Ἀπόστολος:
Α´ Κορ. δ´ 9-16
Εὐαγγέλιον:
Ἰωάν. α´ 35-52
Ἦχος:
πλ. δ´.― Ἑωθινόν: Γ´
Στὸ
σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἔχουμε τὴν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Μετὰ τὴν
βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, φανερώνεται πλέον ὅτι ὁ Ἰησοῦς
εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Αὐτὴν τὴν ἀποκάλυψη κάνει ὁ Πρόδρομος σὲ δύο ἐκ τῶν
μαθητῶν του, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως ἀποφασίζουν νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Κύριον. Ἀνάμεσα σὲ
αὐτοὺς τοὺς δύο ποὺ δέχονται τὴν κλήση εἶναι καὶ ὁ πρῶτος μαθητὴς καὶ Ἀπόστολος
τοῦ Χριστοῦ, ὁ πρωτόκλητος Ἀνδρέας, τοῦ ὁποίου τὴν μνήμην σήμερον ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία. Οἱ
δύο αὐτοὶ μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἀκολουθοῦν τὸν Κύριον, Τὸν ἀναγνωρίζουν
ὡς Διδάσκαλον, καὶ ὅταν ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος τοὺς καλεῖ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν, Τὸν ἀναγνωρίζουν
καὶ ὡς Μεσσία.
Ἡ
σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ οὐσιαστικῶς διακρίνεται σὲ δύο τμήματα μὲ ἐπαναλαμβανόμενο
θέμα. Στὸ πρῶτο, ὁ Ἀνδρέας ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸ καί, ἀφοῦ ἐπείσθη ὅτι Αὐτὸς εἶναι
ὁ Μεσσίας, πλησιάζει τὸν ἀδελφό του Σίμωνα Πέτρο καὶ τοῦ ὁμολογεῖ ὅτι «εὑρήκαμεν
τὸν Μεσσίαν». Στὸ δεύτερο τμῆμα, ὁ Φίλιππος ἀνταποκρίνεται στὸ κάλεσμα τοῦ
Χριστοῦ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει καὶ πιστεύει σὲ Αὐτὸν ὡς Μεσσία, εὑρίσκει δὲ ἀμέσως τὸν
Ναθαναὴλ καὶ ἐπαναλαμβάνει τὴν ἴδια φράση, ποὺ εἶπε ὁ Ἀνδρέας στὸν Πέτρο: «εὑρήκαμεν
τὸν Μεσσίαν».
Καὶ
στὶς δύο περιπτώσεις εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ ὁμολογία πίστεως στὴν
μεσσιανικότητα τοῦ Χριστοῦ προϋποθέτει ἰδίαν προσωπικὴ ἐμπειρία καὶ βιωματικὴ
γνωριμία μὲ τὸν Χριστό. Στὸ ἐρώτημα τοῦ πρωτοκλήτου Ἀνδρέου «ποῦ μένεις;», ὁ
Κύριος ἀπαντᾶ μὲ τὴν πρόσκληση «ἔρχεσθε καὶ ἴδετε». Στὴν φανέρωση τοῦ Φιλίππου
στὸν Ναθαναὴλ ὅτι ηὗρε τὸν Μεσσία, καὶ παρὰ τὶς ἐπιφυλάξεις τοῦ Ναθαναήλ, ἐπαναλαμβάνεται
ἡ ἴδια πρόσκληση: «ἔρχου καὶ ἴδε».
Ἔτσι,
ἡ προσωπικὴ ἐπαφὴ καὶ γνωριμία μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁδηγεῖ σὲ ὁμολογία
πίστεως. Πρῶτος ὁ Ἀνδρέας Τὸν ἀναγνωρίζει ὡς Μεσσία, καὶ ἀμέσως μετὰ ἔχουμε τὴν
ἐξ ἴσου μεγαλειώδη ὁμολογία τοῦ Ναθαναήλ, ὁ ὁποῖος κατόπιν προσκλήσεως τοῦ
Φιλίππου καὶ παρὰ τὶς ἀρχικές του ἐπιφυλάξεις, συναντᾶ τὸν Κύριο καὶ ἀναφωνεῖ:
«σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Ὁ Ναθαναὴλ ἦταν ἕνας εὐλαβὴς Ἰσραηλίτης,
ποὺ μελετοῦσε τὶς Γραφὲς καὶ ἐγνώριζε τὶς μεσσιανικὲς προφητεῖες. Ὁ Χριστὸς
δέχεται τὴν ὁμολογία του, καὶ ἐπὶ πλέον τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι στὸ μέλλον «μείζω
τούτων ὄψει». Καὶ πράγματι ὁ Ναθαναήλ, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοι τοῦ
Χριστοῦ θὰ ζήσουν τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη. Ἡ ἴδια ὑπόσχεση
τοῦ Κυρίου ἔχει ἐφαρμογὴ καὶ σὲ ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς, ποὺ ὄντως μέσα στὴν Ἐκκλησία
βιώνουμε πλούσιες τὶς εὐλογίες καὶ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή μας.
Ἡ
ὁμολογία τόσον τοῦ Ἀνδρέου ὅσον καὶ τοῦ Ναθαναὴλ γιὰ τὸν Ἰησοῦ εἶναι σημαντική,
διότι τὸ θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς πίστεως εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐπαινεῖ τὴν γνήσια καὶ ἄδολη ὁμολογία τοῦ Ναθαναήλ.
Εἶναι σημαντικὸ νὰ ἔχουμε τὴν ὀρθὴ πίστη γιὰ τὸ θεανδρικὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ,
καθὼς ὅλες οἱ μεγάλες αἱρέσεις ποὺ ταλάνισαν τὴν Ἐκκλησία ξέσπασαν γιὰ λόγους
χριστολογικούς.
Ἕνα
σημεῖο ποὺ ἀξίζει νὰ προσέξουμε εἶναι ὅτι ἡ ὁμολογία τοῦ Ναθαναὴλ ἀκολουθεῖ τὴν
πρόσκληση τοῦ Φιλίππου «ἔρχου καὶ ἴδε». Ὁ Ναθαναὴλ γνωρίζει πρῶτα τὸν Κύριο καὶ
μετὰ ὁμολογεῖ τὴν θεότητά Του. Αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους.
Ἡ πίστη μας εἶναι βίωμα καὶ ἐμπειρία, γνωριμία καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὴν
λατρευτικὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ μυστήριά της, στὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς φανερώνεται
(«σημαίνεται», Ἅγ. Ν. Καβάσιλας). Ὅταν εἴμαστε συνδεδεμένοι μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ
ἔχουμε βίωμα πνευματικὸ καὶ λατρευτικό, ζοῦμε ὄντως ὀρθόδοξο βίο.
Ἡ
πίστη μας στὸν Χριστὸ δὲν ἀπαιτεῖ πληθώρα λόγων καὶ λογικῶν ἀποδείξεων. Ἀρκεῖ ἐμεῖς
νὰ ἔχουμε τὴν ἴδια ἄδολη καρδιά, ποὺ εἶχαν οἱ πρῶτοι μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοι τοῦ
Χριστοῦ, τὸν ἴδιο πόθο νὰ μελετοῦμε τὶς Γραφές, τὴν ἴδια ἐπιθυμία νὰ συναντήσουμε
τὸν Μεσσία καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε. Ἴσως αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἀκούγεται ἁπλό, στὴν
σημερινὴ ἐποχή μας νὰ εἶναι καὶ τὸ δυσκολώτερο, καθὼς μᾶς λείπει αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία,
ἡ πεῖνα καὶ ἡ δίψα νὰ γνωρίσουμε τὸν Χριστό, μᾶς λείπει ἡ ἐμπειρία τῆς πίστεως
καὶ τὸ χριστιανικὸ βίωμα, ὥστε πολλῶν ἡ πίστη νὰ εἶναι γενική, θεωρητική, ἀναιμική.
Ὁ Κύριος ἀπὸ ἐμᾶς ἀπαιτεῖ καρδιὲς ποὺ νὰ φλέγονται ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του. Τότε καὶ ἐμεῖς
θὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο «τι ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης
τοῦ Χριστοῦ;» (Ρωμ. η´ 35). Ὅταν ὄντως ἔχουμε βρεῖ τὸν Χριστό, τίποτε δὲν μπορεῖ
νὰ μᾶς ἐξαναγκάσει νὰ Τὸν ἀφήσουμε.
Ἂς
διαφυλάξουμε τὴν πίστη ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὡς πολύτιμο
πνευματικὸ θησαυρό, τὸν ὁποῖον καὶ ἐμεῖς σήμερα ὀφείλουμε νὰ διατηρήσουμε καθαρὸ
καὶ ἀνόθευτο ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, ποὺ ὅλα τὰ ἰσοπεδώνει καὶ ὅλα
τὰ ἀναμειγνύει σὲ ἕνα ἀπίστευτο συγκρητισμό. Νὰ προσευχόμαστε ὁ Κύριος νὰ μᾶς
στηρίζει στὴν πίστη μας καὶ νὰ ὁμολογοῦμε τὴν θεότητά Του ἔναντι ὅλων.
Ορθόδοξος
Τύπος,21/11/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου