22 Μαΐ 2015

Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης (ΙΕ΄) – (Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία)



          IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
Δημητσάνα, Παρασκευή 22 Μαΐου 2015
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου.
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)

Ἔχοντας πληροφορήσει ὁ Ἰωσήφ τόν Φαραώ γιά τόν ἐρχομό τῶν συγγενῶν του στήν γῆ Γεσέμ (στίχ. 1), παρουσίασε ἔπειτα, ὡς ἀντιπροσωπεία, πέντε ἀπό τούς ἀδελφούς του σ’ αὐτόν (στίχ. 2), ἐπειδή ὁ ἀριθμός πέντε θεωρεῖτο ὡς ἱερός στούς Αἰγυπτίους. Οἱ ἀδελφοί πληροφόρησαν τόν Φαραώ ὅτι εἶναι ποιμένες προβάτων καί γι᾽ αὐτό ἐζήτησαν νά παροικήσουν στήν γῆ Γεσέμ τῆς Αἰγύπτου, ἡ ὁποία εἶχε πλούσια βοσκή γιά τά ποίμνια (στίχ. 3-4). Ὁ Φαραώ ἔκανε δεκτό τό αἴτημά τους καί κατέστησε μάλιστα αὐτούς ὑπεύθυνους καί στά δικά του ζῶα (στίχ. 5-6). Ὁ γέροντας Ἰακώβ παρουσιάστηκε καί αὐτός μπροστά στόν Φαραώ καί τόν εὐλόγησε (στίχ. 7), τόν χαιρέτησε δηλαδή καί εὐχήθηκε σ᾽ αὐτόν μέ εὐγνωμοσύνη ἤ τόν εὐλόγησε ὡς προφήτης τοῦ Θεοῦ πού ἦταν. Ἡ μεγάλη του ἡλικία (130 ἔτη) θά ἔκανε ἐντύπωση στόν Φαραώ, ἀλλά ὁ Ἰακώβ ἀπάντησε ὅτι ἡ ζωή του ἦταν μικρή καί γεμάτη θλίψεις σέ σχέση μέ τήν ζωή τῶν πατέρων του καί ἀφοῦ εὐλόγησε τόν Φαραώ ἀποχώρησε (στίχ. 8-10). Ἔτσι ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰωσήφ ἐγκαταστάθηκε στήν γῆ τῆς Αἰγύπτου καί διατρεφόταν ἐκεῖ κατά τήν διάρκεια τοῦ λιμοῦ ἀπό τόν Ἰωσήφ (στίχ. 11-12).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
47,1Ἦλθε, λοιπόν, Ἰωσήφ καί εἰδοποίησε τόν Φαραώ καί (τοῦ) εἶπε: « πατέρας μου, οἱ ἀδελφοί μου μέ τά ποίμνιά τους καί τίς ἀγέλες τους καί ὅλα ὅσα ἔχουν ἦλθαν ἀπό τήν γῆ Χαναάν καί εὑρίσκονται πλέον στήν γῆ Γεσέμ». 2Εἶχε δέ λάβει πέντε ἀπό τούς ἀδελφούς του καί τούς παρουσίασε ἐνώπιον τοῦ Φαραώ. 3Τότε εἶπε ὁ Φαραώ στούς ἀδελφούς τοῦ Ἰωσήφ: «Ποιά εἶναι ἡ ἀσχολία σας;». Καί αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν: «Ποιμένες προβάτων εἴμαστε οἱ δοῦλοι σου καί ἐμεῖς καί οἱ πατέρες μας». 4Καί πρόσθεσαν στόν Φαραώ: «Ἤρθαμε νά κατοικήσουμε προσωρινά στήν χώρα αὐτή· γιατί δέν ὑπάρχει βοσκή γιά τά ποίμνια τῶν δούλων σου, ἀφοῦ ἡ πείνα εἶναι πολύ βαρειά στήν γῆ Χαναάν. Τώρα, λοιπόν, παρακαλοῦμε νά κατοικήσουμε οἱ δοῦλοι σου τήν περιοχή Γεσέμ». 5α Καί εἶπε ὁ Φαραώ στόν Ἰωσήφ: «Νά κατοικήσουν στήν περιοχή Γεσέμ. Ἄν μάλιστα γνωρίζεις ὅτι μεταξύ τους ὑπάρχουν δυνατοί ἄνδρες, διόρισέ τους ἀρχιποιμένες τῶν δικῶν μου ποιμνίων».
(ἄλλη διήγηση)
5β Ἔφτασαν, λοιπόν, στήν Αἴγυπτο, πρός τόν Ἰωσήφ, ὁ Ἰακώβ καί οἱ υἱοί του· καί πληροφορήθηκε αὐτό ὁ Φαραώ, ὁ βασιλέας τῆς Αἰγύπτου. 6Καί εἶπε ὁ Φαραώ στόν Ἰωσήφ: «Ὁ πατέρας σου καί οἱ ἀδελφοί σου ἦλθαν πρός ἐσένα· ἡ γῆ τῆς Αἰγύπτου εἶναι στήν διάθεσή σου. Ἐγκατάστησε τόν πατέρα σου καί τούς ἀδελφούς σου στό καλύτερο μέρος τῆς χώρας».α  7Ἔφερε δέ ὁ Ἰωσήφ τόν πατέρα του Ἰακώβ καί τόν παρουσίασε στόν Φαραώ. Καί ὁ Ἰακώβ εὐλόγησε τόν Φαραώ. 8Καί εἶπε ὁ Φαραώ στόν Ἰακώβ: «Πόσων χρόνων εἶσαι;». 9Ἀποκρίθηκε δέ ὁ Ἰακώβ στόν Φαραώ: «Ἡ διαβατάρικη ζωή μου εἶναι ἑκατόν τριάντα χρόνων· λίγα καί σκληρά ἦταν τά χρόνια τῆς ζωῆς μου καί δέν ἔφτασαν τά χρόνια τῆς ζωῆς τῶν πατέρων μου, τῆς προσωρινῆς ζωῆς τους». 10Καί ἀφοῦ ὁ Ἰακώβ εὐλόγησε τόν Φαραώ, ἀπομακρύνθηκε ἀπ’ αὐτόν. 11Ἔτσι ὁ Ἰωσήφ ἐγκατέστησε τόν πατέρα του καί τούς ἀδελφούς του καί τούς ἔδωσε ἰδιοκτησία στήν γῆ τῆς Αἰγύπτου, στό καλύτερο μέρος τῆς χώρας, στήν γῆ Ραμεσσῆ, καθώς διέταξε ὁ Φαραώ.
12Καί ἔτρεφε ὁ Ἰωσήφ τόν πατέρα του καί τούς ἀδελφούς του καί ὁλόκληρη τήν οἰκογένεια τοῦ πατέρα του μέ τροφές ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τοῦ καθενός.
α. Οἱ στίχ. 5-6 στό Ἑβρ. ἐμφανίζονται κατ᾽ ἀντίστροφη σειρά: «5Καί εἶπε ὁ Φαραώ πρός τόν Ἰωσήφ: “Ὁ πατέρας σου καί οἱ ἀδελφοί σου ἦλθαν πρός ἐσένα· 6ἡ γῆ τῆς Αἰγύπτου εἶναι ἐνώπιόν σου· στό καλύτερο μέρος τῆς γῆς βάλε νά κατοικήσει ὁ πατέρας σου καί οἱ ἀδελφοί σου· ἄς κατοικήσουν στήν γῆ Γεσέν, καί ἄν γνωρίζεις ὅτι βρίσκονται μεταξύ τους ἄνδρες ἄξιοι, κατάστησε αὐτούς ἐπιστάτες στά ποίμνιά μου».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
47,1-6. Αἰγυπτιακές πηγές μαρτυροῦν ὅτι οἱ Φαραώ εἶχαν μεγάλα κοπάδια καί φρόντιζαν πολύ γιά τήν ἀνατροφή τους. 47,5β-12. Ἱερατική παράδοση τῆς ἐγκατάστασης στήν Αἴγυπτο τῶν Ἰσραηλιτῶν. Κατά τήν παράδοση αὐτή ὁ Ἰακώβ εὐλόγησε τόν Φαραώ πιθανόν μέ εὐλογία γιά εὐημερία καί μακρά ζωή. 47,9. Αἱ ἡμέραι... ἅς παροικῶ. Βλ. 17,8 σχόλ. Ἡ ἔκθεση τοῦ Ἰακώβ περί τῆς ζωῆς του ὅτι «αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν... μικραί καί πονηραί» ἀντανακλᾶ τήν γνώμη ὅτι ἡ ζωή ὅλο καί συντομεύεται καί γίνεται πιό ταραχώδης (βλ. σχόλ. εἰς 5,4-32). 47,11. Ἐν γῇ Ραμεσσῇ. Εἶναι ἡ περιοχή Γεσέμ (ταυτίζεται μέ τήν Τάνις ἤ τήν Καντίρ), ἡ ὁποία μετενομάστηκε «γῆ Ραμεσσῆ» μετά τόν Ραμεσσῆ Β´ (βλ. σχόλ. εἰς Ἐξ. 1,8.11). Τό ὄνομα λοιπόν εἶναι ἐδῶ ἀναχρονιστικό. 
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
λιμός δυνάμωσε στήν Αἴγυπτο καί στήν γῆ Χαναάν καί Ἰωσήφ, πωλώντας σιτάρι, συγκέντρωσε ὅλο τό ἀργύριο τῶν Αἰγυπτίων καί Χαναναίων (στίχ. 13-14). Ἀλλά ὁ λιμός συνεχιζόταν καί οἱ Αἰγύπτιοι, κατά τήν ὑπόδειξη τοῦ Ἰωσήφ, ἀναγκάστηκαν, γιά νά πάρουν σιτάρι, νά πωλήσουν στόν Φαραώ τά ζῶα τους κατ᾽ ἀρχάς (στίχ. 15-17), ἀλλά στήν συνέχεια καί τά κτήματά τους, ἀκόμη καί αὐτούς τούς ἑαυτούς τους ὡς δούλους στόν Φαραώ (στίχ. 18-21). Ἔτσι ὁ Ἰωσήφ ἔδωσε σ᾽ αὐτούς σπόρο γιά νά σπείρουν τά χωράφια τους, μέ τήν ὑποχρέωση νά ἐπιστρέψουν τό ἕνα πέμπτο τῆς σοδειᾶς τους στόν Φαραώ (στίχ. 23-26). Ὁ νέος αὐτός κανονισμός τῆς φορολογίας ὄχι μόνο δέν κρίθηκε σκληρός, ἀλλ᾽ ἀντίθετα ὁ λαός εἶπε στόν Ἰωσήφ μέ ἐνθουσιασμό: «Μᾶς ἔσωσες»! (στίχ. 25). Μόνο τά κτήματα τῶν ἱερέων δέν πῆρε ὁ Ἰωσήφ (στίχ. 22.26β), γιατί αὐτοί εἶχαν μεγάλη δύναμη στήν ἀρχαία Αἴγυπτο καί ὁ Ἰωσήφ φαίνεται ὅτι δέν ἤθελε νά συγκρουστεῖ μαζί τους.
Οἱ Ἰσραηλῖτες ἐγκαταστάθηκαν στήν εὔφορη Γεσέμ, ὅπου ἐπληθύνθηκαν. Ὁ Ἰακώβ ἔζησε στήν Αἴγυπτο συνολικά δεκαεπτά ἔτη (στίχ. 27-28).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
47,13Τροφή ὅμως δέν ὑπῆρχε σὁλόκληρη τήν γῆ· γιατί πείνα ἦταν τόσο βαρειά, ὥστε χώρα τῆς Αἰγύπτου καί χώρα τῆς Χαναάν ἔφθιναν ἀπό τήν πείνα. 14Τότε ὁ Ἰωσήφ συγκέντρωσε ὅλα τά χρήματα τά εὑρισκόμενα στήν χώρα τῆς Αἰγύπτου καί στήν γῆ Χαναάν ὡς ἀντίτιμο γιά τό σιτάρι πού (αὐτοί) ἀγόραζαν καί (αὐτός) τούς πουλοῦσε·β καί ἔφερε ὁ Ἰωσήφ ὅλα τά χρήματα στό ἀνάκτορο τοῦ Φαραώ.
15Ὅταν δέ ἐξαντλήθηκαν ὅλα τά χρήματα στήν χώρα τῆς Αἰγύπτου καί στήν χώρα τῆς Χαναάν, ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι ἦρθαν στόν Ἰωσήφ καί τοῦ εἶπαν: «Δῶσε μας τροφή· γιατί νά ἀποθάνουμε ἐνώπιόν σου, ἐπειδή δέν ἔχουμε χρήματα;» 16Καί ὁ Ἰωσήφ τούς εἶπε: «Φέρετε τά κτήνη σας καί θά σᾶς δώσω γιά ἀντάλλαγμα τῶν κτηνῶν σας τροφή, ἄν ἐξαντλήθηκαν τά χρήματά σας». 17Καί ἔφεραν τά κτήνη τους στόν Ἰωσήφ καί ὁ Ἰωσήφ τούς ἔδωσε τροφή σέ ἀντάλλαγμα τῶν ἵππων, τῶν προβάτων, τῶν βοῶν καί τῶν ὄνων. Ἔτσι τούς ἔθρεψε μέ τροφή κατά τό ἔτος ἐκεῖνο σέ ἀντάλλαγμα τῶν κτηνῶν τους.
18Ὅταν δέ τελείωσε τό ἔτος ἐκεῖνο, ἦρθαν σ’ αὐτόν τό ἑπόμενο ἔτος καί τοῦ εἶπαν: «Πρέπει, λοιπόν, νά καταστραφοῦμε ἐνώπιον τοῦ κυρίου μας;γ Γιατί τά χρήματά μας ἐξαντλήθηκαν, τά ὑπάρχοντά μας καί τά κτήνη μας περιῆλθαν στήν κατοχή τήν δική σου, τοῦ κυρίου μας· ἄλλο τίποτα δέν ἀπόμεινε γιά τόν κύριό μας ἀπό τά σώματά μας καί τήν γῆ μας. 19Γιά νά μήν πεθάνουμε, λοιπόν, ἐνώπιόν σου καί ἐρημωθεῖ ἡ γῆ μας, ἀγόρασε ἐμᾶς καί τήν γῆ μας γιά τροφή καί ἄς γίνουμε ἐμεῖς καί ἡ γῆ μας δοῦλοι στόν Φαραώ· δός μας σπόρο γιά νά σπείρουμε, ὥστε νά ζήσουμε καί νά μήν πεθάνουμε καί νά μήν ἐρημωθεῖ ἡ χώρα».
20Καί ἀγόρασε ὁ Ἰωσήφ ὅλη τήν γῆ τῶν Αἰγυπτίων γιά τόν Φαραώ· γιατί κάθε Αἰγύπτιος πούλησε τόν ἀγρό του στόν Φαραώ, ἐπειδή τούς βάρυνε ἡ πείνα· ἔτσι ἡ γῆ περιῆλθε στόν Φαραώ. 21Τόν δέ λαό (ὁ Ἰωσήφ) ὑποδούλωσε στόν Φαραώ ἀπό τό ἕνα ἄκρο τῆς Αἰγύπτου μέχρι τό ἄλλο.δ 22Μόνο τήν γῆ τῶν ἱερέων δέν ἀγόρασε· δέν ἀγόρασε τήν γῆ αὐτή ὁ Ἰωσήφ, γιατί ὁ Φαραώ εἶχε δώσει γιά τούς ἱερεῖς συγκεκριμένο μερίδιο· καί ἔτρωγαν τό μερίδιο πού ἔδωσε σ’ αὐτούς ὁ Φαραώ· γι’ αὐτό δέν πούλησαν τήν γῆ τους.
23Τότε εἶπε ὁ Ἰωσήφ στούς Αἰγυπτίους: «Προσέξτε, σήμερα ἀγόρασα ἐσᾶς καί τήν γῆ σας γιά τόν Φαραώ· πάρετε σπόρο καί σπείρετε τήν γῆ. 24Καί τό μέν ἕνα πέμπτο τῆς ἐσοδείας θά δώσετε στόν Φαραώ· τά δέ τέσσερα πέμπτα θά εἶναι δικά σας ὡς σπόρος γιά τούς ἀγρούς σας καί ὡς τροφή γιά σᾶς καί τήν οἰκογένειά σας». 25Ἐκεῖνοι δέ εἶπαν: «Μᾶς ἔσωσες! Βρήκαμε χάρη ἐνώπιον τοῦ κυρίου μας καί ἄς γίνουμε, λοιπόν, δοῦλοι στόν Φαραώ». 26Θέσπισε δέ ὁ Ἰωσήφ γιά τήν χώρα τῆς Αἰγύπτου νόμο, ὁ ὁποῖος ὑφίσταται μέχρι σήμερα, νά περιέρχεται τό ἕνα πέμπτο τῆς ἐσοδείας στόν Φαραώ. Μόνον ἡ γῆ τῶν ἱερέων δέν ἀνῆκε στόν Φαραώ.
27Ἐγκαταστάθηκαν, λοιπόν, οἱ Ἰσ­ραηλῖτες στήν χώρα τῆς Αἰγύπτου, στήν γῆ Γεσέμ. Καί σ’ αὐτήν ἀπέκτησαν κτήματα, αὐξήθηκαν καί ἔγιναν πολυάριθμοι. 28Ἔζησε δέ ὁ Ἰακώβ στήν γῆ τῆς Αἰγύπτου δέκα ἑπτά χρόνια. Ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Ἰακώβ ἀνῆλθαν σέ ἑκατόν σαράντα ἑπτά.
β. Τό «καί ἐσιτομέτρει αὐτοῖς» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
γ. Τό Ἑβρ. λέει: «Δέν θά κρύψουμε ἀπό τόν κύριό μας».
δ. Τό Ἑβρ. λέει: «Τόν δέ λαό τόν μετατόπισε στίς πόλεις, ἀπό τό ἕνα ἄκρο τῶν ὁρίων τῆς Αἰγύπτου μέχρι τό ἄλλο».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
47,13-26. Τό ἀγροτικό πρόγραμμα τοῦ Ἰωσήφ περιεῖχε μία ἀλλαγή στό ὑπάρχον αἰγυπτιακό σύστημα. Αὐτή ἡ παράγραφος συνδέεται μέ τό κεφ. 41. Οἱ Ἰσραηλῖτες στούς ὁποίους ἡ ἀτομική ἰδιοκτησία ἐθεωρεῖτο ὡς ἱερή καί ἀποτελοῦσε κανόνα ὅτι ἀνῆκε σ᾽ αὐτούς, ἐκπλήσσονταν ἀπό τό καθορισθέν αἰγυπτιακό σύστημα, κατά τό ὁποῖο ὅλη σχεδόν ἡ γῆ ἀνῆκε στόν Φαραώ. Εἶναι πιθανόν νά ποῦμε ὅτι στήν ἐποχή τοῦ Σολομῶντος, κατά τήν ὁποία εὐρύνονταν οἱ ἐκτάσεις τοῦ στέμματος καί ἐπιβάλλονταν διάφορα εἴδη φόρων  και θεσπίζονταν οἱ ἀγγαρεῖες, οἱ σοφοί τῆς αὐλῆς ἐμπνεύστηκαν ἀπό τό αἰγυπτιακό πολίτευμα, τό ὁποῖο θεώρησαν ὡς ἰδανικό, καί ἔδωσαν στόν Ἰωσήφ τήν δόξα ὅτι τό ἐγκαινίασε αὐτός. 47,14. Κατά πρῶτον ὁ λαός δαπάνησε ὅλα τά χρήματά του γιά τό σιτάρι (σύγκρ. 41,56). 47,15-17. Στήν συνέχεια, στήν ἀπελπισία του ὁ λαός, ἀντήλλαξε ὅλα του τά ζῶα γιά τήν τροφή του. 47,18-19. Τελικά ὁ λαός πρόσφερε τούς ἑαυτούς τους καί τήν χώρα τους στόν Φαραώ. 47,20-26. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι οἱ προηγούμενοι κάτοχοι τῆς γῆς ἔγιναν ἐνοικιαστές τοῦ Φαραώ, καλλιεργοῦντες τήν χώρα γι᾽ αὐτόν καί πληρώνοντες σ᾽ αὐτόν ὡς φόρο τό ἕνα πέμπτο τῆς ἐσοδείας τους. 47,25. Ὁ ἀφηγητής δέν σκοπεύει νά ἐπικυρώσει τήν ἀπολυταρχία, ἀλλά ἐπιδιώκει μόνο νά δοξάσει τόν Ἰωσήφ γιά τήν σοφία του στήν σωστική βοήθεια τοῦ λαοῦ («σέσωκας ἡμᾶς»). – Ἐνῶ ἡ ἑνότητα 47,27-31 ἀνήκει στήν Γιαχβική παράδοση, οἱ στίχ. 27β-28 ἀποτελοῦν ἕνα ἱερατικό σχόλιο.
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἰακώβ, ὅταν πλησίαζε ὁ θάνατός του, ζήτησε ἀπό τόν Ἰωσήφ νά τοῦ ὑποσχεθεῖ μέ ὅρκο ὅτι θά τόν θάψει ὄχι στήν Αἴγυπτο, ἡ ὁποία ἦταν γι᾽ αὐτόν μία ξένη χώρα, ἀλλά στήν Χαναάν, στόν τάφο τῶν πατέρων του.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
47,29Καί πλησίασε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τοῦ Ἰσραήλ. Τότε κάλεσε τόν υἱό του Ἰωσήφ καί τοῦ εἶπε: «Ἄν βρῆκα χάρη ἀπό σένα, βάλε τό χέρι σου κάτω ἀπό τόν μηρό μου (δηλ. ὁρκίσου) ὅτι θά δείξεις σέ μένα ἔλεος καί πιστότητα: Νά μή μέ θάψεις στήν Αἴγυπτο.
30Θέλω νά κοιμηθῶ μέ τούς πατέρες μου· (γι’ αὐτό) νά μέ μετακομίσεις ἀπό τήν Αἴγυπτο καί νά μέ θάψεις στόν τάφο τους». Καί αὐτός (ὁ Ἰωσήφ) εἶπε: «Θά κάνω ὅπως λέγεις».
31Ἀλλά (ὁ Ἰακώβ) ἐπέμεινε: «Δῶσε μου ὅρκο». Καί τοῦ ἔδωσε ὅρκο. Τότε ὁ Ἰσραήλ προσκύνησε στό ἄκρο τῆς ράβδου του.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
47,29. Ὑπόθες τήν χεῖρά σου... Βλ. σχόλ. εἰς 24,2. 47,31. Ὁ Ἰωσήφ δένει τόν ἑαυτό του μέ ὅρκο νά θάψει τόν πατέρα του Ἰακώβ στόν τάφο τῶν πατέρων του, δηλαδή, στό σπήλαιο Μαχπελᾶ (βλ. κεφ. 23. 49,29-30. 50,12-13). – Καί προσεκύνησεν Ἰσραήλ ἐπί τό ἄκρον... (σύγκρ. μέ Ἑβρ. 11,21), μία χειρονομία σεβασμοῦ καί εὐγνωμοσύνης (Γ´ Βασ. 1,47 «ἐπί τήν κοίτην» ὅμως). Ἐξ αἰτίας μιᾶς σύγχυσης ἀπό τούς Ο´ τοῦ «μιττά», «κρεββάτι», καί τοῦ «ματτέ», «ράβδος», τό κείμενό τους παρουσιάζει τόν Ἰακώβ νά προσκυνεῖ τήν ράβδο του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου