24 Απρ 2015

Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης (Ζ΄) – (Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία)



Δείτε και: - (Α΄) -(Β΄) -(Γ΄)(Δ΄)- (Ε΄) - (ΣΤ΄)
          IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
Δημητσάνα, Παρασκευή 24 Ἀπριλίου 2015
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου.
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ἰακώβ πῆρε τήν ἀπόφαση νά ἀναχωρήσει ἀπό τήν Μεσοποταμία καί νά πορευθεῖ στήν πατρίδα του, ἀφοῦ μάλιστα τοῦ τό εἶπε Θεός νά τό κάνει (στίχ. 3). 

Στήν ἀπόφαση αὐτή τοῦ Ἰακώβ γιά ἀναχώρηση βρέθηκαν ἀπόλυτα σύμφωνες καί οἱ δύο γυναῖκες του, ἡ Ραχήλ καί ἡ Λεία, γιατί εἶδαν καί αὐτές τήν κακή διαγωγή τοῦ πατέρα τους Λάβαν πρός τόν ἄνδρα τους Ἰακώβ. Καί ἀκόμη ἀναγνώρισαν τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ στόν πλουτισμό τοῦ ἄνδρα τους· γι’ αὐτό καί παρότρυναν καί αὐτές τόν ἄνδρα τους Ἰακώβ νά φύγουν (στίχ. 5-16). Ἡ ληφθεῖσα ἀπόφαση ἐκτελέστηκε χωρίς καθυστέρηση: Ὁ Ἰακώβ ἐκμεταλλεύτηκε τό ὅτι ὁ Λάβαν πῆγε νά κουρέψει τά πρόβατά του (στίχ. 19), μιά ἐργασία πού θά διαρκοῦσε κάποιο χρόνο, καί ἔτσι ἀναχώρησε. Φεύγοντας ἡ Ραχήλ ἀπό τόν πατρικό της οἶκο ἔκλεψε μόνη της τά εἴδωλα τοῦ πατέρα της, τά τεραφίμ (στίχ. 19). Αὐτά χρησίμευαν γιά μαγεία καί χρησμούς (βλ. Κριτ. 18,29. Ἰεζ. 21,21. Ζαχ. 10,2). Ἀφοῦ ὁ Ἰακώβ πέρασε τόν ποταμό Εὐφράτη, κατευθύνθηκε πρός τήν ὀρεινή περιοχή τῆς Γαλαάδ (στίχ. 21). – Στήν περικοπή μας διαβάζουμε γιά ἕνα ὄνειρο τοῦ Ἰακώβ, ὅτι εἶδε τούς τράγους νά ἀνεβαίνουν στίς γίδες (στίχ. 10). Τό ὄνειρο αὐτό ἦταν θεόσταλτο, γιά νά πεῖ στόν Ἰακώβ τόν τρόπο αὐξήσεως τοῦ ποιμνίου του. Εἶναι ὁ τρόπος πλουτισμοῦ τοῦ Ἰακώβ, πού εἴδαμε στήν προηγούμενη παράγραφο.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
31,1 Ἰακώβ ἄκουσε ὅτι οἱ υἱοί τοῦ Λάβαν εἶπαν: « Ἰακώβ τά πῆρε ὅλα ὅσα εἶχε πατέρας μας· ἀπό τά ὑπάρχοντα τοῦ πατέρα μας ἀπόκτησε ὅλα αὐτά τά πλούτη». 2Καί εἶδε ὁ Ἰακώβ ὅτι ἡ στάση τοῦ Λάβαν δέν ἦταν ἡ ἴδια ὅπως ἦταν προηγουμένως. 3Τότε ὁ Κύριος εἶπε στόν Ἰακώβ: «Ἐ­πίστρεψε στήν γῆ τοῦ πατέρα σου καί τῶν συγγενῶν σου καί θά εἶμαι μαζί σου». 4Ἔτσι ὁ Ἰακώβ ἔστειλε καί κάλεσε τήν Λεία καί τήν Ραχήλ νά ἔρθουν στήν πεδιάδα, στό ποίμνιο. 5Καί (ὅταν ἦρθαν) εἶπε σ’ αὐτές: Βλέπω ὅτι ἡ στάση τοῦ πατέρα σας ἀπέναντί μου δέν εἶναι ὅπως προηγουμένως· ὁ Θεός ὅμως τοῦ πατέρα μου εἶναι μαζί μου. 6Ἐσεῖς οἱ ἴδιες γνωρίζετε ὅτι δούλεψα τόν πατέρα σας μ’ ὅλη τήν δύναμή μου, 7ἐνῶ ὁ πατέρας σας μέ ἀπάτησε καί ἄλ­λαξε καί τόν (μικρό) μισθό μου τῶν δέκα ἀμνῶν.α Ἀλλά ὁ Θεός δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά μέ βλάψει. 8Γιατί, ἄν (ὁ πατέρας σας), ἔλεγε, “Ὁ μισθός σου θά εἶναι τά παρδαλά πρόβατα”, τότε ὅλα τά πρόβατα θά γεννοῦσαν παρδαλά· ἄν δέ ἔλεγε, “Ὁ μισθός σου θά εἶναι τά λευκά”, ὅλα τά πρόβατα θά γεννοῦσαν λευκά. 9Ἔτσι ὁ Θεός ἐλάττωσε τό ποίμνιο τοῦ πατέρα σας καί τό ἔδωσε σέ μένα. 10Ὅταν τά πρόβατα ζευγάρωναν, εἶδα ἕνα ὄνειρο στόν ὕπνο μου· εἶδα ὅτι οἱ τράγοι καί τά κριάρια πού ἀνέβαιναν στά πρόβατα καί στίς αἶγες ἦταν μέ λευκές κηλίδες καί παρδαλά καί μέ σταχτύ ραβδώσεις. 11Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μοῦ εἶπε στό ἐνύπνιο: «Ἰακώβ»! Καί ἀπάντησα: «Ὁρίστε»! 12Καί (μοῦ) εἶπε: «Σήκωσε τά μάτια σου καί κοίταξε· ὅλοι οἱ τράγοι καί τά κριάρια, πού ἀνεβαίνουν στά πρόβατα καί τίς αἶγες εἶναι κηλιδωτά καί παρδαλά καί μέ σταχτύ ραβδώσεις· γιατί εἶδα ὅσα σοῦ κάνει ὁ Λάβαν. 13Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός πού σοῦ φανερώθηκα στήν Βαιθήλ, ὅπου μοῦ ἔχρισες μιά στήλη καί μοῦ ἔκανες ἕνα τάξιμο. Σήκω, λοιπόν, τώρα, ἄφησε τήν γῆ αὐτή καί ἐπίστρεψε στήν γῆ πού γεννήθηκες. Καί θά εἶμαι μαζί σου».β
14Τότε ἀποκρίθηκαν ἡ Ραχήλ καί ἡ Λεία καί τοῦ εἶπαν: «Ὑπάρχει πιά γιά μᾶς μερίδιο ἤ κληρονομία στόν οἶκο τοῦ πατέρα μας; 15Δέν μᾶς ὑπολογίζει σάν ξένες; Γιατί μᾶς πούλησε καί ἀκόμα κατέφαγε ἐντελῶς ὅλο τό ἀργύριό μας. 16Ὅλα τά πλούτη καί ἡ περιουσία, πού ἀφαίρεσε ὁ Θεός ἀπό τόν πατέρα μας εἶναι δικά μας καί τῶν παιδιῶν μας. Κάνε, λοιπόν, τώρα ὅσα σοῦ εἶπε ὁ Θεός».
17Τότε ὁ Ἰακώβ σηκώθηκε καί ἔβαλε τίς γυναῖκες του καί τά παιδιά του στίς καμῆλες. 18Πῆρε δέ ὅλη τήν περιουσία του καί ὅλα τά ἀγαθά του, πού εἶχε ἀποκτήσει στήν Μεσοποταμία, καί ὅλα ὅσα ἀνῆκαν σ’ αὐτόν, γιά νά πάει στόν πατέρα του Ἰσαάκ, στήν γῆ Χαναάν. 19Ὁ Λάβαν εἶχε πάει νά κουρέψει τά πρόβατά του καί τότε ἡ Ραχήλ ἔκλεψε τά εἴδωλα τοῦ πατέρα της. 20Ἀπέκρυψε δέ ὁ Ἰακώβ τήν φυγή του ἀπό τόν Λάβαν τόν Σύρο καί δέν τοῦ ἀνήγγειλε αὐτήν. 21Ἔφυγε, λοιπόν, αὐτός, μέ ὅλα ὅσα ἀ­νῆκαν σ’ αὐτόν, καί διάβηκε τόν ποταμό μέ κατεύθυνση πρός τό ὄρος Γαλαάδ.
α. «Καί ἄλλαξε τόν μισθό μου δέκα φορές», λέει τό Ἑβρ. Ὁμοίως στόν στίχ. 41.
β. Τό «καί ἔσομαι μετά σοῦ» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
31,1-21. Καί οἱ δύο πηγές, Γιαχβική καί Ἐλωχιμική, θά εἶχαν διατηρήσει μιά διήγηση περί τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Ἰακώβ. Στήν παρούσα παράγραφο, ὁ γιαχβιστής ἀντιπροσωπεύεται μόνο ἀπό λίγους στίχους (1, 3 καί 21)· τό ὑπόλοιπο μέρος, ἐκτός ἀπό μερικούς τόνους, προέρχεται ἀπό τήν Ἐλωχιμική πηγή. Αὐτό εἶναι σαφές ἀπό τήν ἐπαναλαμβανόμενη χρήση τοῦ Ἐλωχίμ, τήν ἀναφορά τῶν ὀνείρων ὡς τό μέσον τῆς θείας ἐπικοινωνίας, τήν χρήση τοῦ «Ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ», γιά νά φέρει τό θεῖο μήνυμα καί ἄλλα χαρακτηριστικά. 31,8. Αὐτές οἱ τροποποιήσεις τοῦ συμφωνητικοῦ δέν ἀναφέρονται. Αὐτή ἡ παράδοση πρέπει νά παρουσιάζει τά γεγονότα μέ ἕνα τρόπο λιγώτερο ἁπλό ἀπό τήν προηγούμενη διήγηση. 31,11. Ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Βλ. τό σχόλιο εἰς 16,7· ἡ ταύτιση αὐτοῦ τοῦ ἀγγέλου μέ τόν Θεό γίνεται στόν στίχ. 13. 31,14-16. Οἱ γυναῖκες ἀπαντοῦν μέ μιά σειρά ἐρωτήσεων. Εἶναι ξένες («ἀλλότριαι», στίχ. 15) σ᾿ αὐτή τήν κοινωνία. Μή δίδοντας ὁ Λάβαν στίς θυγατέρες του μέρος τοὐλάχιστον ἀπό τόν μισθό τοῦ γάμου τους («καταβρώσει κατέφαγε τό ἀργύριον ἡμῶν», στίχ. 15), τίς μεταχειρίστηκε ὡς δοῦλες, πού σαφῶς τίς πούλησε («πέπρακε γάρ ἡμᾶς», στίχ. 15). Βλέπουν ὅμως τίς πράξεις τοῦ Θεοῦ ὑπέρ τοῦ Ἰακώβ ὡς μιά θεία ἐπιβεβαίωση τῶν παραπόνων τους. 31,17-18. Ὁ στίχ. 18 ἔχει χαρακτηριστικά τῆς Ἱερατικῆς πηγῆς, ἰδίως γιά τήν μνεία τῆς Παδάν-Ἀράμ (βλ. 25,20. 28,2-7). 31,19. Τά οἰκιακά εἴδωλα («τεραφίμ») ἦταν μικρά λατρευτικά ἀντικείμενα πού χρησίμευαν, στήν οἰκία τοῦ Λάβαν τοὐλάχιστον, ὡς οἰκογενειακοί θεοί. Βλ. στίχ. 30-35. 31,21. Τόν ποταμόν. Τό Εὐφράτην. – Ὄρος Γαλαάδ. Στήν πέραν τοῦ Ἰορδάνου ὀρεινή περιοχή.
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Λάβαν πληροφορήθηκε γιά τήν ἀναχώρηση τοῦ Ἰακώβ καί ἀποφάσισε νά τόν καταδιώξει.Τούς ἔφθασε στήν ὀρεινή περιοχή τῆς Γαλαάδ, ὕστερα ἀπό δέκα περίπου μέρες μετά τήν ἀναχώρησή τους. Δέν τόν ἄφησε ὅμως ὁ Θεός τόν Λάβαν νά κάνει κακό στόν Ἰακώβ, γιατί τοῦ παρουσιάστηκε στόν ὕπνο του καί τοῦ εἶπε νά μήν πεῖ «καλό ἤ κακό σ’ αὐτόν» (στίχ. 24), ὅπως λέει τό Ἑβραϊκό. Γι’ αὐτό καί ὁ Λάβαν μίλησε στόν Ἰακώβ μέ καλό τρόπο, σάν ἕνας καλός πατέρας πού πληγώθηκε βαθιά γιά τήν ἀναχώρηση τοῦ παιδιοῦ του (στίχ. 26-30). Τό παράπονο ὅμως τοῦ Λάβαν ἦταν γιατί ὁ Ἰακώβ ἀναχωρώντας ἔκλεψε τούς θεούς του. Ἀλλά ὁ Ἰακώβ δέν ἐγνώριζε τίποτε γιά τήν κλοπή τῶν τεραφίμ, γιατί αὐτά τά πῆρε κρυφά ἡ Ραχήλ (στίχ. 19)· γι’ αὐτό καί εἶπε καθαρά: «Σέ ἐκεῖνον πού θά βρεῖς τούς θεούς σου νά μή ζήσει» (στίχ. 32). Ὁ Λάβαν ἔψαξε παντοῦ, ἀλλά δέν τά βρῆκε (στίχ. 33 ἑξ.). Ἡ Ραχήλ, πού εἶχε τά κλεμμένα αὐτά εἴδωλα, τά ἔβαλε στίς σακκοῦλες τοῦ σαμαριοῦ τῆς καμήλας καί κάθισε πάνω σ’ αὐτά (στίχ. 34). Καί στόν πατέρα της Λάβαν προφασίστηκε ὅτι τῆς συμβαίνουν τά συνηθισμένα ἔμμηνα τῶν γυναικῶν καί γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά σηκωθεῖ (στίχ. 35). Ἡ ἀποτυχία τοῦ Λάβαν νά βρεῖ τά εἴδωλά του ἔκανε τόν Ἰακώβ νά ἐπιτεθεῖ ἐναντίον του καί νά παραπονεθεῖ καί γιά τήν ἔρευνα πού τοῦ ἔγινε (στίχ. 37) καί γιά τήν σκληρότητά του κατά τά χρόνια πού δούλευσε κοντά του (στίχ. 38-41).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
31,22Ὕστερα ὅμως ἀπό τρεῖς ἡμέρες Λάβαν πληροφορήθηκε ὅτι ἔφυγε Ἰακώβ. 23Τότε πῆρε μαζί του τούς συγγενεῖς του καί τόν καταδίωξε ἐπί ἑπτά ἡμέρες· καί τόν πρόφθασε στό ὄρος Γαλαάδ. 24Ἀλλά ὁ Θεός ἐμφανίστηκε τήν νύχτα σέ ὄνειρο στόν Λάβαν τόν Σύρο καί τοῦ εἶπε: «Πρόσεξε, μήν κάνεις στόν Ἰακώβ τίποτε κακό». 25Πρόφθασε, λοιπόν, ὁ Λάβαν τόν Ἰα­κώβ. Ὁ δέ Ἰακώβ εἶχε στήσει τήν σκηνή του στό ὄρος, ἐνῶ ὁ Λάβαν μέ τούς συγγενεῖς του σκήνωσε στό ὄρος Γαλαάδ.
26Καί εἶπε ὁ Λάβαν στόν Ἰακώβ: «Τί εἶναι αὐτό πού ἔκανες; Γιατί ἔφυγες κρυφά καί μέ ἔκλεψες καί μοῦ πῆρες τίς θυγατέρες μου, σάν νά ἦταν αἰχμάλωτες πολέμου; 27Ἄν μοῦ τό ἔλεγες (ὅτι θά φύγεις), θά σέ προέπεμπα μέ τραγούδια καί μέ ὄργανα. 28(Ἔφυγες κρυφά καί) δέν ἀξιώθηκα νά ἀποχαιρετήσω τά ἐγγόνια μου καί τίς θυγατέρες μου. Ἔπραξες ἀνόητα! 29Τώρα μπορῶ νά σοῦ κάνω κακό· ἀλλά ὁ Θεός τοῦ πατέρα σου χτές τήν νύχτα μοῦ εἶπε, “πρόσεξε, μήν κάνεις τίποτα κακό στόν Ἰακώβ”. 30Τώρα, λοιπόν, ἔφυγες, γιατί ἐπεθύμησες πολύ τόν οἶκο τοῦ πατέρα σου. Ἀλλά γιατί ἔκλεψες τούς θεούς μου;».
31Ὁ Ἰακώβ τότε ἀποκρίθηκε καί εἶπε στόν Λάβαν: «(Ἔφυγα κρυφά, γιατί) φοβήθηκα· σκέφτηκα ὅτι θά μοῦ ’παιρνες μέ τήν βία τίς θυγατέρες σου καί ὅλα ὅσα μοῦ ἀνήκουν. 32Σ’ ἐκεῖνον ὅμως πού θά βρεῖς τούς θεούς σου – εἶπε ὁ Ἰακώβ – νά μή ζήσει μεταξύ μας· ἐξακρίβωσε τί εἶναι δικό σου ἀπό τά ὑπάρχοντά μου καί πάρε το». Ὁ Ἰακώβ δέν γνώριζε νά ἔχει τίποτε· δέν ἤξερε ὅτι ἡ γυναίκα του Ραχήλ εἶχε κλέψει αὐτά (τά εἴδωλα τοῦ πατέρα της). 33Ἔτσι ὁ Λάβαν μπῆκε στήν σκηνή τῆς Λείας, τήν ἐρεύνησε, ἀλλά δέν βρῆκε (τούς θεούς του)· βγῆκε ἀπό τήν σκηνή τῆς Λείας καί ἐρεύνησε τήν σκηνή τοῦ Ἰακώβ, τήν σκηνή τῶν δύο δούλων καί δέν τούς βρῆκε. Ἔπειτα μπῆκε στήν σκηνή τῆς Ραχήλ. 34Ἀλλά ἡ Ραχήλ πῆρε τά εἴδωλα καί τά ἔβαλε στό σαμάρι τῆς καμήλας καί κάθισε πάνω σ’ αὐτά, 35καί εἶπε στόν πατέρα της: «Μή σοῦ κακοφανεῖ, κύριέ μου· δέν μπορῶ νά σηκωθῶ μπροστά σου, γιατί μοῦ συμβαίνει αὐτό πού συνηθίζεται στίς γυναῖκες». Καί ὁ Λάβαν ἐρεύνησε ὅλη τήν σκηνή, ἀλλά δέν βρῆκε τά εἴδωλα.
36Τότε ὁ Ἰακώβ ὀργίστηκε καί ἐπέπληξε τόν Λάβαν καί τοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «Ποιό τό ἀδίκημά μου καί ποιό τό κακό πού ἔκανα γιά νά μέ καταδιώξεις; 37Ἐρεύνησες ὅλα τά πράγματα τοῦ οἴκου μου· τί βρῆκες τό ὁποῖο ἀνήκει σ’ ἐσένα; Φέρε το ἐδῶ μπροστά στούς δικούς σου καί τούς δικούς μου γιά νά κρίνουν αὐτοί μεταξύ τῶν δυό μας. 38Εἴκοσι χρόνια εἶμαι μαζί σου. Τά πρόβατά σου καί οἱ γίδες σου δέν ἔμειναν στεῖρα· κριάρι ἀπό τά πρόβατά σου δέν ἔσφαξα γιά νά φάω· 39δέν σοῦ ἔφερα ζῶο σπαραγμένο ἀπό θηρίο. Ὁ ἴδιος ἐγώ πλήρωνα τήν ζημιά γιά ὅ,τι κλεβόταν τήν ἡμέρα καί τήν νύχτα. 40Τήν ἡμέρα καιγόμουν ἀπό τόν καύσωνα καί τήν νύχτα πάγωνα ἀπό τό κρύο· ἔφευγε ὁ ὕπνος ἀπό τά μάτια μου (ἀπό τήν ἀγωνία μου). 41Ἔτσι πέρασαν εἴκοσι χρόνια κοντά σου· δεκατέσσερα χρόνια σέ δούλεψα γιά τίς δυό θυγατέρες σου καί ἕξι χρόνια γιά τά πρόβατά σου· καί ἐσύ μέ ἀπάτησες καί ἄλλαξες τόν (μικρό μου) μισθό τῶν δέκα ἀμνῶν.β 42Καί ἄν ὁ Θεός τοῦ πατέρα μου Ἀβραάμ καί ὁ “φόβος” τοῦ Ἰσαάκ δέν ἦταν μαζί μου, θά μέ εἶχες διώξει μέ ἄδεια χέρια. Ὁ Θεός εἶδε τήν ταλαιπωρία μου καί τόν κόπο τῶν χεριῶν μου καί σέ ἔλεγξε χθές τήν νύχτα».
β. Τό «καί ἔσομαι μετά σοῦ» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
31,22-42. Τό μεγαλύτερο μέρος τῆς παραγράφου αὐτῆς εἶναι ἀπό τήν Ἐλωχιμική παράδοση. Ἐδῶ στήν περικοπή μας ξαναβρίσκουμε τήν ἴδια φροντίδα δικαίωσης τοῦ Ἰακώβ καί τονισμοῦ τῆς προστασίας πού τοῦ χορήγησε ὁ Θεός. 31,24. Ἡ ἔκφραση «μή λαλήσῃς μετά Ἰακώβ πονηρά» στό Ἑβρ. ἔχει: «Μήν πεῖς στόν Ἰακώβ καλό ἤ κακό». Σημαίνει «ἐντελῶς τίποτε». 31,30. Ὁ Λάβαν καλεῖ τά τεραφείμ τά κλαπέντα ἀπό τήν Ραχήλ, στίχ. 19, «θεούς» του. Κατά ἕνα μεσοποταμιακό συμβόλαιο, τά εἴδωλα αὐτά ἔπρεπε νά περάσουν στόν πρῶτο κληρονόμο καί, κατά συνέπεια, ἡ κατοχή τους ἦταν ἕνας τίτλος γιά κληρονομία. Ἐννοεῖ τώρα κανείς καλύτερα γιατί ὁ Λάβαν εἶναι ἀνήσυχος γιά νά τά βρεῖ. 31,34. Σάγματα τῆς καμήλου. Ἦταν φαρδιές σακκοῦλες, πού στίς βαθειές τους δίπλες ἔκρυβαν ἀντικείμενα μικροῦ κάπως μεγέθους. 31,35. Οὐ δύναμαι... Οἱ νέοι ἔπρεπε νά σηκώνονται πρό τῶν γερόντων, Λευιτ. 19,32, τά παιδιά ἔπρεπε νά τιμοῦν τούς γονεῖς τους, Ἐξ. 20,12. Δευτ. 5,16. 31,38-40. Ἡ δύσκολη ζωή ἑνός βοσκοῦ, πού ἀπεικονίζεται ἐδῶ, εἶναι αὐθεντική. Κατά τό Ἐξ. 22,12 καί παρόμοιους νόμους τῶν κωδίκων τῆς παλαιᾶς Ἐγγύς Ἀνατολῆς, ἄν ὁ ἐπιστάτης τῶν ζώων κάποιου κτήτορος πρόσφερε ἀπόδειξη ὅτι ἕνα ζῶο φονεύθηκε ἀπό ἄγριο θηρίο, ἀπαλασσόταν ἀπό τό νά τό ἀποδώσει· ὁ βοσκός ἀπαλλασσόταν ἄν προσήγαγε τά ὑπόλοιπα τοῦ ξεσχισμένου ζώου, βλ. Ἀμ. 3,12. Ὁ Ἰακώβ ἔκανε περισσότερα ἀπό ὅ,τι ἀπαιτοῦσε ὁ νόμος, χωρίς νά ζητήσει αὐτή τήν ἀπαλλαγή. 31,41. Ὁ Ἰακώβ συνοψίζει τόν ἔλεγχό του. Γιά τήν ἀλλαγή τοῦ μισθοῦ («παρελογίσω τόν μισθόν μου») βλ. 31,7-8. 31,42. Ὁ Θεός... ὁ φόβος Ἰσαάκ («φαχάδ Γιτσχάκ») εἶναι ἕνα πρωτόγονο ὄνομα τοῦ Θεοῦ πού συναντᾶται ἐδῶ καί στόν στίχ. 53· κατά τά συμφραζόμενα, τό ὄνομα ἀναφέρεται στίς ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ πού προξενοῦν τρόμο σ᾿ αὐτούς πού συγκινοῦνται ἀπ᾿ αὐτές (βλ. 28,17· 31,24.29. 35,5). Παράλληλοι τύποι εἶναι, «Ὁ Ἰσχυρός τοῦ Ἰακώβ» («ἀβίρ Για῾ακώβ») καί «ἡ πέτρα τοῦ Ἰσραήλ» («ἔβεν Γισραέλ») εἰς 49,24. – Εἶδεν ὁ Θεός καί ἤλεγξέ σε ἐχθές. Στό ὄνειρο τοῦ Λάβαν, στίχ. 29.
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Λάβαν κατευνάστηκε ἀπό τίς δίκαιες κατηγορίες τοῦ Ἰακώβ καί πρότεινε μιά εἰρηνική συνθήκη. Ἀνήγειραν μία «στήλη» (ἑβρ. «ματσεβά»), γιά σημεῖο τῆς διαθήκης (στίχ. 45), καί ἔκαναν ἕνα σωρό ἀπό λίθους γύρω ἀπό τήν στήλη αὐτή (στίχ. 46-49). Αὐτό θά ἦταν ἕνα σύνορο γιά τούς Ἰσραηλῖτες καί τούς Ἀραμαίους, γιατί ὁ Ἰακώβ ἦταν ὁ γενάρχης τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὁ δέ Λάβαν ὁ γενάρχης τῶν Ἀραμαίων. Ὁ ἕνας, ὁ Λάβαν, ὀνόμασε τόν σωρό τῶν λίθων «βουνό τῆς μαρτυρίας» ὁ δέ ἄλλος, ὁ Ἰακώβ, τόν ὀνόμασε «βουνός μάρτυς» (στίχ. 48). Στήν μετάφραση δέν φαίνεται νά διαφέρει ἡ ὀνομασία, στό ἀρχικό ὅμως κείμενο φαίνεται ἡ γλωσσική διαφορά τῶν δύο ὀνομασιῶν, γιατί ἡ μιά εἶναι συριακή, ἡ δέ ἄλλη ἰσραηλιτική ἔκφραση. Ὁ Λάβαν ὀνόμασε τόν σωρό «Ἰεγάρ-Σαχαδουτά», ὁ δέ Ἰακώβ «Γαλεέδ». Καί οἱ δυό ἐκφράσεις δηλώνουν τό ἴδιο, ὅτι: «Ὁ σωρός αὐτός εἶναι μάρτυρας μεταξύ μας» (στίχ. 47). Σάν νά ἦταν ἕνα συμφωνητικό γραμμένο σέ δύο γλῶσσες! Ἀκόμη ὁ Ἰακώβ κάλεσε τόν σωρό τῶν λίθων «Μισπά» (στίχ. 49), κατά τό Ἑβραϊκό, πού σημαίνει «φρούριο», σάν νά παρακαλοῦσε μέ τήν ὀνομασία αὐτή τόν Θεό «νά φρουρήσει», νά διατηρήσει τίς ἱερές ὑποχρεώσεις τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλον. Οἱ Ο΄ ἀπέδωσαν τήν ὀνομασία μέ τό «Ὅραση», πού ἀποδίδει τό ἴδιο νόημα: «Ἄς δεῖ (ἄς διατηρήσει) ὁ Θεός τήν μεταξύ μας συμφωνία» (στίχ. 49). – Οἱ ὅροι τοῦ Λάβαν στήν συμφωνία εἶναι: α) ὁ Ἰακώβ νά εἶναι καλός καί πιστός σύζυγος τῶν θυγατέρων του (στίχ. 50) καί β) ὁ γαμβρός καί ὁ πεθερός νά μή διαβοῦν ποτέ τό μνημεῖο, γιά νά ἐπιτεθοῦν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου (στίχ. 51-52).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
31,43Καί Λάβαν εἶπε στόν Ἰακώβ: «Οἱ γυναῖκες αὐτές εἶναι θυγατέρες μου καί τά παιδιά αὐτά εἶναι ἐγγόνια μου· τά ποίμνια εἶναι δικά μου ποίμνια· ὅλα ὅσα βλέπεις εἶναι δικά μου καί τῶν θυγατέρων μου. Καί τί μπορῶ νά κάνω τώρα στίς θυγατέρες μου καί τά παιδιά τους πού ἔχουν γεννήσει; 44Ἐμπρός, λοιπόν, τώρα ἄς κάνουμε διαθήκη ἐγώ καί σύ γιά νά εἶναι ὡς μαρτυρία μεταξύ ἐμοῦ καί σοῦ. Νά, εἴμαστε μόνοι καί ὁ Θεός εἶναι μάρτυρας ἀναμεταξύ μας».
45Τότε ὁ Ἰακώβ πῆρε ἕνα λίθο καί τόν ἔστησε ὡς στήλη· 46καί εἶπε στούς ἀνθρώπους του: «Συγκεντρῶστε λίθους». Καί αὐτοί μάζεψαν λίθους καί ἔκαναν σωρό. Καί ἔφαγαν ἐκεῖ κοντά στόν σωρό. 47Ἔπειτα ὁ Λάβαν εἶπε: «Ὁ σωρός αὐτός σήμερα εἶναι μάρτυρας μεταξύ μας»· 48Καί ὀνόμασε αὐτόν ὁ Λάβαν «Βουνό τῆς μαρτυρίας». Ὁ δέ Ἰακώβ τόν κάλεσε «Βουνό μάρτυς». Καί πάλι εἶπε ὁ Λάβαν στόν Ἰακώβ: «Νά, ὁ σωρός αὐτός καί ἡ στήλη, πού ἔστησα μεταξύ μας, μαρτυροῦν· καί ὁ βουνός καί ἡ στήλη». Γι’ αὐτό ὁ τόπος ὀνομάστηκε «Βουνό πού μαρτυρεῖ».γ 49καί «Ὅραση»,δ γιατί εἶπε, «Ἄς δεῖ (ἄς διατηρήσει) ὁ Θεός τήν μεταξύ μας συμφωνία, ὅταν θά χωριστοῦμε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον. 50Ἄν κακομεταχειριστεῖς τίς θυγατέρες μου ἤ πάρεις ἄλλες γυναῖκες, πρόσεξε! Ἄν καί δέν θά ὑπάρχει ἄνθρωπος νά μᾶς παρακολουθεῖ, ὅμως θά εἶναι μεταξύ μας μάρτυρας ὁ Θεός». 51Καί συνεχίζοντας εἶπε ὁ Λάβαν στόν Ἰακώβ: «Νά ὁ σωρός αὐτός καί νά ἡ στήλη αὐτή. Θά μᾶς εἶναι μάρτυρες·52ὅτι ποτέ δέν θά περάσω πρός τό μέρος σου, γιά νά σέ βλάψω, οὔτε καί σύ θά περάσεις τόν σωρό αὐτό καί τήν στήλη αὐτή πρός τό μέρος μου, γιά νά μέ βλάψεις. 53Ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ καί ὁ Θεός τοῦ Ναχώρε ἄς εἶναι κριτής μεταξύ μας». 54Μετά ὁ Ἰακώβ ὁρκίστηκε στόν «φόβο» τοῦ πατέρα του Ἰσαάκ καί πρόσφερε θυσία ἐπάνω στό ὄρος καί κάλεσε τούς δικούς του ἐκεῖ· καί ἔφαγαν καί ἤπιαν καί κοιμήθηκαν στό ὄρος. 55Τό ἑπόμενο πρωί ὁ Λάβαν σηκώθηκε, φίλησε τά ἐγγόνια του καί τίς θυγατέρες του καί τούς ἔδωσε τήν εὐλογία του. Ἔπειτα γύρισε καί πῆγε στόν τόπο του.
32,1Ὁ Ἰακώβ πῆρε (καί αὐτός) τόν δρόμο του. Τότε σήκωσε τά μάτια του καί εἶδε ὁλόκληρο στράτευμα Θεοῦ νά ἔχει στρατοπεδεύσει·α τοῦ παρουσιάστηκαν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. 2Καί ὁ Ἰακώβ, ὅταν τούς εἶδε, εἶπε: «Αὐτό εἶναι τό στρατόπεδο τοῦ Θεοῦ» καί κάλεσε τό ὄνομα ἐκείνου τοῦ τόπου «Στρατόπεδα».β
γ. Τό Ἑβρ. στούς στίχ. 47-48 λέει: «47Καί ὁ Λάβαν ἐκάλεσε αὐτόν “Ἰεγάρ Σαχαδουθά”, ὁ δέ Ἰακώβ ἐκάλεσε αὐτόν “Γαλεέδ”. 48Καί εἶπε ὁ Λάβαν: “Ὁ σωρός αὐτός (εἶναι) σήμερα μαρτυρία μεταξύ ἐμοῦ καί σοῦ”. Γι᾽ αὐτό ἐκλήθη τό ὄνομά του “Γαλεέδ”».
δ. «Μισπά», κατά τό Ἑβρ.
ε. «Ὁ Θεός τοῦ πατρός αὐτῶν», προσθέτει τό Ἑβρ. Λείπει ὅμως ἀπό ὁρισμένα Ἑβρ. χειρόγραφα.
α. Ἡ φράση τῶν Ο´ «εἶδε παρεμβολήν Θεοῦ παρεμβεβληκυῖαν» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
β. Στά Ἑβρ.: «Μαχαναΐμ».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
31,43-32,2. Δύο παραδόσεις φαίνονται νά συγχωνεύονται ἐδῶ: α) μία πολιτική συνθήκη πού σταθεροποιεῖ τά ὅρια μεταξύ Λάβαν καί Ἰακώβ, στίχ. 52, μεταξύ δηλαδή Ἀράμ καί Ἰσραήλ, καί τό μνημεῖο αὐτῆς τῆς συνθήκης εἶναι ἕνας «σωρός μαρτυρίας» («γκαλε῾έδ»), πού ἐξηγεῖ τό ὄνομα «Γαλεέδ»· καί β) μία ἰδιωτική συμφωνία ἀφορῶσα τίς θυγατέρες τοῦ Λάβαν, πού δόθηκαν στόν Ἰακώβ, στίχ. 50, ὁ Γιαχβέ θά «κρίνει», («γισπετού»), τούς δύο συμβαλλομένους καί τό ὄνομα τοῦ τόπου: «Μιτσπά», «σκοπιά»· τό μνημεῖο αὐτῆς τῆς συμφωνίας εἶναι μία στήλη, («ματσεβά»), ἄλλο λογοπαίγνιο μέ τό «Μιτσπά». Ἀλλά, εἶναι δυνατόν ἀντί τῶν δύο πηγῶν νά ἔχουμε ἐδῶ δύο ἐξηγήσεις καί φαινομενικά δύο ὀνόματα, γιατί ἡ παράδοση συνδέεται μέ ἕνα σύνθετο ὄνομα Μιτσπέ Γαλαάδ, «ἡ σκοπιά τῆς Γαλαάδ», τοποθεσία γνωστή εἰς Κριτ. 11,29 καί τοποθετουμένη πέραν τοῦ Ἰορδάνου, νότια τοῦ Ἰαββώκ. Τό κείμενο ἔχει ἀκόμη ἐμπλακεῖ μέ τά σχόλια (ἔτσι ὁ στίχ. 47 στόν στίχ. 51 «καί ἰδού ἡ στήλη», στόν στίχ. 52 «ἡ στήλη εἶναι μάρτυρας», «καί αὐτή ἡ στήλη») καί μέ τίς ἐναλλαγές τῶν προσώπων (ἔτσι στούς στίχ. 45 καί 46 διαβάζουν καλλίτερα Λάβαν ἀντί τοῦ Ἰακώβ, ἀφοῦ ὁ Λάβαν δίνει τό νόημα τῶν μνημείων, στίχ. 48-49). 31,44. Πιθανῶς ἔχουν ἐκπέσει ἀπό τό κείμενο ὁρισμένες λέξεις. 31,47. «Ἰεγάρ Σαχαδουθά» («γιεγάρ σαχαδουθά») εἶναι στά ἀραμαϊκά ἡ ἀκριβής μετάφραση τοῦ «Γαλεέδ» («σωρός μαρτυρίας». 31,53. Τό Ἑβρ. κείμενο προσθέτει ἐδῶ «ὁ Θεός τῶν πατέρων τους», σχόλιο πού ἀπουσιάζει ἀπό τό Ἑλληνικό καί ἀπό ὁρισμένα Ἑβρ. χειρόγραφα. – Οἱ θεοί τῆς μιᾶς καί τῆς ἄλλης πλευρᾶς λαμβάνονται ὡς μάρτυρες γιά τήν σύναψη τῆς διαθήκης, κατά τήν συνήθεια τῶν ἀρχαίων συνθηκῶν. 32,2. Παρεμβολή. Ἑβρ. «μαχανέ», «στρατόπεδο». Ἐξηγεῖ τό ὄνομα «μαχανάγιμ», πού δηλώνει «τά δύο στρατόπεδα», στά ὁποῖα γίνεται ὑπαινιγμός στούς στίχ. 8 καί 10. 
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἰακώβ βλέπουμε ἐδῶ στήν περικοπή μας νά ἐνεργεῖ πολύ ταπεινά, συνετά καί ἔξυπνα, σάν «πτερνιστής» πού εἶναι, γιά νά ἐξευμενίσει τόν ὀργισμένο ἐναντίον του ἀδελφό του Ἡσαῦ. Σκέφθηκε νά τόν καλοκαρδίσει μέ πλούσια δῶρα (στίχ. 20). Καί εἶπε μάλιστα στούς ἀγγελεῖς πού θά προσκόμιζαν τά δῶρα νά τοῦ ποῦν «ὁ δοῦλος σου Ἰακώβ» (στίχ. 20). Μέ τά πλούσια δῶρα του ὁ Ἰακώβ σάν νά προσφέρει φόρο ὑποτελείας στόν Ἡσαῦ, σάν νά τοῦ παραχωρεῖ τήν περιουσία του. Γιατί νά φοβᾶται, λοιπόν, ὁ Ἡσαῦ, ὅτι ἔχασε τά πρωτοτόκια, τήν περιουσία καί τήν ἐξουσία; Τά δῶρα ἐστέλνοντο στόν Ἡσαῦ ἀπανωτά κατά ἀραιή φάλαγγα. Κάθε φορά πού κάθε ἀποστολή τοῦ προσκόμιζε καί νέο σωρό δώρων, ὅλο καί θά «φτιαχνόταν» ἡ καλή του διάθεση ὑπέρ τοῦ Ἰακώβ. Ἀλλά εἶχε καί ἄλλο σκοπό αὐτή ἡ κατά ἀραιή φάλαγγα προσφορά τῶν δώρων στόν Ἡσαῦ: Ἄν ὁ Ἡσαῦ δέν δεχόταν τά δῶρα τῆς πρώτης σειρᾶς, ἀλλά ἀντίθετα ὁρμοῦσε μέ τούς τετρακοσίους συντρόφους του (στίχ. 6) καί κατέσφαζε τούς ἄνδρες τοῦ Ἰακώβ, ἡ εἴδηση αὐτή θά ἔφτανε πρός τά πίσω, ὅπου φυλαγόταν ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰακώβ, οἱ γυναῖκες του καί τά παιδιά του, καί θά διδόταν ἔτσι χρόνος νά τήν διασώσει.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
32,3Ἀπέστειλε δέ Ἰακώβ ἀγγελιαφόρους μπροστά ἀπό αὐτόν στόν ἀδελφό του Ἡσαῦ στήν περιοχή Σηείρ τῆς χώρας Ἐδώμ 4καί τούς διέταξε ὡς ἑξῆς: Νά πεῖτε στόν κύριό μου Ἡσαῦ· δοῦλος σου Ἰακώβ σοῦ λέει τά ἑξῆς: “Κατοίκησα προσωρινά κοντά στόν Λάβαν καί ἔμεινα ἐκεῖ μέχρι τώρα· 5καί ἀπέκτησα βόδια, ὄνους, πρόβατα, δούλους καί δοῦλες. Ἀπέστειλα (ἀγγελιαφόρους) νά ἀναγγείλω αὐτά στόν κύριό μου Ἡσαῦ, γιά νά βρεῖ ὁ δοῦλος σου χάρη ἐνώπιόν σου”».
6Οἱ ἀγγελιαφόροι ὅμως ἐπέστρεψαν στόν Ἰακώβ λέγοντες: «Πήγαμε στόν ἀδελφό σου Ἡσαῦ, ὁ ὁποῖος ἔρχεται ἤδη γιά νά σέ συναντήσει συνοδευόμενος ἀπό τετρακόσιους ἄνδρες».
7Τότε ὁ Ἰακώβ φοβήθηκε πάρα πολύ καί βρισκόταν σέ ἀπορία (τί νά κάνει). Ἔτσι διαίρεσε τούς ἀνθρώπους πού εἶχε μαζί του, ὅπως ἐπίσης τά βόδια, τίς κα­μῆλες καί τά πρόβατα, σέ δυό ὁμάδες. 8«Ἄν ὁ Ἡσαῦ ἔλθει – σκέφτηκε ὁ Ἰα­κώβ – ἐναντίον τῆς μιᾶς ὁμάδας καί τήν σφάξει, τότε ἡ δεύτερη ὁμάδα (πού ἀπέμεινε) θά σωθεῖ». 9Ἔπειτα εἶπε ὁ Ἰακώβ: «Θεέ τοῦ πατέρα μου Ἀβραάμ καί Θεέ τοῦ πατέρα μου Ἰσαάκ, Κύριε, ὁ Ὁποῖος μοῦ εἶπες, “Ἐπίστρεψε στήν γῆ πού γεννήθηκες καί θά σέ εὐλογήσω”, 10εἶναι ἀρκετές ὅλες οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης σου καί τῆς ἀλήθειας πού ἔκανες στόν δοῦλο σου·α γιατί μέ τήν ράβδο μου αὐτή (μόνο) διάβηκα αὐτόν τόν Ἰορδάνη καί τώρα ἔχω δυό στρατόπεδα (μαζί μου). 11Σῶσε με ἀπό τά χέρια τοῦ ἀδελφοῦ μου, τοῦ Ἡσαῦ, γιατί τόν φοβᾶμαι, μήπως ἔρθει καί μέ σκοτώσει καί ἐμένα καί τίς μητέρες μέ τά τέκνα τους. 12Ἀλλά Ἐσύ εἶπες· “Θά σέ εὐλογήσω καί θά κάνω τούς ἀπογόνους σου σάν τήν ἄμμο τῆς θάλασσας πού εἶναι ἀναρίθμητη”». 13Καί κοιμήθηκε ἐκεῖ ἐκείνη τήν νύχτα.
Διάλεξε δέ δῶρα ἀπό ὅ,τι εἶχε καί τά ἔ­στειλε στόν ἀδελφό του Ἡσαῦ: 14Διακόσιες γίδες, εἴκοσι τράγους, διακόσιες προβατίνες καί εἴκοσι κριάρια, 15τριάντα καμῆλες μέ τά μικρά τους πού θήλαζαν, σαράντα βόδια, δέκα ταύρους, εἴκοσι θηλυκές ὄνους καί δέκα πουλάρια. 16Ἀφοῦ τά ἔδωσε αὐτά στήν ἐπίβλεψη τῶν δούλων του καί τά χώρισε σέ ὁμάδες, εἶπε στούς δούλους του: «Πᾶτε μπροστά ἀπό μένα καί ἀφῆστε χῶρο μεταξύ τῆς κάθε ποίμνης». 17Στόν πρῶτο δοῦλο ἔδωσε αὐτή τήν ἐντολή: Ὅταν σέ συναντήσει ὁ ἀδελφός μου ὁ Ἡσαῦ καί σέ ρωτήσει, “Τίνος εἶσαι καί ποῦ πηγαίνεις, καί τίνος εἶναι αὐτά πού ὁδηγεῖς;” 18τότε νά πεῖς: “Αὐτά εἶναι τοῦ δούλου σου Ἰακώβ, πού τά στέλνει ὡς δῶρα στόν κύριό μου Ἡσαῦ· καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰακώβ, νά, ἔρχεται μετά ἀπό μᾶς”. 19Ἔτσι διέταξε καί στόν πρῶτο καί στόν δεύτερο καί στόν τρίτο, σ’ ὅλους ὅσοι ὁδηγοῦσαν ἀγέλες· τούς εἶπε: «Αὐτά τά λόγια νά πεῖτε στόν Ἡσαῦ, ὅταν τόν συναντήσετε· 20νά τοῦ πεῖτε, “Νά καί ὁ δοῦλος σου Ἰακώβ ἔρχεται πιό πίσω ἀπό μᾶς”». «Γιατί – σκέφτηκε αὐτός – πιθανόν νά τόν καλοκαρδίσω μέ τά δῶρα, πού θά τοῦ στείλω πρῶτα καί ἔπειτα θά παρουσιαστῶ καί ὁ ἴδιος μπροστά του· ἴσως μέ δεχτεῖ». 21Ἔτσι τά δῶρα προηγήθηκαν ἀπό αὐτόν, ἐνῶ ὁ ἴδιος κοιμήθηκε τήν νύχτα ἐκείνη στό στρατόπεδο.
α. Ἡ φράση τῶν Ο´ «εἶδε παρεμβολήν Θεοῦ παρεμβεβληκυῖαν» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
32,3-21 Ὁ Ἰακώβ φθάνοντας πλησίον τῶν χωρῶν, ὅπου ἐγκαταστάθηκε ὁ Ἡσαῦ, λαμβάνει τίς προφυλάξεις του, ὅπως κάθε καραβάνι ὅταν πλησιάζει μιά ἐχθρική χώρα. Αὐτή ἡ προστασία του παρουσιάζεται κατά δυό τρόπους. Κατά τήν Γιαχβική παράδοση, στίχ. 3-13α, ὁ Ἰακώβ κάνει νά ἀναγγελθεῖ ἡ ἄφιξή του καί, μαθαίνοντας ὅτι ὁ ἀδελφός του ἔρχεται μέ συνοδία, διαιρεῖ σέ δύο τήν δύναμή του, ἐλπίζοντας τοὐλάχιστον νά διασώσει τήν μισή. Κατά τήν Ἐλωχιμική παράδοση, στίχ. 13β-21, ὁ Ἰακώβ ἀποστέλλει ἐκλεκτά δῶρα, διαλεγμένα ἀπό πολλές ὁμάδες: αὐτά τά δῶρα ἐπαναλαμβανόμενα θά κατεύναζαν τήν ὀργή τοῦ Ἡσαῦ. Οἱ δύο παραδόσεις συμφωνοῦν ὡς πρός τήν ταπεινή στάση τοῦ Ἰακώβ πρός τόν Ἡσαῦ (εἶναι ὁ «δοῦλος» τοῦ «κυρίου» του, στίχ. 4-5 καί 18-19) καί στήν ἀνάγκη πού κάνει τόν Ἰακώβ νά προσπαθήσει νά πετύχει τήν συγχώρηση, στίχ. 5 καί 20. Αὐτό εἴδαμε καί στήν περικοπή 27,41-45. Ὁ Ἰακώβ εἶναι ὁ ἥσυχος ἄνθρωπος, 25,27, πού ἀποφεύγει τούς διαπληκτισμούς καί ἐπιδιώκει νά ἐπιτύχει μέ τήν ταπείνωση μᾶλλον παρά μέ τήν πολεμική δύναμη. Ὁ Ἡσαῦ, ἀντίθετα, ζεῖ μέ τό ξίφος του, 27,40. 32,3.Σηείρ εἶναι ἕνα ἄλλο ὄνομα γιά τήν Ἐδώμ, τήν χώρα νότια τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης καί ἡ παραδοσιακή χώρα τῶν Ἐδωμιτῶν, τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἡσαῦ. 32,11. Καί μητέρα ἐπί τέκνοις. Παροιμιώδης ἔκφραση γιά μιά πλήρη ἐξόντωση, Ὠσ. 10,14. 32,20. «Μετά ἀπό κάθε ὁμάδα ὁ Ἡσαῦ νομίζει ὅτι θά συναντήσει τόν Ἰακώβ, ἀλλά θά βρεῖ ἕνα νέο δῶρο! Πῶς ἐπί τέλους νά μήν κατευναστεῖ;» (R. de Vaux, La Genese [στήν Σειρά La Sainte Bible] σ. 151).
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Τήν ἡμέρα Ἰακώβ εἶχε στείλει τά δῶρα του στόν Ἡσαῦ καί τήν νύκτα ἔστειλε ὅλα ὅσα εἶχε, οἰκογένεια καί ὑπάρχοντα, πέρα ἀπό τόν παραπόταμο Ἰαβώκ. Ὁ ἴδιος παρέμεινε στήν βόρεια ὄχθη τοῦ ποταμοῦ γιά νά εἶναι μόνος του καί νά μπορέσει νά προσευχηθεῖ (στίχ. 22-24α). Τό τί εἶναι ἡ προσευχή ἐκφράζεται στήν περικοπή μας ἐδῶ: Εἶναι μιά πάλη μέ τόν Θεό! Ὁ Ἰακώβ ἐκείνη τήν νύκτα «πάλαισε» μέ τόν Θεό (στίχ. 28. Βλ. καί Ὠσηέ 12,3.4). Ἡ πάλη αὐτή τοῦ Ἰακώβ εἶναι τύπος προσευχῆς. Κατά τήν προσευχή, πραγματικά, σάν νά παλαίει ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό ζητώντας ἐπίμονα κάτι ἀπ᾽ Αὐτόν· γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ὀνομάζει τήν προσευχή «Θεοῦ τυραννίδα εὐσεβῆ» (Λόγος ΚΗ΄, νθ΄). Καί τό καταπληκτικό εἶναι ὅτι στήν «πάλη» αὐτή, ὅπως στήν περίπτωσή μας ἐδῶ (στίχ. 24. 25α), δέν νικάει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό! – Ὁ Ἰακώβ νομίζοντας στήν ἀρχή τόν ἀντίπαλό του σάν θνητό ἐχθρό πάλεψε μαζί του ἰσχυρά ὅλη τήν νύκτα γιά τήν ζωή του. Ὅταν ὅμως ξημέρωσε, ἕνα ἁπλό ἄγγιγμα στό πλατύ πάνω μέρος τοῦ μηροῦ τοῦ Ἰακώβ ἦταν ἰσχυρότερο ἀπό κάθε ἀνθρώπινη δύναμη καί αὐτό ἦταν ἀρκετό νά κολοβώσει τόν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος γνώρισε πιά τώρα ὅτι ὁ ἀνταγωνιστής του δέν ἦταν ἄνθρωπος (στίχ. 25). Ὁ Ἰακώβ, παρά τό τραῦμα του, δέν ἄφησε τόν ἀντίπαλό του νά φύγει καί τόν ἀνάγκασε νά τόν εὐλογήσει (στίχ. 26). Τό κατώτερο εὐλογεῖται ἀπό τό ἀνώτερο (Ἑβρ. 7,7). Γιατί ὅμως ὁ Ἰακώβ εὐλογήθηκε ἀπ’ Αὐτόν τόν Ὁποῖο νίκησε στόν ἀγώνα; Αὐτό ὑποδηλώνει τό μυστήριο τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ὁ Ἰσραήλ θά εὐλογηθεῖ ἀπό Αὐτόν πού σταύρωσε! – Μετά τό συμβάν αὐτό ἀλλάσσει τό ὄνομα τοῦ Ἰακώβ. Δέν θά ὀνομάζεται πλέον Ἰακώβ, μέ τήν κακή ἔννοια τοῦ ὀνόματος, τοῦ «πτερνιστοῦ» ἤ τοῦ «ἀπατεώνα» (βλ. 25,26), ἀλλά θά ὀνομάζεται «Ἰσραήλ»! Τό «Ἰσραήλ» (Isra - El) ἑρμηνεύεται «αὐτός πού φάνηκε δυνατός στόν El», στόν Θεό. Καί τό συμπέρασμα: «Θά εἶσαι δυνατός καί στήν πάλη σου μέ τούς ἀνθρώπους» (στίχ. 28β). Σάν νά ἤθελε νά τοῦ πεῖ ὁ Θεός: Γιατί νά φοβᾶσαι τόν Ἡσαῦ; Ἐσύ εἶσαι Ἰσραήλ. Εἶσαι δυνατός μέ τόν Θεό καί θά φοβηθεῖς ἀνθρώπους; – Ἡ διήγησή μας περιέχει τρία ἐνδιαφέροντα σημεῖα γιά κάθε Ἰουδαῖο: (α) Ἐξηγεῖ γιατί οἱ Ἰουδαῖοι καλοῦνται «Ἰσραηλῖτες» (στίχ. 28). (β) Ἐξηγεῖ τήν ὀνομασία τοῦ τόπου, ὅπου ἔγινε τό συμβάν, «Εἶδος Θεοῦ» (Ἑβρ. «Πενιέλ», στίχ. 30) καί (γ) ἐξηγεῖ τήν ἀρχή τοῦ ἐθίμου, γιατί οἱ Ἰουδαῖοι δέν τρῶνε τό ἰσχιακό νεῦρο, πού βρίσκεται ἐπί τῆς ἀρθρώσεως τοῦ μηροῦ (στίχ. 31β. 32). Ὁ Ἰακώβ ἐκείνη τήν νύκτα μόνος του, πίσω ἀπό τόν παραπόταμο Ἰαβώκ, εἶδε θεοπτία καί, περιχαρής καί εὐγνώμων γι’ αὐτό, εἶπε: «Εἶδον Θεόν πρόσωπον πρός πρόσωπον καί ἐσώθη μου ἡ ψυχή» (στίχ. 30)!
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
32,22Τήν ἴδια ἐκείνη νύχτα σηκώθηκε ὁ Ἰακώβ καί ἀφοῦ πῆρε τίς δύο του γυναῖ­κες, τίς δύο του δοῦλες καί τά ἕντεκα παιδιά του διάβηκε τό πέρασμα τοῦ Ἰαβώκ. 23Πῆρε αὐτούς καί τούς πέρασε ἀπό τόν χείμαρρο· πέρασε δέ ἀπό τόν χείμαρρο καί ὅ,τι τοῦ ἀνῆκε. 24Ὁ δέ Ἰακώβ ἔμεινε μόνος.
Καί πάλευε μαζί του ἄνθρωπος μέχρι τήν αὐγή· 25ὅταν δέ εἶδε (ὁ ἄγνωστος αὐτός) ὅτι δέν μποροῦσε νά τόν νικήσει, τόν χτύπησε στό πάνω πλατύ μέρος τοῦ μηροῦ του. Καί παρέλυσε τό ἄνω πλατύ μέρος τοῦ μηροῦ τοῦ Ἰακώβ, κατά τήν πάλη μαζί του. 26Τότε αὐτός εἶπε:«Ἄφησέ με νά φύγω, γιατί χάραξε ἡ αὐγή». Ὁ δέ (Ἰακώβ) ἀπάντησε: «Δέν θά σέ ἀφήσω νά φύγεις, ἄν δέν μέ εὐλογήσεις». 27Καί αὐτός εἶπε σ’ αὐτόν (τόν Ἰακώβ): «Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;». Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἰακώβ». 28Τότε αὐτός εἶπε: «Δέν θά εἶναι πιά τό ὄνομά σου Ἰακώβ, ἀλλά θά ὀνομάζεσαι “Ἰσραήλ”, γιατί πάλεψες μέ τόν Θεό καί θά εἶσαι (λοιπόν) δυνατός στήν πάλη (σου) μέ τούς ἀνθρώπους». 29Καί ὁ Ἰακώβ τόν ρώτησε: «Φανέρωσέ μου τό ὄνομά σου». «Γιατί ἐρωτᾶς τό ὄνομά μου;», τοῦ εἶπε Ἐκεῖνος. Καί τόν εὐλόγησε ἐκεῖ.
30Ὁ Ἰακώβ κάλεσε τό ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου «Εἶδος Θεοῦ», (δηλ. «Ἐμφάνιση Θεοῦ»),γ «γιατί – εἶπε – εἶδα τόν Θεό πρόσωπο μέ πρόσωπο καί ὅμως ἐξακολουθῶ νά ζῶ». 31Ἀνέτελλε δέ ὁ ἥλιος, ὅταν πέρασε τήν «Ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ»· κούτσαινε ὅμως ὁ Ἰακώβ λόγω τοῦ μηροῦ του (πού παρέλυσε). 32Γιά τόν λόγο αὐτόν οἱ Ἰσραηλῖτες δέν τρῶνε μέχρι σήμερα τό νεῦρο, πού παρέλυσε (στήν πάλη αὐτή τοῦ Ἰακώβ), πού βρίσκεται στό πάνω μέρος τοῦ μηροῦ· (δέν τό τρῶνε) γιατί (τό οὐράνιο Ἐκεῖνο Ὄν) ἀκούμπησε τό πάνω πλατύ μέρος τοῦ Ἰακώβ, ἐκεῖ πού περνᾶ τό νεῦρο αὐτό, πού παρέλυσε.
γ. Στά Ἑβρ.: «Πενιέλ».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
32,22-32. Σ᾽ αὐτή τήν μυστηριώδη διήγηση, ἡ ὁποία, χωρίς ἀμφιβολία, εἶναι Γιαχβική, πρόκειται γιά μία φυσική πάλη, σῶμα μέ σῶμα μέ τόν Θεό, ὅπου κατ᾽ ἀρχάς φαίνεται νά νικάει ὁ Ἰακώβ. Ὅταν ὅμως αὐτός ἀναγνώρισε τόν ὑπερφυσικό χαρακτήρα τοῦ ἀντιπάλου του, ἐξεβίασε τήν εὐλογία του. Ἀλλά τό κείμενο ἀποφεύγει τό ὄνομα τοῦ Γιαχβέ καί ὁ ἄγνωστος ἐπιτιθέμενος ἀρνεῖται νά δώσει τό ὄνομά του. Φαίνεται ὅτι ὁ συγγραφεύς χρησιμοποιεῖ μιά παλαιά ἱστορία γιά νά ἐξηγήσει τό ὄνομα τῆς Φανουήλ ἀπό τό «Πενι - ᾽έλ», «πρόσωπο τοῦ Θεοῦ», καί νά δώσει μία προέλευση τοῦ ὀνόματος Ἰσραήλ. Ταυτοχρόνως, τό ἐπιφορτίζει μέ μία θρησκευτική σημασία: Ὁ Πατριάρχης πιάνεται ἀπό τόν Θεό, τοῦ πιέζει τό χέρι γιά νά λάβει μία εὐλογία, ἡ ὁποία θά ὑποχρεώσει τόν Θεό ἀπέναντι σέ αὐτούς πού μετά ἀπό αὐτόν θά φέρουν τό ὄνομα Ἰσραήλ. Ἔτσι ἡ σκηνή θά γίνει ἡ εἰκόνα τῆς πνευματικῆς μάχης καί τῆς ἀποτελεσματικότητος τῆς ἐντόνου προσευχῆς (Ἁγ. Ἱερώνυμος, Ὠριγένης). 32,24. Ἡ μυστηριώδης ὕπαρξη («ἴς», ἕνας ἄνθρωπος) ἀναγνωρίζεται μόνο ἀργότερα. Ἡ ἔκφραση γιά τό «ἐπάλαιεν» («γε᾿αβέκ») χρησιμοποιεῖται μόνο σ᾿ αὐτή τήν παράγραφο, πιθανόν ὡς λογοπαίγνιο στό ὄνομα τοῦ ποταμοῦ («Γιαββώκ»). 32,28. Οὐ κληθήσεται τό ὄνομά σου... Ἡ ἐναλλαγή τοῦ ὀνόματος, ἀποφασισμένη ἀπό τόν Θεό (17,5.15) ἤ ἀπό ἕνα βασιλέα (Δ΄ Βασ. 23,34· 24,17), ἀνταποκρίνεται σέ ἕνα ἔργο. – Ἰσραήλ ἔσται τό ὄνομά σου... Λαϊκή ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος Ἰσραήλ («Γισραέλ»). Ἐδῶ (καί εἰς Ὠσ. 12,4β) πρόκειται γιά τό ρῆμα «σαρά», «παλεύω μέ κάποιον». Τό ὄνομα παίρνει μία εὐρεία ἑρμηνεία («καί μετ᾿ ἀνθρώπων») γιά νά δηλωθοῦν οἱ μελλοντικοί ἀγῶνες τοῦ Ἰακώβ (καί τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, λοιπόν, ὡς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ), πού θά εἶναι νικηφόροι. Σ᾿ αὐτό ἀναφέρεται ἡ ζητηθεῖσα ἀπό τόν Ἰακώβ εὐλογία (στίχ. 26). Τό «Ἰσραήλ», τό ὁποῖο σήμαινε πιθανῶς «ὁ Θεός φανερώνεται δυνατός», ἐξηγεῖται ἐδῶ ἀπό τό «εἶναι δυνατός μέ τόν Θεό», λαϊκή ἐτυμολογία. Αὐτή ἡ ἀλλαγή τοῦ ὀνόματος φαίνεται ἐπίσης στό 35,10, ὅπου φαίνεται ὅτι εἶναι περισσότερο ἀρχαία. Εἶναι πιθανόν ὅτι ἐδῶ ἐκφράζεται ἡ μίξη δύο διαφορετικῶν ὁμάδων, τῆς ὁμάδος τοῦ «Ἰακώβ» καί τοῦ «Ἰσραήλ» (βλ. 33,20). «Ὁ Ἔλ, ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ». 32,30.  Εἶδος Θεοῦ. Ἑβρ. «Πενιέλ». Ἡ Πενιέλ θά γίνει ἀργότερα ἕνα χωριό, Κριτ. 8,8 ἑξ. Γ΄ Βασ. 12,25, εὑρισκόμενο σ᾿ ἕνα πέρασμα τοῦ Ἰαββώκ, πολύ πιθανόν στήν τοποθεσία πού σήμερα λέγεται Tulul ed-Dahab.– Εἶδον γάρ Θεόν πρόσωπον... Ἡ ἄμεση ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ σημαίνει γιά τόν ἄνθρωπο ἕνα θανάσιμο κίνδυνο. Τό νά μείνει κανείς ζωνταντός μετά ἀπό μία τοιαύτη ἐμφάνιση εἶναι τό σημεῖο μιᾶς ἰδιαίτερης χάρης (βλ. Ἐξ. 33,20 ἑξ. σχόλ.). 32,32. Παλαιά διατροφική ὁδηγία, ἡ ὁποία δέν μαρτυρεῖται μέ ἄλλο τρόπο στήν Βίβλο.
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Δυναμωμένος ὁ Ἰακώβ ἀπό τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ στήν Πενουέλ πλησιάζει τόν ὀργισμένο ἀπό παλαιά ἀδελφό του χωρίς φόβο. Ὅμως δέν ἐνεργεῖ ἀπερίσκεπτα. Ἔλαβε συνετά μέτρα γιά τήν συνάντησή του μέ τόν Ἡσαῦ: Διεχώρισε σέ τρεῖς ὁμάδες τίς γυναῖκες του καί τά παιδιά του. Μπροστά ἔβαλε τίς δοῦλες καί τά παιδιά τους, ἔπειτα τήν Λεία μέ τά παιδιά της καί τελευταῖα, γιά μεγαλύτερη ἀσφάλεια, ἔβαλε τήν ἀγαπημένη του Ραχήλ μέ τόν ἀγαπημένο υἱό του Ἰωσήφ (στίχ. 1-2). Ὁ ἴδιος ὁ Ἰακώβ προχώρησε μπροστά ἀπό ὅλο τό στρατόπεδό του γιά νά συναντήσει αὐτός τόν Ἡσαῦ. Ὅταν τόν συνάντησε τόν προσκύνησε ἑπτά φορές μέχρι τό ἔδαφος (στίχ. 3). Ἀκόμη καί ἡ ἔκφραση του πρός αὐτόν ἦταν πολύ ταπεινή, γιατί τόν ὀνόμασε «κύριό του» καί τόν ἑαυτό του τόν ὀνόμασε «δοῦλο του» (στίχ. 5.8.15). Καί ἀκόμη ὁ Ἰακώβ πρόσφερε δῶρα στόν Ἡσαῦ, τά ὁποῖα, μετά ἀπό ἐπίμονη παράκλησή του, τά δέχεται (στίχ. 11). Ὁ σκοπός τοῦ δώρου ἐδῶ εἶναι ἡ παροχή συγγνώμης στόν Ἰακώβ ἀπό τόν Ἡσαῦ γιά τήν ἀπάτη πού τοῦ ἔκανε. Ὁ Ἡσαῦ, ὅπως φαίνεται ἀπό τά λόγια του καί τήν συμπεριφορά του, εὐχαριστήθηκε καί συγκινήθηκε ἀπό τήν συνάντησή του μέ τόν Ἰακώβ (στίχ. 4 ἑξ.) καί τόν συγχώρησε καί τόν προσφώνησε «ἀδελφέ» (στίχ. 9).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
33,1Ὕψωσε δέ ὁ Ἰακώβ τά μάτια του καί εἶδε τόν Ἡσαῦ τόν ἀδελφό του νά ἔρ­χεται μέ τετρακόσιους ἄνδρες. Καί μοίρασε ὁ Ἰακώβ τά παιδιά (σέ τρεῖς ὁμάδες:) στήν Λεία, στήν Ραχήλ καί στίς δυό δοῦλες. 2Μπροστά ἔβαλε τίς δυό δοῦλες καί τά παιδιά τους, ἔπειτα τήν Λεία καί τά παιδιά της καί τελευταῖα τήν Ραχήλ καί τόν Ἰωσήφ. 3Αὐτός δέ ὁ ἴδιος προχώρησε μπροστά ἀπό αὐτούς καί προσκύνησε ἑπτά φορές μέχρι τό ἔδαφος, ἕως ὅτου νά φθάσει τόν ἀδελφό του. 4Τότε ὁ Ἡσαῦ ἔτρεξε νά τόν προϋπαντήσει καί, ἀφοῦ τόν ἀγκάλιασε, ἔπεσε στόν τράχηλό του, τόν φίλησε καί ἔκλαψαν καί οἱ δυό. 5Ὅταν δέ ὁ Ἡσαῦ σήκωσε τά μάτια του εἶδε τίς γυναῖκες καί τά παιδιά καί εἶπε: «Τί τά ἔχεις αὐτά τά παιδιά;» Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Εἶναι τά παιδιά μου, πού μέ ἐλέησε ὁ Θεός τόν δοῦλο σου». 6Τότε πλησίασαν οἱ δοῦλες μέ τά παιδιά τους καί προσκύνησαν. 7Ἔπειτα πλησίασε ἡ Λεία μέ τά παιδιά της καί προσκύνησαν· καί ἔπειτα πλησίασε ἡ Ραχήλ καί ὁ Ἰωσήφ καί προσκύνησαν.
8Καί ρώτησε (ὁ Ἡσαῦ): «Γιατί ὅλα αὐτά, ὅλες οἱ ὁμάδες, πού συνάντησα;» Καί ἐ­κεῖνος ἀπάντησε: «Γιά νά βρεῖ ὁ δοῦλος σου εὔνοια ἀπέναντί σου, κύριέ μου». 9«Ἔχω πολλά, ἀδελφέ μου», εἶπε ὁ Ἡ­σαῦ· «κράτησε ὅ,τι ἔχεις». 10Ἀλλά ὁ Ἰακώβ εἶπε: «Ἄν ἔτυχα τῆς εὐνοίας σου, δέξου τά δῶρα μου ἀπό μένα· γιατί εἶδα τό πρόσωπό σου, ὅπως θά ἔβλεπε κανείς τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ· κάνε μου τήν χάρη (μέ τό νά δεχθεῖς τό δῶρο μου).
11Δέξου τό δῶρο μου πού σοῦ ἔφερα, γιατί μέ ἐλέησε ὁ Θεός καί ἔχω ὅ,τι μοῦ χρειάζεται. Ἔτσι τόν πίεσε καί τό δέχτηκε.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

33,1-11. Ἡ διήγηση εἶναι ἀπό τήν Γιαχβική παράδοση, ὅπως ἡ διήγηση εἰς 32,3-13α, τήν ὁποία συνεχίζει. Ὁ Ἰακώβ κατευνάζει τόν Ἡσαῦ μέ τόν γλυκό του τρόπο καί τά δῶρα του, ὁ Ἡσαῦ δεικνύεται μεγαλόψυχος καί τά δύο ἀδέλφια συμφιλιώνονται. 33,1. Τετρακόσιοι ἄνδρες μετ᾽ αὐτοῦ. Προαναγγελία εἰς 32,6. 33,3. Ἡ προσκύνηση ἑπτάκις εἶναι γνωστή ἀπό τίς ἐπιστολές τῆς Tell-el-Amarna· ἐκφράζει ἕνα τέλειο σεβασμό. Εἶναι σημεῖο ὑποταγῆς ἑνός ὑποτελοῦς στόν κύριό του. 33,8. Τί ταῦτά σοι ἐστί...; Ὄχι οἱ ὁμάδες τῶν 32,13β-22, τῶν ὁποίων τά δῶρα ἦταν φανερά καί ἀνῆκαν στήν Ἐλωχιμική παράδοση, ἀλλά τό πρῶτο στρατόπεδο τοῦ 32,7. Ὁ Ἰακώβ πού τό εἶχε θυσιάσει (32,8), εἶναι πολύ εὐτυχισμένος τώρα πού τό προσφέρει ὡς δῶρο. 33,10. Ἕνεκεν τούτου εἶδον... Ἀφοῦ ὁ Ἰακώβ συμπεριφέρθηκε στόν Ἡσαῦ σάν κύριό του, αὐξάνει τώρα τήν κολακεία του μέχρι νά τόν συγκρίνει μέ τόν Θεό. Νέος ὑπαινιγμός στό ὄνομα Πενιέλ, «πρόσωπο τοῦ Θεοῦ», 32,30. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου