4 Μαΐ 2015

Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης (Ι΄) – (Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία)

Ιούδας και Θάμαρ
    IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
Δημητσάνα, Δευτέρα 4 Μαΐου 2015
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου.
(Προλογικό  σημείωμα τῆς περικοπῆς
Τό κεφάλαιό μας αὐτό δείχνει ὅτι οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ λησμόνησαν τήν ἱερή κλήση τῆς φυλῆς τους καί ἄρχισαν τίς στενές ἐπικοινωνίες μέ τούς Χαναναίους· γιατί ὁ υἱός τοῦ Ἰακώβ Ἰούδας πῆρε γιά γυναίκα του μιά Χαναναία καί ἀπό τήν ἕνωση μαζί της ἀπέκτησε τρία παιδιά, τόν Ἤρ, τόν Αὐνάν καί τόν Σηλώμ (στίχ. 2-5). Ἐνύμφευσε δέ ὁ Ἰούδας τόν πρῶτο του υἱό, τόν Ἤρ, μέ Χαναναία πάλι γυναίκα, τήν Θάμαρ (στίχ. 6). 

Ὥστε βλέπουμε ὅτι ὅλο καί συμφύρονται μέ τούς Χαναναίους οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ καί, ἐάν δέν παρενέβαινε ὁ Θεός νά τούς μεταφέρει στήν Αἴγυπτο, ἡ ἐκλεκτή φυλή θά εἶχε ὑποκύψει στά διεφθαρμένα ἤθη τῶν Χαναναίων. – Ὁ ἄνδρας τῆς Θάμαρ Ἤρ πέθανε αἰφνίδια (στίχ. 7) καί ἔμεινε, λοιπόν, χήρα ἡ Χαναναία γυναίκα. Κατά ἐπικρατοῦν δέ ἔθιμο ὁ ἀδελφός τοῦ πεθαμένου συζύγου ἔπρεπε νά νυμφευθεῖ τήν ἄτεκνη χήρα τοῦ ἀδελφοῦ του καί νά δημιουργήσει ἀπό αὐτήν οἰκογένεια γιά τόν ἀδελφό του (λευιρατικός γάμος, βλ. Δευτ. 25,5).  Ὁ Αὐνάν, ὁ ἀδελφός τοῦ πεθαμένου Ἤρ, ἔδειξε ἐγωισμό καί φιλοατομισμό καί δέν θέλησε νά «κάνει οἰκογένεια στόν ἀδελφό του» (στίχ. 9), γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τόν ἐθανάτωσε (στίχ. 10). Ὁ αἰφνίδιος θάνατος τῶν δύο μεγαλυτέρων υἱῶν τοῦ Ἰούδα, σέ τόσο μάλιστα σύντομο διάστημα, μετά τόν γάμο τους μέ τήν Θάμαρ, τόν ἔκαναν νά διστάσει νά δώσει σ’ αὐτήν ὡς σύζυγό της τόν τρίτο υἱό του, τόν Σηλώμ. Γι’ αὐτό, ὅπως λέγεται στήν περικοπή μας ἐδῶ (βλ. στίχ. 11), ὁ Ἰούδας ἐξαπέστειλε τήν Θάμαρ στόν οἶκο τοῦ πατέρα της μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι θά τῆς δώσει ὡς σύζυγο τό τρίτο τέκνο του, ὅταν ἀνδρωθεῖ. Ὅτι ὅμως ὁ Ἰούδας δέν εἶχε τήν πρόθεση νά ἐκπληρώσει τήν ὑπόσχεσή του αὐτή, φαίνεται καθαρά ἀπό τήν δικαιολογία του γιά τήν πράξη του αὐτή «μήπως πεθάνει καί αὐτός καθώς καί οἱ ἀδελφοί του» (στίχ. 11). Ὅταν ὁ Σηλώμ ἔφτασε σέ ἡλικία γάμου καί δέν δόθηκε στήν Θάμαρ, αὐτή ἀπεφάσισε νά ἐξασφαλίσει ἕνα τέκνο ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἰούδα. Ἡ ἀπόφασή της αὐτή ἦταν πλήρως σύμφωνη μέ τά ἐπικρατοῦντα χεττιτικά καί ἀσσυριακά ἤθη. Οἱ νόμοι τῶν Χεττιτῶν καί τῶν Ἀσσυρίων περιεῖχαν τόν ὅρο, ὅτι τό καθῆκον τοῦ «λευϊρατικοῦ» γάμου ἔπρεπε νά ἐκπληρωθεῖ ἀπό τόν πατέρα τοῦ ἀποθανόντος υἱοῦ, ἄν τά παιδιά του δέν ἦταν διαθέσιμα νά τό πράξουν. Ἄς δοῦμε ὅμως τήν τέχνη τῆς Θάμαρ γιά νά συλλάβει τέκνο ἀπό τόν πεθερό της τόν Ἰούδα: Ὁ Ἰούδας ἔγινε καί αὐτός χῆρος (στίχ. 12). Καί ὅταν τελείωσε ὁ χρόνος πού ἔπρεπε νά πενθεῖ γιά τήν γυναίκα του (βλ. 24,67), πῆγε πρός τά ὄρη τοῦ Ἰούδα γιά νά παρευρεθεῖ στήν κουρά τῶν προβάτων του (στίχ. 12), πού συνοδευόταν πάντοτε μέ μία ἑορτή (στίχ. 12· Α΄Βασ. 25,2-11. Β΄Βασ. 13,23). Αὐτό τό ἔμαθε ἡ Θάμαρ καί, πικραμένη γιατί ρίχτηκε πάνω της μία ὑποψία, προσπάθησε νά πετύχει νά γίνει μητέρα μέ ἀπάτη. Ἔβγαλε, λοιπόν, τά ἐνδύματα τῆς χηρείας της, μεταμφιέστηκε καί πῆγε καί κάθησε «πρός ταῖς πύλαις Αἰνάν», δηλαδή, σέ ἕνα τόπο ἀπό τόν ὁποῖο θά περνοῦσε ὁ Ἰούδας πηγαίνοντας νά κείρει τά πρόβατά του (στίχ. 13-14). Πραγματικά, πέρασε ὁ Ἰούδας ἀπό ἐκεῖ καί ὅταν τήν εἶδε τήν νόμισε γιά πόρνη, γιατί αὐτή εἶχε καλύψει τό πρόσωπό της μέ πέπλο, καί τῆς ζήτησε νά συνευρεθεῖ μαζί της. Τῆς ὑποσχέθηκε δέ ὅτι θά τῆς δώσει ἕνα ἐρίφιο ἀπό τό ποίμνιό του (στίχ. 15-17). Αὐτή ὅμως, μέχρις ὅτου αὐτός στείλει τό δῶρο του, τοῦ ζήτησε ὡς ἐνέχυρο τήν σφραγίδα, τήν ἁλυσίδα καί τήν ράβδο του (στίχ. 18α), αὐτά τά πολύτιμα γιά ἕνα ποιμένα τήν τότε ἐποχή καί τά ὁποῖα δήλωναν τήν ταυτότητα γενικά κάθε ἀνθρώπου. Καί αὐτός τά ἔδωσε καί συνευρέθηκε μαζί της καί αὐτή συνέλαβε ἀπό αὐτόν (στίχ. 18β). Ἔπειτα ἡ Θάμαρ φόρεσε πάλι τά ροῦχα τῆς χηρείας της καί ἐπέστρεψε στήν οἰκία της ἔγκυος, ἔχοντας μαζί της καί τά προσωπικά κειμήλια τοῦ πεθεροῦ της, χωρίς αὐτό βέβαια νά τό γνωρίζει ὁ πεθερός της. Μάλιστα αὐτός ἔστειλε μέ τόν βοσκό του Εἰράς τό ἐρίφιο στήν τάχα πόρνη τῆς Αἰνάν, ὅπως εἶχε ὑποσχεθεῖ, γιά νά παραλάβει τά πολύτιμα ἐνέχυρά του, ἀλλά ὁ Εἰράς δέν βρῆκε καμμία πόρνη στήν περιοχή αὐτή (στίχ. 19-22). Ὕστερα ἀπό τρεῖς μῆνες ἔγινε φανερή ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Θάμαρ καί ὁ πεθερός της Ἰούδας διέταξε νά καεῖ, γιατί σάν χήρα πού ἦταν συνέλαβε παράνομα (στίχ. 24). Ἐξαγγέλλοντας ὅμως τήν καταδικαστική του αὐτή ἀπόφαση ὁ Ἰούδας κατεδίκασε τόν ἑαυτό του! Γιατί ἡ Θάμαρ ἔδειξε τήν σφραγίδα, τήν ἁλυσίδα καί τήν ράβδο καί εἶπε ὅτι συνέλαβε ἀπό τόν ἄνθρωπο στόν ὁποῖο ἀνήκουν τά πειστήρια αὐτά (στίχ. 25)! Ὁ Ἰούδας φαίνεται ὅτι παραδέχτηκε τό ἁμάρτημά του, γι’ αὐτό καί εἶπε: «Δεδικαίωται Θάμαρ ἤ ἐγώ» (στίχ. 26)! Τό ἁμάρτημά του δέν ἦταν μόνον τό ὅτι ἐπόρνευσε, ἀλλά καί τό ὅτι παρέβη τήν ὑπόσχεσή του πρός τήν Θάμαρ στόν στίχ. 11, ὅτι, δηλαδή, θά τῆς δώσει καί τόν τρίτο υἱό του, τόν Σηλώμ, γι’ αὐτό καί εἶναι αὐτός ὑπεύθυνος γιά τήν ἀπάτη πού διαπράχθηκε εἰς βάρος του. Τό πρῶτο ἁμάρτημα τοῦ Ἰούδα ἦταν ὁ γάμος του μέ Χαναναία γυναίκα, κατά παράβαση ρητῆς προηγουμένης ἐντολῆς (βλ. 24,3. 28,1. 34,14). Περαιτέρω ὁ Ἰούδας ἐγνώρισε τήν κακία τῶν υἱῶν του (βλ. στίχ. 7-10) καί ἀντί νά ἀναγνωρίσει ὅτι ὁ αἰφνίδιος θάνατός τους προῆλθε ἀπό τήν δίκαιη τιμωρό χεῖρα τοῦ Θεοῦ, κατηγόρησε τήν Θάμαρ γι’ αὐτό καί ἀπεφάσισε νά τήν κρατήσει γιά πάντα χήρα. Ὁμολογώντας, λοιπόν, τώρα τά ἁμαρτήματά του αὐτά ὁ Ἰούδας λέγει: «Δεδικαίωται Θάμαρ ἤ ἐγώ» (στίχ. 26)! Καί ἄλλη φορά, στήν περίπτωση τοῦ Ἰωσήφ, θά δοῦμε πάλι τόν Ἰούδα νά μετανοεῖ γιά τήν ἀρχική του ἀπόφαση περί θανατώσεώς του καί νά προτείνει στούς ἀδελφούς του τήν πώλησή του στούς Ἰσμαηλῖτες ἐμπόρους. – Τήν πράξη τῆς Θάμαρ δέν πρέπει νά τήν κρίνουμε σαρκικά, ἀλλά νά τήν θεωρήσουμε σάν μία πράξη πίστεως, γιατί ἤθελε νά φύγει ἀπό τήν εἰδωλολατρία τοῦ Χαναναίου πατέρα της καί νά ὑπαχθεῖ στόν οἶκο τοῦ Ἰακώβ, γιά νά μετάσχει στίς ἐπαγγελίες τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καί ἐπειδή εἶδε ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ, ὁ Ἰούδας, τήν ἀπάτησε καί δέν τήν ὑπήγαγε στόν οἶκο του μέ τόν νόμιμο τρόπο, δίδοντάς της τόν τρίτο υἱό του, τόν Σηλώμ, γι’ αὐτό αὐτή ἔκανε ἕνα ἅλμα καί τόλμησε αὐτό πού ἔκανε, μέ μόνο σκοπό νά γεννήσει υἱό ἀπό σπέρμα ἀνθρώπου τῆς γενεᾶς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός, ἐνῶ ἀπέρριψε ἀνθρώπους πού ἀνῆκαν τήν γενεά του, ὅπως τόν Ἡσαῦ καί ἐδῶ τόν Ἤρ καί τόν Αὐνάν, ὅμως προσέλαβε τήν Θάμαρ στόν λαό Του. Τήν ἔθεσε στήν σειρά τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων πού, γιά τήν μεγάλη τους πίστη, τάχθηκαν νά ὑπηρετήσουν τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας καί νά γεννήσουν τόν Χριστό (βλ. Ματθ. 1, 3).
Ἀπό τήν ἕνωση τοῦ Ἰούδα καί τῆς Θάμαρ γεννήθηκαν δύο παιδιά, ὁ Φαρές καί ὁ Ζαρά. Τά ὀνόματα αὐτά βασίζονται σέ ἐνδιαφέρον ἐπεισόδιο, τό ὁποῖο συνέβη κατά τήν γέννησή τους. Ἐνῶ τά δίδυμα ἐγεννῶντο κατ’ ἀντιστροφή τῆς τάξεως ἀπό ἐκείνη κατά τήν ὁποία ἐφαίνετο ἀρχικά ὅτι θά γεννηθοῦν, ἡ μαία σάν νά ἐπέπληξε τόν δεύτερο καί σάν νά τοῦ εἶπε: «Τό πέτυχες γιά νά σπρώξεις τόν ἑαυτό σου πρός τά ἐμπρός»! Ἐπί λέξει τοῦ εἶπε: «Γιά σένα ἔγινε ὁ χαλασμός;», ἡ κανονική, δηλαδή, διακοπή τῆς κυήσεως (στίχ. 29). Τό «διακοπή» ἑβραϊκά λέγεται «φαρές», καί ὀνομάστηκε ἔτσι ὁ υἱός αὐτός. Ὁ Φαρές, πραγματικά, «ἔθραυσε», «διέκοψε» τήν κανονική σειρά καί ἀντί γιά δεύτερος γεννήθηκε πρῶτος. Ὁ ἄλλος υἱός, πού ἡ μαία τοῦ ἔδεσε τό χέρι μέ κόκκινη κλωστή, γιατί αὐτός πρῶτος ἔβγαλε τό χέρι καί φαινόταν στήν ἀρχή ὅτι θά γεννηθεῖ πρῶτος, ὅτι θά «ἐξέλθει» πρῶτος ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του, ὀνομάστηκε γι’ αὐτό «Ζαρά», πού σημαίνει «ἔξοδος», «ἔγερση», «ἀνατολή» (στίχ. 27-30). Οἱ δυό υἱοί, ὁ Φαρές καί ὁ Ζαρά, θεωρήθηκαν ὡς τύποι τοῦ Νόμου καί τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ πρῶτος εἶναι «ρῆγμα», «χαλασμός»· δόθηκε λόγῳ τῶν παραβάσεων καί φαινόταν ὅτι θά παραγκώνιζε τήν ὑπόσχεση γιά ἕνα διάστημα, ἄν καί ποτέ δέν μπόρεσε νά τήν ἀκυρώσει (βλ. Γαλ. 3,17). Ὁ δεύτερος εἶναι «ἔγερση τοῦ φωτός», ἡ ἀνατολή πού ἀνοίγει πρός τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Καί τό χέρι τοῦ Ζαρά, πού δέθηκε μέ τήν κόκκινη κλωστή, ἦταν ὁ τύπος τῆς πίστεως τῶν Πατριαρχῶν πρίν ἀπό τόν Νόμο, ἡ ὁποία πίστη προβλέπει τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
38,1Ἐκεῖνο τόν καιρό κατέβηκε ὁ Ἰούδας ἀπό τούς ἀδελφούς του καί πῆγε σέ κάποιον ἄνθρωπο Ὀδολλαμίτη, ὀνομαζόμενο Εἰράς. 2Ἐκεῖ ὁ Ἰούδας εἶδε τήν θυγατέρα κάποιου Χαναναίου, πού τό ὄνομά της ἦταν Σαυά.α Καί τήν νυμφεύτηκε καί ἦρθε σέ ἕνωση μαζί της. 3Αὐτή συνέλαβε καί γέννησε υἱό, τόν ὁποῖο ὀνόμασε Ἤρ. 4Καί συνέλαβε πάλι καί γέννησε υἱό, τόν ὁποῖο ὀνόμασε Αὐνάν. 5Καί γέννησε πάλι υἱό, τόν ὁποῖο ὀνόμασε Σηλώμ. Ἦταν δέ αὐτή στήν Χασβί, ὅταν γέννησε αὐτούς τούς υἱούς.
6Διάλεξε δέ ὁ Ἰούδας γυναίκα γιά τόν Ἤρ τόν πρωτότοκό του, τῆς ὁποίας τό ὄνομα ἦταν Θάμαρ. 7Ἀλλά ὁ Ἤρ, ὁ πρωτότοκος τοῦ Ἰούδα, ἦταν κακός ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί ὁ Κύριος τόν θανάτωσε. 8Τότε ὁ Ἰούδας εἶπε στόν Αὐνάν: «Πάρε τήν χήρα τοῦ ἀδελφοῦ σου καί ἔλα σέ ἕνωση μ’ αὐτή, γιά νά κάνεις παιδί στόν ἀδελφό σου». 9Ἀλλά ὁ Αὐνάν, ἐπειδή γνώριζε ὅτι τό παιδί δέν θά εἶναι δικό του, ὅταν ἐρχόταν σέ ἕνωση μέ τήν χήρα τοῦ ἀδελφοῦ του, ἄφηνε τό σπέρμα του νά χύνεται στήν γῆ, γιά νά μήν κάνει παιδί γιά τόν ἀδελφό του. 10Αὐτό πού ἔκανε φάνηκε κακό στόν Κύριο, γι’ αὐτό τόν θανάτωσε κι αὐτόν.
11Τότε εἶπε ὁ Ἰούδας στήν νύφη του Θάμαρ: «Μεῖνε χήρα στό σπίτι τοῦ πατέρα σου, μέχρις ὅτου νά ἀνδρωθεῖ ὁ υἱός μου Σηλώμ». Γιατί σκεπτόταν: «Μήπως πεθάνει καί αὐτός, καθώς καί οἱ ἀδελφοί του». Ἐπέστρεψε, λοιπόν, ἡ Θάμαρ και ζοῦσε στό σπίτι τοῦ πατέρα της.
12Ὕστερα ἀπό πολύ καιρό πέθανε ἡ Σαυά,β ἡ γυναίκα τοῦ Ἰούδα· καί ἀφοῦ τελείωσαν οἱ ἡμέρες τοῦ πένθους τοῦ Ἰούδα, ἀνέβηκε στήν Θαμνά μαζί μέ τόν Εἰράς τόν Ὀδολλαμίτη, τόν βοσκό του,γ σ’ αὐτούς πού κούρευαν τά πρόβατά του. 13Καί πληροφόρησαν τήν Θάμαρ, τήν νύφη του, καί εἶπαν: «Ὁ πεθερός σου ἀνεβαίνει στήν Θαμνά, γιά νά κουρέψει τά πρόβατά του». 14Τότε αὐτή ἔβγαλε τά ροῦχα τῆς χηρείας καί καλύφθηκε μέ τό πέπλο· καλλωπίστηκεδ καί κάθισε στήν πύλη τῆς Αἰνάν, πού εἶναι στόν δρόμο πρός τήν Θαμνά·ε γιατί εἶδε ὅτι ἔγινε μεγάλος ὁ Σηλώμ, καί ὅμως ὁ Ἰούδας δέν τήν ἔδωσε σ’ αὐτόν γιά γυναίκα του.
15Βλέποντάς την ὁ Ἰούδας τήν νόμισε γιά πόρνη, γιατί εἶχε καλύψει τό πρόσωπό της καί δέν τήν ἀναγνώρισε.ζ 16Καί βάδισε πρός αὐτήν στό ἄκρον τῆς ὁδοῦ καί τῆς εἶπε: «Ἄφησέ με νά συνευρεθῶ μαζί σου»· (τό εἶπε αὐτό) γιατί δέν κατάλαβε ὅτι ἦταν ἡ νύφη του. «Τί θά μοῦ δώσεις», εἶπε ἐκείνη, «ἄν συνευρεθεῖς μαζί μου;» 17«Θά σοῦ στείλω ἕνα ἐρίφιο ἀπό τό ποίμνιό μου», εἶπε αὐτός. «Θά μοῦ δώσεις ἐνέχυρο, μέχρι νά τό στείλεις;», ρώτησε ἐκείνη. 18«Τί ἐνέχυρο νά σοῦ δώσω;», εἶπε αὐτός. Καί ἐκείνη ἀπάντησε: «Τήν σφραγίδα σου, τήν ἁλυσίδα καί τήν ράβδο σου πού κρατᾶς στά χέρια σου». Καί αὐτός τά ἔδωσε σ’ ἐκείνη καί συνευρέθηκε μαζί της. Καί αὐτή συνέλαβε ἀπ’ αὐτόν. 19Ἔπειτα αὐτή σηκώθηκε καί ἔφυγε καί ἀφοῦ ἔβγαλε τό πέπλο της φόρεσε τά ροῦ­χα τῆς χηρείας της.
20Ὁ Ἰούδας ἔστειλε τό ἐρίφιο ἀπό τίς αἶ­γες μέ τόν βοσκό του τόν Ὀδολλαμίτη, γιά νά πάρει ἀπό τήν γυναίκα τό ἐνέχυρο, ἀλλ’ αὐτός δέν τήν βρῆκε. 21Ἐρώτησε δέ τούς ἀνθρώπους τοῦ τόπου: «Ποῦ εἶναι ἡ πόρνη πού καθόταν στήν Αἰνάν στό δρόμο;» «Δέν ἦταν ἐδῶ πόρνη», ἀπάντησαν ἐκεῖνοι. 22Τότε αὐτός ἐπέστρεψε στόν Ἰούδα καί εἶπε: «Δέν τήν βρῆκα· οἱ ἄνθρωποι μάλιστα τοῦ τόπου ἐκείνου εἶπαν, “Δέν εἶναι ἐδῶ πόρνη”». 23Τότε ὁ Ἰούδας εἶπε: «Ἄς τά κρατήσει, μήν τυχόν γίνουμε καταγέλαστοι· ἐγώ πάντως ἔστειλα τό ἐρίφιο, ἀλλά ἐσύ δέν τήν βρῆκες».
24Ὕστερα ἀπό τρεῖς περίπου μῆνες εἶπαν στόν Ἰούδα: «Ἡ Θάμαρ ἡ νύφη σου πόρνευσε καί μάλιστα εἶναι ἔγκυος ἀπό τήν πορνεία». «Φέρτε την ἔξω νά καεῖ», εἶπε ὁ Ἰούδας. 25Ἀλλά ὅταν τήν ἔφεραν ἔξω αὐτή ἔστειλε τό ἑξῆς μήνυμα στόν πεθερό της: «Εἶμαι ἔγκυος ἀπό τόν ἄνθρωπο στόν ὁποῖο ἀνήκουν τά ἀντικείμενα αὐτά». Και ἀκόμα εἶπε: «Ἐξακρίβωσε τίνος εἶναι ἡ σφραγίδα, ἡ ἁλυσίδα καί ἡ ράβδος αὐτή». 26Καί ὁ Ἰούδας ἀναγωρίζοντας αὐτά εἶπε: «Ἡ Θάμαρ εἶναι δικαιότερη ἀπό ἐμένα· γιατί δέν τήν ἔδωσα στόν υἱό μου Σηλώμ». Ἀλλά καμμιά ἄλλη φορά πιά δέν συνευρέθηκε μέ αὐτήν.
27Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ τοκετοῦ τῆς Θάμαρ ἦταν δίδυμα στήν κοιλιά της. 28Κατά τόν τοκετό τό ἕνα ἀπό αὐτά ἔβγαλε πρός τά ἔξω τό χέρι του· τότε ἡ μαῖα πῆρε κόκκινη κλωστή καί τήν ἔδεσε στό χέρι του λέγοντας: «Αὐτός θά εἶναι ὁ πρωτότοκος». 29Ἀλλά αὐτός τράβηξε τό χέρι του καί ἀμέσως γεννήθηκε ὁ ἀδελφός του. Καί εἶπε ἡ μαῖα: «Μπά! Γιά σένα κόπηκε ὁ φράχτης;». Γι’ αὐτό τόν ὀνόμασε «Φαρές». 30Ἔπειτα γεννήθηκε ὁ ἀδελφός του, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν κόκκινη κλωστή στό χέρι του· καί τόν ὀνόμασε «Ζαρά».
α. Κατά τό Ἑβρ.: «Πού τό ὀνόμά του ἦταν Σαυά».
β. Τό Ἑβρ. λέει: «Ἡ κόρη τοῦ Σαυά».
γ. «Τόν φίλο του», λέει τό Ἑβρ. Ὁμοίως καί στόν στίχ. 20.
δ. «Καί περιτυλίχθηκε», λέει τό Ἑβρ. ἀντί τοῦ «καί ἐκαλλωπίσατο».
ε. Κατ᾽ ἄλλη ἑρμηνεία τοῦ Ἑβρ.: «Καί κάθισε κατά τήν δίοδο στήν ὁδό τῆς Θαμνά».
ζ. Τό «καί οὐκ ἐπέγνω αὐτήν», λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
38,1-30. Ἀπό τήν ἀρχή της ἡ ἱστορία τοῦ Ἰωσήφ διακόπτεται ἀπό μιά Γιαχβική παράδοση σχετική μέ τίς ἀρχές τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα. Χωρισθείς ἀπό τούς ἀδελφούς του (ἐνῶ κατά τά κεφ. 37 καί 42-50 δέν χωρίζεται ἀπ᾿ αὐτούς) ὁ Ἰούδας συνδέεται μέ τούς Χαναναίους. Ἀπό τήν ἕνωσή του μέ τήν νύφη του Θάμαρ προῆλθαν οἱ φυλές τοῦ Φαρές καί τοῦ Ζαρά, Ἀριθμ. 26,21. Α΄ Παραλ. 2,3 ἑξ. Ὁ Φαρές εἶναι ὁ πρόγονος τοῦ Δαυΐδ (βλ. Ρουθ 4,18 ἑξ.) καί δι᾿ αὐτοῦ τοῦ Μεσσία (Ματθ. 1,3. Λουκ. 3,33). Ἔτσι βεβαιώνεται ἡ μείξη τῶν αἱμάτων στήν φυλή τοῦ Ἰούδα καί ὁ εὐκρινής προορισμός αὐτῆς τῆς φυλῆς ἀπό τίς ἄλλες φυλές (Κριτ. 1,3. Δευτ. 33,7 καί ὅλα τά ἀκόλουθα τῆς ἱστορίας). 38,1. Ὀδολλαμίτην. Ὁ Ἰούδας ἐδῶ παριστάνεται ὡς ἐγκαθιστάμενος στήν πόλη Ὀδολλάμ, στήν λοφώδη ὀρεινή περιοχή νοτιο-δυτικά τῆς Ἰερουσαλήμ, καί μιγνυόμενος μέ τούς τοπικούς Χαναναίους. 38,8. Κατά τόν Λευιρατικό γάμο (βλ. Δευτ. 25,5 σχόλ.). 38,10. Ὁ Θεός καταδικάζει ταυτοχρόνως τόν ἐγωισμό τοῦ Αὐνάν καί τό ἁμάρτημά του κατά τοῦ φυσικοῦ νόμου, καί συνεπῶς καί τοῦ θείου νόμου, τοῦ γάμου. 38,11. Κάθου χήρα ἐν τῷ οἴκῳ... Αὐτός ἦταν ὁ νόμος γιά μία χήρα χωρίς παιδιά, βλ. Λευιτ. 22,13. Ρούθ 1,8. 38,12. Παρακληθείς Ἰούδας. Δηλαδή ἁπλῶς: Ὅταν εἶχε ὁλοκληρώσει ὅλο τό τυπικό τοῦ πένθους (βλ. Ἰερ. 16,7). 38,14. Ἡ Θάμαρ, κρυμμένη σάν πόρνη, περιμένει τόν Ἰούδα στόν δρόμο. Αὐτή ὠθήθηκε, ὄχι ἀπό ἀνηθικότητα, ἀλλά ἀπό ἐπιθυμία νά ἔχει παιδί ἀπό τό αἷμα τοῦ νεκροῦ συζύγου της. Ἡ πράξη της θά ἀναγνωριστεῖ ὡς «δίκαιη» ἀπό τόν Ἰούδα (στίχ. 26) καί θά ἐπαινεθεῖ ἀπό τούς ἀπογόνους της (Ρουθ. 4,12). 38,15-19. ῾Ο Ἰούδας νομίζει τήν γυναίκα ὡς μία ἱερόδουλη («ζωνά», μιά κανονική πόρνη, βλ. στίχ. 21) καί ἐπιθυμεῖ νά ἔχει ἕνωση μαζί της. Ἡ ἱεροδουλία, μία παγανιστική θρησκευτική πράξη πρός τιμήν τῆς θεᾶς τῆς γονιμότητας, ἐξασκεῖτο στήν Χαναάν καί κατεδικάζετο ἀπό τούς προφῆτες (βλ. Ὡσ. 4,14). Τά κίνητρα τῆς Θάμαρ δέν ἦταν ἀπό ἀσέλγεια, οὔτε ἀπό καμμιά θρησκευτική ὑποχρέωση, ἀλλά ἀπό τήν ἐπιθυμία γιά ἀπογόνους. Ἡ ἀπαίτησή της γιά ἕνα ἐνέχυρο μετά ἀπό πληρωμή εἶναι ἕνα ἀναγκαῖο μέρος τοῦ τεχνάσματος· τό ζητηθέν ἐνέχυρο, ἡ σφραγίδα, ἡ ἁλυσίδα καί ἡ ράβδος, θά εἶναι τά καλλίτερα μέσα γιά τήν μετέπειτα ἀναγνώριση τοῦ ἀνδρός, γιατί αὐτά ἦταν προσωπικά ἀντικείμενα. 38,20-22. Πόρνην. Κανονικά «ἱερή πόρνη», ἱερόδουλος μιᾶς λατρείας παγανιστικῆς. Εἴμαστε σέ χαναανιτικό περιβάλλον. Ὁ χρησιμοποιούμενος ὅρος στό Ἑβρ. στούς στίχ. αὐτούς γιά τήν Θάμαρ εἶναι ὁ «κεδεσά», ὁ τεχνικός ὅρος γιά τήν πόρνη. 38,24. Ἡ Θαμάρ εἶναι γυναίκα τοῦ Ἤρ καί, κατά τόν Λευιρατικό νόμο (βλ. Δευτ. 25,5), ὑπεσχημένη στόν Σηλώμ. Ἄν καί μένει μέ τόν πατέρα της· αὐτή εἶναι ἀκόμη ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος τήν κατηγορεῖ γιά μοιχεία (Λευιτ. 20,10. Δευτ. 22,22. Πρβλ. Ἰωάν. 8,5). – Ἡ τιμωρία γιά τήν πόρνη κατά τόν νόμο εἶναι ὁ λιθοβολισμός (βλ. Δευτ. 22,22-24), ἐκτός ἀπό τήν περίπτωση θυγατρός ἱερέως πού ἔπρεπε νά καυθεῖ (βλ. Λευιτ. 21,9). Ὁ στίχ. μας ἐδῶ, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ γιά τιμωρία τῆς Θάμαρ διά καύσεως (στίχ. 24), πρέπει νά ἀντανακλᾶ ἕνα παλαιότερο ἔθιμο. 38,29.30. Τό ὄνομα Φαρές («Πάρετς») συνδέεται μέ τήν ἑβραϊκή λέξη «παράτς», πού σημαίνει «κάνω ἕνα ρῆγμα». Ζαρά, («Ζάραχ»), καλεῖται ἔτσι, ὅπως φαίνεται ἀπό τά συμφραζόμενα, λόγω τῆς κόκκινης κλωστῆς, ἀλλά δέν γίνεται κανείς σαφής συσχετισμός ἀπό τόν συγγραφέα· ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξης εἶναι ἄγνωστη. Πάντως στίς συγγενεῖς πρός τήν ἑβραϊκή λέξεις τό βαθύ κόκκινο σημαίνεται μέ λέξη τῆς ἴδιας ρίζας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου