30 Μαΐ 2014

Ὄχι ἄλλα πισωγυρίσματα στήν ἀνανέωση... αὐτή τή φορά τῶν κανόνων.



Ὄχι ἄλλα πισωγυρίσματα στήν ἀνανέωση... αὐτή τή φορά τῶν κανόνων.
Πρωτ. Βασιλείου Κοκολάκη, ἐφημερίου Ἱ.Ν. Ὑψώσεως Τιμίου Σταυροῦ Χολαργοῦ
Χριστός ἀνέστη!
Πρός τόν ἑλληνορθόδοξο λαό μας
μία ταπεινή ἐνημέρωση γιά ἕνα πολύ κρίσιμο θέμα.
Ἡ Ἐκκλησία δοκιμάζεται, τό κράτος διαλύεται, ἡ ἀσωτία-ἀνωμαλία νομιμοποιεῖται.
Μᾶς διέλυσαν-ἀτόνισαν τή γλώσσα καί μᾶς ἀνθελληνοποίησαν,
μᾶς διέστρεψαν τήν ἱστορία καί μᾶς ξερρίζωσαν,
μᾶς πούλησαν τήν πατρίδα καί μᾶς χρέωσαν,
μᾶς ἀκύρωσαν τό Σύνταγμα καί μᾶς ἐξευρωπάϊσαν,
μᾶς ἀπέλυσαν μέ δῶρο τή διαθεσιμότητα,
μᾶς ὁδήγησαν στήν αὐτοκτονία καί τό διασκέδασαν...
Καί σάν δέν ἔφθαναν ὅλα αὐτά,  ἐκκλησιαστικοί καί δή πανεπιστημιακοί παράγοντες δέν θέλουν νά τηρήσουν τό ¨Στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι΄ἐπιστολῆς ἡμῶν¨(Β΄Θεσ.β΄, 15). Συνεχίζουν τίς προσπάθειες ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας μας δῆθεν μέσα ἀπό τή μέθοδο τῶν σκέψεων-προτάσεων προβληματισμοῦ καί ὄχι θέσεων-ἀποφάσεων ἐπιβολῆς τῶν ὅσων θέλουν νά περάσουν.

Μέ τήν ἴδια μέθοδο ἔχουν γίνει καί στό παρελθόν συνέδρια καί ὁμιλίες γιά μιά ἀνετότερη ἐκκλησιαστική παράδοση, μοντέρνα, κοντά στό σύγχρονο προοδευτικό ἄνθρωπο, ἐλαφρυτέρων ἐπιτιμίων, χαλαροτέρας ἀσκήσεως, μέ ἔνθερμο πνεῦμα ὑπέρ τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς λατρείας, τῆς ἁπλουστεύσεως τῆς ἱερατικῆς ἐνδυμασίας, τῆς ἐγκρίσεως τῆς γυναικείας ἱερωσύνης, τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἐγκυρότητας τῆς ἱερωσύνης καί τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν, τῆς συναινέσεως ὑπέρ τῶν μεταμοσχεύσεων μονῶν ὀργάνων, τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν, τῆς κατασκευῆς νέων ἀκολουθιῶν τῶν μυστηρίων, τῆς εὔκολης παρεμβάσεως τῶν εἰδικῶν-ψυχιάτρων ἀντί τῶν ἐξομολόγων στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, τῆς ἐπικρο(α)τήσεως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέχρι  πού φθάσαμε στήν ἐπιβολή τῆς μεταφράσεως τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Εὐαγγελίου, σέ ἔκδοση νέου Ἱερατικοῦ, νέων εὐχῶν, Νέας Ἐποχῆς.
Καί γιά νά γίνουμε τώρα πιό συγκεκριμένοι, 27 εἰσηγητές, 19 Ἕλληνες καί 8 ἀλλοδαποί, συζητοῦν, πυροβολώντας (;) τούς κανόνες, γιά τό ἄν σήμερα οἱ κανόνες διατηροῦν τήν ἰσχύ τους ἤ χρειάζεται κάποια ἀναπροσαρμογή τους σέ συνάφεια μέ τήν ἐποχή μας.
Πρόκειται γιά τό Διεθνές Συνέδριο πού ὀργάνώσε ἡ Ἀκαδημία θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου ἀπό τίς 8 ἕως τίς 11 Μαΐου 2014 στό Συνεδριακό Κέντρο ¨Θεσσαλία¨(Μελισσάτικα Βόλος) μέ θέμα:
 «Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί σύγχρονες προκλήσεις».
Παραθέτουμε αὐτούσιο τό εἰσαγωγικό σημείωμα τῆς ἡμερίδος:   
«Είναι αλήθεια ότι οι ιεροί Κανόνες, μαζί με την Αγία Γραφή και τους δογματικούς και συνοδικούς Όρους, αποτελούν κεντρικό πυλώνα στη ζωή και την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι κανόνες, ειδικά, απηχούν, αντανακλούν και καταγράφουν την ζωντανή εμπειρία του εκκλησιακού σώματος, ενώ σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν οδοδείκτες που το προσανατολίζουν για την υπέρβαση ή την επίλυση ποικίλων ζητημάτων που ανακύπτουν στην πορεία του μέσα στην ιστορία προς τα έσχατα.
  Όπως κάθε πατερικό κείμενο που αποτελεί στοιχείο της εκκλησιαστικής παράδοσης, έτσι και ο κάθε κανόνας προέρχεται από μια συγκεκριμένη εποχή και απηχεί, εκτός από τη διαχρονική σωτηριώδη εμπειρία της Εκκλησίας, και τα συγχρονικά χαρακτηριστικά του τόπου και χρόνου διαμόρφωσής του.
  Το κεντρικό ζήτημα που τίθεται για μια ακόμη φορά είναι εάν υπάρχει η δυνατότητα η Ορθόδοξη θεολογία, όσον αφορά ειδικά στην κανονική της παράδοση, να κατανοηθεί και να λειτουργήσει όχι μόνο ως «παραδοσιακή», μένοντας αμετακίνητα πιστή στο γράμμα μιας υποτιθέμενης «παράδοσης», αλλά και ως συναφειακή, υπερβαίνοντας τις συντεταγμένες ενός προ-νεωτερικού κοσμοειδώλου, το οποίο αποτελεί τελεσίδικα παρελθόν για τον χρόνο της Εκκλησίας.
   Τίθεται, λοιπόν, το αγωνιώδες έρωτημα κατά πόσο, μέσα στο αναμφισβήτητο κύρος που τους περιβάλλει, οι κανόνες αυτοί διατηρούν την υπαρκτική δυναμική τους, για να ανταποκρίνονται στα αιτήματα του ολοένα και περισσότερο μεταβαλλόμενου κόσμου».
Διαβάζοντας τό παραπάνω κείμενο παρατηρεῖ κανείς τά ἑξῆς:
Ἀπό τή μιά λέει ὅτι οἱ κανόνες, ἀποτελοῦν κεντρικό πυλώνα στή ζωή καί τήν παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ἀπό τήν ἄλλη θέτει τόν προβληματισμό ἄν  ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, ὅσον ἀφορᾶ εἰδικά στήν κανονική της παράδοση, νά κατανοηθεῖ καί νά λειτουργήσει ὄχι μόνο ὡς «παραδοσιακή», μένοντας ἀμετακίνητα πιστή στό γράμμα μιᾶς ὑποτιθέμενης «παράδοσης», ἀλλά καί ὡς συναφειακή, ὑπερβαίνοντας τίς συντεταγμένες ἑνός προ-νεωτερικοῦ κοσμοειδώλου, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τελεσίδικα παρελθόν γιά τόν χρόνο τῆς Ἐκκλησίας.
Δηλαδή νά φτιάξουμε μία νέα παράδοση πού νά κατανοεῖται ἀπό ἀνεκκλησίαστους ἀνθρώπους; Μά ἡ Ἱερή μας Παράδοση εἶναι αὐτή πού εἶναι. Ἐμεῖς πρέπει νά ἀλλάξουμε, νά καθαρισθοῦμε γιά νά τήν  κατανοήσουμε. Ἡ ἰατρική, ἡ φιλοσοφία ἀλλά καί ἡ κάθε ἐπιστήμη δέν εἶναι κατανοητές ἀπό ὅλους. Πρέπει μήπως νά τίς ἁπλοποιήσουμε ἤ νά τίς ἀκυρώσουμε γιά νά βρίσκονται σέ συνάφεια μέ τήν ἐποχή μας; Ὄχι βέβαια! Ὅποιος τίς ἀγαπᾶ ἀγωνίζεται ὁ ἴδιος νά ἀποκτήσει τά προσόντα γιά νά τίς προσεγγίσει. Γιατί νά μήν ἰσχύει τό ἴδιο καί γιά τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας; Καί πολύ περισσότερο γιά τή θεολογία, τήν ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν!
Τί σημαίνει συναφειακή ὀρθόδοξη θεολογία καί τί προνεωτερικό κοσμοείδωλο; Νά ὑποθέσουμε ὅτι ἐννοεῖ νά συμβαδίζει, νά συσχετίζεται, νά ἔχει συνάφεια ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μέ τό σήμερα; νά συσχηματισθεῖ μήπως; σύμφωνα μέ τό ¨μή συσχηματίζεσθε τῶ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά μεταμορφοῦσθε τῆ ἀνακαινώσει τοῦ νοός ὑμῶν, εἰς τό δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον¨(Πρός Ρωμ. ιβ΄, 2); Ἔρχεται βεβαίως σέ ἀντίφαση μέ τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο.
Καί προνεωτερικό κοσμοείδωλο νά ὑποθέσουμε τόν βίο καί τά θεόπνευστα λόγια τῶν ἑκατομμυρίων ἁγίων μαρτύρων μας ἤ καί τόν ἴδιο τόν Χριστό, πού ἀποτελοῦν παρελθόν τῆς Ἐκκλησίας; Δέν εἶναι ὁ Χριστός τό πᾶν ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος;
Συνεχίζει τό κείμενο καί λέει ἀπό τή μιά ὅτι οἱ κανόνες ἀπηχοῦν, ἀντανακλοῦν καί καταγράφουν τή ζωντανή ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καί ἀπό τήν ἄλλη ὅτι ὁ κάθε κανόνας προέρχεται ἀπό μιά συγκεκριμένη ἐποχή καί ἀπηχεῖ, ἐκτός ἀπό τή διαχρονική σωτηριώδη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, καί τά συγχρονικά χαρακτηριστικά τοῦ τόπου καί χρόνου διαμόρφωσής του.
Μένει ἤ δέ μένει τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ  διαχρονικῶς  ἕνα καί τό αὐτό, εἰς τούς αἰῶνας; ἤ τί ἄλλο ἐννοοῦν ὅταν λένε ἐκκλησιαστικό σῶμα; Ἄν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν  ἀλλάζει οὔτε ἀλλοιώνεται, τότε οἱ κανόνες πού  τό ἀπηχοῦν καί τό ἀντανακλοῦν, ἀλλάζουν ἀνάλογα μέ τίς ἐποχές; Θά μοιάσουμε στούς ὀπαδούς  τῆς παπικῆς θεολογίας τῆς ἀπελευθέρωσης      ( Λατινική Ἀμερική) ὅπου ὁ Χριστός θεωρεῖται μόνο ὡς ἄνθρωπος-ἐλευθερωτής  τῶν καταπιεσμένων καί φτωχῶν μιά πού τό ζοῦμε ἔντονα στήν ἐποχή μας;
Ἀπό τή μιά λέει ὁ συγγραφέας ὅτι οἱ κανόνες προσανατολίζουν γιά τήν ὑπέρβαση ἤ τήν ἐπίλυση ποικίλων ζητημάτων πού ἀνακύπτουν στήν πορεία μέσα στήν ἱστορία πρός τά ἔσχατα ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη ὅτι πρέπει νά ἐρευνήσουμε κατά πόσο, μέσα στό ἀναμφισβήτητο κύρος πού τούς περιβάλλει, οἱ κανόνες αὐτοί διατηροῦν τήν ὑπαρκτική δυναμική τους, γιά νά ἀνταποκρίνονται στά αἰτήματα τοῦ ὁλοένα καί περισσότερο μεταβαλλόμενου κόσμου.
Λές καί διαλέγονται δύο ἐγκέφαλοι μέ ἕνα κεφάλι.
Ἄν μή τί ἄλλο διακρίνεται μία σχιζοφρένεια στό ἴδιο τό εἰσαγωγικό κείμενο. Τελικά τό Συνέδριο δέν ἔχει κάποιες ξεκάθαρες θέσεις πού θέλει   νά προβάλλει; Ἤ τίς ἔχει καί θέλει νά τίς περάσει μέ τήν πρόφαση τοῦ προβληματισμοῦ;
Ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας εἶναι ἁπλή καί ξεκάθαρη!
Τόσους  αἰῶνες γιατί δέν χρειάσθηκε κάποια ἀλλαγή τῶν ἱερῶν κανόνων γιά νά εἶναι πιό εὔπεμπτοι ἀπό τόν ἀγράμματο ἤ κουρασμένο κόσμο; τώρα προέκυψε τό πρόβλημα; γιατί τώρα;
Δέν μᾶς λέει ὁ Χριστός μας οὔτε ἕνα γιῶτα νά μήν ἀλλάζουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή πού ἀποτελεῖ τή βάση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος; ¨ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται¨ (Ματθ. ε΄, 17)
Ἀφοῦ οἱ κανόνες ἐκφράζουν τό ἐκκλησιαστικό σῶμα σύμφωνα μέ τό εἰσαγωγικό σημείωμα τῆς ἡμερίδος, τότε πῶς νά ἀλλάξουμε τά γιῶτα τῶν κανόνων;
Ἐπιπλέον ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας μετά τό 1900, γιά νά ἀναφερθοῦμε σκοπίμως σ᾿ αὐτούς πού εἶναι πιό κοντά στήν ἐποχή μας, ὅπως ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ἅγιος Βησσαρίων, ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὁ ἅγιος γέροντας Παΐσιος, τόλμησαν ποτέ νά κάνουν πιό ἐπιεικεῖς ἤ χαλαρότερους τούς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων; πού θά ἦταν καί τό λογικότερο μάλιστα, κάτω ἀπό τίς δεινές συνθῆκες ἤ συνέπειες τοῦ Α΄καί Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Ἀλλά καί τόσοι ἁγιορεῖτες ἅγιοι γέροντες, ποτέ μά ποτέ δέν ἀμφισβήτησαν τήν διαχρονικότητα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, δέν καλλιέργησαν τήν ψευτοκουλτούρα τῆς  Νέας Ἐποχῆς ἤ τῆς ὅποιας ἐποχῆς πού εἶχε τήν ἀνάγκη συγκαταβάσεως ἤ διαφορετικῆς προσοικειώσεως τῶν Κανόνων στά μέτρα τῆς κοσμικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων.Τυχαῖο; Δέν νομίζω. Σά νά μᾶς διδάσκουν πώς κάποια πράγματα στή ζωή μας εἶναι θεόπνευστα καί ἀπαρασάλευτα.
Καί γιά τή νηστεία, καί γιά τά σαρκικά πάθη, καί γιά τά μυστήρια καί γιά τό ὀρθόδοξο δόγμα καί γιά τήν ὀρθόδοξη  πίστη καί γιά τή λατρεία καί γιά τήν ποιμαντική καί γιά τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση καί γιά τίς σχέσεις μας μέ ἀλλοδόξους καί γιά αὐτές μέ ὁμοδόξους, γιά ὅλα, οἱ κανόνες ἤδη ἔχουν πάρει θέση. Θά ᾿ταν πολύ ἐπιπόλαιο, ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας φωτιζόμενοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα νά κατέληγαν σέ ὅρους καί κανόνες μέ μία στενή προσωρινή προοπτική γιά τά δεδομένα μόνο τῆς ἐποχῆς τους.  Ἀγαποῦν οἱ ἅγιοι ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τούς πρίν καί τούς μετά ἀπ᾿ αὐτούς περισσότερο ἀπό μᾶς ἤ ὄχι;
Ἀγαποῦν ἄραγε οἱ συντελεστές τῆς ὀργανώσεως τοῦ συνεδρίου αὐτοῦ τούς ἀντιφρονοῦντες πρός αὐτό καί αὐτούς ὁμοδόξους τους; Ἤ ἀναζητοῦν ἕναν κανόνα καταδίκης ὅσων δέν τούς ἀκολουθοῦν; Ἄν θεωροῦνται σήμερα αὐστηροί καί δυσβάστακτοι οἱ κανόνες, δέν ἦταν πάντα ἔτσι; Δέν ὑπῆρχαν πάντοτε ἄνθρωποι μέ βαριά ἠθικά παραπτώματα; Δέν ὑπῆρχαν πάντα αἱρετικοί ἤ ἀλλόθρησκοι; Ἀκρατεῖς καί ἄθεοι;
Ἐκτός αὐτοῦ ὅμως, καθοδηγεῖται τελικά ἤ δέν καθοδηγεῖται μία Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα;
Ἄν ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική περιττεύει κάθε προσπάθεια ἀλλαγῆς ἤ μειώσεως ἤ καταργήσεως τῶν κανόνων. Δέν τά ¨βάζουμε¨ μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἄν πιστεύουμε ὅτι εἶναι Θεός. Σίγουρα θά γυρίσει ἐναντίον μας ἡ βολή. Ἐκτός ἄν κι᾿ αὐτό κάνει λάθη καί δέν βλέπει μακριά.
Ὁ ἅγιος γέροντας Παΐσιος ἔλεγε χαρακτηριστικά γιά τούς κανόνες:
«-Γέροντα,  ἡ ἀκριβής τήρηση τῶν ἐντολῶν βοηθᾶ νά᾿ χουμε τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ;
-Ἡ τήρηση τῶν  ἐντολῶν βοηθᾶ ...Βλέπουμε  καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες μέ πόση διάκριση ἔλεγαν νά ἐφαρμόζονται οἱ ἱεροί κανόνες! Ὁ Μέγας Βασίλειος πού ἔχει γράψει τούς πιό αὐστηρούς κανόνες, ἀναφέρει τόν κανόνα πού ἰσχύει γιά μιά ἁμαρτία, ἀλλά μετά ὁ ἴδιος προσθέτει: ¨μήν ἐξετάζεις χρόνο ἀλλά τρόπο μετανοίας¨.
         -Γέροντα τό ἐπιτίμιο βοηθᾶ νά κοπεῖ ἕνα πάθος;
         -Πρέπει νά καταλάβει κανείς ὅτι τό ἐπιτίμιο θά τόν βοηθήσει...Δέν θά τόν πνίξουμε τόν ἄλλο γιά νά τόν στείλουμε στόν Παράδεισο, ἀλλά θά τόν βοηθήσουμε νά ζητήσει μόνος του νά κάνει κάποια ἄσκηση. Νά φθάσει νά χαίρεται γιατί ζεῖ, νά χαίρεται γιατί πεθαίνει».
Ὁ ἅγιος γέροντας Παΐσιος δέν ἐφευρίσκει ἄλλους κανόνες, δέν μειώνει, δέν ἀλλάζει οὔτε καταργεῖ τούς κανόνες τοῦ Πηδαλίου, παρά τό ὅτι καί στήν ἐποχή του ἦταν σέ ἔξαρση ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἡ ἐκκοσμίκευση στήν Ἐκκλησία, ἡ πολεμική κατά τῶν θρησκευτικῶν...Νά τί λέει:
«Τό Πηδάλιο λέγεται πηδάλιο, γιατί ὁδηγεῖ πρός τή σωτηρία τόν ἄνθρωπο πότε μέ τόν ἕνα τρόπο καί πότε μέ τόν ἄλλο, ὅπως ὁ καραβοκύρης πάει τό πηδάλιο πότε ἀριστερά καί πότε δεξιά, γιά νά βγάλει τό καράβι στήν ἀκτή. Ἄν τό πάει ὁλόϊσια, θά ρίξει τό καράβι πάνω στά βράχια, θά τό βουλιάξει καί θά πνιγοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ὁ πνευματικός νά χρησιμοποιεῖ τούς κανόνες ὄχι σάν κανόνια!»
(Πνευματικός ἀγώνας, Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον ¨ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ¨, σ. 276-278).
Οἱ παραπάνω λόγοι δέν σημαίνουν πώς θά φτιάξουμε ἕνα νέο πηδάλιο στά μέτρα μας.
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς βλέποντας μέ μία εὐρύτερη θεολογική σκέψη τά ἀνοίγματα τῶν ὀρθοδόξων πρός τούς Φράγκους-οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς μέτρο τῶν πάντων τόν ἄνθρωπο-καί τή μιμητική ροπή πρός αὐτούς ἐκ μέρους τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας διδάσκει:  
 «Εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦἸούδα, τοῦ πάπα. Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως εἰς τὴν ἁμαρτίαν εἶναι πάντοτε ἡἰ δία: τὸ νὰ θέλῃ κανεὶς νὰ γίνῃ καλὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του».ἔτσι ὅμως ἐξισώνεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Διάβολο, ὁ ὁποῖος θέλησε καὶ αὐτὸς νὰ γίνῃ θεὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας συνίσταται σ' αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλαζονικὴ αὐταπάτη. Αὐτὸ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἰδίου τοῦ Διαβόλου, τὸ νὰ μὴ θέλῃ τίποτε ἔξω ἀπ' αὐτόν, ἀλλὰ νὰ μένῃ μόνος του, ἑρμητικὰ κλεισμένος ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Ἡ πτώση τοῦ πάπα ἔγκειται στὸὅτι θέλει νὰ ἀντικαταστήσῃ τὸν Θεάνθρωπο μὲ ἄνθρω­πο. Μὲ τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου ὁ πάπας σφετερίσθηκε ὅλη τὴν ἐξουσία καὶ τὰ δικαιώματα ποὺἀνήκουν στὸν Θεάνθρωπο καὶ αὐτοανακηρύχθηκε Ἐκκλησία ἐν τῇ παπικῇ ἐκκλησίᾳ, ἱδιόμορφος Παντοκράτωρ. γι' αὐτὸ τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα ἀπέβη τὸ κεντρικὸ δόγμα τοῦ Παπισμοῦ, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἀποκηρυχθῇ, ἕως ὅτου ὁ πάπας εἶναι πάπας τοῦ οὑμανιστικοῦ Παπισμοῦ. Ὁ πυρήνας τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα = τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀποθεανθρωποίηση τοῦ ἀνθρώπου, πρᾶγμα ποὺ ἐπιδιώκουν ὅλοι οἱ οὑμανισμοί, ἀκόμη καὶ οἱ θρησκευτικοί.ἔτσι ἐπανέρχεται ὁ ἄνθρωπος στὴν εἰδωλολατρία, στὴν πολυθεΐα, στὸν διπλό, φυσικὸ καὶ πνευματικό, θάνατο. Ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο ὁ κάθε οὑμανισμὸς μετατρέπεται σὲ μηδενισμό. Μὲ τὸ δόγμα τοῦ παπικοῦ ἀλαθήτου ἔγινε δόγμα ὁ εἰδωλολατρικὸς οὑμανισμός, διότι  ἔτσι δογματοποιήθηκε  ἡ παναξία, τὸ παγκριτήριο τοῦ  οὑμανιστικοῦ  πολιτισμοῦ  «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος». Ἡ σμίκρυνση τοῦ Χριστιανισμοῦ σὲ οὑμανισμὸ ἔχει βέβαια ἁπλοποιήσει τὸν Χριστιανισμό, ταυτόχρονα, ὅμως, τὸν ἔχει καταστρέψει».
(Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς ¨Ἄνθρωπος καί θεάνθρωπος¨, σ. 150-157)
Πῶς τολμοῦν ἑπομένως σύγχρονοι ὀρθόδοξοι θεολόγοι νά κάνουν κριτική στούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας; Ἔχουν φθάσει σέ τέτοιο ὕψος ἁγιότητος ἤ μήπως συμβαίνει τό ἀντίθετο; Σέ κάθε μας ὁμιλία, σέ κάθε μας λόγο, χρειάζεται ἄκρα ταπείνωση, διότι ὅσο ξεφεύγουμε ἀπό αὐτήν, ἀφήνουμε χῶρο σέ δαιμονικές ἐπιδράσεις. Ἔτσι ὁ χριστοποιημένος διά τῶν μυστηρίων ἄνθρωπος γίνεται σταδιακά δαιμονοάνθρωπος, μέχρι πού φθάνει νά κοινωνεῖ ἀλλοτρίων μυστηρίων, ἀλλοδόξων ἤ ἀλλοθρήσκων.  
Πρός ἐπιβεβαίωση δέ τούτου, συνηγορεῖ καί πάλι ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος σέ ἄλλο σημεῖο- σχετικό μέ τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά ἀφήνει κανένα περιθώριο γιά ἐνδεχόμενες ποθούμενες ἑνώσεις μέ ἀμετανόητους αἱρετικούς, ἔτσι ὅπως λαχταροῦν σημερινοί κουλτουριάρηδες μοντέρνοι θεολόγοι πού ἀγαποῦν ἀπροϋπόθετα καί ἐρωτεύονται ἀνελέητα- λέει:
«Ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ποὺ διατυπώθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἀπὸ τὶς ἁγίες Συνόδους, γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἡἑξῆς: οἱ αἱρέσεις δὲν εἶναι Ἐκκλησία, οὔτε μποροῦν νὰ εἶναιἘκκλησία. Γι' αὐτὸ δὲν μποροῦν οἱ αἱρέσεις νὰἔχουν τὰἅγια Μυστήρια, ἰδιαίτερα τὸ Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, αὐτὸ τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων. Γιατί ἀκριβῶς ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα στὴν Ἐκκλησία: δηλαδὴ εἶναι καὶὁἴδιος ὁ Θεάνθρωπος ΚύριοςἸησοῦς καὶἡἴδια ἡἘκκλησία καὶ γενικὰ κάθε τί ποὺἀνήκει στὸν Θεάνθρωπο. Ἡ «intercommunio», δηλαδὴἡ διακοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἴτε μέ συμπροσευχές εἴτε στὰ ἅγια Μυστήρια, ἰδιαιτέρως στὴ θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἡ πλέον ἀναίσχυντη προδοσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡπροδοσία τοῦ Ἰούδα. Πρόκειται μάλιστα περὶ προδοσίας ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου, τῆςἘκκλησίας τῆς Ἀποστολικῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἁγιοπατερικῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἁγιοπαραδοσιακῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μίας καὶμοναδικῆς. Ἐδῶθὰ πρέπει νὰ σταματήσει κάποιος τὸν χριστοποιημένο νοῦ του καὶ τὴ συνείδηση μπροστὰ σὲ μερικὰἅγια γεγονότα, ἅγια μηνύματα καὶἅγιες ἐντολές.
Πρῶτον, πρέπει νὰ διερωτηθοῦμε σὲ ποιὰἐκκλησιολογία καὶ σὲ ποιὰ θεολογία μὲ θέμα τὴν Ἐκκλησία θεμελιώνεται ἡ λεγόμενη «intercommunio»; Γιατί ὁλόκληρη ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς Ἐκκλησίας βασίζεται καὶ θεμελιώνεται ὄχι στὴν inter-communio (διά-κοινωνία), ἀλλὰ στὴ θεανθρώπινη πραγματικότητα τῆς communio δηλαδὴ στὴ θεανθρώπινη  Κ οινωνία (πρβλ. Α΄ Κορ. α΄, 9. 10, 16-17. Β΄ Κορ. ιγ΄, 13. Ἑβρ. β΄, 14. γ΄, 14. Α΄ Ἰω. α΄, 3), ἐνῶ ἡ ἔννοια inter-communio, διά-κοινωνία, εἶναι καθ'ἑαυτὴν ἀντιφατικὴ καὶ ὁλότελα ἀδιανόητη γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη καθολικὴ συνείδηση.
Τὸ δεύτερο γεγονός, καὶ μάλιστα ἱερὸ γεγονὸς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, εἶναι τὸἑξῆς: Στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιὰ τὸ θέμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων Μυστηρίων, τὸ μόνο καὶ τὸ μοναδικὸ μυστήριο εἶναι ἡἴδια ἡἘκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, οὕτως ὥστε αὐτὴ νὰεἶναι καὶ ἡ μόνη πηγὴ καὶ τὸ περιεχόμενο ὅλων τῶν θείων Μυστηρίων. Ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ θεανθρώπινο καὶ παμπεριεκτικὸ Μυστήριο τῆςἘκκλησίας, τὸ Πάν-μυστήριο, δὲν ὑπάρχουν οὔτε μποροῦν νὰὑπάρχουν «μυστήρια»· ἑπομένως, καὶ οὐδεμία «διά-κοινωνία» (inter-communio) ὑπάρχει στὰ Μυστήρια. Ὡς ἐκ τούτου μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὸ μοναδικὸ τοῦτο Παμμυστήριο τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ τὰΜυστήρια. Γιατί ἡ Ἐκκλησία ἡ Ὀρθόδοξη, καθὼς εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πηγὴ καὶ τὸ κριτήριο τῶν Μυστηρίων καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο. Τὰ Μυστήρια δὲν μποροῦν νὰ ἀναβιβάζονται πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οὔτε νὰ θεωροῦνται ἔξω ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνεκα τούτου, σύμφωνα μὲ τὸ φρόνημα τῆς Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ σύμφωνα μὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση,ἡὈρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν παραδέχεται τὴν ὕπαρξη ἄλλων μυστηρίων ἔξω ἀπ' αὐτήν, οὔτε τὰ θεωρεῖ ὡς μυστήρια, μέχρις ὅτου προσέλθει κάποιος μὲ μετάνοια ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ «ἐκκλησία», δηλαδὴ ψευδοεκκλησία, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι τότε ποὺ μένει κάποιος ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰἔχει ἐνωθεῖ μαζί της διὰ τῆς μετανοίας, μέχρι τότε αὐτὸς εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία αἱρετικὸς καὶἀναπόφευκτα βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴ σωτηριώδη Κοινωνία = communio. Γιατί «τὶς γάρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶἀνομίᾳ; τὶς δὲ κοινωνία φωτὶπρὸς σκότος;» (Β' Κορ. στ΄, 14).
«...Ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος, μὲ τὴν ἐξουσία ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο, δίνει ἐντολή: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶδευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. γ΄, 10). Ἐκεῖνος, λοιπόν, ὁὁποῖος, ὄχι μόνο δὲν παραιτεῖται ἀπὸ τὸν «αἱρετικὸν ἄνθρωπον» ἀλλὰ δίνει σ' αὐτὸν καὶ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, τὴν θεία Εὐχαριστία, αὐτὸς βρίσκεται στὴν ἀποστολικὴ καὶ θεανθρώπινη ἁγία πίστη; Ἐπὶ πλέον ὁ ἀγαπημένος Μαθητὴς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, Ἀπόστολος τῆς ἀγάπης, δίνει ἐντολή: ¨ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δὲν πιστεύει στὴ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν παραδέχεται τὴν εὐαγγελικὴ γι' Αὐτὸν διδασκαλία ὡς Θεανθρώπου «μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν»¨ (Β' Ἰω. α΄, 10).
Ὁ Κανόνας ΜΕ' τῶν ἁγίων Ἀποστόλων βροντοφωνεῖ: «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰδὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τί, καθαιρείσθω» (Πρβλ. Κανόνα ΛΓ' τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου).
Ὁ Κανόνας ΞΔ' τῶν ἁγίων Ἀποστόλων διατάζει: «Εἰ τὶς κληρικός, ἢ λαϊκός, εἰσέλθη εἰς συναγωγὴν Ἰουδαίων, ἢ αἱρετικῶν, προσεύξασθαι, καὶκαθαιρείσθω, καὶ ἀφοριζέσθω».
Ὁ Κανόνας ΜΣΤ' τῶν ἁγίων Ἀποστόλων:«Ἐπίσκοπον ἢ πρεσβύτερον αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἢ θυσίαν καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τὶς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τὶς μερὶς πιστῷ μετὰἀπίστου;».
Ὁ θεόπνευστος φορέας τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς καθολικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, εὐαγγελίζεται ἀπὸ τὴν καρδιὰ ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅλων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὅλων τῶν ἁγίων Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἑξῆς θεανθρώπινη ἀλήθεια: «Ὁ ἄρτος καὶὁ οἶνος δὲν εἶναι τύπος τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ (μὴ γένοιτο), ἀλλὰ τὸἴδιο τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου θεωμένο... Διὰ μέσου αὐτοῦ καθαριζόμενοι ἑνωνόμαστε μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα Του καὶ γινόμαστε Σῶμα Χριστοῦ(=ἡἘκκλησία)... Καὶὀνομάζεται ¨μετάληψη¨ γιατί διὰ μέσου αὐτῆς μεταλαμβάνουμε τὴ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ. Κοινωνία δὲ ὀνομάζεται καὶ εἶναι ἀληθινά, ἐπειδὴ διὰ μέσου αὐτῆς κοινωνοῦμε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μετέχουμε τὴ σάρκα Του καὶ τὴ Θεότητά Του. Διὰ μέσου αὐτῆς κοινωνοῦμε καὶ ἑνωνόμαστε μεταξύ μας. Γιατί ἐπειδὴ μεταλαμβάνουμε ἀπὸ ἕναν ἄρτο, ὅλοι εἴμαστε ἕνα Σῶμα Χριστοῦ καὶ ἕνα Αἷμα, καὶ γινόμαστε μέλη ὁἕνας τοῦ ἄλλου, ἀποτελώντας ἕνα σῶμα (σύσσωμοι) τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ λοιπόν, ἂς φυλαχτοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ μὴν παίρνουμε μετάληψη αἱρετικῶν, οὔτε νὰ τοὺς δίνουμε. Μὴ δίνετε τὰἅγια στοὺς σκύλους, λέγει ὁ Κύριος, οὔτε νὰ ρίχνετε τὰ μαργαριτάρια σας μπροστὰ στοὺς χοίρους (Ματθ. ζ΄, 6), γιὰ νὰ μὴ γίνουμε συμμέτοχοι στὴν (αἱρετική) κακοδοξία καὶ συνεπῶς καὶ στὴν καταδίκη τους. Γιατί ἐὰν βέβαια ἡ θεία μετάληψη εἶναι ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μεταξύ μας, τότε ὁπωσδήποτε ἑνωνόμαστε μὲ τὴ θέλησή μας καὶ μὲ ὅλους ποὺ μεταλαμβάνουν μαζί μας. Γιατί αὐτὴἡἕνωση γίνεται μὲ τὴ θέλησή μας καὶὄχι χωρὶς τὴ γνώμη μας. Γιατί ὅλοι ἕνα σῶμα εἴμαστε, ἐπειδὴ μεταλαμβάνουμε ἀπὸ τὸν ἕνα ἄρτο,ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδ. Ὀρθ. πίστεως 4,13, PG 94, c. 1149. 1152.1153).
Ὁἀτρόμητος ὁμολογητὴς τῶν θεανθρωπίνων ὀρθοδόξων ἀληθειῶν (ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης) ἀναγγέλλει σ' ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν κόσμων:
«Τὸ νὰ κοινωνεῖ κανεὶς ἀπὸ αἱρετικὸἢὁλοφάνερα διαβεβλημένο ὡς πρὸς τὸν βίο του, τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἐξοικειώνει μὲ τὸν διάβολο» (Ρ.G. 99, c. 1668C). Σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο ὁἄρτος τῶν αἱρετικῶν δὲν εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» (Ρ.G. 99, c. 1597Α). Γι' αὐτό, «Ὅπως λοιπὸν ὁ θεῖος ἄρτος, ὅταν μετέχουν σ’ αὐτὸν οἱὈρθόδοξοι, ὅλους ὅσους μετέχουν τοὺς κάνει νὰἀποτελοῦν ἕνα σῶμα ἔτσι ἀκριβῶς καὶὁ αἱρετικὸς (ἄρτος), καθιστώντας μεταξὺ τους κοινωνοὺς αὐτοὺς ποὺ μετέχουν ἀπ' αὐτόν, τοὺς ἐμφανίζει ἕνα σῶμα ἀντίθετο στὸν Χριστό» (Ρ.G. 99, c. 1480CD).
Ἐπὶ πλέον «Ἡ κοινωνία ποὺ δίνεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, δὲν εἶναι κοινὸς ἄρτος, ἀλλὰ φαρμάκι (=δηλητήριο), ποὺ δὲν βλάπτει τὸ σῶμαἀλλὰ ποὺ μαυρίζει καὶ σκοτίζει τὴν ψυχή» (Ρ.G. 99, c.1189C)
(«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός»,¨Ἀνθρωπιστικός Οἰκουμενισμός¨, σ. 228-233 ) 
Ἀναρωτιόμαστε: οἱ ὀργανωτές καί ὁμιλητές τοῦ ἐν λόγῳ Συνεδρίου τοῦ Βόλου, αὐτά ἐννοοῦν, ὅταν οἱ ἴδιοι λένε πώς οἱ κανόνες ἐκφράζουν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Ἄν δέν ἐννοοῦν αὐτά, τότε ἔρχονται σέ ἀπροκάλυπτη, συνειδητή ἀντίθεση μέ ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας;   Ἄς γίνουν ξεκάθαροι!
Δόξα τῷ Θεῷ, ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας, δέν μᾶς παίρνει ἄλλο νά ἀναρωτιόμαστε γιά τό ἄν βρισκόμαστε σέ λάθος πορεία ὡς πρός τό δόγμα καί τό ἦθος, τή λατρεία καί τούς Ἱερούς Κανόνες.Σέ ὅλα τά σύγχρονα, φτιαχτά ἤ μή προβλήματα, πῆραν θέση οἱ σύγχρονοι ἅγιοί μας, ὅπως ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ ἅγιος Πορφύριος, μᾶς ἄφησαν κείμενα, μᾶς δίδαξαν μέ τή ζωή τους. Νισάφι πιά! 
Μήν ξεχνοῦμε ἐπίσης ὅτι ὡς πρός τή σχέση μέ τούς αἱρετικούς, ὁ Κύριος ἐξεφώνησε τά φοβερά ¨οὐαί¨ ἐναντίον τῶν Φαρισαίων καί Γραμματέων, τούς ὁποίους ἀπεκάλεσε ὄφεις καί γεννήματα ἐχιδνῶν.
Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης συστήνει οὔτε νά τούς χαιρετοῦμε. Οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ὁρίζουν οὐδέ συνδυάζειν, οὐδέ συνεύχεσθαι, οὐδέ συνεσθίειν, οὐδέ λαμβάνειν εἰς οἶκον, οὐδέ χαίρειν λέγειν αὐτοῖς.
Τό δέ παράδοξο εἶναι ὅτι αὐτοί πού θέλουν νά ἀλλάξουν τούς κανόνες κάνοντάς τους χαλαρότερους, πιό ἀρεστούς στούς ἀνεκκλησίαστους ἀνθρώπους, αὐτοί οἱ ἴδιοι εἶναι πού τούς χρησιμοποιοῦν μέ ἀκρίβεια καί χωρίς καμιά οἰκονομία, ὅταν μέ χαιρεκακία βλέπουν νά σέρνονται στά ἐκκλησιαστικά δικαστήρια ἱερεῖς πού ἀντιπαθοῦσαν. Πῶς ἐξηγεῖται τό μίσος κατά τῶν ὁμοδόξων καί ἡ ἀγάπη ἄνευ ὅρων πρός τούς ἑτεροδόξους;
Ἀλλά καί ὁ γέροντας Σωφρόνιος ἀπό τό Ἔσσεξ ὅταν μιλᾶ γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, μᾶς βοηθᾶ νά καταλάβουμε ἀναλογικῶς καί γιά τήν τήρηση τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι δέν ἀποτελοῦν δυσβάστακτο ζυγό ἀγγαρείας. Οὔτε πάλι ἀφήνει νά νοηθεῖ ὅτι οἱ ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου ἦταν μόνο γιά τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων.
«Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ Πατρός μου, καὶ Ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ Ἐμαυτὸν … καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν»(Ἰωάν. ιδ’, 21-23)· θὰ «ποιήσουν» βεβαίως οὐχὶ προσκαίρως, ἀλλὰ αἰωνίως.
Ἡ εἴσοδος ἡμῶν πρὸς κατοχὴν τῆς ἀθανάτου ταύτης ζωῆς προϋποθέτει τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
«Ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μου ἐστε, καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. η’, 31-32).
Ἡ ὁμοίωσις τῆς φύσεως ἡμῶν πρὸς τὸν Θεὸν γεννᾶ ἐν ἡμῖν φυσιολογικῶς τὴν δίψαν πρὸς γνῶσιν τῆς Ἀληθείας, πρὸς ἀγώνα διὰ τὴν Θείαν τελειότητα. Ἡ τελειότητα  αὕτη δὲν ὑπάρχει ἐν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν τῷ Πατρί, Ὅστις εἶναι Πηγὴ παντὸς ὑπάρχοντος. Τὸ νὰ ἀκολουθῶμεν Αὐτὸν ἐν πᾶσιν, οὐδόλως σημαίνει ὅτι ὑποτασσόμεθα εἰς προστάγματα ἐξουσίας ἐπιβαλλομένης ἔξωθεν, ἀλλ’ ὅτι ἡ ἀγάπη ἡμῶν ἑλκύει ἡμᾶς πρὸς Αὐτόν· πάσχομεν ἀναζητοῦντες ἀδιακόπως τὴν τελειότητα Αὐτοῦ. Καὶ ὁ Χριστὸς ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τὴν ἐντολήν: «Ἔσεσθε οὖν τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστιν» (Ματθ. ε’, 48)
(Ἀρχ/του Σωφρονίου (Σαχάρωφ), "Περί πνευματικῆς ἐλευθερίας", «Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί»  σ. 179-180)
Ὕστερα ἀπό τά παραπάνω γίνεται κατανοητό ὅτι περιμένουμε ἀπό τό συνέδριο αὐτό νά σεβαστεῖ τούς ἱερούς Κανόνες πού στήριξαν τήν Ἐκκλησία 20 αἰῶνες τώρα, καί νά μή συνεχίσει τήν προβολή τῆς μεταπατερικῆς Θεολογίας . Ἀλλιῶς θά εἶναι ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης.
Ὁ σεβασμός αὐτός θά προκύψει ἄν ὄντως λάβουμε στά σοβαρά ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι οἱ κανόνες ἀποτελοῦν προέκταση τῶν ἁγίων Γραφῶν,  Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης ἀλλὰ καί ὁλοκλήρου τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως.Ἄρα κατάργηση Ἱερῶν Κανόνων ἤ ἀλλοίωση αὐτῶν σημαίνει κατάργηση ἤ ἀλλοίωση Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί ὅλης τῆς  Ἱ.Παραδόσεως...
Παραθέτουμε ἀπόσπασμα ἀπό τό ἄρθρο τοῦ Ἀρχ/τη Σαράντη Σαράντου «Κωδικοποίηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων;», στό ὁποῖο ὁ συγγραφέας προβάλλει τόν ἅγιο Νικόδημο τόν ἁγιορείτη πού κατέγραψε συστηματικά τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας στό γνωστό Πηδάλιο. Τό σχετικό ἄρθρο παρουσίασε καί τό ἀξιολογότατο περιοδικό «Παρακαταθήκη»:
 «...Δίπλα σέ κάθε ἱερὸ κανόνα γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος τοὺς ἄλλους ἱεροὺς κανόνες πού συμφωνοῦν μέ τὸν παρόντα.  Ἔχουμε δηλαδὴ μπροστὰ μας σὲ κάθε κανόνα μιά Ἱερά Σύνοδο ἱερῶν κανόνων μὴ συγκρουομένων μεταξὺ τους,  ἀλλά  ἀλληλοσυμφωνούντων  καὶ ἀλληλοσυμπληρουμένων.Παρά τήν διαφορετική χρονολογική καταγραφή τῶν Κανόνων. Ἀκόμη πιό ἀξιόλογα εἶναι τά σχόλια ἤ ὑποσημειώσεις στό κάτω μέρος κάθε σελίδας τοῦ Πηδαλίου.
Ἀπό τίς εὔστοχες παρατηρήσεις τοῦ Ἁγίου Πατρὸς Νικοδήμου πάνω σέ κάθε ἕναν ἱερὸ κανόνα φαίνεται ἡ καθαρὰ ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία του,  ἡ καθαρή Τριαδολογική θεολογία του καὶ ἡ ὀρθόδοξη φιλανθρωπία του.  Ἡ φιλοθεῒα και ἡ φιλαδελφία εἶναι τὸ ἀπόσταγμα πού προκύπτει ἀπὸ τή μελέτη τοῦ ἱεροῦ Πηδαλίου μέ τή σοφωτάτη χριστοκαθοδήγηση τοῦ ἱεροῦ Πατρός.
Κινητή βιβλιοθήκη ἀσυλλήπτων διαστάσεων ἀποδεικνύεται ὁ Ἅγιος Νικόδημος,  ἀφοῦ,  ὅπως φαίνεται,  ἀπὸ μνήμης παραθέτει χωρία ἀρχαιοελληνικὰ ἤ Πατερικά, γιά πληρέστερη κατανόηση τῶν ἱερῶν κειμένων τῶν ἱερῶν κανόνων.  Σοβαρότατος ἐπιστημονικὸς ἆθλος εἶναι ἡ ὅλη ἐργασία τοῦ ἁγίου Πατρός,  ὁ ὁποῖος ἀκόμα δέν ἔχει ἐκτιμηθεῖ δεόντως ἀπὸ τοὺς «συγχρόνους» θεολόγους μας. Δυστυχῶς ὑπάρχει διεσπαρμένη μιά ἀτεκμηρίωτη προκατάληψη κατὰ τοῦ Πηδαλίου,  ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν παχυλὴ ἄγνοιά του.  Ἐξ ἄλλου γίνεται ὅλο καὶ πιό γνωστὸ σήμερα,  ὅτι τὸ ἀμιγὲς ὀρθόδοξο πνεῦμα τοῦ ἱεροῦ Πηδαλίου ἐνοχλεῖ καὶ ἐκνευρίζει τοὺς ποτισμένους μέ τά ποταπὰ οἰκουμενιστικὰ «ἐπιχειρήματα» καὶ τὸν ἀσαφῆ,  ἄχρωμο,  ἄοσμο,  ἀόριστο προτεσταντικὸ ὀρθολογισμό τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ( Π.Σ.Ε.  ).
Κάποιες στιγμές, σέ κάποιες σελίδες, στέκεσαι.Ἴλιγγος σέ πιάνει μπροστὰ στό ἄπιαστο θεανθρώπινο μεγαλεῖο.  Σοῦ ἔρχεται νά φωνάξεις.  Νά κατηγορήσεις τὸν Ἅγιο σάν αὐστηρό,  σά σκληρό,  σάν ἄσπλαγχνο μπροστὰ στήν ἀνθρωπίνη ῥευστότητα,  μπροστὰ στό εὐόλισθο τῆς φύσεώς μας.  Καὶ ἐκεῖ πού πᾶς νά τὸ βάλεις στά πόδια,  ἔρχεται κοντά σου,  πιό κοντά,  αὐτὸς ὁ γίγαντας ἀσκητικὸς Πατέρας καὶ πιό ἀνυποχώρητα σέ σπρώχνει νά προχωρήσεις.  Σέ διαβεβαιώνει μέ τή χαρισματικὴ του πειστικότητα ὅτι οἱ ἱεροὶ κανόνες καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ Ἅγιες Γραφές καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοση εἶναι παράδοση καθολικῆς ζωῆς πού οἱ πάντες χωροῦν μέσα σέ αὐτὴν.  Δέν χρειάζεται ἐλάφρυνση ἤ κατάργηση τῶν ἤδη ὑπαρχόντων κανόνων οὔτε πρόσθεση νέων.
Τελειώνοντας τή μελέτη τοῦ βιβλίου ἀργά-ἀργά κάτι καταλαβαίνεις , μέ τίς εὐχὲς τοῦ Ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν : τί  στενοχώρια,  τὶ ἀσφυξία εἶναι στό ἐδῶ καὶ τώρα… καὶ τί ἀπεραντοσύνη, τί ἅπλα ἀνοίγεται…  μετὰ τή μελέτη αὐτοῦ τοῦ βιβλίου… 
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος  γνωρίζει τὴν ἐκ τῶν αἱρετικῶν προερχόμενη ἀμφισβήτηση τῶν  Ἀποστολικῶν κανόνων. Γι’αὐτὸ φρόντισε,  ὅπως λέγει ὁ ἴδιος,  μέ πολλή ἐπιμέλεια νά  τούς σπουδάσει,  γιά νά μὴ γράψει ἀναλήθειες.
Οἱ ἀμφισβητίες εἶναι ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸ στεῖρο ὀρθολογιστικὸ πνεῦμα τῶν Δυτικῶν θεολόγων,  πού σχηματίζονται μέ τή γενικότερη ἀσάφεια τῆς «νέας ἐποχῆς» καὶ τή συνάφεια τῶν μηνυμάτων της.Ἴσως, ἂν καταφερθεῖ καίριο πλῆγμα κατὰ τῶν Ἀποστολικῶν κανόνων πού ἀποτελοῦν καί τίς γερές θεανθρώπινες βάσεις τοῦ ἱεροῦ Πηδαλίου,  εὐκολότερα θά ἀθετηθεῖ καί τό λοιπό οἰκοδόμημα  τῶν ὑπολοίπων ἱερῶν κανόνων.  Παλαιότερο ἐπιχείρημα τῶν Δυτικοπλήκτων θεολόγων ἦταν ἡ ἐπιστροφὴ στήν Ἀποστολικὴ ἐποχὴ. Ὡστόσο ὁ ἴδιος ἀμερόληπτος Ἅγιος Πατήρ Νικόδημος καταθέτει τή μαρτυρία τοῦ Ἀντωνίου Φορέστου Γεζουβίτου,  ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει, ὅτι ἡ ἐν Τριδέντῳ Οἰκουμενική Σύνοδος τῶν Ῥωμαιοκαθολικῶν ἐκύρωσε καί τούς ΠΕ(85) Ἀποστολικοὺς Κανόνες,  γιά νά μὴν κατηγοροῦνται αὐτοί(  οἱ Ῥωμαιοκαθολικοὶ )γιά αὐθαίρετες καινοτομίες.  Καὶ τὸ σπουδαιότερο ἀπ ὅλα εἶναι ὅτι καὶ οἱ 85 Ἀποστολικοί  κανόνες κυρώθηκαν ἐπίσημα,  δηλαδὴ συνοδικά,  ἀπὸ τὸ δεύτερο κανόνα τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἀπὸ τὸν πρῶτο τῆς Ἑβδόμης.  Μετὰ ἀπὸ τέτοιου εἴδους ἐπικυρώσεις δέν ἀποδεικνύεται ἡ σκοπιμότητα τῶν ἀμφισβητιῶν;
Τὸ κατανυκτικὸ κλάμα τῆς ἁγίας καρδιᾶς του,  οἱ ἀσίγαστοι ἀσκητικοί του ἱδρῶτες καὶ τὸ αἷμα τῆς χαριτόβρυτης ψυχῆς του,  ἑνωμένα καὶ πυρακτωμένα ἀπὸ τὰ Ἄχραντα Τίμια Δῶρα τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ,  τὸν ἔχουν καταστήσει ἰδιαίτερα νέο,  παλαιστὴ καὶ προπονητὴ γιά νεοχριστιανικοὺς ἄθλους καὶ στίς σύγχρονες ἱερατικὲς συνειδήσεις.
Ἐμεῖς νά τόν ἀκυρώσουμε ἀδιαφορώντας;
Κάθε σύγχρονος Ὀρθόδοξος πνευματικὸς ἔχει ἄριστο πνευματικὸ καθοδηγό ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ δίπλα του, τὸ ἱερὸ Πηδάλιον, ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴν ἐπιφανειακὴ θεοκουλτούρα,  τὴν ἑρμαφρόδιτη πνευματικότητα καὶ τὴν κοσμικὴ χαυνότητα». 
(Ἀπόσπασμα ἀπό τό ἀναγραφέν ἄρθρο στό περιοδικό «Παρακαταθήκη», «Kωδικοποίηση τῶν ἱερῶν κανόνων ;» Ἀρχ/τη Σαράντη Σαράντου, τεύχη 8,9,10)
Δικό μας σχόλιο: Καί μόνο πού ἕνας ἅγιος μᾶς παραδίδει τέτοια ἐπεξεργασία τῶν κανόνων ἡ ὁποιαδήποτε δική μας ἐπέμβαση ἀποτελεῖ τουλάχιστον βλασφημία καί ὑποτίμηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς κοντόφθαλμου καθοδηγητῆ τῶν ἀνθρώπων, ἀπροσάρμοστου γιά τήν κάθε ἐποχή.  
Ὡς πρός τό εὐρύτερο κακό πού ὁδηγεῖ τό πνεῦμα τῆς ἀνανεώσεως στήν ὁποία συμπεριλαμβάνεται καί αὐτή τῶν κανόνων, διαβάζουμε ἕνα εὔστοχο ἀπόσπασμα τοῦ Α’ Λειτουργικοῦ Συνεδρίου, ποὺ ὀργανώθηκε ἀπὸ 27 Φεβρουαρίου ἕως 1 Μαρτίου 2002 στὴν Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στὴ Θεσσαλονίκη, ἀπὸ τὴν Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν, μὲ θέμα «Τὸ μεγαλεῖο της Θείας Λατρείας. Παράδοση ἢ ἀνανέωση;».
«...Τὸ δίλημμα «Παράδοση ἢ ἀνανέωση;» εἶναι πλαστό· ἡ ἴδια ἡ Παράδοση ἔχει μέσα τῆς τὴν ἀνανέωση, διότι δὲν παραδίδονται ἀνθρώπινα πράγματα καὶ διδασκαλίες ποὺ γηράσκουν καὶ παλαιώνουν, ἀλλὰ οἱ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρίες τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων ποὺ εἶναι ἄκτιστες καὶ ἄφθαρτες.
Ἡ Ὀρθόδοξη Θεία Λατρεία ἀποτελεῖ θαυμαστὸ ἀρχιτεκτόνημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ οἰκοδομήθηκε ἀπὸ πρόσωπα μὲ φωτισμένο νοῦ καὶ κεκαθαρμένες καρδιές. Ὅλες οἱ ἀκολουθίες καὶ οἱ ὕμνοι ἔχουν θαυμάσια δομὴ μὲ μεγάλη μέχρι σήμερα ἀνταπόκριση στοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἀναπαύονται καὶ οἰκοδομοῦνται. Δὲν χρειάζονται ἀλλαγὲς καὶ ἀνανεώσεις...
 Ἡ συμμετοχὴ στὴ Θεία Λατρεία δὲν εἶναι μόνο διανοητικὴ καὶ ὀρθολογιστική. Περισσότερο εἶναι βιωματικὴ καὶ μυσταγωγική. Αὐτὸ ἀποτελεῖ οὐσιώδη διαφορὰ μεταξὺ Ρωμιοσύνης καὶ Φραγκοσύνης.
Ὁ ἐπίσκοπος ἀλλὰ καὶ οἱ σύνοδοι τῶν ἐπισκόπων φυλάσσουν τὴν Παράδοση, δὲν τὴν ἀλλάσσουν· εἶναι φύλακες καὶ ὄχι ἀνανεωτές.     
Θέματα ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία, ὅπως ἡ καύση τῶν νεκρῶν, οἱ αὐτοκτονοῦντες καὶ τὰ ἀβάπτιστα νήπια πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθοῦν μὲ πολλὴ περίσκεψη. Οἱ σχετικὲς ἀποφάσεις συνοδικῶν ἐπιτροπῶν καὶ ἐγκυκλίων γιὰ τὴν κήδευση ὅλων τῶν αὐτοκτονούντων καὶ τῶν ἀβαπτίστων νηπίων δὲν συνάδουν πρὸς τὸ ὀρθόδοξο δόγμα καὶ ἀποτελοῦν κατάχρηση τῆς ἀρχῆς τῆς οἰκονομίας.
        Ἡ εἴσοδος ἐπιπλέον τῶν ψυχολόγων-ψυχοθεραπευτῶν στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τείνει νὰ ὑποκαταστήσει τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως καὶ προκαλεῖ δυσλειτουργίες στὸ ἔργο τῶν ἐξομολόγων. Τὴν παραπάνω τακτικὴ εὐνοοῦν ὁρισμένοι ἱερεῖς-ψυχίατροι, οἱ ὁποῖοι ψυχολογοποιοῦν τοὺς θεανθρώπινους θεσμοὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
....    Ἡ ἐκκοσμίκευση προσπαθεῖ νὰ ἀποδομήσει, στὰ πλαίσια τοῦ οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς παγκοσμιοποίησης, τὶς παραδοσιακὲς δομὲς τῆς Ὀρθόδοξης Λατρείας καὶ Κοινωνίας. Ἡ λειτουργικὴ ἀναγέννηση λειτουργεῖ πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς κρίνεται ἀποβλητέα».

Οἱ ἴδιοι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀναφέρεται ρητῶς στόν Α΄Κανόνα τῆς Ζ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀναφέρονται στό βαθύτερο καί ἀπαρασάλευτο νόημα τῶν κανονικῶν διατάξεων:
«Τοῖς τὴν ἱερατικὴν λαχοῦσιν ἀξίαν, μαρτύριά τε καὶ κατορθώματα, αἱ τῶν κανονικῶν διατάξεών εἰσιν ὑποτυπώσεις· ἃς ἀσμένως δεχόμενοι, μετὰ τοῦ θεοφάντορος Δαβὶδ ᾄδομεν πρὸς τὸν δεσπότην Θεόν, λέγοντες· Ἐν τῇ ὁδῷ τῶν μαρτυρίων σου ἐτέρφθην, ὡς ἐπὶ παντὶ πλούτῳ· καὶ, Ἐνετείλω δικαιοσύνην, τὰ μαρτύριά σου εἰς τὸν αἰῶνα· συνέτισόν με καὶ ζήσομαι. Καί, Εἰς τὸν αἰῶνα ἡ προφητικὴ φωνὴ ἐντέλλεται ἡμῖν φυλάττειν τὰ μαρτύρια τοῦ Θεοῦ, καὶ ζῇν ἐν αὐτοῖς, δηλονότι ἀκράδαντα καὶ ἀσάλευτα διαμένοντα, ὅτι καὶ ὁ θεόπτης Μωϋσῆς οὕτω φησὶν· Ἐν αὐτοῖς οὐκ ἐστι προσθεῖναι, καὶ ἀπ ́αὐτῶνοὐκἔστινἀφελεῖν· Καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος Πέτρος ἐν αὐτοῖς ἐγκαυχώμενος βοᾷ· Εἰς ἃ ἐπιθυμοῦσιν ἄγγελοι παρακύψαι. Καὶ ὁ Παῦλός φησιν· Κἂν ἡμεῖς, ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν, παρ ́ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν,ἀνάθεμαἔστω. Τούτων οὖν οὕτως ὄντων, καὶ διαμαρτυρουμένων ἡμῖν, ἀγαλλιώμενοι ἐπ ́αὐτοῖς, ὡςεἴτιςεὕροισκῦλαπολλά, ἀσπασίως τοὺς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν ἁγίων σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος, τῶν πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἕξ ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· Ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα. Καὶ οὕς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι, καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν· οὕς δέ τῇ καθαιρέσει, καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν· οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ, καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν· οὓς δὲ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι, καὶ ἡμεῖς ὠσαύτως ὑποβάλλομεν. Ἀφιλάργυρος γὰρ ὁ τρόπος, ἀρκούμενοι τοῖς παροῦσιν· ὁ ἀναβεβηκὼς εἰς τρίτον οὐρανόν, καὶ ἀκούσας ἄῤῥρητα ῥήματα, Παῦλος ὁ θεῖος Ἀπόστολος διαῤῥήδην βοᾷ».
Οἱ κανόνες δέν εἶναι νομικοί κανονισμοί. Εἶναι ἐφαρμογή τῶν δογμάτων, ὅπως ἔλεγε ὁ Vladimir Lossky.
Αὐτό εἶναι τό νόημα τῶν παρακάτω λόγων πού ἀναφέρονται στά προλεγόμενα ἐν γένει τῶν Κανόνων τοῦ Πηδαλίου, σελ. ιθ΄. :
«Ταῦτα περὶ Κανόνων διατετάχθω ὑμῖν παρ’ ἡμῶν, ὦ Ἐπίσκοποι. Ὑμεῖς δὲ ἐμμένοντες αὐτοῖς σωθήσεσθε καὶ εἰρήνην ἕξετε, ἀπειθοῦντες δὲ κολασθήσεσθε καὶ πόλεμον μετ’ ἀλλήλων ἀΐδιον ἕξετε, δίκην τῆς ἀνηκοΐας τὴν προσήκουσαν τιννῦντες».
Ἀλλά καί ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις, μεγάλος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, ἐρωταπαντᾶ:
 «Ὁ τήν κακοδοξίαν νοσῶν εἶναι τις ἐκ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν καί διασπαράττει ὅμως τήν μητέρα τήν Ἐκκλησίαν ὅπου τόν ἐγέννησεν, ἀθετῶν ἀναισχύντως τά ἱερά αὐτῆς δόγματα καί ἐντάλματα; Καί μυκτηρίζει μέν τήν ἐν μέρει γινομένην αὐτῷ ὑπό τῶν συναδέλφων παραίνεσιν  καί συμβουλήν, καταφρονεῖ δέ καί τήν τῶν Κανόνων ἐπιτίμησιν καί δίκην; Περιέρχεται δέ εἰς λύμην καί διαστροφήν καί ἐξαπάτην τῶν ὑγιαινόντων τέκνων τῆς πίστεως; Τόν τοιοῦτον ὄχι μόνον κατά τήν ἔσω καί πνευματικήν συνάφειαν , ἀλλά καί κατά τήν ἔξω καί βιωτικήν κοινωνίαν, ὅσον εἶναι δυνατόν, τόν ἀποστρεφόμεθα πρῶτον, διά νά μή δίδωμεν εἰς αὐτόν εὐκολίαν μέ τήν ἀδιάφορον καί ἀπαραφύλακτον συναναστροφήν νά διαστρέφῃ τάς ψυχάς τῶν ἁπλουστέρων, καί δεύτερον, διά νά τόν κολάσωμεν τρόπον τινά καί  νά τόν συστείλωμεν μέ τήν τοιαύτην ἀποστροφήν ...μιά ποινή πρός αὐτόν τῆς ἀποστασίας δικαία καί πρέπουσα¨ (Εὐγενίου Βουλγάρεως,¨Σχεδίασμα περί τῆς Ἀνεξιθρησκείας¨,Ὑπό Ἁγίου Νεκταρίου Κεφαλᾶ Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Ἐκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος Ἀθῆναι 2000).
Παρενθετικῶς, γιά κάποιον πού θέλει περισσότερο νά ἐντρυφήσει στή διαχρονικότητα τῶν κανόνων, μπορεῖ νά ἀνατρέξει στό διαδίκτυο, ὅπου κυκλοφορεῖ μία πολύ καλή συστηματική συλλογική ἐργασία ἀπό τήν Ἱ. Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, περί τῆς ἀξίας τῶν κανόνων μέ τίτλο «Ἀνθολόγιον περί τῆς ἀξίας τῶν θείων καί Ἱερῶν Κανόνων».
Σέ αὐτό τό σημεῖο ὀφείλουμε νά θυμηθοῦμε καί τά σοφά λόγια τοῦ πανοσιολογιωτάτου Ἀρχ/τη π. Γεωργίου Καψάνη, τέως καθηγουμένου τῆς Ἱ.Μ.Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους πού ἐμπεριέχονται στό βιβλίο του ¨Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς ἱερούς κανόνες¨, Ἐκδ.ΑΘΩΣ 1976, σ. 88: «τό αἴτημα περί μεταβολῆς τῆς μορφῆς τῶν Κανόνων εἶναι δυνατόν νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς πρόφαση γιά τήν ἀλλαγή καί τῆς δογματικῆς ἀλήθειας τῶν Κανόνων». Ἀλλά καί λίγο παρακάτω στή σελ. 160: «Ἡ σχετικοποίηση τῶν Κανόνων ὁδηγεῖ τό μέν ποίμνιο νά χάσει τήν ὁμολογιακή του εὐαισθησία καί εὔκολα νά ὑποπέσει σέ αἵρεση, οἱ δέ αἱρετικοί νά σχηματίσουν τήν ἐντύπωση ὅτι δέν ἀπέχουν τῆς Ἀληθείας καί συνεπῶς δέν χρειάζεται νά μετανοήσουν».
Θά ἦταν μεγάλη παράλειψη νά μήν κάνουμε μνεία τῆς ἡμερίδος πού διοργανώθηκε ἀπό τήν ὑπό ἵδρυσιν τότε ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ στίς 1-11-2009 στόν Ἱ. Ναό Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Ἀμαρουσίου σέ συνεργασία μέ τόν Ἱ.Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου, μέ θέμα ¨Οἱ Ἱεροί Κανόνες ἰσχύουν σήμερα;-Ἡ διαχρονική ἰσχύς τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας¨ ἀπό  τήν ὁποία ἀποσπασματικῶς προέκυψαν τά ἑξῆς πορίσματα, τά τόσο ἀπαραίτητα γιά τόν ἀντίλογό μας πρός τό τωρινό σχετικό διεθνές Συνέδριο τῆς Ἀκαδημίας Βόλου:
«1. Ἡἐκκλησιαστική παράδοσις, πού εἶναι κατά τόν ἅγιοἸουστῖνο Πόποβιτς «τό παραδίδειν διά μέσου τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν αὐτόν τοῦτον τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, μετά πασῶν τῶν θείων ἀληθειῶν καί τῶν ἐντολῶν, τῶν χαρίτων (τῶν μυστηρίων) καί τῶν ἀρετῶν Αὐτοῦ,ὡς ζῶντα Θεόν καί Σωτῆρα, ἐν τῆἘκκλησίᾳ καί ὡς Ἐκκλησίαν...» εἶναι ἔγγραφος καί ἄγραφος καί ἔχει καί κατά τά δύο μέρη της τήν «αὐτήν ἰσχύν πρός τήν εὐσέβειαν» κατά τόν Μ. Βασίλειον. Περιλαμβάνει τή διαχρονική συνείδηση καί τήν ἐμπειρία τῆς ΚαθόλουἘκκλησίας.
2. Αὐτήν τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρία καί παράδοση καταγράφουν, ἀποτυπώνουν καί καθιστοῦν συγκεκριμένη στή ζωή τῆςἘκκλησίας πρῶτα οἱἍγιοι Ἀπόστολοι καί ἔπειτα οἱἍγιοι Πατέρες εἴτε ἕκαστος μέσα στά πλαίσια τῆς ποιμαντικῆς του εὐθύνης καί πολλοίἐξ αὐτῶν μαζί σέ Τοπικές καί Οἰκουμενικές Συνόδους διά τῶν θείων καί Ἱερῶν Κανόνων.
3. Δι’ αὐτῶν ρυθμίζεται μέ ἀσφάλεια ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί οἱἹεροί Κανόνες ἀποτελοῦν τή βάση καί τό γνώμονα γιά τήν τοπική, ποιοτική καί ποσοτική ἐπέκταση τῆς Παραδόσεως, ἡὁποία καίτοι παραμένει προφορική, ἀκολουθεῖ τό πνεῦμα τῶν κανόνων γιά νά ρυθμίσῃ λειτουργικά, ποιμαντικά καί ἀσκητικά ζητήματα πού ἀποβλέπουν σέ μείζονα προκοπή τῶν πιστῶν.
4. Μερικὰἀπὸ τὰ θέματα, στὰὁποῖα διαφαίνεται ἡ σχέση τῶν Ἱερῶν Κανόνων μὲ τὴν Ἱερὰ Παράδοση, εἶναι ἡἐπίκληση τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως στοὺς ἴδιους τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ἡ κύρωση ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες διαφόρων παραδόσεων καὶ ἐθίμων ὡς ἐκκλησιαστικῶν καὶἡ κατάργηση ἄλλων, ὡς κακῶν συνηθειῶν.
5. Ἡ προσπάθεια ἀθετήσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων διά τῆς καταργήσεως ὁρισμένων ἐξ αὐτῶν, διά τῆς τροποποιήσεώς τους ἤ διά τῆς εἰσαγωγῆς νέων κανόνων ἐκ μέρους συλλογικῶν -ὑποτίθεται- συνοδικῶν ὀργάνων μαρτυρεῖ ἄγνοια ἤ καταφρόνηση τοῦ θεοπνεύστου χαρακτῆρος τους, περιφρόνηση τῆς ζώσης Ἱερᾶς Παραδόσεως δηλ. τῆς ἐμπειρίας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πούὑπόκειται στή θέσπιση τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
6. Τό ζήτημα τῆς ἰσχύος τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι πρώτιστα ἑρμηνευτικό. Ἐάν καταλήξουμε στήν ὀρθή μέθοδο ἑρμηνείας, θα ἀποδεχτοῦμε καί τήν αἰώνια ἰσχύ τους, διότι θά ἔχουμε τήν ὀρθή ἀντίληψη γιά τή φύση τῶν νοημάτων τους, πού δέν εἶναι μόνο δικανικά, ἠθικά ἤ λογικοφιλοσοφικά, ἀλλά κυρίως πνευματικά. Οἱ ἐπιστημονικές μέθοδοι ἑρμηνείας, ὡς προερχόμενες ἀπό τό δυτικό οὑμανιστικό πρόταγμα πολιτισμοῦ, δέν ἐπαρκοῦν γιά ἐξαγωγή ἀσφαλῶν συμπερασμάτων γιά τά νοήματα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀλλά ἀπολυτοποιούμενες ὁδηγοῦν μᾶλλον στήν παρανόηση αὐτῶν.
7. Οἱ ὅροι τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου πηγάζουν ἀπό τή νηπτική θεολογία· μάλιστα πολλοί Ἱεροί Κανόνες ἀποτελοῦν αὐτούσια νηπτικά κείμενα.Ἐάν ἡἑρμηνευτική στραφεῖ στή νηπτική θεολογία, θά ἀντιληφθεῖ ὅτι τά νοούμενα εἶναι διαχρονικά, διότι ἀφοροῦν σέ καταστάσειςτῆς ψυχῆς (πάθη), πού δέν ἐκλείπουν σέ καμμία ἐποχή. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀναιρεῖται καί ἡ σοφιστεία πού ἀποδέχεται μέν τή θεοπνευστία τῶν Ἱερῶν Κανόνων (κῦρος), ὄχι ὅμως τήν ἰσχύ τους· ἐπίσης καταδεικνύεται ἡ πλάνη τῶν παπιστῶν, πού μέ βάση τήνἀνωτέρω κακοδοξία συνέταξαν τόν Κώδικα Κανονικοῦ Δικαίου (codex iuris canonici), μέ τόν ὁποῖο γίνεται ἀπόπειρα νά καταργηθεῖ ἡ ἰσχύς τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί νά συστηθοῦν οἱ διατάξεις αὐτοῦ τοῦ Κώδικα ὡς ἰσχῦον κανονικό δίκαιο ἐπὶ τῇ βάσει τῆς αἱρέσεως τοῦἀλαθήτου τοῦ Πάπα.
8. Ἡ διαχρονικότητα τῆς νηπτικῆς θεολογίας καταδεικνύεται ἀπό τό γεγονός τῆς διδασκαλίας της καί ἀπό συγχρόνους Ἁγίους τῆςὈρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως τοῦἁγίου Γέροντος Παϊσίου τοῦἉγιορείτου.
9. Τήν αὐθεντικότερη κωδικοποίηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀποτελεῖ τό ἱερό Πηδάλιο τοῦἉγίου Νικοδήμου τοῦἉγιορείτου πού εἶναι ἕνα βιβλίο θεόπνευστο, ἐπιστημονικό, πρωτότυπο, ἐκκλησιολογικό. Εἶναι τρόπον τινά τό Σύνταγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό Πηδάλιο α) λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τή δομή καί φύση τῆς Ἐκκλησίας ρυθμίζει τή διοίκηση καί τό Συνοδικό της πολίτευμα, καί β) ἀποσκοπώντας στήν προσωπική μας ἐν Χριστῷ προκοπή καί τελείωση χαράσσει τό πλαίσιο καί δίδει κατευθύνσεις καί θεραπευτικά μέσα γιά τήν κάθαρσηἀπό τά πάθη μας.
10. Ἀπαραίτητα γιά τήν ὀρθή κατανόηση τοῦἱεροῦ Πηδαλίου εἶναι τό κείμενο, ἡἑρμηνεία, ἡ συμφωνία καί τά σχόλια τοῦἉγίου Νικοδήμου τοῦἉγιορείτου. Τό ἐν λόγῳἔργο ἔχει μεταφραστεῖ στά Ἀγγλικά, Ἀραβικά, Συριακά, Αἰθιοπικά, Λατινικά, Ἰταλικά, Σλαβωνικά.
11. Ἐάν ἐμπιστευόμαστε τό ἱερό Πηδάλιο, δέν θά παρασυρόμαστε σέ ἀντικανονικές, ἀντορθόδοξες ἐνέργειες ὅπως ἡ οἰκουμενιστική συνάντηση τῆς Κύπρου. Ἡ ἐκεῖ ἑτοιμαζόμενη ἀναγνώριση τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου θά εἶχε, ἄν δέν μεσολαβοῦσαν οἱ ἀντιδράσεις τῶνὀρθοδόξων, ὀλέθρια ἀποτελέσματα γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
12. Τό Ἑλληνικό Σύνταγμα προστατεύει τήν Ἱερά Παράδοση μετά τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Μάλιστα σέ συγχορδία μέ τά προηγούμενα Συντάγματα, ἐπιτάσσει στό ἄρθρο 3 νά τηροῦνται «ἀπαρασάλευτα» οἱ Ἀποστολικοί καί Συνοδικοί Κανόνες καθώς καί οἱἱερές Παραδόσεις μας.Ἔτσι μᾶς δείχνει τόν δρόμο καί τόν τρόπο πού μποροῦμε ὡς ἔθνος νά ἀποκτήσουμε ἠθική αὐτονομία, πραγματική ἐλευθερία καί οὐσιαστική κοινωνική δικαιοσύνη, ἀλλά καί τή μέθοδο μέ τήν ὁποία ὡς ἄτομα ὁ καθένας θά βιώσουμε τήν ἀληθινή ἐν Χριστῶ ζωή».
Παραθέτουμε ἄλλο ἕνα σχετικό ἀπόσπασμαἀπὸ τὴν Εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου τοῦ
Πρωτ. Λάμπρου Δ. Φωτοπούλου (πρ. Δικηγόρου) «ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ καὶ ΚΟΣΜΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ», 
Ἀθήνα 2010.
«(…) Τί ἔχει λοιπὸν νὰὠφεληθῆ ἡ Ἑρμηνεία τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἀπὸἕνα νομικὸ σύστημα ἑρμηνείας ποὺ ἔχει ἄλλες προθέσεις καὶ ἐξυπηρετεῖ ἄλλους σκοπούς; Ἡ ἀπάντηση θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι σαφῶς ἀρνητική: Τίποτα!. Παρὰ ταῦτα  σήμερα πρυτανεύουν ἀντίθετες ἀπόψεις. Οἱ ἀσχολούμενοι ἐπιστημονικὰ μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες (Κανονολόγοι) ἀντὶ νὰ μελετήσουν αὐτοτελεῖς τρόπους ἑρμηνείας των προτιμοῦν τὴν «πεπατημένη ὁδὸ» τῶν νομικῶν μεθόδων ἑρμηνείας μὲ κάποιες μεταξύ τους διαφοροποιήσεις πρὸς δύο βασικὰ κατευθύνσεις: Α) Οἱκαθηγητὲς τῶν Νομικῶν Σχολῶν ποὺ ἐντάσσουν τοὺς Ἱ. Κανόνες στὸ σύστημα τοῦἰσχύοντος δικαίου ἀπορρίπτουν ἀνενδοίαστα ὅσους Κανόνες (ἢ σὲ ὅση ἔκταση αὐτοὶ) δὲν συμβιβάζονται μὲ τὴν κρατοῦσα ἔννομη τάξη.
Αὐτὴ ἡ μέθοδος ὁδηγεῖ στὴν  δημιουργία ἑνὸς Ἐθνικοῦ Δικαίου τῆς Ἑλλαδικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Β) Οἱ καθηγητὲς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν (στὴν πλειοψηφία τους), χωρὶς τυπικὰ νὰ ἀπορρίπτουν ἤ νὰ τροπoπoιoῦν τοὺς Ἱ. Κανόνες, τοὺς ἑρμηνεύουν νομικὰ,ἔτσι ποὺ νὰ γίνονται πιὸ εὐέλικτοι καὶ πιὸ προσαρμόσιμοι στὸ σύγχρονο δικαιακὸ σύστημα. Ἡἄποψη αὐτὴ δέχεται τυπικὰ τὸν ὑπερεθνικὸ χαρακτήρα τῶν Ἱ. Κανόνων ἀλλὰ τοὺς «συμμορφώνει» πρὸς τὸν τρόπο σκέψεως τῆς κρατοῦσας ἔννομης τάξης.
Τοὺς βλέπει ὅμως σὰν ἰδιόμορφα νομικὰ κείμενα καὶ προσδίδει σὲ αὐτοὺς μερικὲς ἀπὸ τὶς ἰδιότητες ποὺ ἔχουν οἱ κοσμικοὶ νόμοι, θεωρεῖ δηλαδὴ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες ὡς sui generis νόμους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν διστάζουν οἱ θεολόγοι-νομικοὶ νὰ χρησιμοποιήσουν ἀποκλειστικὰ τὶς νομικὲς μεθόδους ἑρμηνείας προκειμένου νὰ τοὺς κατανοήσουν. Ἡ νομικὴ μέθοδος χρησιμοποιεῖται στὴν περίπτωση αὐτὴ ἐπίσης πρὸς δύο κατευθύνσεις: α. στὴν κατανόηση τοῦ νοηματικοῦ περιεχομένου τοῦ κάθε ἱεροῦ Κανόνα καὶ β. στὴνὀρθὴὑπαγωγὴ τῶν διαφόρων κανονικῶν περιστατικῶν στὸν προσήκοντα Κανόνα κατὰ τὴν ἐκδίκαση ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων.
Αὐτὲς οἱ μέθοδοι ἑρμηνείας, ὅπως ἐφαρμόζονται, εἶναι στενόκαρδες, γιατί ἐξοβελίζουν τὴν Θεία Χάρη κατὰ δύο τρόπους: Πρῶτον, ἡ μὲκτιστὰ μέσα κατανόηση τῶν Πνευματικῶν Νόμων τῆς Ἐκκλησίας δημιουργεῖ τὴν ἐσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες εἶναι ἀνθρώπινα δημιουργήματα, καιρικῆς σημασίας ἀνώφελα γιὰ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο. Δεύτερον, παραδίδει τὰ κείμενα αὐτὰ σὲ μιὰ «κάστα» εἰδικῶν, τοὺς θεράποντες τῆς Νομικῆς Ἐπιστήμης, ποὺ ἀναλαμβάνουν, ὡς δῆθεν ἁρμόδιοι, νὰ τοὺς κατανοήσουν καὶ νὰ τοὺς ἑρμηνεύσουν1Ὁχαρισματικὸς χαρακτήρας τοῦἘπισκοπικοῦἀξιώματος ἀναιρεῖται καὶ ὁ ρόλος τοῦ Πνευματικοῦ ὑποβαθμίζεται. Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ ἀντικανονικὰ πλαίσια ὁ Ἐπίσκοπος ἢἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων ἔχοντας χάσει τὸν Κανονικό τους ρόλο, νὰ ἀποφαίνονται δηλαδὴ μετὰ αὐθεντίας γιὰ κάθε πνευματικὸ καὶἐκκλησιαστικὸ ζήτημα, καταντοῦν ἁπλὰ διοικητικὰὄργανα. ὉἘπίσκοπος εἰδικώτερα γίνεται ἕνας διοικητικὸς προϊστάμενος τοῦἱερατείου, ἕνας «ἱερὸς τμηματάρχης» μὲ ἐπὶ πλέον καθῆκον νὰ … λαμπρύνει τὶς πανηγυρικὲς ἐκδηλώσεις καὶ τελετὲς μὲ τὶς φανταχτερὲς στολές τουΤὸ ρόλο τοῦ θεματοφύλακα τῶν ἱερῶν Κανόνων, ποὺἡ δισχιλιετὴς παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦτοῦ ἐνεπιστεύθη καὶ ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ εροὶ Κανόνες τοῦ ἐπιβάλλουν ὡς κύριο ἔργο του, τὸν ἀναλαμβάνουν οἱ φερόμενοι ὡς πλέον εἰδήμονεςἐπιστήμονες- νομικοί.2
Μιὰ πικρὴ γεύση αὐτοῦ τοῦ πλανεμένου δρόμου ποὺἔχει πάρει ἡἑρμηνεία τῶν ἱερῶν Κανόνων στὶς μέρες μας μπορεῖ νὰἀποκτήσει κανεὶς μελετώντας γνωμοδοτήσεις τῆς νομοκανονικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν τελευταίων ἐτῶν. Οἱ νομικὲς δολιχοδρομίες καὶ οἱ λογικοὶ ἀκροβατισμοὶ καταλήγουν σὲ νομοκανονικὲς ἀποφάσεις τόσο ἀντίθετες μὲ ὅσα μέχρι χθὲς γνωρίζαμε ὡς ὀρθά, ποὺ δημιουργεῖ κατάπληξη3. Καὶ δυστυχῶς, οἱ Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔχουν τὸ καθῆκον νὰὑποταχθοῦν χωρὶς ἀντίρρηση στὰ κελεύσματα αὐτὰ τῶν νομικῶν … Ἔτσι δημιουργεῖται χιονοστοιβάδα νέων προβλημάτων.
Οἱ νομικὲς αὐτὲς λύσεις δημιουργοῦν ἐπιπλέον σὺν τῷ χρόνῳ ἕνα Ἐθνικὸ Κανονικὸ Δίκαιο σύμφωνα μὲ  τὸ ὁποῖο οἱ ἴδιοι ἱεροὶ Κανόνες ἔχουν ἄλλη ἔννοια στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶἄλλη σὲ ἄλλες  Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἄλλων χωρῶν. Καταντοῦμε ἔτσι νὰ δεχθοῦμε τὴ σχετικότητα τῶν ἱερῶν Κανόνων  ἀνάλογα μὲ  τὴ  χώρα, τὴν  ἐποχὴ  καὶ  τὰ κοινωνικοπολιτικὰ συστήματα. Δημιουργοῦμε τελικὰ ἕνα Θετικὸ Κανονικὸ Δίκαιο καὶ ἕνα Χριστὸ μὲ πολλὲς … ἐθνικὲς ταυτότητες.
Ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ὀρθῆς μεθόδου ἑρμηνείας τῶν ἱερῶν Κανόνων, μέσα στὰ πλαίσια ποὺ πιὸ πάνω ἀναφέραμε, ἀπαιτεῖ νὰ γνωρίσουμε τὰ εἰδικότερα στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ διαφοροποιοῦν τὸ Δίκαιο τῶν ἱερῶν Κανόνων ἀπὸ τοὺς Κοσμικοὺς Νόμους. Μετὰ τὴ γνώση αὐτή, νὰ προχωρήσουμε σὲ μιὰ αὐτάρκη καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἱερὰ παράδοση ἀπόπειρα σκιαγράφησης τοῦ τρόπου κατανόησης τῶν ἱερῶν Κανόνων».
Ἐν κατακλεῖδι θέλουμε νά τονίσουμε ὅτι ἀγωνιζόμαστε ταπεινά νά εἴμαστε ὀρθοδοξαμύντορες, ὄχι ὅμως μισαλλόδοξοι, φονταμενταλιστές ἤ γραφικοί.
Λόγια ἁγίων παραθέτουμε, ποθώντας ἀναξίως νά τούς μοιάσουμε στό λόγο καί στήν πράξη!
_____________________
1. πρβλ. σχετικὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπου ἐνῶὁ Λαὸς ἀνεγνώριζε στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ τὸν Μεσσία, ἡ τάξη τῶνἑρμηνευτῶν τοῦ Νόμου ἰσχυριζόταν τὸἀντίθετο, ἐπικαλούμενοι τὴν αὐθεντικὴ γνώση τῆς τάξης τους: μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ’ ὁὄχλος οὗτοςὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! (Ἰω. ζ´ 48-49)
2. Ἀφ᾽ὅτου οἱ νομικοὶἀνέλαβαν τὸ θέμα τῆς ἑρμηνείας τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἐδόθη μεγάλη σημασία στοὺς Διοικητικοὺς Κανόνες. Οἱνομικοὶ δηλαδὴ ἀσχολήθηκαν κυρίως μὲ τὰ διοικητικὰ ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ θέμα τῆς Ποιμαντικῆς ποὺἀποτελοῦσε τὸν πυρήνα τῶν Ἱ. Κανόνων ξέφυγε ἀπὸ τὸ Κανονικὸ Δίκαιο καὶ περιῆλθε σὲἄλλη «κάστα εἰδικῶν», τοὺς ἀποκαλουμένους Ψυχολόγους.
3. Μὲ τὶς νέες γνωμοδοτήσεις μποροῦν πλέον οἱ ἱερεῖς ποὺ καθαιρέθηκαν καὶ οἱ παπαδιὲς ποὺ χώρισαν νὰ ξαναπαντρεύονται, οἱ αὐτόχειρες καὶ τὰ ἀβάπτιστα νήπια νὰ κηδεύονται μὲ θρησκευτικὲς τελετές, περιορίσθηκαν τὰ κωλύματα τοῦ γάμου κ.ἄ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου