24 Μαΐ 2015

Στις καλαμιές της ακροποταμιάς



ΔΙΗΓΗΜΑ
Στις καλαμιές της ακροποταμιάς
“Γρήγορα Λενιώ, πάμε να φύγουμε, δεν έχουμε χρόνο!”, της έκανε ανυπόμονα ο Παναγής και πήρε το γυλιό του κραδαίνοντας με τ΄αριστερό το όπλο του. Κι εκείνη αναμαλλιασμένη, με κείνη την άσπρη τούφα πάνω απ΄το μέτωπο, που κληρονόμησε ένα χρόνο πριν, όταν νόμισε ότι έχασε τον αγαπημένο της Παναγή σε ενέδρα, έσιαξε τη μπαλωμένη φόρμα της και άρπαξε μόνο ένα μικρό φασκιωμένο μπόγο, λέγοντας υπάκουα μα ξέπνοα: “Τώρα, να πάρω και το μικρό μου!”.
Δυο ώρες μετά το βασίλεμα του ήλιου, την ώρα που συναντούσαν την ομάδα των άλλων ανταρτών και άρχισαν το κατηφόρισμα μέσα στην αφέγγαρη νύχτα, ένας κρύος ιδρώτας πήρε να παγώνει τη ραχοκοκκαλιά της κι αρχίνησε να θυμάται....

Είχε ήδη δυο χρόνια στο βουνό. Από τότε που δεκαεπτάχρονη γνώρισε τον τρία χρόνια μεγαλύτερό της Παναγή, για να την ποτίσει με τις ιδέες του για δικαιοσύνη, λαοκρατία, ισότητα κι ελευθερία, έγινε ψυχικά δική του. Όταν αργότερα, εκεί στο κεφαλοχώρι του, το Πετρωτό, της είπε ότι ήθελε να τη στεφανωθεί, εκείνη κατεβάζοντας τα μάτια δέχθηκε. Μα ήρθε τ΄αντάρτικο.
Απ΄ τους πρώτους ο αγαπημένος της στο κλαρί, κοντά του κι εκείνη στην ομάδα με τις άλλες αντάρτισσες. “Ο γάμος ας πρόσμενε τη λευτεριά”. Έτσι της έλεγε πάντα εκείνος κι εκείνη υπάκουη, έχοντας εμπιστοσύνη τέτοια που έχουν όλοι οι σαϊτεμένοι του έρωτα, το αποδεχόταν σιωπηλά.
Μέσα στο πυκνό σκοτεινό δάσος προχωρούσαν προσπαθώντας να κάνουν τον ελάχιστο δυνατό θόρυβο. Κι εκείνης της βραδιάς το σκοτάδι θα ήταν το πιο πηχτό, το πιο φοβερό της ζωής της. Μα η Λενιώ δεν το 'ξερε. Πού και πού κάνα κλαράκι τσακιζόταν κάτω απ΄ τ΄ άρβυλά τους, σπάζοντας την απόλυτα θανατερή ησυχία, κόβοντας και τις σκέψεις της Νίτσας, που κατηφόριζε αγκαλιά με το ¨μπόγο” της, σαν αγριοκάτσικο μες στο σύθαμπο της νυχτιάς.
Όταν κάποτε έγινε δική του, θυμόταν κι αναρριγούσε η Λενιώ, δεν περίμενε ότι θα ΄πιανε αμέσως παιδί. Είν΄ αλήθεια πως εκεί στο βουνό, οι εννιά μήνες πέρασαν πολύ δύσκολα, σχεδόν βασανιστικά. Όμως δεν άκουσε καμιά από εκείνες τις “ξύπνιες” τις συντρόφισσες που τη συμβούλευαν να πάρει το βοτάνι.... Εκείνη το κράτησε το παιδί της και το γέννησε πριν τριάντα δύο μέρες. Θυμόταν ακριβώς τις μέρες της μικρής του ζωής. Και τώρα, έχοντάς το αγκαλιά, μαζί με τους άλλους κατέβαιναν προς τη στενή κοιλάδα του ποταμού για να περάσουν απέναντι, μιας κι ο στρατός ήδη απ΄το μεσημέρι φάνηκε στο βουνό τους κι άρχιζε να ζώνει τις πλαγιές του, σφίγγοντάς τους σαν να ήταν άγρια θεριά. Άμα περνούσαν με την περαταριά απέναντι, θα σταματούσε λίγο τα χαράματα στο δικό της χωριό, το Παλιοχώρι, να δει λίγο τη χήρα μάνα της, να πάρουν καμιά προμήθεια και να συνεχίσουν για βόρεια.
Άλλωστε, οι μπερδεμένες ειδήσεις που άκουγε έδειχναν σα να μην πάνε καλά τα πράγματα για το Δημοκρατικό Στρατό. Όμως, η σκέψη της κόπηκε απότομα. Πάνω που το μονοπάτι γινόταν βατό και φτάσαν στα ισιάδια, σχεδόν δίπλα στο ποτάμι, η φωνή του επικεφαλής τους την πάγωσε. “Προδωθήκαμε! Στα τριακόσια μέτρα στρατιώτες!” Χωρίς να καταλάβει βρέθηκε τσαλαβουτώντας, σπρωγμένη απ΄ τον Παναγή, στα βούρλα της ακροποταμιάς. Εκείνος της έτεινε το δάκτυλό του μπρος το στόμα για να την ησυχάσει. Όμως το μικρό της δεν καταλάβαινε από τα νοήματα των μεγάλων κι, ενώ όλη την ώρα κοιμόταν, τώρα ξύπνησε και πήρε να γκρινιάζει. Αγρίεψε ο Παναγής κι έκανε να της το αρπάξει. Μα εκείνη για να τον μερέψει, βλέποντας την αγριάδα του, τού έπιασε απαλά το χέρι και σύγχρονα έβαλε το μωράκι στο δεξί της στήθος κι άρχισε να το θηλάζει. Εκείνο ησύχασε και πρόθυμα άρχισε να βυζαίνει. Μέσα της άρχισε η αγωνία να σφίγγει την καρδιά της. Τους είχαν δει άραγε; Είναι σίγουρο ότι το σκοτάδι ήταν βοηθός και παραστάτης τους, μα η αυγή δε θ΄αργούσε. Κι αυτός, ο σύντροφός της σε αγώνα και ζωή, γιατί πήγε να της αρπάξει το καϋμένο;
Σε τέτοιες σκέψεις βυθισμένη ούτε κατάλαβε πως, καθώς προχωρούσαν, το νερό άρχισε να βαθαίνει, έφτασε στα γόνατα, στα μεριά, την κοιλιά. Κινδύνευε να μουσκευτεί και το μικρούλι της, ο καρπός του άγουρου έρωτά της, κι όμως, όλο προχωρούσαν σχεδόν στα τυφλά.
Τότε ακούστηκε ψιθυριστή και σφυριχτή η φωνή του ομαδάρχη: “Βουτάμε μέσα και πάρτε από ένα καλάμι για τον αέρα σας. Θα περάσουμε κάτω απ΄το νερό για να βγούμε απέναντι!” “Και το μωράκι μου, τι θ΄απογίνει το δύστυχο;”, έκανε σιγανά η μικρομάνα κι έπιασε απ΄το μπράτσο τον Παναγή. Εκείνος τότε της απάντησε ... πυροβολώντας την κατάστηθα με τα λόγια του: “Ξέχνα το. Δε γλιτώνουμε αλλιώς!”
Ώσπου να συνέλθει απ΄την ταραχή της, τα χέρια της λύθηκαν και εκείνος το άρπαξε και πήγε λίγα βήματα πίσω. Η Λενιώ κόλλησε εκεί, βουβή, αποσβολωμένη, σαν πρωταγωνίστρια κάποιας φρικτής τραγωδίας, όχι σαν αυτές των αρχαίων τραγικών, μα σαν αυτές που παίζει η ζωή η ανθρώπινη τόσο συχνά. Άκουσε ένα μικρό παφλασμό κι αυτό ήταν....
Όταν γύρισε ο Παναγής, μ΄άδεια χέρια τώρα, την έσπρωξε απαλά και συνέχισαν το δρόμο τους. Βούτηξαν όλοι τους, με ένα καλάμι ο καθένας στο στόμα τους, και αφέθηκαν στο ρεύμα του ποταμού. Έπειτα πενήντα μέτρα πιο κάτω σε μια λόχμη της απέναντι όχθης βγήκαν. Τώρα ο δρόμος ήταν πιο εύκολος. Άδεια τα χέρια, άδεια κι η ψυχή της Λενιώς. Όμως η άδεια της ψυχή, ποτέ δεν πήρε να γεμίζει ελπίδα ....
Πάνω στο Γράμμο, δυο βδομάδες αργότερα, σκόνταψε σ΄ ένα σύρμα δεμένο σε νάρκη. Έτσι χάθηκε η Λενιώ. Ατύχημα λέγαν οι σύντροφοί της, όσοι επέζησαν και πέρασαν στην Αλβανία. Όμως ο Παναγής ήξερε ότι η αστεφάνωτή του η κυρά είδε την παγίδα και πήγε ολόισια κατά ΄κει! Κατά ΄κει βρήκε το “στεφάνι” και τη “λευτεριά” της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου