Δημιουργία και Θεός [Γ΄μέρος]
ΒΙΒΛΙΚΗ ΔΙΗΓΗΣΗ:
Ο Κύριος μιλώντας στον Ησαϊα, αποκαλύπτει: «εγὼ εποίησα γην καὶ άνθρωπον επ᾿ αυτης, εγὼ τη χειρί μου
εστερέωσα τὸν ουρανόν, εγὼ πάσι τοις άστροις ενετειλάμην»
(Ησ. μδ΄ 24, με΄ 12, μ΄ 26), ενώ ο Ψαλμωδός αναφωνεί: «κατ᾿ αρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γην
εθεμελίωσας, και έργα των χειρών σου εισιν οι ουρανοί»
(Ψαλμ. ρα΄ 26). Ο Θεός, λοιπόν, δημιούργησε τον κόσμο. Αλλά από πού
και με τι υλικά τον έφτιαξε; Είχε προηγουμένως ύλη, χώμα και νερό και έπειτα με
το πρόσταγμά Του τα διαμόρφωσε παρουσιάζοντας έτσι τον κόσμο; Ή μήπως τον έφτιαξε
από τον εαυτό του, ώστε ο κόσμος να είναι απόρροια της ουσίας του Θεού;
Όχι, τίποτε απ' τα δύο δεν ισχύει. Αν
συνέβαινε το πρώτο, τότε ο Θεός δεν μπορεί να λέγεται δημιουργός, αλλά
διαμορφωτής του κόσμου. Αν συνέβαινε το δεύτερο, τότε ο κόσμος θα έπρεπε να
είναι και αιώνιος και άφθαρτος, όπως είναι ο Θεός. Αντιθέτως, ο κόσμος έγινε εκ
του μηδενός! Από το τίποτε, διότι τίποτε δεν υπήρχε προηγουμένως, παρά μόνο ο
Θεός. Τότε δημιούργησε ο Θεός τον κόσμο.
Διαβάζουμε
στην Καινή Διαθήκη: «πίστει
νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας ρήματι Θεού, εις το μη εκ φαινομένων τα βλεπόμενα
γεγονέναι» (Εβρ. ια’ 3). Εδώ το “μη εκ φαινομένων”,
σημαίνει “εκ του μηδενός”, αφού τονίζει ότι από μη φαινόμενα, δηλαδή
από πράγματα που δεν υπήρχαν έγιναν τα υπάρχοντα και φαινόμενα.
Συνεπώς ο Κύριος εκ του μηδενός
δημιούργησε το Σύμπαν. Το δημιούργησε μόνον με το λόγο του. «Τω λογω του Κυρίου οι ουρανοὶ
εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις
αυτών (...) αυτὸς είπε και εγενήθησαν, αυτὸς ενετείλατο και εκτίσθησαν»
(Ψαλμ. λβ΄ 6, 9). Ή, καλύτερα, όπως διαβάζουμε στη Γένεση: «Και είπεν ο Θεός· γενηθήτω φως·
και εγένετο φως (…) είπεν ο Θεός· γενηθήτω στερέωμα και εγένετο
ούτως» (Γεν. α΄ 3, 6). Παντού διαβάζουμε: “Και είπε ο Θεός”
και κάθε λόγος, κάθε προσταγή του Θεού γινόταν αμέσως έργο. Γινόταν έργο, διότι
ο λόγος που τα δημιουργούσε ήταν ο παντοδύναμος λόγος του παντοκράτορος Αγίου
Τριαδικού Θεού. Άλλο ερώτημα που προκύπτει είναι το πότε δημιουργήθηκε ο
κόσμος, το Σύμπαν. Βεβαίως δε μπορούμε να προσδιορίσουμε επαακριβώς το χρόνο
αυτό. Η ιδέα της δημιουργίας του κόσμου υπήρχε ανέκαθεν, προαιωνίως στη σκέψη
του Θεού, αλλά πραγματοποιήθηκε σε ορισμένο χρόνο. Το ποιος είναι αυτός ο χρόνος,
αδυνατούμε να το κατανοήσουμε. Αδύνατο να το συλλάβει ο νους μας. Διότι ο
χρόνος είναι συνάρτηση της δημιουργίας του Σύμπαντος. Πριν απ' αυτή, ο άνθρωπος
δεν μπορεί να αντιληφθεί την έννοια του χρόνου, διότι ο χρόνος είναι συνάρτηση
των φυσικών του παρατηρήσεων με βάση τη θέση του Ήλιου, την περιφορά και
περιστροφή τη Γης, κ.ά. Μπορούμε να πούμε σε γενικές γραμμές λοιπόν πως χρόνος
και κόσμος είναι σύγχρονα και σχετικώς ταυτόσημα. Πριν από τον κόσμο και τη
δημιουργία του Σύμπαντος, καθώς και πριν από το χρόνο δεν υπάρχει παρά μόνο η
αιωνιότητα, μόνος ο αιώνιος, άναρχος και αΐδιος Θεός. Το λέει καθαρά ο Δαβίδ: «προ του όρη γενηθήναι και πλασθήναι
την γην και
την οικουμένην, και απὸ του αιώνος και έως του αιώνος συ ει.»
(Ψαλμ. πθ’ 2).
Αλλά και ο Κύριος, όταν ως Θεάνθρωπος
ζητεί από τον Πατέρα του την προαιώνια θεϊκή του δόξα, λέει: «δόξασόν με σύ, πάτερ, τη δόξη
η είχον προ του τον κόσμον είναι παρὰ σοί».
Δηλαδή, δόξασέ με με εκείνη τη δόξα που είχα κοντά σου, πριν γίνει ο κόσμος.
Ακόμη, όταν ο Απόστολος Παύλος λέει ότι ο Θεός: «εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου»
(Εφεσ. α΄ 4), δηλαδή, ότι μας διάλεξε για να μας κάνει Χριστιανούς, πριν
γεννηθούμε και πριν γίνει ο κόσμος, το ίδιο θέλει να πει, ότι δεν υπήρχε
πάντοτε χρόνος, όπως δεν υπήρχε πάντοτε και κόσμος. Αυτά τα δύο (κόσμος και
χρόνος) έγιναν μαζί και τα δυο, συγχρόνως, συνδημιουργήθηκαν. Η αρχή του κόσμου
γίνεται και η αρχή του χρόνου. Αυτό εννοεί και η Βίβλος όταν ξεκινά: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεὸς τον ουρανὸν
και την γην». Ο κόσμος δεν υπήρχε. Και τότε ούτε χρόνος
υπήρχε.
ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ:
Στη δημιουργία του κόσμου υπάρχει κάποιος σκοπός, και όχι η τυχιότητα που
προβάλλουν πολλοί επιστήμονες, με τις διάφορες θεωρίες. Μήπως ο Κύριος τον δημιούργησε
εξ ανάγκης δικής του ή για να ικανοποιήσει πόθους του και βλέψεις του; Όχι,
τέτοιο ανθρώπινο ελατήριο δεν μπορούμε να αποδώσουμε στο Θεό. Κι αυτό γιατί ο
Θεός δεν έχει καμία ανάγκη, κανενός δεν έχει χρεία. Το λέει και ο Δαβίδ στους
ψαλμούς του: «ότι
των αγαθών μου ου χρείαν έχεις» (Ψαλμ. ιε΄ 2).
Τον δημιούργησε για να διαλαλείται διαμέσου του κόσμου η θεία του δύναμη και
εξουσία, αλλά, κυρίως τον δημιούργησε κινούμενος από την άπειρο αγάπη του, για
να δείξει την αγάπη του αυτή και να εκδηλώσει τη στοργική του αγαθότητα, για να
καταστήσει μετόχους της δικής του χαράς και δόξης και μακαριότητας και τα
πλάσματά του, ιδίως Αγγέλους και ανθρώπους. Αυτός ο λόγος και σκοπός, αυτή η
αιτία της δημιουργίας του κόσμου υπό του Θεού. Η αγάπη είναι το κίνητρο, το
ελατήριο και η αρχή. Η ευτυχία και μακαριότητα των λογικών όντων είναι ο σκοπός
και το τέλος του. Αλλά και προς αναγνώριση και δόξα δική του εκ μέρους των
ανθρώπων και του κόσμου ολόκληρου. Αυτό εννοεί και ο Απόστολος Παύλος: «ότι εξ αυτού και δι᾿ αυτού και
εις αυτὸν τα πάντα» (Ρωμ. ια΄ 36). Δηλαδή τα πάντα προς δόξα
του, προς έκφραση πίστεως, προς εκδήλωση θερμής αγάπης και ευγνωμοσύνης των
ανθρώπων, οι οποίοι τόσο χαίρονται και ευεργετούνται από τα έργα και τα αγαθά
της δημιουργίας του κόσμου. Ειδικότερα για τους ανθρώπους λέει αλλού ο
Απόστολος: «εξελέξατο
ημάς προορίσας (…) εις έπαινον δόξης της χάριτος αυτού»
(Εφεσ. α΄ 5, 6), δηλαδή, για να υμνείται και δοξολογείται από μας τους ανθρώπους
το άπειρο μεγαλείο της θεότητάς του. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αγγέλους και
το απέραντο Διάστημα: «οι
ουρανοὶ διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα»
(Ψαλμ. Ιη΄ 1). Έτσι καλούνται τα πάντα, έμψυχα και άψυχα, ιδίως ο άνθρωπος, να
εκφράσουν την πίστη και αγάπη τους, να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη και τον
θαυμασμό τους στο Θεό. «Ευλογείτε
πάντα τα έργα
Κυρίου τον Κύριον. Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών, αινείτε αυτὸν εν τοις υψίστοις. Αινείτε αυτὸν πάντες
οι Άγγελοι αυτού, αινειτε αυτὸν πασαι αι δυνάμειςαυτού (…) πάσα πνοὴ αινεσάτω τον
Κύριον»
(ψαλμ. Ρμη΄).
Δείτε και:
7 ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω;
ΑπάντησηΔιαγραφή8 ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἶ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει·
9 ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης,
10 καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ δεξιά σου.
...
13 ὅτι σὺ ἐκτήσω τοὺς νεφρούς μου, Κύριε, ἀντελάβου μου ἐκ γαστρὸς μητρός μου.
14 ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι φοβερῶς ἐθαυμαστώθης· θαυμάσια τὰ ἔργα σου, καὶ ἡ ψυχή μου γινώσκει σφόδρα.
Και το ερώτημα είναι ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ άπειρος Θεός (σημ. το α+πέρας ενδέχεται να είναι και α+πείρα) έγινε προσιτός, αλλά οι σοφοί της επιστήμης δεν το δέχονται. Προτιμούν να ασχολούνται με την ύλη, την αντι-ύλη, τις μαύρες τρύπες ή τα δίχως μάζα υλικά σωμάτια με λίαν περιορισμένο χρόνο ανίχνευσης. Λέγουν ότι από αυτά δημιουργείται η μάζα και κάπως, με άλλα περίεργα, εξηγείται το Σύμπαν. Τους αρέσει επίσης να φιλοσοφούν για το άπειρο - σημ. δεν το εννοούν ως "το άνευ πείρας" - και για το μηδέν ή τίποτα.
Όταν όμως ορίζεις το άπειρο σαν κάτι απροσδιόριστο (χωρίς τέλος) και μη δυνάμενο να ερευνηθεί, τότε έχεις ήδη κάνει το πρώτο βήμα προσδιορισμού και έρευνας. Επειδή κάθε ορισμός είναι αυτόχρημα και περιορισμός. Από την άλλη δε, όταν από τη θέση του "είμαι κάτι", δηλώνεις το μηδέν ή τίποτα, φανερώνεις το παράλογο της λογικής αυτής : Από το "είμαι" να φιλοσοφείς για το "δεν είμαι". Πώς αυτό ανθρωπίνως ερμηνεύεται, δεν μπορώ να το καταλάβω.
Ο άπειρος Θεός έγινε περατός για να μας δώσει την απάντηση, όμως, οι πολυπράγμονες νόες των σοφών της επιστήμης, όπως είπαμε, δεν το δέχονται. Προτιμούν από ένα κύτταρο αίματος να λένε "αυτό είναι άνθρωπος" και από το άνευ ύλης ύλικό σωμάτιο να λένε "η Δημιουργία έγινε με μια μεγάλη έκρηξη". Δεν θα είχε άδικο λοιπόν κάθε άνθρωπος με μέτρια επιστημονική κατάρτηση να επαναλάβει τον αρχαίο σοφό μας πρόγονο "Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς " (Ηράκλειτος).
Και το ερώτημα είναι : Να φτιάξουμε ή να μη φτιάξουμε άγαλμα, βωμό, ή ναό, στον πατέρα Πόλεμο ;