27 Νοε 2014

Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος, Πατριαρχικός έλεγχος



Πατριαρχικός έλεγχος
            Ο μακαριστός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος και τα περί Αυτόν μέλη της Συνόδου(1), που αγωνίσθηκαν κατά του παπικού πρωτείου,  από την θριαμβεύουσα Εκκλησία ελέγχουν αυστηρά τα όσα διαπράττονται αυτές τις ημέρες στο Φανάρι, αλλά και τις απόψεις περί του πρωτείου του Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και του Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου.
            Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του Πατριάρχου Ανθίμου και της περί Αυτόν Συνόδου εξαπολύθηκε τον Αύγουστο του 1895 και αποτελεί απάντηση στις περί πρωτείου επιδιώξεις του Πάπα. Πρόκειται για «Πατριαρχική και Συνοδική επιστολή», που απευθύνεται  «Προς τους Ιερωτάτους και Θεοφιλεστάτους εν Χριστώ αδελφούς Μητροπολίτας και επισκόπους και τον περί αυτούς ιερόν και ευαγή κλήρον και άπαν το ευσεβές και ορθόδοξον πλήρωμα του Αγιωτάτου Αποστολικού και Πατριαρχικού Θρόνου Κωνσταντινουπόλεως». Περιέχεται στον 19ο Τόμο της «Εκκλησιαστικής Αλήθειας», επισήμου οργάνου του Πατριαρχείου, που τυπωνόταν στο Πατριαρχικό Τυπογραφείο ( Έτος ΙΕ΄, Αρ. τεύχους 31, Εν Κων/λει, 29 Σεπτεμβρίου 1895, σελ. 241-249).

            Στην αρχή της Εγκυκλίου αναφέρεται:
            «Εν εσχάτοις δε χρόνοις ο πονηρός διέσπασεν από της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και έθνη ολόκληρα της Δύσεως, εμφυσήσας τοις επισκόποις της Ρώμης φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας, ποικίλας γεννησάσης καινοτομίας αθέσμους και αντιευαγγελικάς. Και ου μόνον τούτο, αλλά δη και παντί τρόπω αγωνίζονται οι κατά καιρόν πάπαι της Ρώμης, ίνα υποτάξωσιν εις τας εαυτών πλάνας την ακραδάντως ανά την Ανατολήν τη πατροπαραδότω της πίστεως ορθοδοξία στοιχούσαν καθολικήν Εκκλησίαν του Χριστού, ενώσεις κατά την ιδίαν φαντασίαν επιδιώκοντες απλώς και αβασανίστως».
            Στη συνέχεια στην εγκύκλιο εξηγείται ότι αυτή εξαπολύθηκε λόγω του ότι ο πάπας Λέων ΙΓ΄, εξ αφορμής του επισκοπικού του Ιωβηλαίου, δημοσίευσε εγκύκλια επιστολή « προς τους ηγεμόνας και τους λαούς της οικουμένης» με την οποία τους προσκάλεσε να ενωθούν με τον παπικό θρόνο, δια της αναγνωρίσεως  αυτού ως «άκρου αρχιερέως και υπερτάτου πνευματικού τε και κοσμικού άρχοντος της καθόλου Εκκλησίας και μόνου αντιπροσώπου του Χριστού επί της γης και πάσης χάριτος διανομέως».
Ως προς τις περί πρωτείου επιδιώξεις του Πάπα – και εσχάτως του Φαναρίου - στην Πατριαρχική Εγκύκλιο αναφέρεται, μεταξύ των άλλων:
            «Οι θείοι Πατέρες τιμώντες τον επίσκοπον Ρώμης μόνον ως επίσκοπον της πρωτευούσης πόλεως του κράτους, απέδωκαν αυτώ προεδρείας πρεσβεία τιμητικά, θεωρήσαντες αυτόν απλώς ως πρώτον τη τάξει επίσκοπον, τουτ΄ έστι πρώτον εν ίσοις, άπερ πρεσβεία και τω Κωνσταντινουπόλεως απένειμαν κατόπιν, ότε η πόλις αύτη εγένετο πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους…».
            Η Πατριαρχική Εγκύκλιος στον επίλογο της τονίζει:
            «Ημείς δε, οι χάριτι και ευδοκία του παναγάθου Θεού μέλη τίμια τυγχάνοντες του σώματος του Χριστού, ήτοι της μιας αγίας, καθολικής και αποστολικης αυτού Εκκλησίας, αντεχώμεθα της πατρώας και αποστολοπαραδότου ευσεβείας. Προσέχωμεν πάντες από των ψευδαποστόλων, οίτινες ερχόμενοι εν σχήματι προβάτων πειρώνται δελεάζειν τους απλοϊκωτέρους εν ημίν δια ποικίλων και υπούλων υποσχέσεων, τα πάντα θεμιτά ηγούμενοι και επιτρέποντες προς ένωσιν εάν μόνον αναγνωρισθή ο της Ρώμης πάπας ως υπέρτατος  και αλάθητος άρχων και απόλυτος κυριάρχης της καθόλου Εκκλησίας και μόνος επί της γης αντιπρόσωπος του Χριστού και πηγή πάσης χάριτος!».
            Και αποτεινόμενος ο Πατριάρχης Άνθιμος ειδικότερα στους Επισκόπους τους επισημαίνει:
            «Ιδία δε οι χάριτι και ελέω Θεού τεταγμένοι επίσκοποι και ποιμένες και διδάσκαλοι των αγίων του Θεού Εκκλησιών <προσέχομεν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ω ημάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού ην περιποιήσατο δια του ιδίου αίματος>(2) ως λόγον αποδώσοντες».
            Στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια», της Πατριαρχικής Εγκυκλίου ακολούθησε μια σωρεία άρθρων κατά του παπικού πρωτείου. Μεταξύ αυτών, στον ίδιο, 19ο Τόμο και στο τεύχος αριθμ. 50 (Σελ. 394) αρχίζει να δημοσιεύεται σε συνέχειες «ιστορική απολογητική μελέτη» στα από τους «παπιστές» γραφέντα κατά της Πατριαρχικής Εγκυκλίου. Σ’ αυτήν επισημαίνονται, μεταξύ των άλλων, οι λόγοι του ιερού Κυπριανού, ότι «Έκαστος Επίσκοπος είναι ανεξάρτητος  τη Εκκλησία του και υπόλογος μόνον τω Θεώ». Στον 20ό Τόμο, του έτους 1900,  της «Εκκλησιαστικής Αληθείας» υπάρχει σειρά άρθρων, σε συνέχειες, με τίτλο «Σύντομος απαρίθμησις και ανατροπή των καινοτομιών της παπικής Εκκλησίας και ιδία του πρωτείου του Ρώμης». Σ’ αυτά, μεταξύ άλλων, τονίζεται:
            « Τω επισκόπω της παλαιάς Ρώμης εδόθη το πρωτείον της τιμής, ουχί διότι εν τη Ρώμη επεσκόπευσε και απέθανεν ο Απόστολος Πέτρος, ούτε διότι ο Απόστολος ούτος είχε την κυριαρχία επί των λοιπών Αποστόλων, αλλ’ απλώς διότι η Ρώμη ήτο η παλαιά πρωτεύουσα του κράτους…. Δυστυχώς οι επίσκοποι της Ρώμης, τυφλούμενοι υπό της εωσφορικής υπερηφανείας και εθνικής αυτών φιλοδοξίας δεν ηρκέσθησαν εις μόνα τα υπό των Οικουμενικών Συνόδων παρασχεθέντα αυτοίς πρεσβεία της τιμής χάριν της πολιτικής σημασίας της εν η ήδρευον πόλεως…».
             Το παπικό πρωτείο έχουν απορρίψει, μεταξύ των άλλων, ο Συμεών Θεσσαλονίκης, ο Μελέτιος Πηγάς, ο Ιωσήφ Βρυένιος, ο Πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος, αλλά και ο Σεβ. Ιωάννης Ζηζιούλας, στη διδακτορική του διατριβή, που έχει κυκλοφορηθεί ως μελέτη με τον τίτλο «Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας» (Εκδόσεις Γρηγόρη, Β΄ Έκδοσις, Εν Αθήναις, 1990). Αναφέρει στην κατακλείδα της μελέτης του (σελ. 202):
            « Το κολλέγιον των Δώδεκα και η εν αυτώ προέχουσα <καθέδρα του Πέτρου> απετέλουν το θεμέλιον ουχί μιας, αλλ΄ εκάστης επισκοπικής Εκκλησίας, διότι έκαστος Επίσκοπος ενοείτο ως διάδοχος πάντων των Αποστόλων – και του Πέτρου… Έκαστος των Επισκόπων εκάθητο επί της καθέδρας του Πέτρου, της Εκκλησίας του θεωρουμένης πλήρως αποστολικής και στηριζομένης επί του θεμελίου πάντων των Αποστόλων.…Από το καίριον τούτο σημείον, το οποίον εκφράζει την πληρότητα του επισκοπικού βαθμού, εξακολουθεί και παρά την εμφάνισιν της περί συλλογικότητος των Επισκόπων θεωρίας, να εκπηγάζη πάσα ουσιαστική διαφωνία προς την ουσίαν της όλης Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησιολογίας υπό το φως της συνειδήσεως των τριών πρώτων αιώνων»(3).-
 
 1. Κυζίκου Νικόδημος, Νικομηδείας Φιλόθεος, Νικαίας Ιερώνυμος, Προύσης Ναθαναήλ, Σμύρνης Βασίλειος, Φιλαδελφείας Στέφανος, Λήμνου Αθανάσιος, Δυρραχίου Βησσαρίων, Βελεγράδων Δωρόθεος, Ελασσώνος Νικόδημος και Ελευθερουπόλεως Διονύσιος.
2. Πραξ. κ΄ 28

3. Ο τονισμός στο πρωτότυπο. Η υπογράμμιση του υπογράφοντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου