8 Ιαν 2015

Ὁ θεολογικός διάλογος μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τῶν Ὀθωμανῶν


Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Ὁ θεολογικός διάλογος μεταξύ τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τῶν Ὀθωμανῶν
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(Ἀπό τό βιβλίο «Γέννημα καί θρέμμα Ρωμηοί»).
Τό χρονικό τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στούς Τούρκους, ὅπως διασώζεται στίς ἐπιστολές του, δέν παρουσιάζει ὅλες τίς δυσκολίες πού συνάντησε ἐκεῖ. Νομίζω ὅτι πρέπει νά δοῦμε μερικά ἐνδιαφέροντα σημεῖα, ὅπως τά διηγεῖται ὁ ἴδιος, γιατί φανερώνουν καί τόν χαρακτήρα τῶν Τούρκων.
Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε σαφῆ συνείδηση ὅτι ἀνῆκε στό γένος τῶν Ρωμαίων. Κάνει λόγο γιά τήν ἐγκατάλειψη «τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς γένους» ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Δέν πρόκειται ἁπλῶς γιά τό ἑλληνικό γένος, ἀλλά γιά τό ρωμαϊκό, πού ἔχει ἑλληνικό πολιτισμό καί ὀρθόδοξη πίστη. Πολλές φορές στό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς του κάνει λόγο γιά τούς κατοίκους τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί τούς ἀποκαλεῖ Ρωμαίους. Γίνεται ἀντιδιαστολή μεταξύ τῶν Ρωμαίων καί τῶν βαρβάρων καί μέ αὐτήν τήν λέξη ἐννοοῦνται οἱ Τοῦρκοι.

Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι περιγράφει τήν φρικτή δοκιμασία τῶν Ρωμαίων κατοίκων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπό τήν αἰχμαλωσία τους στούς Τούρκους. Κάπου λέγει ὅτι εἶδε νά ζοῦν μαζί Χριστιανοί καί Τοῦρκοι: «ἄγοντας, ἀγομένους ὁρῶν». Οἱ Χριστιανοί ἦταν ἀγόμενοι, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι ἄγοντες. Μέ τήν φράση αὐτή πολλά μπορεῖ κανείς νά ὑπονοήση. Πάντως εἶναι γεγονός ὅτι οἱ Τοῦρκοι χρησιμοποιοῦσαν τούς Χριστιανούς σκληρά. Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς περιγράφεται ἡ προσέλευση τῶν Χριστιανῶν πρός αὐτόν πού τόν ρωτοῦσαν, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί γιά τήν αἰτία τῆς ἐγκαταλείψεώς τους ἀπό τόν Θεό. Κατά τήν μεταφορά του «εἰς τάς Πηγάς», συνάντησε ἐκεῖ Ἐκκλησία, γύρω ἀπό τήν ὁποία ζοῦσαν μοναχοί καί κοσμικοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁμιλοῦσε στήν Ἐκκλησία καί παρηγοροῦσε, ἀφ᾿ ἑνός μέν τούς αὐτόχθονες, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ «τούς ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας ἐκεῖ συναγομένους Χριστιανούς». Αὐτό σημαίνει ὅτι στόν τόπο ἐκεῖνο ἦταν συγκεντρωμένοι πολλοί αἰχμάλωτοι Χριστιανοί, ἐστερημένοι τῶν πάντων καί ἔχοντες ἀνάγκη παρηγοριᾶς.
Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι τήν κατάληψη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τούς Τούρκους θεωρεῖ ὡς οἰκονομία καί παιδεία τοῦ Θεοῦ γιά τά ἁμαρτήματα τῶν Ρωμαίων. «Ἅμα δέ καί πρός μικράν ἔκτισιν τῶν πολλῶν εἰς Θεόν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων». Μάλιστα δέ καί ἄλλα γεγονότα, ὅπως τόν σεισμό, θεωρεῖ ὅτι εἶναι εἴτε παιδευτικές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἴτε ἐγκαταλείψεις. Δέν τό δέχεται αὐτό μοιρολατρικά, ἀλλά πραγματικά, ἀφοῦ βλέπει τήν ἱστορία μέσα ἀπό τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀδιαφοροῦσε γιά τήν ἐλευθέρωσή τους ἤ τήν ἐλευθερία τοῦ Γένους τους, ἀλλά ἤξερε νά ἑρμηνεύη τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά ξεπεράση τούς πειρασμούς καί τά προβλήματα.
Τό τέταρτο σημεῖο πού βλέπουμε στίς ἐπιστολές του αὐτές εἶναι ὅτι περιγράφεται ὅλη ἡ ταλαιπωρία του κατά τήν φρικτή δοκιμασία τῆς αἰχμαλωσίας. Εἶχε ξεκινήσει ἀπό τήν Θεσσαλονίκη μέ ἐπισφαλῆ ὑγεία καί ἐξαναγκάστηκε νά περάση ὅλη αὐτή τήν πειρασμική δοκιμασία. Σέ πολλά σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του φαίνεται ἡ ταλαιπωρία πού πέρασε. Θά ἀναφέρω μερικές χαρακτηριστικές φράσεις.
Ὅλοι αὐτοί οἱ χαρακτηρισμοί δείχνουν τήν κατάσταση τῶν Τούρκων καί πῶς αἰσθανόταν ὁ καθαρότατος καί ὁ ἁγιότατος Γρηγόριος, εὑρισκόμενος μέσα στήν σαρκολατρική καί ἐμπαθῆ ἀτμόσφαιρα τῶν Ὀθωμανῶν.
Περιγράφοντας τά γεγονότα τῆς συλλήψεώς του λέγει: «Καί πολέμου συγκροτηθέντος... ἐλεεινῶς ἥλωμεν αἰχμάλωτοι γεγονότες». Ἔγινε μάχη μέσα στό πλοῖο καί συνελήφθησαν ἐλεεινῶς αἰχμάλωτοι. Ἀμέσως μετά τήν αἰχμαλωσία ἀντιμετώπισε ποικίλα προβλήματα. Ὁμιλεῖ γιά γύμνωση, γιά στέρηση τῶν ἀναγκαίων, γιά παντοδαπῆ κάκωση τοῦ σώματος πού προερχόταν ἀπό ἔξω, προφανῶς ἐδῶ ὑπονοεῖ μαστιγώσεις, καθώς ἐπίσης γιά καχεξία τῶν σπλάγχνων, γιά σύντηξη τῆς σαρκός καί παράλυση τμήματος τῶν μελῶν. Ἡ εἰκόνα τοῦ αἰχμαλώτου, ἄν προσαρμοσθῆ στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μπορεῖ νά δείξη τήν δοκιμασία του. Ἐπίσης, οἱ πολλοί ἔπαινοι τῶν Ρωμαίων ἐνεργοῦσαν ἀρνητικά, γιατί οἱ Τοῦρκοι, ἀντιλαμβανόμενοι ὅτι αἰχμαλώτισαν ἕνα σημαντικό πρόσωπο τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ζητοῦσαν περισσότερα λύτρα γιά νά τόν ἀπελευθερώσουν.
Τόν περιέφεραν στίς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέ μεγάλη ταλαιπωρία, ὥστε ὁ ἴδιος νά γράψη ὅτι, ὅταν ἔφθασαν «εἰς τάς Πηγάς», ἦταν ταλαιπωρημένοι πολύ ἀπό τήν ὁδοιπορία καί ἀπό ὅσα συνέβησαν κατ᾿ αὐτήν, καί μάλιστα τότε τούς ἄφησαν νά διημερεύσουν στό ὕπαιθρο. Ὁπότε, ὅταν ὁ κοινοτάρχης τῆς πόλεως τούς φιλοξένησε, τότε «ὑπό στέγην ἤγαγε καί γυμνούς ὄντας ἐνέδυσε καί πεινῶντας ἔθρεψε καί διψῶντας ἐπότισε». Ὅταν διάβασα γιά πρώτη φορά αὐτό τό κείμενο συγκινήθηκα βαθειά. Ἔβλεπα ἕναν ὁμολογητή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἕνα μεγάλο κεφάλαιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἕναν θεούμενο πού ἔπλεε μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ, νά γυμνώνεται καί νά ἐξευτελίζεται ἀπό τούς βαρβάρους Τούρκους. Καί στήν Προῦσα, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, «περιστοιχοῦντες ἦσαν ἡμᾶς οἱ βάρβαροι».
Κατά τόν πρῶτο θεολογικό διάλογο πού εἶχε μέ τόν Ἰσμαήλ, ἐγγονό τοῦ Ὀρχάν, ἔβρεξε πάρα πολύ, ὥστε ὁ συνομιλητής του νά φύγη δρομαῖος, ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τούς ἄλλους αἰχμαλώτους παρέμεινε κάτω ἀπό τήν βροχή. Λέγει «ἐγώ δέ... μετ᾿ ἐκείνων ὕπαιθρος· τόν ὑετόν ὑφιστάμενος».
Πρός τό τέλος τῆς ἐπιστολῆς του πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης ὑπάρχει καί μιά ἄλλη χαρακτηριστική φράση, πού δείχνει τήν τραγική κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Γράφει: «Τάδ᾿ ἐν ταῖς ἑξῆς γράφειν ὁ μέν λογισμός ἐθέλει, ἡ δέ χείρ οὐκ ἰσχύει». Αὐτή ἡ φράση εἶναι σημαντική, γιατί δείχνει ὅτι, παρά τήν ἐπιθυμία του νά γράφη, δέν ἀνταποκρινόταν τό χέρι του ἀπό τίς ταλαιπωρίες. Ἄν συνδέσουμε αὐτόν τόν λόγο μέ τόν ἄλλο πού γράφει γιά τήν πάρεση μικροῦ μέλους τοῦ σώματος, διαπιστώνουμε ὅτι μᾶλλον εἶχε ὑποστῆ μιά μικρή παραλυσία ἀπό τίς κακουχίες.
Ἕνα πέμπτο σημεῖο ἀπό τήν ἐπιστολή πού μελετᾶμε εἶναι ὅτι σέ αὐτήν χαρακτηρίζεται ἡ νοοτροπία καί ὁ χαρακτήρας τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι τόν κρατοῦσαν αἰχμάλωτο, ἀλλά καί τό ἦθος μέ τό ὁποῖο τούς ἐμπότιζε ἡ θρησκεία τους. Πολλές φορές στήν ἐπιστολή τούς ὀνομάζει βαρβάρους, καί μάλιστα «τοῖς πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις». Σέ ἀντιπαράθεση μέ τό εὐσεβές γένος τῶν Ρωμαίων αὐτοί ἀποτελοῦν «τό δυσεβές καί θεομισές καί παμμίαρον τοῦτο γένος». Οἱ Τοῦρκοι δέν ἀκολούθησαν τόν Χριστό, ἀλλά «ἀνθρώπῳ ψιλῷ τε καί θνητῷ καί τεθαμμένῳ, Μωάμεθ οὗτος». Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός τούς παρέδωσε σέ ἀδόκιμο νοῦ καί πάθη ἀτιμίας «ὥστε βιοῦν αἰσχρῶς καί ἀπανθρώπως καί θεομισῶς». Καί παρά τούς φόνους καί τίς ἀκολασίες νομίζουν ὅτι ἔχουν τόν Θεό συνευδοκοῦντα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος αἰσθάνεται ὅτι ὁδηγεῖται ἀπό χέρια ἄνομα. Ὅλοι αὐτοί οἱ χαρακτηρισμοί δείχνουν τήν κατάσταση τῶν Τούρκων καί πῶς αἰσθανόταν ὁ καθαρότατος καί ὁ ἁγιότατος Γρηγόριος, εὑρισκόμενος μέσα στήν σαρκολατρική καί ἐμπαθῆ ἀτμόσφαιρα τῶν Ὀθωμανῶν. 
Μέ ὅλα αὐτά φαίνονται οἱ δυσκολίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου κατά τήν ἐνιαύσιο αἰχμαλωσία του στούς Τούρκους. Μετά ἀπό τόσους ἀγῶνες καθάρσεως πού ἔκανε στό Ἅγιον Ὄρος, μετά ἀπό τίς ἐμπειρίες τοῦ ἀκτίστου Φωτός, μετά ἀπό τούς ἀγῶνες γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη, περιέπεσε αἰχμάλωτος στούς Τούρκους. Καί ὅλα αὐτά ἦταν μέσα στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά νά ἁγιασθῆ ἀκόμη περισσότερο ὁ ἴδιος, καί νά δοξασθῆ τό Ὄνομά Του.
Οἱ τρεῖς διάλογοι
Κατά τήν διάρκεια τῆς ἐνιαυσίου αἰχμαλωσίας του ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε καί τρεῖς θεολογικούς διαλόγους. Θά κάνουμε μιά σύντομη ἀνάλυση τῶν διαλόγων αὐτῶν, παρουσιάζοντας τά κεντρικά τους σημεῖα, γιατί δέν εἶναι εὔκολο νά ἀναλυθοῦν ὅλες οἱ πλευρές τους.
 πρῶτος διάλογος ἔγινε στήν Προῦσα, ἡ ὁποία τότε ἦταν ἡ Πρωτεύουσα τῶν Ὀθωμανῶν, μέ τόν ἐγγονό τοῦ ἐμίρη Ὀρχάν, Ἰσμαήλ. Κάθησαν στό ἔδαφος καί παρευρίσκονταν μερικοί ἄρχοντες. Παρετέθησαν στόν Ἰσμαήλ κρέατα καί στόν ἅγιο Γρηγόριο φροῦτα, ἐπειδή ἦταν καλοκαίρι. Στήν ἀρχή ἡ συζήτηση περιστράφηκε στό γιατί δέν τρώγει κρέας ὁ ἅγιος. Στήν συνέχεια ὁ λόγος προχώρησε στήν ἐλεημοσύνη, ἐπειδή τήν ὥρα ἐκείνη κάποιος ἔφθασε καί ἀνήγγειλε ὅτι ἐξετέλεσε τήν ἐντολή τοῦ μεγάλου ἀμηρᾶ γιά τήν ἐλεημοσύνη τῆς Παρασκευῆς. Ὁ Ἰσμαήλ ρώτησε τόν ἅγιο ἄν καί οἱ Χριστιανοί ἐξασκοῦν τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπήντησε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι γέννημα καί καρπός τῆς ἀληθινῆς πρός τόν Θεό ἀγάπης, ὁπότε αὐτός πού ἀγαπᾶ πολύ τόν Θεό εἶναι ἐλεήμων.
Ἐπειδή ὁ Χριστός δέν μᾶς εἶπε νά δεχθοῦμε κανένα Μωάμεθ, γι᾿ αὐτό δέν ἀγαπᾶμε τόν Μωάμεθ. Μᾶς εἶπε δέ, ὅπως λέγουν καί οἱ Ἀπόστολοι, νά μή δεχθοῦμε κανέναν ἄλλο, γιατί Αὐτός θά ἔλθη νά κρίνη τόν κόσμο.
Ἴσως τό περιστατικό αὐτό νά ἦταν σκηνοθετημένο γιά νά συζητήσουν περί τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Μωάμεθ. Πράγματι, ὁ Ἰσμαήλ ρώτησε τόν ἅγιο Γρηγόριο ἄν οἱ Χριστιανοί ἀγαποῦν τόν Προφήτη τους Μωάμεθ. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἁγίου ἦταν ἀρνητική. Ἡ ἑπόμενη ἐρώτηση τοῦ Ἰσμαήλ ἦταν, γιατί ἀγαποῦν ἕναν ἐσταυρωμένο Θεό καί πῶς προσκυνοῦν τό ξύλο καί τόν σταυρό. Ὁ ἅγιος ἀνέλυσε καί τό ἑκούσιο καί τήν δόξα τοῦ πάθους, ἀλλά καί τό ἀπαθές τῆς θεότητος, καί ὅτι ὁ σταυρός εἶναι τό τρόπαιο καί σημεῖο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁ ἄρχοντας ἔχει διάφορα διακριτικά ἐμβλήματα καί ἀπαιτεῖ τήν τιμή τῶν ἄλλων. Στήν συνέχεια, θέλοντας ὁ Ἰσμαήλ νά εἰρωνευθῆ τήν χριστιανική πίστη, εἶπε ὅτι, ἐπειδή οἱ Χριστιανοί διδάσκουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι ὁ Θεός Πατήρ ἔχει καί γυναίκα, διά τῆς ὁποίας τόν ἐγέννησε. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἦταν ἀποστομωτική. Χρησιμοποιώντας τήν διδασκαλία τῶν Μουσουλμάνων ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καί ὅτι γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, προχώρησε γιά νά πῆ ὅτι ἄν ἡ Μαρία γέννησε τόν Χριστό κατά σάρκα καί δέν εἶχε ἀνάγκη ἀνδρός, πόσο μᾶλλον ὁ Θεός πού εἶναι ἀσώματος γέννησε τόν Λόγο Του ἀσωμάτως καί θεοπρεπῶς καί ἑπομένως δέν εἶχε ἀνάγκη ὑπάρξεως γυναικός.
Ἡ συζήτηση σταμάτησε στό σημεῖο αὐτό, δέν εἶχε δέ ἄλλη ἐξέλιξη, οὔτε διατέθηκε ἄγρια ὁ Ἰσμαήλ πρός τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Μάλιστα σέ αὐτήν τήν φάση τῆς συζητήσεως ἔπεσε πολλή βροχή, ὁπότε ἔφυγε δρομαῖος ὁ Ἰσμαήλ ἀπό τόν χῶρο ἐκεῖνο. Ἐν τῷ μεταξύ εἶχε ἤδη βραδυάσει.
Ὁ  δεύτερος διάλογος ἔγινε μέ τούς Χιόνας. Πρίν παρακολουθήσουμε τά κεντρικά σημεῖα τοῦ διαλόγου νομίζω πρέπει νά ποῦμε μερικά πράγματα γιά τό τί ἦταν αὐτοί οἱ Χιόναι, γιατί πολλά ἐλέχθησαν γιά τό πρόσωπό τους καί τήν ἀποστολή τους. Ἡ προέλευση τῶν προσώπων αὐτῶν εἶναι μυστηριώδης. Ὁ M.Jugie ἰσχυρίζεται ὅτι «εἶναι παλαιοί ἰουδαῖοι προσηλυτισθέντες εἰς τό Ἰσλάμ». Ὁ Meyendorff «φρονεῖ ὅτι ἦσαν Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τόν Ἰουδαϊσμό, διά νά πλησιάσουν τούς Τούρκους κατακτητάς καί ἀποφύγουν διώξεις». Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ Χιόναι ἦταν Χριστιανοί καί ἔγιναν Μωαμεθανοί. Οἱ ἀπόψεις αὐτές παρουσιάζουν μιά ὁμάδα ἀνθρώπων «οἱ ὁποῖοι κινοῦνται μεταξύ Χριστιανισμοῦ, Ἰουδαϊσμοῦ καί Μωαμεθανισμοῦ, χωρίς νά διευκρινίσουν ποῦ εὑρίσκονται τώρα». Ὁ Παναγιώτης Χρήστου ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ Χιόνες ἦταν Ἕλληνες. Τό ὄνομά τους (Χιόνες) εἶναι οἰκογενειακό καί ὄχι θρησκευτικό. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά μιά συγκρητιστική ὁμάδα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι γιά νά ἀποφύγουν τίς διώξεις, λόγῳ τῶν σκληρῶν συνθηκῶν πού ἐπικρατοῦσαν στήν Μικρά Ἀσία ἀπό τήν εἰσβολή τῶν Τούρκων, ἀπέστησαν ἀπό τήν χριστιανική πίστη, μποροῦσαν νά ἐμφανίζωνται καί ὡς Τοῦρκοι καί ὡς Ἰουδαῖοι καί εἶχαν ἥσυχη τήν συνείδησή τους ὅτι διατηροῦσαν μέρος τῆς πίστεως, ὡς κρυπτοχριστιανοί. Ὁ Ὀρχάν χρησιμοποιοῦσε «τά ἐπίλεκτα μέλη τῆς οἰκογενείας αὐτῆς εἰς τό ὑπανάπτυκτον ἐκπαιδευτικόν σύστημά του». Οἱ ἴδιοι οἱ Χιόναι κατά τήν ἀρχή τοῦ διαλόγου ὁμολόγησαν: «Ἡμεῖς ἠκούσαμεν δέκα λόγους, οὕς γεγραμμένους κατήγαγεν ὁ Μωϋσῆς ἐν πλαξί λιθίναις, καί οἴδαμεν ὅτι ἐκείνους κρατοῦσιν οἱ Τοῦρκοι· καί ἀφήκαμεν ἅπερ ἐφρονοῦμεν πρότερον καί ἤλθομεν καί ἐγενόμεθα καί ἡμεῖς Τοῦρκοι». Ὁ ἅγιος, ὅμως, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀπό ὅσα ἄκουσε ἀπό αὐτούς ὁμολογεῖ ὅτι περισσότερο εἶναι Ἑβραῖοι καί ὄχι Τοῦρκοι. Καί ἀπό αὐτόν τόν λόγο φαίνεται ὅτι πρόκειται γιά συγκρητιστική ὁμάδα, ἡ ὁποία ἔδειχνε αὐτήν τήν διαγωγή γιά νά ἐπιζήση ἐκείνη τήν δύσκολη ἐποχή. Ἄλλωστε γι᾿ αὐτό καί ἀποκαλοῦνται «ἄθεοι».
 Τό κεντρικό θέμα τῶν συζητήσεων ἦταν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τό πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ. Τό θεμέλιο τῆς  ρθοδόξου διδασκαλίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος ὁδηγοῦσε πρός τό σημεῖο αὐτό τήν συνομιλία.
 Τήν συζήτηση διοργάνωσε ὁ ἴδιος ὁ Ὀρχάν. Ρώτησε τόν ἰατρό Ταρωνείτη «τίς ποτε καί οἷός ἐστιν ὁ καλόγηρος οὗτος;». Καί ὅταν ὁ ἰατρός τοῦ ἔδωσε τά στοιχεῖα τῆς προσωπικότητός του, ἐκεῖνος ἀπάντησε: «ἔχω σοφούς καί ἐλλογίμους κἀγώ, οἵτινες αὐτῷ διαλέξονται». Μετά ἀπό αὐτό ἔγινε ἡ συζήτηση τῶν Χιόνων μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ἀφοῦ οἱ Χιόναι στήν ἀρχή ὁμολόγησαν ὅτι ἔγιναν Τοῦρκοι, οἱ παρόντες ἄρχοντες εἶπαν στόν ἅγιο Γρηγόριο νά δώση τήν δική του ἀπολογία. Ὁ ἅγιος ἐκφράζει τόν δισταγμό του νά ἀπολογηθῆ, καί διότι αἰσθάνεται ὅτι εἶναι μηδέν πρός τό ὕψος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καί διότι οἱ ἄρχοντες παρευρίσκονται καί ὡς κριταί καί συμμαχοῦν μέ τούς ἀντιδίκους –ἑπομένως δέν εἶναι καλό νά παρουσιασθοῦν τά δικαιώματα τῆς εὐσεβείας– ἀλλά καί διότι πρέπει νά μιμηθῆ τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ὅταν παραδόθηκε δέν ἀποκρινόταν. Ὅμως στήν συνέχεια ὁμολογεῖ τήν πίστη καί δέν ἀπολογεῖται πρός τούς Χιόνας. Ἔτσι ἀναλύει τό δόγμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καταλήγοντας ὅτι «ὁ Θεός τρία, καί τά τρία ταῦτα εἷς ἐστί Θεός καί δημιουργός». Σέ αὐτήν τήν θέση συνεφώνησαν καί οἱ παρόντες Τοῦρκοι ἴσως ἀπό λόγους τακτικῆς.
Ἡ συζήτηση ἔπειτα περιστράφηκε στό ἐρώτημα τῶν Χιόνων, γιατί οἱ Χριστιανοί ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός, ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωπος καί γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀνέπτυξε τό θέμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ καί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο. Οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν θόρυβο, λέγοντας, πῶς γεννήθηκε ὁ Θεός καί τόν ἐχώρεσε μήτρα γυναικός. Ὁ ἅγιος ἀπάντησε ὅτι ὁ Θεός, ἐπειδή εἶναι ἀσώματος, μπορεῖ νά εἶναι πανταχοῦ καί πάνω ἀπό τό πᾶν καί σ᾿ ἕναν τόπο. Οἱ Χιόναι πάλι τόν διέκοψαν γιά νά ποῦν: «εἶπεν ὁ Θεός καί ἐγένετο καί ὁ Χριστός». Μέ αὐτό ἤθελαν νά δείξουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κτίσμα καί ὄχι Θεός. Ὁ ἅγιος μεταξύ τῶν ἄλλων χρησιμοποίησε τήν διδασκαλία τοῦ Μωαμεθανισμοῦ, ὅτι ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ ὁ ἕνας Λόγος νά γίνη ἀπό τόν ἄλλο Λόγο καί νά μήν εἶναι συνάναρχος μέ τόν Θεό. Ἄλλο εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί ἄλλο ἡ γέννηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, πού λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι Θεός, ἀλλά γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση.
  Ὁ Μωάμεθ, χρησιμοποιώντας τήν βία καί τήν ἡδονή, δέν προσεταιρίσθηκε οὔτε ἕνα μέρος τῆς οἰκουμένης, ἐνῶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, καίτοι συνιστᾶ σκληρό βίο καί ἄσκηση, ἐν τούτοις κυριαρχεῖ καί στούς πολεμίους της καί σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, χωρίς βία.
Στό σημεῖο αὐτό παρενεβλήθη ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Ὀρχάν Παλαπᾶνος, πού προήδρευε καί ρώτησε τόν Παλαμᾶ, γιατί δέν δέχονται τόν δικό τους Προφήτη, τόν Μωάμεθ, ἐνῶ οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται τόν Χριστό ὡς Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν μητέρα του πλησίον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπήντησε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά ἀγαπᾶ τόν διδάσκαλο, ἄν δέν πιστεύση στά λόγια του. Ἐπειδή ὁ Χριστός δέν μᾶς εἶπε νά δεχθοῦμε κανένα Μωάμεθ, γι᾿ αὐτό δέν ἀγαπᾶμε τόν Μωάμεθ. Μᾶς εἶπε δέ, ὅπως λέγουν καί οἱ Ἀπόστολοι, νά μή δεχθοῦμε κανέναν ἄλλο, γιατί Αὐτός θά ἔλθη νά κρίνη τόν κόσμο.
Στήν συνέχεια οἱ Χιόναι μαζί μέ τούς ἄλλους Τούρκους τόν ρώτησαν γιατί δέν περιτέμνονται οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός περιτμήθηκε. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπήντησε ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ὁρίζονταν πολλά, ὅπως τό ἑβραϊκό Πάσχα, ὁ σαββατισμός, οἱ θυσίες, τό θυσιαστήριο μέσα στόν Ναό καί τό καταπέτασμα, τά ὁποῖα καί αὐτοί οἱ Τοῦρκοι δέν τά ἀκολουθοῦν. Ἤθελε ὅμως νά συνεχίση καί νά ἀναφέρη τούς Προφήτας οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦσαν γιά τήν μετάθεση τοῦ νόμου, πού θά γινόταν ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά τόν διέκοψαν οἱ Χιόναι γιά νά τόν ρωτήσουν γιά τίς εἰκόνες, τίς ὁποῖες ἀπαγορεύει ἡ Παλαιά Διαθήκη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπάντησε ὅτι ἀπαγορεύθηκε ἡ προσκύνηση τῶν ὁμοιωμάτων στήν Παλαιά Διαθήκη γιά νά μήν λατρεύωνται ὡς Θεοί. Ἐπαινοῦμε καί ἐμεῖς τά κτίσματα, «ἀλλ᾿ ἀναγόμεθα δι᾿ αὐτῶν εἰς τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Δέν θεοποιοῦμε τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ.
Κάπου στό σημεῖο αὐτό περατώθηκε ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τῶν Χιόνων – Τούρκων. Ἀλλά μέ τό τέλος τοῦ διαλόγου συνέβησαν δύο πράγματα. Τό ἕνα ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἄρχοντες σηκώθηκαν «καί ἀπεχαιρέτησαν μετ᾿ εὐλαβείας τόν Θεσσαλονίκης καί ἀπήρχοντο». Φαίνεται θαύμασαν τήν σοφία, διακριτικότητα, ἀλλά καί τά χαρίσματα πού εἶχε. Τό ἄλλο εἶναι ὅτι ἕνας ἀπό τούς Χιόνας παρέμεινε λίγο καί «ὕβρισε τόν μέγαν τοῦ Θεοῦ ἀρχιερέα αἰσχρῶς καί ὁρμήσας ἐπάνω αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ πληγάς κατά κόρρης», δηλαδή τόν ὕβρισε καί τοῦ ἔδωσε γροθιές στό πρόσωπο. Ὅμως ἄλλοι Τοῦρκοι τόν ἐκράτησαν, τόν κατηγόρησαν καί τόν ὁδήγησαν πρός τόν Ὀρχάν.
Καί ὁ σεβασμός τῶν Τούρκων, ἀλλά καί ἡ ἀντίδραση τοῦ ἑνός συζητητοῦ δείχνουν τήν μεγάλη νίκη πού κατήγαγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος καί τά ἀτράνταχτα ἐπιχειρήματα πού χρησιμοποίησε. Ὅπως φαίνεται ἀπό τούς εἰσαγωγικούς του λόγους ὁμίλησε μέ ἔμπνευση ἀπό τόν Θεό, φωτιζόμενος ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη Του, ἀλλά ὅμως καί μέ θαυμαστή διάκριση καί σοφία.
 Ἀρχίζει ἀπό τίς μαρτυρίες τοῦ Κορανίου γιά τόν Χριστό καί προχωρεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς σκέψεώς του. Δέν εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ἐπιθετικός, οὔτε ἀλλοιώνει τήν πίστη. Χρησιμοποιεῖ δικές τους μαρτυρίες, χωρίς νά ἀλλοιώνη τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, ἔχοντας μεγάλο θάρρος, καίτοι εἶναι αἰχμάλωτος.
 Ὁ τρίτος θεολογικός διάλογος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μέ τούς Μωαμεθανούς ἔγινε ὅταν βρισκόταν στά μέρη τῆς Νίκαιας. Ξεκίνησε ἀπό ἕνα περιστατικό πού εἶδε. Κάποια ἡμέρα βγῆκε ἔξω ἀπό τήν πόλη. Λίγο ἔξω ἀπό τήν ἀνατολική πύλη εἶδε ἕναν κύβο κατασκευασμένο ἀπό μάρμαρο καί εὐπρεπισμένο γιά κάποια χρήση. Ρώτησε σέ τί χρησίμευε ὁ κύβος αὐτός. Τήν ὥρα πού κάποιος τοῦ ἐξηγοῦσε, ἄκουσε φωνές καί κραυγές πού προέρχονταν ἀπό τήν ἔξοδο τῆς πόλεως. Διαπίστωσαν ὅτι ἔρχονταν Τοῦρκοι ἔχοντας νεκρό γιά νά τόν ἐνταφιάσουν. Τότε ἀπομακρύνθηκαν λίγο, ὥστε νά εἶναι δυνατόν νά δοῦν καί νά ἀκούσουν ὅσα θά λεχθοῦν καί θά γίνουν. Οἱ Τοῦρκοι τοποθέτησαν τόν νεκρό στόν κύβο καί ἔχοντας στό μέσον τόν τασιμάνη, τόν ὑπεύθυνο, δηλαδή, γιά τήν μουσουλμανική λατρεία, προσευχήθηκαν. Σήκωνε ὁ τασιμάνης τά χέρια του προσευχόμενος καί τό ἴδιο ἔκαναν καί οἱ παρόντες. Αὐτό ἔγινε τρεῖς φορές. Μετά τόν ἐνταφιασμό συνάντησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος τόν τασιμάνη καί εἶχε μαζί του μιά συζήτηση μέ τήν βοήθεια διερμηνέως.
Κατ᾿ ἀρχάς ὁ ἅγιος Γρηγόριος τόν ρώτησε νά μάθη τί ἔλεγαν κατά τήν προσευχή τους στόν Θεό. Ὅταν τοῦ ἐξήγησαν ὅτι τόν παρακαλοῦσαν νά συγχωρήση τά σφάλματα τῆς ψυχῆς τοῦ νεκροῦ, ὁ ἅγιος ἀποκρίθηκε ὅτι, ἐπειδή καί αὐτοί πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κριτής τῶν ἀνθρώπων καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι προσεύχονταν στόν Χριστό. Ἐπειδή ὁ τασιμάνης εἶπε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος ἀπάντησε ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος αὐτός πού εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καί θά κρίνη τούς ἀνθρώπους, ὅπως τό ὁμολογοῦν ὅλοι οἱ Προφῆτες.
Ὁ τασιμάνης βρέθηκε σέ δυσκολία. Πολλοί Χριστιανοί καί Τοῦρκοι πλησίασαν γιά νά ἀκούσουν τόν διάλογο. Τότε ὁ Τοῦρκος ρώτησε τόν ἅγιο Γρηγόριο γιατί οἱ Χριστιανοί δέν δέχονται τόν Προφήτη Μωάμεθ καί τό εὐαγγέλιό του, πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι δέχονται καί τούς Προφήτας καί τόν Χριστό καί τά τέσσερα εὐαγγέλια, ἕνα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι καί τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπάντησε ὅτι δέν παραδεχόμαστε τίποτε οὔτε τό θεωροῦμε ὡς ἀλήθεια, ἄν δέν ὑπάρχουν μαρτυρίες. Ἀπό ὅλους τούς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχουμε μαρτυρίες γιά τόν Χριστό, γι᾿ αὐτό καί πιστεύουμε σέ αὐτόν καί τό εὐαγγέλιό Του. Ὅμως δέν πιστεύουμε στόν «Μεχούμετ», γιατί οὔτε μαρτυρεῖται ἀπό τούς Προφήτας, ἀλλά οὔτε καί ἔπραξε κάτι παράδοξο.
Τότε ὁ τασιμάνης κατηγόρησε τούς Χριστιανούς ὅτι ἀπέκοψαν τό ὄνομα τοῦ Μωάμεθ ἀπό τό εὐαγγέλιο, ὅπου ἦταν γραμμένο. Ἐπίσης εἶπε ὅτι καί ὁ Μωάμεθ ἔκανε μεγάλα πράγματα, ἀφοῦ μέ τήν δύναμη αὐτοῦ τοῦ Προφήτη κυριάρχησαν οἱ Τοῦρκοι ἀπό τήν ἀνατολή ἕως τήν δύση.
Ἀπαντώντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος στό πρῶτο ἐπιχείρημα εἶπε ὅτι κανείς Χριστιανός δέν ἀπέκοψε τό ὄνομα τοῦ Μωάμεθ ἀπό τό εὐαγγέλιο, γιατί τιμωρεῖται ἐκεῖνος πού θά ἀφαιρέση κάτι ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Ἄλλωστε, ὅπου μεταφράστηκε τό εὐαγγέλιο πουθενά δέν ἀναφέρεται τό ὄνομα τοῦ Μωάμεθ. Ἀκόμη καί οἱ αἱρετικοί, πού χρησιμοποιοῦν τήν ἴδια Ἁγία Γραφή, δέν ἔχουν αὐτό τό ὄνομα. Ὅλοι ἀπέθαναν, ἀλλά μόνον ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε καί θά κρίνη τήν οἰκουμένη. Ὅσον ἀφορᾶ τό ἐπιχείρημα ὅτι μέ τήν δύναμη τοῦ Μωάμεθ κυρίευσαν ὅλο τόν κόσμο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ θάρρος εἶπε, ὅτι αὐτό ἔγινε μέ τήν δύναμη τοῦ διαβόλου, μέ πόλεμο καί μαχαίρι, μέ λεηλασίες, καί ἀνδραποδισμούς καί φόνους. Καί ὁ Ἀλέξανδρος ἀπό τήν δύση πορεύθηκε πρός τήν ἀνατολή καί τήν κυρίευσε, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀπόδειξη θεότητος, οὔτε σέ αὐτόν ἐμπιστεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι τίς ψυχές τους. Ὁ Μωάμεθ, χρησιμοποιώντας τήν βία καί τήν ἡδονή, δέν προσεταιρίσθηκε οὔτε ἕνα μέρος τῆς οἰκουμένης, ἐνῶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, καίτοι συνιστᾶ σκληρό βίο καί ἄσκηση, ἐν τούτοις κυριαρχεῖ καί στούς πολεμίους της καί σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, χωρίς βία.
Στό σημεῖο αὐτό οἱ παρευρισκόμενοι Τοῦρκοι κινήθηκαν μέ ὀργή. Βλέποντας οἱ Χριστιανοί τίς διαθέσεις τους, ἔκαναν νεῦμα στόν ἅγιο Γρηγόριο νά περατώση τόν λόγο. Τότε ὁ ἅγιος μέ ἱλαρότητα καί ὑπομειδίαμα τούς εἶπε: «εἴ γε κατά τούς λόγους συνεφωνοῦμεν ἑνός ἄν καί ἦμεν καί δόγματος». Ἦταν μιά ἔξυπνη ἀπάντηση γιά νά τούς καθησυχάση. Εἶπε, δηλαδή, ὅτι δικαιολογεῖται κάποια διαφορά, διότι ἀλλιῶς δέν θά ἀνῆκαν σέ διαφορετικά δόγματα. 
Τότε κάποιος ἀπό τούς Τούρκους εἶπε: «ἔσται ποτε ὅτε συμφωνήσομεν ἀλλήλοις». Καί γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «καί ἐγώ συνεθέμην καί ἐπευξάμην τάχιον ἤκειν τόν καιρόν ἐκεῖνον», δηλαδή συμφώνησε καί εὐχήθηκε νά ἔλθη γρήγορα ὁ καιρός πού θά συμφωνήσουν μεταξύ τους. Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, τό εἶπε αὐτό ἐνθυμηθείς τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψει καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός». Φυσικά αὐτό, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος, θά συμβῆ στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ τρίτος αὐτός διάλογος ἔγινε τόν Ἰούλιο τοῦ 1354, λίγους μῆνες μετά τήν ἀρχή τῆς αἰχμαλωσίας του. Δεδομένου ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος παρέμεινε ἕνα χρόνο αἰχμάλωτος στούς Τούρκους, ὁπωσδήποτε θά εἶχε καί ἄλλες συνομιλίες μαζί τους. Ὅμως ἐδῶ τελειώνει ἡ ἐπιστολή καί δέν ἔχουμε ἄλλες μαρτυρίες. Τό γεγονός εἶναι ὅτι δόθηκε ἡ εὐκαιρία ἀπό τόν Θεό καί στούς Τούρκους νά μετανοήσουν τήν κρίσιμη ἐκείνη ἐποχή, πρίν καταλύσουν τό Ρωμαϊκό Κράτος.
Σχολιάζοντας καί τούς τρεῖς αὐτούς διαλόγους μποροῦμε νά καταλήξουμε σέ μερικά συμπεράσματα. Τό ἕνα ὅτι τό κεντρικό θέμα τῶν συζητήσεων ἦταν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τό πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ. Τό θεμέλιο τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος ὁδηγοῦσε πρός τό σημεῖο αὐτό τήν συνομιλία. Τό ἄλλο ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος διακρίνεται γιά τήν μεθοδικότητα τῆς συζητήσεως. Ξέρει πῶς νά χειρισθῆ τό θέμα. Ἀρχίζει ἀπό τίς μαρτυρίες τοῦ Κορανίου γιά τόν Χριστό καί προχωρεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς σκέψεώς του. Δέν εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ἐπιθετικός, οὔτε ἀλλοιώνει τήν πίστη. Χρησιμοποιεῖ δικές τους μαρτυρίες, χωρίς νά ἀλλοιώνη τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, ἔχοντας μεγάλο θάρρος, καίτοι εἶναι αἰχμάλωτος. Τό τρίτο εἶναι ὅτι διακρίνεται γιά τήν σύνεσή του. Ξέρει πῶς νά ἀρχίση καί ποῦ νά σταματήση. Ὅταν αἰσθάνεται ὅτι δέν ὠφελεῖ τούς συνομιλητάς του, τότε σταματᾶ μέ τρόπο, σοφία καί ἐξυπνάδα. Μερικές φορές χρησιμοποιεῖ καί διφορούμενες ἐκφράσεις, σέ μή οὐσιώδη θέματα, γιά νά περατώση ἤρεμα καί ἥσυχα τήν συζήτηση. Ἔτσι συζητᾶ ἕνας θεούμενος, ἕνας ἅγιος.
Παροτρύνσεις περί τῆς πίστεως
Νομίζω ὅτι τό θέμα δέν θά εἶναι ὁλοκληρωμένο ἄν δέν δοῦμε καί πῶς καταλήγει αὐτή ἡ ἐπιστολή του, πού ἀπέστειλε στήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Δέν ἐκθέτει μόνον τίς ταλαιπωρίες του ἀπό τήν ἐξορία, οὔτε τούς διαλόγους του πού εἶχε μέ τούς Τούρκους, ἀλλά προχωρεῖ καί στόν τονισμό τῶν ὑποχρεώσεων πού ἔχουν οἱ Χριστιανοί. Εἶναι μιά καταπληκτική ποιμαντική ἐπιστολή, καί ὄχι ἕνα χρονογράφημα, γιατί ὁ ἅγιος αἰσθανόταν Ποιμήν. Ὅπως ὅταν βρισκόταν στήν Θεσσαλονίκη δίδασκε μέ θυσία καί παρρησία τήν ὁδό τῆς σωτηρίας, ἔτσι κάνει καί τώρα πού βρίσκεται σέ μεγάλο πειρασμό.
Οἱ Χριστιανοί τοῦ ποιμνίου του δέν πρέπει νά ξεχνοῦν ποτέ ὅτι ἔχουν ζωντανό καί ἀληθινό Θεό, πού μαρτυρεῖται ἀπό τόν Πατέρα, τούς Προφῆτες καί ἀπό τά ἔργα τους. Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός. Ἀλλά καί ὁ Χριστός ἀπαιτεῖ ζωντανή καί ἀληθινή πίστη πού νά μαρτυρῆται ἀπό τόν Θεό, τούς διδασκάλους τοῦ Θεοῦ καί τά ἔργα. Οὐσιαστικά πρόκειται γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Χρειάζεται ζωντανή πίστη. Ἄν δέν ὑπάρχουν τά ἔργα, ἡ πίστη εἶναι νεκρά. Αὐτός πού ἔχει νεκρά πίστη, «διά τῆς τῶν ἀγαθῶν ἀπραξίας», εἶναι νεκρός, ἀφοῦ δέν ζῆ ἐν τῷ Θεῷ. Ἡ πίστη πού δέν μαρτυρεῖται ἀπό τά ἔργα τῆς σωτηρίας δέν εἶναι πίστη καί ὁμολογία, ἀλλά ἀπιστία καί ἄρνηση.
Οἱ Χριστιανοί δέν πρέπει νά πάθουν κάτι παρόμοιο μέ τούς Μουσουλμάνους, στό θέμα τῆς πολιτείας καί ὄχι τῆς θεοσεβείας. Γιατί οἱ Μουσουλμάνοι, ἐνῶ πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Λόγος καί πνοή τοῦ Θεοῦ καί ὅτι γεννήθηκε ἀπό Παρθένο, ἐν τούτοις «ὡς μή Θεόν ὄντα τοῦτον φεύγουσι φρενοβλαβῶς καί ἀθετοῦσιν». Τό ἴδιο μποροῦν νά πάθουν καί οἱ Χριστιανοί, ὅταν ὁμολογοῦν ὅτι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ εἶναι δίκαιες καί ἀγαθές, ἀλλά στήν συνέχεια τίς ἀθετοῦν διά τῶν ἔργων.
Εἶναι ἀδύνατον κάποιος ἄπιστος νά ἐμπιστευθῆ τόν Χριστιανό, ὅταν πιστεύη μέν στόν Χριστό πού γεννήθηκε ἀπό παρθένο Πατέρα ἀχρόνως καί ἀπό παρθένο Μητέρα ἐν χρόνῳ, ὅμως δέν ἀσκεῖ τήν παρθενία καί τήν σωφροσύνη, ἀλλά ζῆ τήν ἀκολασία. Εἶναι ἀδύνατον νά γίνη κανείς υἱός κατά Χάριν τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ μέν Χριστός νήστευε, νομοθέτησε τήν ἐγκράτεια, διέταξε νά κρίνουμε δίκαια, ταλάνιζε τούς πλουσίους, ἔδειχνε συμπάθεια πρός τούς πταίοντας, ἀλλά καί μακροθυμία, πραότητα, ἀνεξικακία καί ταπείνωση, ὁ δέ Χριστιανός κάνει ἐντελῶς τά ἀντίθετα.
Στό τέλος τούς προτρέπει νά κάνουν αὐτοί τήν ἀρχή καί τότε θά βοηθήση ὁ Θεός. «Δός σύ τήν ἀρχήν ταύτης, ὁ δέ Θεός παράσχηται τήν τελείωσιν». Οἱ Χριστιανοί πρέπει νά ζητοῦν ὄχι μόνο τήν ἀνθρώπινη ἀρετή, ἀλλά καί τήν θεϊκή. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἐπιτύχουν τήν θέωση. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν κακία, ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, ἡ ἀνάληψη τῶν ἔργων τῆς μετανοίας καί ἡ ἀναμονή τοῦ Θεοῦ, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν πρόσκτηση τῶν θεϊκῶν ἀρετῶν «διά τῆς τοῦ θείου πνεύματος ἐνοικήσεως». Ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος συνιστᾶ τήν μέθοδο τῆς θεώσεως. Δέν ἀρκεῖται στόν τονισμό μόνον τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν κακία, ἀλλά τονίζει καί τήν πορεία πρός τήν θέωση, τήν ἔλευση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά. Ἔτσι ἑρμηνεύεται ἡ ἐνοίκηση τοῦ θείου πνεύματος ἐντός μας. Μέ αὐτόν τό τρόπο «θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος».
Οἱ Χριστιανοί πρέπει νά δείξουν τήν ἀληθινή πίστη ἀπό τά ἔργα τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς. Καί καταλήγει αὐτήν τήν θαυμάσια ἐπιστολή ὁ θεῖος Γρηγόριος: «Οὕτω γάρ θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος. Ὁ γάρ κολλώμενος διά τῶν ἔργων τῆς ἀρετῆς τῷ Θεῷ ἕν πνεῦμα μετά τοῦ Θεοῦ γίνεται διά τῆς τοῦ θείου πνεύματος χάριτος, ἥτις μετά πάντων ὑμῶν εἴη πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ἡ ἐπιστολή αὐτή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου εἶναι ὑπόδειγμα ποιμαντικοῦ λόγου. Δέν ἐξαντλεῖται σέ μιά ἀπολογία καί μιά γνωσιολογική ἐνημέρωση, ἀλλά προχωρεῖ καί στήν ποιμαντική καθοδήγηση τῶν Χριστιανῶν πρός τήν θέωση, πού εἶναι ὁ τελικός σκοπός τοῦ ἀνθρώπου. Δείχνει πῶς καί ἐμεῖς πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τίς αἱρέσεις. Πρέπει νά διαφωτίζουμε τούς Χριστιανούς, ἀλλά καί νά τούς κατηχοῦμε, καί κυρίως νά τούς ποιμαίνουμε πρός τήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό.
Εκκλησιαστική Παρέμβαση Τεῦχος 221 - Δεκἐμβριος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου