυρο. Ἡ ἀπαράδεκτη αὐτή λατινική καινοτομία προσκρούει σοβαρά στόν τρόπο τελέσεως τοῦ βαπτίσματος, πού περιγράφεται ἀπό τό Εὐχολόγιο τοῦ Τερτυλλιανοῦ, τοῦ Ἱππολύτου, τοῦ Ἀμβροσίου καί τοῦ Γελασίου[46]. Ἡ ὀρθόδοξη ἀκοή εἶναι φυσικό νά ξενίζεται ὡς πρός τήν προσθήκη «ego baptizo te», πού ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τόν γνωστό λειτουργικό τύπο, πού ἀποδίδει στόν Κύριο τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων : «Σύ εἶ ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν…»[47].  
Ἡ βάση τῆς νέας ἐκκλησιολογίας[48] τοῦ Παπισμοῦ βρίσκεται στήν ἐγκύκλιο Ut Unum Sint (1995) τοῦ αἱρεσιάρχη «Πάπα» Ἰωάννου Παύλου II, ὁ ὁποῖος ἐπαναδηλώνει τήν οὐσιαστική διδασκαλία, πού πρωτοδιατυπώθηκε στό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ (Unitatis Redintegratio). «Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀδελφότητάς μας δέν εἶναι ἐπακόλουθο μίας μεγαλόκαρδης φιλανθρωπίας ἤ ἑνός ἀόριστου οἰκογενειακοῦ πνεύματος. Ἔχει τῆς ρίζες της στήν ἀναγνώριση τοῦ ἑνός Βαπτίσματος καί στό ἐπακόλουθο καθῆκον πρός δοξολογίαν τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς ἔργοις Αὐτοῦ. Ἡ Διεύθυνση γιά τήν Ἐφαρμογή τῶν Ἀρχῶν καί τῶν Τύπων περί Οἰκουμενισμοῦ ἐκφράζει τήν ἐλπίδα ὅτι τό βάπτισμα θά ἀναγνωρισθεῖ ἀμοιβαῖα καί ἐπίσημα. Αὐτό εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό μία οἰκουμενική πράξη τιμῆς ἕνεκεν. Συνιστᾶ μία βασική ἐκκλησιολογική δήλωση»[49].
Σύμφωνα μέ τό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ καί σχετικά μέ τό βάπτισμα, «οἱ ἄνθρωποι, πού πιστεύουν στόν Χριστό καί ἔχουν πράγματι βαπτισθεῖ» θεωροῦνται ὅτι βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τήν «Καθολική Ἐκκλησία» (τόν Παπισμό) ἀκόμη καί ἄν «αὐτή ἡ κοινωνία εἶναι ἀτελής» (3a). Ἐάν, λοιπόν, ἐκεῖνοι, πού βαπτίσθηκαν Χριστιανοί, πραγματικά ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, εἶναι σέ κοινωνία μέ τήν «Ἐκκλησία» (Παπισμό), ἀκόμη καί ἄν εἶναι, κατά κάποιο τρόπο, μόνο σέ «μερική» κοινωνία, ἕπεται ὅτι ὄχι μόνο μερικά, ἀλλά «πολλά στοιχεῖα καί χαρίσματα», πού οἰκοδομοῦν καί δίνουν ζωή στήν «Ἐκκλησία» (Παπισμό) ὑπάρχουν ἐκτός τῶν ὁρατῶν ὁρίων. Ἐκεῖνα τά «στοιχεῖα» περιλαμβάνουν «τόν γραπτό λόγο τοῦ Θεοῦ», «τή ζωή τῆς χάριτος», «τά ἐσωτερικά δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καί ἀρκετά ἄλλα (3b).
Σύμφωνα μέ τήν λατινική διδασκαλία, πρίν τήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο οἱ Παπικοί πίστευαν ὅτι τό βάπτισμα ὠφελεῖ γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μόνο ἐντός της ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας (Παπισμοῦ). Ἡ Χάρις βρίσκεται σέ ἀναστολή, λόγω τῆς κατάστασης τοῦ σχίσματος ἤ τῆς αἵρεσης, καί εἶναι ἐνεργός μόνο μέ τήν εἴσοδο στήν Ἐκκλησία. Οἱ σχισματικές καί αἱρετικές ὁμάδες δέν κατέχουν τίποτε περισσότερο ἀπό τήν αἵρεση καί τό σχῖσμα τους. Τά μυστήρια ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία (Παπισμό). Μετά τήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο ἡ παραπάνω διδασκαλία ἄλλαξε καί ἀπό τότε μέχρι καί σήμερα οἱ Παπικοί θεωροῦν ὅτι τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος παράγει ὅλους τούς καρπούς του καί εἶναι πηγή χάριτος ἀκόμα καί ὅταν τελεῖται ἀπό ἐπισήμως χωρισμένους σχισματικούς ἤ αἱρετικούς. Τήν «ζωή τῆς χάριτος» καί «προσβάσεως στήν κοινότητα τῆς σωτηρίας» ἀπολαμβάνουν καί ὅσοι βρίσκονται σέ σχίσμα καί αἵρεση. Τά σχισματικά σώματα καθ’ αὐτά θεωροῦνται ὡς «μέσα σωτηρίας».
Οἱ Παπικοί πιστεύουν ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ καί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἐρχόμενοι σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τήν Πατερική Ὁμοφωνία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία δέν ὑπάρχει μυστηριακή χάρη (καθαρτική, φωτιστική καί ἁγιαστική ἐνέργεια) ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Β΄Βατικανή ἐπεξέτεινε τήν Ἐκκλησία, ὥστε νά συμπεριλαμβάνει καί τούς ἴδιους τούς σχισματικούς καί αἱρετικούς. Κατ’αὐτόν τόν τρόπο δέν μπορεῖ νά λέγεται ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Τό σχισματικό καί τό αἱρετικό βάπτισμα θεωρεῖται τώρα ὡς καρποφόρο, διότι εἶναι τό ἕνα βάπτισμα τοῦ ἑνός Σώματος, πού εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό, ὅμως, σημαίνει, ὅτι τά κριτήρια, πού χρησιμοποιοῦνται γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν ἀλλάξει. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς μυστηριακή ἑνότητα, δέν βρίσκεται πλέον γιά τούς Παπικούς στήν ταυτότητα, πού στηρίζεται πάνω στήν ἑνότητα τῆς πίστεως, τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τῆς ἱερωσύνης καί τῶν μυστηρίων.
Ἔτσι, οἱ Παπικοί ἔχουν τρεῖς νέες ριζοσπαστικές ἀναγνωρίσεις : α) τοῦ αἱρετικοῦ βαπτίσματος ὡς τοῦ ἑνός βαπτίσματος (καί καρποφόρου), β) τῶν αἱρετικῶν συνάξεων ὡς ἐκκλησίων, καί γ) τῆς καρποφόρας ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός αὐτῶν. Αὐτές οἱ τρεῖς ἀναγνωρίσεις προετοίμασαν τό ἔδαφος γιά τήν τέταρτη καί τελική ἀναγνώριση, τῆς Una Sancta ὡς ὑφισταμένης, κατά τόν Παπισμό, καί στίς σχισματικές καί αἱρετικές συνάξεις.
Ὅμως, ἡ δημιουργία ἀπό τούς Παπικούς μιᾶς ἄλλης, νέας «ἐκκλησίας», συνεπάγεται καί τήν δημιουργία ἑνός ἄλλου, νέου Χριστοῦ. Κάθε ἀλλαγή ἤ μετασχηματισμός τῆς πίστεως ἤ τῆς παραδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἄλλος Ἰησοῦς, ἄλλη Ἐκκλησία.
Ἑνας, λοιπόν, ἀπό τούς κεντρικούς στύλους τῆς νέας λατινικῆς ἐκκλησιολογίας εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὅλους τους «βαπτισμένους», πού συμμετέχουν κατά βαθμούς.
Ἡ Communio Ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τήν Ὀρθόδοξη Εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία. 
Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία, τά ὅρια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας χαράσσονται σαφῶς μέ βάση τίς «γραμμές αἵματος», συμπεριλαμβάνοντας ὅλους ὅσοι μετέχουν στό Κοινό Ποτήριο τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μυστηριακή βάση τῆς κοινωνίας δέν συνίσταται σέ ἕνα ἤ ἄλλο μυστήριο, ἀλλά σέ ὅλα τά μυστήρια μαζί, ἑνωμένα σέ μία κοινή ζωή καί σέ ἕνα κοινό Ποτήριο.
Σύμφωνα μέ τήν Communio Ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς, τά ὅρια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας χαράσσονται πρῶτα μέ βάση τό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος. Μεταξύ τῶν βαπτισμένων ὑπάρχει μία θεμελιώδης ἑνότητα ἤ communio, ἔτσι πού ἡ διάκριση δέν εἶναι μεταξύ πλήρους ἑνότητας ἤ καθόλου communio, ἀλλά μεταξύ πλήρους καί ἀτελοῦς communio (UR 3). Σύμφωνα μέ τόν καρδινάλιο Βάλτερ Κάσπερ, ἡ μυστηριακή βάση τῆς communio εἶναι ἡ communio στό ἕνα βάπτισμα, μέ συμμετοχή στήν Εὐχαριστία, «τό ἀποκορύφωμα» τῆς communion, πού ἐπιφυλάσσεται γι’ αὐτούς, πού εἶναι σέ πλήρη κοινωνία.
Ἀπό τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς Βατικάνειας ἐκκλησιολογίας εἶναι ἡ βαπτισματική βάση καί τό βάπτισμα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ μύηση καί ὄχι ἐπιστροφή. Στήν ἀκριβῶς ἀντίπερα ὄχθη βρίσκονται τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, πού εἶναι ἡ εὐχαριστιακή βάση, καί ὅτι τό βάπτισμα ἀποτελεῖ μετάνοια καί ἐπιστροφή.
Στήν ἐποχή μας, ὅπου ἡ παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καλπάζει, οἱ Οἰκουμενιστές Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι, Ἐπίσκοποι, κληρικοί καί θεολόγοι ἔχουν φτάσει στήν ἐσχάτη πτώση νά μήν ἀποκαλοῦν τούς Παπικούς οὔτε αἱρετικούς οὔτε σχισματικούς, ἀλλά «ἀδελφούς ἄλλου δόγματος»[50], μένοντας πάντοτε πιστοί στό ἐπαίσχυντο κείμενο τοῦ Balamand τοῦ Λιβάνου τό 1993, μέ τό ὁποῖο ἤρθη ἡ καταδίκη τῆς Οὐνίας, πού ἔγινε στό Freising τοῦ Μονάχου τό 1990, καί προσφέρθηκε συγχρόνως ἐκκλησιαστική πληρότητα καί γνησιότητα στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Γράφει τό κείμενο τοῦ Balamand : «Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐνεπιστεύθη στήν Ἐκκλησία Του – ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχή στά ἴδια μυστήρια, πρό πάντων στή μοναδική Ἱερωσυνη πού τελεῖ τή μοναδική θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων – δέν δύναται νά θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας. Στά πλαίσια αὐτά, εἶναι προφανές ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμός ἀποκλείεται». Στήν παράγραφο §15 (τῶν «Ἐκκλησιολογικῶν Ἀρχῶν») λέγεται χαρακτηριστικῶς: «Ἐφ' ὅσον μένομε σταθεροί στήν ἀπαραβίαστη ἐλευθερία τῶν προσώπων καί στήν παγκόσμια ὑποχρέωση νά ἀκολουθοῦμε τίς ἐπιταγές τῆς συνειδήσεως στήν προσπάθεια ἀποκαταστάσεως τῆς Ἑνότητος, κατανοοῦμε ὅτι δέν πρέπει νά ἀναζητοῦμε τόν προσηλυτισμό τῶν προσώπων ἀπό τή μία Ἐκκλησία στήν ἄλλη γιά νά ἐξασφαλίσωμε τή σωτηρία των». Σε ἄλλο σημεῖο ἀναφέρεται : «Θεωροῦμεν τήν ἀμοιβαίαν ταύτην ἀναγνώρισιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀντότητος τοῦ  βαπτίσματος, παρά τάς διαιρέσεις ἡμῶν, πλήρως σύμφωνον πρός τήν ἀέναον διδασκαλίαν ἀμφοτέρων τῶν ἐκκλησιῶν»[51].
Παραλλήλως, οἱ Οἰκουμενιστές ἔχουν ἀναπτύξει τήν αἱρετική οἰκουμενιστική θεωρία τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί περιλαμβάνει τούς χριστιανούς κάθε «ὁμολογίας», ἀπό τή στιγμή, πού δέχθηκαν τό βάπτισμα. Οἱ Οἰκουμενιστές προσπαθοῦν νά προσδιορίσουν τήν ἑνότητα μεταξύ τοῦ Χριστιανισμοῦ μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», πού σημαίνει ὅτι θέτουν ὡς βάση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας τό Βάπτισμα. Οὐσιαστικά αὐτό εἶναι «ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητας», γιατί προσπαθοῦν νά δοῦν τά κοινά σημεῖα τῆς ἑνότητας μεταξύ τῶν «ὁμολογιῶν». Μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν θέτουν ὡς βάση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας τήν πίστη συνδυασμένη μέ τά Μυστήρια, ἀλλά θέτουν ὡς βάση τό Βάπτισμα, τό ὁποῖο ἀποδεσμεύουν ἀπό τήν ἀποκεκαλυμμένη πίστη καί ἀπό τά ἄλλα Μυστήρια, ἰδιαίτερα τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας[52].
Οἱ Οἰκουμενιστές, γιά νά ἐπιτύχουν τους σκοπούς τους, διοργανώνουν διεθνῆ συνέδρια. Πρόσφατα οἰκουμενιστική «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν» Βόλου διοργάνωσε ἀπό τίς 11 ἕως τίς 13-6-2015, σέ συνεργασία μέ τήν παπική Θεολογική Σχολή τῆς Φλωρεντίας, τήν 2η Διεθνή Συνάντηση παπικῶν καί ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν βιβλικῶν θεολόγων μέ θέμα : «Ἡ θεολογία τοῦ Βαπτίσματος στήν Καινή Διαθήκη σέ ὀρθόδοξη καί ρωμαιοκαθολική προοπτική». Σ'αὐτή συμμετεῖχαν ὀνόματα γνωστῶν Οἰκουμενιστῶν, ὅπως ὁ Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος, ὁ διευθυντής τῆς «Ἀκαδημίας» Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης, ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Καινῆς Διαθήκης τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ Πέτρος Βασιλειάδης κ.ἄ[53], οἱ ὁποίοι σίγουρα, χάριν τῆς ἀγαπολογίας καί τῆς ψευδενώσεως, δέν θά ἔθιξαν τίποτε ἀπό ὅσα κατατίθενται στό παρόν κείμενο στούς «ρωμαιοκαθολικούς ἀδελφούς» τους.
Οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅμως, ὡς πρός τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, διαφυλάττουμε κάθε τι, πού παραλάβαμε ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, «ὡς δόγμα πίστεως οὐσιῶδες καί ἀπαράτρεπτον»[54], ἀπορρίπτοντας ὅλες τίς παπικές καί οἰκουμενιστικές καινοτομίες περί τοῦ Βαπτίσματος ὡς ἀντιβιβλικές, ἀντιπαραδοσιακές καί ἄγνωστες στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Τό δι’ἐπιχύσεως καί ραντισμοῦ λατινικό «βάπτισμα» στέκεται ὡς ἕνας ἐπιπλέον λίθος προσκόμματος στήν ποθητή ἕνωση τῆς αἱρέσεως τοῦ παπισμοῦ μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ ἐκαινοτόμησε καί ὡς πρός τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος[55]. Ἡ ἐν Τριδέντω ψευδοσύνοδος συνιστᾶ στούς Λατίνους ψευδεπισκόπους νά ἀναβάλλουν νά δίνουν τό Ἅγιο Μῦρο στούς βαπτισθέντες μέχρι τήν ἡλικία τῆς διακρίσεως, διότι τό Χρῖσμα ἔχει ὡς σκοπό νά ὁπλίσει τόν Χριστιανό γιά τήν μάχη καί δέν ἁρμόζει νά ὁπλίζεται κανείς πολύ πρίν ἀρχίσει ἡ μάχη[56]. Τό ἀστήρικτο αὐτό ἐπιχείρημα δέν χρειάζεται κἄν ἀναίρεση, διότι ἰσχύει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο, δηλ. πολύ πρίν τήν μάχη ὁ στρατιώτης φέρει τήν πανοπλία του καί ἀσκεῖται νύκτα καί ἡμέρα σ’ὅλα τά πολεμικά ὅπλα. Εἶναι ὄντως ἀδιανόητο νά καταδικάζει ὁ Παπισμός τήν παιδική ἡλικία νά ἀναπτύσσεται χωρίς τίς δωρεές καί τά ὅπλα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ πρώτη Ἐκκλησία παρεῖχε καί στά βαπτιζόμενα νήπια τό Χρῖσμα, ἀκριβῶς γιά νά τά εἰσάγει ἀπό τήν πρώτη στιγμή στό πεδίο τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δεδομένου ὅτι ἡ στερέωση τοῦ βαπτισθέντος στήν πνευματική ζωή ἔχει πάντοτε ἀνάγκη ἀπό τήν ζωογόνο Θεία Χάρη.
Τό Κανονικό Δίκαιο τοῦ Λατινισμοῦ κωδικοποίησε τήν διάταξη τῆς ἐν Τριδέντω ψευδοσυνόδου καί καθόρισε, ἐκτός τοῦ κινδύνου τοῦ θανάτου, νά μήν δίνεται τό Χρῖσμα πρίν τήν ἡλικία τῆς διακρίσεως. Στήν Ὀρθόδοξη, ὅμως, Ἐκλησία ἐξακολουθεῖ νά ἰσχύει ἡ ἀρχαία πρακτική καί νά δίνεται τό Χρῖσμα εὐθύς μετά τό Βάπτισμα, πρακτική, ἡ ὁποία μέχρι τόν 11ο αἰώ. ὑπῆρχε καί στόν Παπισμό[57]. L. Bouyer ὁμολογεῖ ὅτι τό Χρῖσμα χωρίστηκε ἀπό τό Βάπτισμα στόν Παπισμό ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεσαίωνα[58]. Τό θλιβερό εἶναι ὅτι οἱ περισσότερες καινοτομίες στήν Δύση ἐμφανίσθηκαν ἤ ἐπεκράτησαν ἀπό τό Σχῖσμα καί μετά, ὁπότε ὁ Λατινισμός παραδόθηκε στόν οἶστρο τῆς καινοτομίας, χωρίς κανένα πλέον χαλινάρι.
Ὡς κύριο λόγο τῆς ἀναβολῆς τοῦ Χρίσματος ὁ Παπισμός ἐπικαλεῖται τήν ἔλλειψη διακρίσεως στά βαπτιζόμενα νήπια καί ὅρισε ὡς κατάλληλο ἔτος γιά τήν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τό 14ο ἔτος συμπληρωμένο[59]. Ἡ ἀναβολή, ὅμως, τοῦ Χρίσματος γιά κανένα λόγο δέν μπορεῖ νά στηριχθεῖ στήν ἔλλειψη διακρίσεως, λόγω τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, διότι τά νήπια γίνονταν δεκτά στό Βάπτισμα καί χρίονταν ἀμέσως ἤδη ἀπό τίς πρώτες ἡμέρες τοῦ Χριστιανισμοῦ, κατά τήν Ἀποστολική ἐποχή, μολονότι στεροῦνταν τῆς διακρίσεως. Ὁ παπικός θεολόγος Bartmann ἀναγκάζεται νά ὁμολογήσει ἐν προκειμένω : «Πουθενά στήν Παράδοση δέν ἀπαιτεῖται ὁρισμένη ἡλικία γιά τήν παροχή τοῦ Χρίσματος. Ὅπως πάντοτε παρέχονταν στούς ἡλικιωμένους τά τρία πρῶτα μυστήρια συγχρόνως, ἔτσι καί ὅταν εἰσήχθη ὁ νηπιοβαπτισμός, εἰσήχθη καί ἡ παροχή τοῦ Χρίσματος στά νήπια. Ἡ πράξη αὐτή ἄλλωστε μαρτυρεῖται τόσο στήν Ἀνατολή ὅσο καί στή Δύση. Σήμερα ἀκόμη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέχεται τό Χρῖσμα μετά τό Βάπτισμα. Ὡς πρός τήν πράξη στήν Λατινική Ἐκκλησία ὁρίσθηκαν ἀργότερα διάφορες ἡλικίες»[60].   
Ἡ ἀναβολή τοῦ Χρίσματος ἀπό τούς Λατίνους αἰτιολογεῖται καί ἀπό τήν στέρηση τῆς χρήσεως τοῦ λογικοῦ στήν παιδική ἡλικία. Ἡ ρωμαϊκή κατήχηση ἀναφέρει : «Μπορεῖ μέν νά τελεσθεῖ τό Χρῖσμα μετά τό Βάπτισμα, ἀλλά λίγο ὡφελεῖ, ἐπειδή τά παιδιά δέν μποροῦν ἀκόμη νά κάνουν χρήση τοῦ λογικοῦ τους. Γι’αὐτό εἶναι καλό νά ἀναβάλλεται στό 12ο ἤ σέ περίπτωση ἀνάγκης στό 7ο ἔτος. Διότι, ἡ βεβαίωση δέν ὁρίσθηκε ὡς ἀναγκαία γιά τήν σωτηρία, ἀλλά γιά νά ἑτοιμασθοῦμε ἄριστα μέσω αὐτῆς καί νά ἀγωνισθοῦμε ὑπέρ τῆς πίστεως στόν Χριστό. Γιά τό εἶδος αὐτό τῆς πάλης κανείς βεβαίως δέν θά θεωροῦσε ἐπιτήδειους αὐτούς, πού στεροῦνται τήν χρήση τοῦ λογικοῦ»[61].
Ἡ ἀναβολή παροχῆς τοῦ Χρίσματος ἐπί πολλά ἔτη δέν μαρτυρεῖται καθόλου ἀπό τήν Ἁγία Γραφή[62], οὔτε μπορεῖ νά βρεῖ ἔρεισμα στούς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὁμόφωνη ἡ μαρτυρία τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων ὑπέρ τῆς παροχῆς τοῦ Χρίσματος εὐθύς μετά τό Βάπτισμα. Στήν ὑποστήριξη τῆς παραπάνω θέσεως ἀναφέρεται ὁ ΜΗ΄ Κανών τῆς ἐν Λαοδικεία Τοπικῆς Συνόδου[63], οἱ Διαταγές τῶν Ἀποστόλων[64], ὁ Τερτυλλιανός[65], ὁ ἅγιος Κυπριανός Καρχηδόνος[66], ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης[67], ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων[68] καί ὁ Ἰππόλυτος[69].
Ἡ ἀναβολή τοῦ Χρίσματος ἐνέχει πάντοτε τόν κίνδυνο, λόγω αἰφνιδίου θανάτου, νά ἀπέλθει ἀσφράγιστος ὁ βαπτισθείς καί χωρίς τήν Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν»[70]. Ναί μέν τό Κανονικό Δίκαιο τῆς λατινικῆς αἱρέσεως προβλέπει τήν παροχή τοῦ Χρίσματος σέ περίπτωση θανάτου καί πρό τῆς ἡλικίας τῆς διακρίσεως, κανείς, ὅμως, δέν μπορεῖ νά προβλέψει τόν αἰφνίδιο θάνατο καί νά ἐξουδετερώσει τόν κίνδυνο αὐτόν μέσω τῆς ἐγκαίρου παροχῆς τοῦ Χρίσματος. Σχετικῶς ἀναφέρεται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος[71], ὁ ἅγιος Συμεών Θεσ/κης[72], ὁ Μητροφάνης Κριτόπουλος[73] καί ὁ Πατριάρχης Κων/λεως Ἱερεμίας Β΄[74].
Στήν πρώτη Ἐκκλησία οἱ βαπτιζόμενοι μεταλάμβαναν ἀμέσως τοῦ Ἀχράντου Σώματος καί τοῦ Τιμίου Αἵματος τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἀπορίας ἄξιον, πῶς διανοήθηκε καί τόλμησε ὁ Παπισμός νά νομοθετήσει τήν ἀναβολή τοῦ Χρίσματος καί νά καταδικάσει τούς βαπτισθέντες σέ ἀποχή ἀπό τήν Θεία Κοινωνία γιά πολλά ἔτη χωρίς κανένα λόγο! Ἀκόμη καί ὁ Πάπας Μελχιάδης σέ κάποια ἐπιστολή του πρός τούς Ἱσπανούς Ἐπισκόπους ἐμφανίζει τό Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα ν’ ἀποτελοῦν μία πράξη χρονικῶς[75].
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιτρέπει σέ κάθε ἱερέα τήν παροχή τοῦ Χρίσματος μέ τό Ἅγιο Μύρο, πού καθιερώθηκε ἀπό τόν ἐπίσκοπο. Ἀντιθέτως, ὁ Παπισμός μόνο σέ μερικές περιστάσεις ἐπιτρέπει σέ κάποιους ἱερεῖς τήν παροχή τοῦ Χρίσματος, ὡς εἰδικό προνόμιο, πού χορηγεῖται ἀπό τόν «Πάπα». Ἡ ρωμαϊκή κατήχηση διδάσκει ὅτι «μόνο ὁ ἐπίσκοπος ἔχει τήν δύναμη νά τελεῖ τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος»[76]. Ἡ παπική ἀνακολουθία, ὡς πρός τήν ἀπαγόρευση τῆς παροχῆς τοῦ Χρίσματος ἀπό τούς ἱερεῖς, φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι οἱ Καρδινάλιοι, οἱ Ἀββάδες καί Τιτλοῦχοι, οἱ Ἀποστολικοί Βικάριοι καί Προϊστάμενοι, ἀκόμη κι ὅταν δέν εἶναι «Ἐπίσκοποι», ἔχουν τήν ἐξουσία νά παρέχουν τό Χρῖσμα[77]. Στό δικαίωμα παροχῆς τοῦ Χρίσματος ἀπό τούς ἱερεῖς ἀναφέρονται οἱ Ἀποστολικές Διαταγές[78], ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος[79] καί ὁ Πάπας Γρηγόριος ὁ Μέγας τό 594, ὁ ὁποῖος, μέ ἐπιστολή του στόν Ἐπίσκοπο Καλάρων Ἰανουάριο, ἀνακάλεσε προηγούμενη ἀπόφασή του, πού προκάλεσε σκάνδαλο, καί χορήγησε στούς ἱερεῖς τῆς Σαρδηνίας τό δικαίωμα νά παρέχουν τό Χρῖσμα[80].
Ἡ λατινική αὐτή καινοτομία περί τοῦ Χρίσματος προκάλεσε τήν δίκαιη ἐξέγερση τοῦ ἁγίου Πατριάρχου Κων/λεως Φωτίου τοῦ Μεγάλου, ὅταν Λατῖνοι «κληρικοί» ἀναμύρωσαν τούς Χριστιανούς τῆς Βουλγαρίας, οἱ ὁποίοι εἶχαν χρισθεῖ μέ Ἅγιο Μῦρο ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ἱερεῖς[81]. Ὁ Μ. Φώτιος δέν ἀγωνίσθηκε μόνο ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque καί τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ἀλλά καί κατεδίκασε ὡς ἀπαράδεκτη τήν καινοτομία σχετικά μέ τό Χρῖσμα, διότι τό ὀρθόδοξο καί φωτεινό κριτήριό του δέν ἀνεχόταν καμμία παραποίηση σ’αὐτά, πού ἀναλλοιώτως παραδόθηκαν ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες.
Ἐμφοροῦνται ἆραγε οἱ σύγχρονοι Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι ἀπό αὐτόν τόν ἱερό ζῆλο ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ κάποιοι Ἐπίσκοποι ἀγωνίζονται, μή ἔχοντας κανένα ὀρθόδοξο κριτήριο, νά ἀπεμπολήσουν τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς Ὀρθοδοξίας καί νά παραδοθοῦν μέ δουλικό τρόπο στήν ἀπολυταρχική ἐξουσία τοῦ Ποντίφηκα, πού πάντοτε καινοτομεῖ εἰς τά τῆς πίστεως;       



[1] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός˙ ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος καιί Σύλλογος «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης», Ἀθήνα 2014, σσ. 191-201.
[2] ΥΑΚΙΝΘΟΣ, Μεγάλη Κατήχησις Γ΄, ἔκδ. Β΄, Ἀθήναι 1958, σσ. 42-43.
[3] Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Δογματική τῆς Όρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Γ΄, Ἀθήνα 1959, σσ. 87-88.
[4] Ματθ. 28, 19.
[5] Σχ. βλ. «Μέγα Λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης» τοῦ Henru G. Lidell και Robert Scott στή λέξη «βαπτίζω».
[6] ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ Οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1961, σσ. 110-111.
[7] L. BOUYER, Dictionnaire Theologique, p. 95.
[8] Ν. ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ, Ἡ Ποιμαντική, Ἀθῆναι 1883, σ. 298.
[9] Ἰω. 3, 23.
[10] Ματθ. 3, 16 καί Μάρκ. 1, 9-11.
[11] Πράξ. 8, 38-39.
[12] Α΄ Πέτρ. 3, 20-21 καί Α΄ Κορ. 10, 1-2, 11.
[13] Ρωμ. 6, 3-5 καί Κολ. 2, 12.
[14] ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Γ΄17, 1, 3 καί Ζ΄ 43, 5, ΒΕΠΕΣ 2, 67 και 136.
[15] TERTUL. DE BAPT. 1, 4, 9, PL 1, 1197.
[16] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εἰς Ἰωάν. ὁμιλ. 25, 2, PG 59, 151.
[17] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ, Περί τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς, Λόγος Β΄, PG 150, 529 καί  Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν, Sources Chretiennes, No 4 bis. p. 76, 78, Paris 1967.
[18] ΒΑΡΝΑΒΑΣ, Ἐπιστολή, 11, 11, ΒΕΠΕΣ 2, 237.
[19] ΚΛΗΜΕΝΤΙΑ, Ὁμιλία ΙΑ΄ 35, ΒΕΠΕΣ 1, 158.
[20] ΕΡΜΑΣ ΠΟΙΜΗΝ, Παραβολή Θ΄ 16, 4, ΒΕΠΕΣ 3, 96.
[21] ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ, Α΄ Ἀπολογία 61, 12, ΒΕΠΕΣ 3, 195.
[22] ΔΙΔΑΧΗ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, VII, 1-3, ΒΕΠΕΣ 2, 217.
[23] Χ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, Συμβολική, ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου, ἔκδ. Β΄, Ἀθῆναι 1930, σσ. 318-319,
[24] «Ἐάν νοσῶν τις φωτισθῆ, εἰς πρεσβύτερον ἄγεσθαι οὐ δύναται…», ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 393-394 καί Κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ, Ὁ Χριστιανικός Ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῶ, ἔκδ. Β΄, Ἀθῆναι 1958, σσ. 425-426.
[25] Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, ὅ.π., σ. 109 καί Χ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, ὅ.π., σ. 319.
[26] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ὅ. π., σσ. 62-66 καί 163-165 καί Χ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, ὅ.π., σ. 319.
[27] ΜΑΡΚΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ, «Περί τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι» 92, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν Α΄, Ἀθῆναι 1957, σ. 115.
[28] TERTUL. Adv. Prax. 26, PL 2, 213 καί De coron. milit. 3, PL 2, 98.
[29] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Περί Ἁγίου Πνεύματος 15, 35, PG 32, 132A.
[30] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Κατήχησις Β΄ 10, 11, Sources Chretiennes, No 50, p. 138-139.
[31] Κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ, ὅ. π., σσ. 422, 425.
[32] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχησις ΙΖ΄, 14, PG 33, 986C.
[33] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, PG 46, 585ΑΒ.
[34] ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, Λόγος εἰς τά ἅγια Θεοφάνεια, PG 10, 860Α.
[35] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Εἰς τόν βίον Βαρλαάμ καί Ἰωάσαφ, 11, PG 96, 956C.
[36] ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Β΄, Ἀθῆναι 1953, σ. 459.
[37] Ὅ. π., σσ. 530-531.
[38] ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΑΒΑΡΝΟΣ, Τό ζήτημα τῆς Ἑνώσεως, Ἀθῆναι 1968, σ. 24.
[39] Ν. ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ, ὅ.π., σσ. 296-297.
[40] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ὅ. π., σσ. 63-65. Σχ. βλ. ἡμετέρα Μεταπτυχιακή Ἑργασία μέ θέμα «Ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη», Θεσ/κη 2007 : http://invenio.lib.auth.gr/record/106888/files/gri-2008-1605.pdf?version=1και ΑΡΧΙΜ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ, «Ἡ ἐγκυρότης τῶν «Μυστηρίων» Παπικῶν καί Προτεσταντῶν» καί ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ ΧΙΡΣ, «Τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας», Οἰκουμενισμός˙Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις. Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, τ. Β΄, Αἴθουσα Τελετῶν Α.Π.Θ., 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, σσ. 847-857 καί 871-890.
[41] ΦΙΡΜΙΛΙΑΝΟΣ, Ἐπιστολή πρός Κυπριανό Καρχηδόνος, CSEL 3, 2 (1871) 810-827.
[42] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὁμιλία ξ΄ ρηθεῖσα ἐν τῆ ἁγία ἑορτή τῶν φώτων, ἐν ἦ καί κατά τό ἐγχωροῦν ἔκφανσις τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ βαπτισθέντος, ἐκδ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ΕΠΕ 11, Θεσ/κη 1986, σσ. 506-535.
[43]Kat. Rom. II, 1,  23.
[44] Χ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, ὅ.π., σ. 323.
[45] .π., σ. 323-324.
[46] ΤΕΡΤΥΛΛΙΑΝΟΣ, De cor. Mil. 3 καί Adv. Prax. 26, PL 2, 98 καί 213, ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ, De Sacramentis II 7, 20, PL 16, 448.  Σχ. βλ. καί Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, .π., σσ. 91-92.
[47] Εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ
[48] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ ΧΙΡΣ, ἐκκλησιολογική ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου˙ Μία Ὀρθόδοξη διερεύνηση τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Ἐκκλησίας κατά τό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ, ἐκδ. Uncut Mountain Press, Πετροκέρασα Θεσ/κης  2014.
[49] Pope John Paul II, Ut Unum Sint 1995.05.25, http://www.vatican.va/ holy_father/john_paul_ii/encyclicals/documents/hf_jp-ii_enc_25051995_ut-unum-sint_en.html.
[50] Σχ. βλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Οὔτε αἵρεση οὔτε σχίσμα Παπισμός˙ (πιό τολμηροί οἱ νέοι λατινόφρονες)», Θεοδρομία Η3 (2006) 459-471.
[51] Τοῦ ἰδίου, Οὐνία˙ καταδίκη καί ἀθώωση, ἐκδ. Βρυέννιος, σειρά Φίλη Ὀρθοδοξία 4, Θεσ/κη 2002, σσ. 148-186.
[52] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Ἡ Β' Βατικανή Σύνοδος καί ἡ νέα θεολογία καί ἡ νέα ἐκκλησιολογία της, 3-12-2014, http://www.dogma.gr/default.php?pname=Article&art_id=7201&catid=20
[54] Ν. ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ, ὅ.π., σ. 299.
[55] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, ὅ.π., σσ. 201-208.
[56] ΥΑΚΙΝΘΟΣ, ὅ.π., σ. 55.
[57] Ὁ. π.
[58] L. BOUYER, .π., p. 157.
[59] ΥΑΚΙΝΘΟΣ, .π., σ. 56.
[60] Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, .π., σσ. 136-137.
[61] Kat. Rom. II, 3, 17. Σχ. βλ. Χ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, ὅ. π., σ. 327.
[62] Πράξ. 19, 5-6 καί Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, ὅ.π., σσ. 135-136 καί ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Μυσταγωγικές Κατηχήσεις Γ΄ 4, PG  33, 1092.
[63] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ὅ. π., σσ. 437-438.
[64] ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, Ζ΄ 22, 2 καί 44, 1, ΒΕΠΕΣ 2, 123 καί 136.
[65] ΤΕΡΤΥΛΛΙΑΝΟΣ, De Bapt. 7 κ. ἐξ. PL 1, 1315.
[66] ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ, Epist. 73, 9, PL 3, 1115.
[67] ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 4, 11, PG 3, 484C.
[68] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, ὅ. π. Γ΄ 1, PG  33, 1089.
[69] Μαρτύριον Κυριακοῦ, Ἱππολύτου… Β΄, ΒΕΠΕΣ 6, 301.
[70] ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, Πρός Ἐφεσίους, ΧΧ 2, ΒΕΠΕΣ 2, 268.
[71] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Εἰς τό Βάπτισμα ὁμιλία 40, 28, PG 36, 400.
[72] ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣ/ΚΗΣ, Κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων 20, PG 155, 101AD, 104A καί Ἑρμηνεία εἰς τό θεῖον καί ἱερόν Σύμβολον, PG 155, 788ΑΒ.
[73] ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, ὅ.π. Β΄, σ. 531.
[74] Ὅ. π. Α΄, σ. 380.
[75] Χ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, ὅ. π., σ. 327 καί Κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ, ὅ. π., σσ. 427-428.
[76] Kat. Rom. II, 3, 18.
[77] Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, ὅ.π., σ. 135 καί Χ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, ὅ. π., σσ. 325-326 καί ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εἰς Α΄ Τιμ. ὁμιλία 11, 1, PG 62, 553.
[78] ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, Ζ΄ 22, 42 καί 44, ΒΕΠΕΣ 2, 123, 135, 136.
[79] ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, Epist. 146, 1, PL 22, 1194.
[80] ΠΑΠΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, Epist. 1, 4, καί  Epist. 26, PL 77, 696.
[81] ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, ὅ.π. Α΄, σ. 278.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου