9 Απρ 2014

Η αγάπη του Τάφου

Η αγάπη του Τάφου
Συγκίνησις
Πεθαίνει η Αγάπη; Στις καρδιές των ανθρώπων πολλές φορές, στην καρδιά του Θεού ποτέ. Και η καρδιά του Θεού, ο αγαπητός Υι­ός, είναι ο Ιησούς Χριστός. Και η καρδιά της αγάπης είναι ο Σταυ­ρός. Η σωματική καρδιά του Ιησού σταμάτησε κάποια στιγμή να χτυπά, όχι όμως του Θεανθρώπου Κυρίου.

Δεν είναι λοιπόν, για κλάμα η ταφή του Ιησού Χριστού. Ποιος διψασμένος κλαίει σαν βρεθή μπροστά σε αστείρευτη πηγή;
Ο Σταυρός είναι η αστείρευτη πηγή της Αγάπης. Και ο Τάφος του Χριστού πηγή της ζωής.
Η βραδυνή ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής ονομάζεται επιτάφιος θρήνος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ακολουθία χαράς. Αν ο Σταυρός είναι η Αγάπη της Λυτρώσεως, ο Τάφος είναι η Αγάπη της Αναστάσεως.
Μπορούμε να κλαίμε για το θάνατο και την ταφή του Ιησού;
Πώς μπορούμε να κλαίμε για την ταφή του Ιησού, αφού ξέ­ρουμε ότι σε λίγο θ' αναστηθή από τον τάφο; Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός ήξερε, ότι θ' ανέσταινε το Λάζαρο. Παρ΄όλο τούτο, δά­κρυσε μπροστά στον τάφο του Λαζάρου. Συγκινούμαστε. Μας συγ­κινεί η αγάπη στο Φίλο, στο Πρόσωπο, που αγαπάμε και μας α­γαπά, στον Ιησού. Ο ορίζοντας σκοτεινιάζει, μόλις δύση ο ήλιος, καίτοι γνωρίζεις ότι ο ήλιος θ’ ανατείλη και πάλι.
Ο ήλιος, σαν γέρνη προς τη δύσι, είναι σαν να γράφη σιγά-σιγά στην κορυφογραμμή: «Σε λίγο έρχομαι. Σε λίγο ανασταίνομαι». Έτσι και ο Χριστός, ό Ήλιος της Θεότητος. Έγειρε το κεφάλι. Έδυσε. Αλλ’ άφησε βέβαιη την ελπίδα: Σε λίγο ξανάρχομαι. «Μικρόν και ου θε­ωρείτε με, και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με» (Ιωάν. Ιστ’ 16)
Συγκινούμεθα από την ταφή του πλέον αγαπητού μας Προσ­ώπου. Συγκινούμεθα αναλογιζόμενοι την αγάπη Του σε μας. Από αγάπη ανέβηκε στο Σταυρό. Από αγάπη κατέβηκε και στον άδη. «Α­πέθανε και ετάφη κατά τας γραφάς» (Α’ Κορ. ιε’ 4)
Για κάθε ανθρώπινο τάφο ισχύει το « α κ ο ύ σ ι α».
Για τον τάφο του Ιησού Χριστού ισχύει το « ε κ ο ύ σ ι α».
Θέλησε και ετάφη. Θάφτηκε Εκείνος, για να ξεθάψη εμάς από τα μνήματα της αμαρτίας. Θάφτηκε ο Παντοδύναμος, για ν’ ανα­σύρη η παντοδύναμη Αγάπη Του όλους τους «τεθνεώτας».
Αλλ’ η θλίψις της Μεγάλης Παρασκευής δεν είναι τόσο για τον Ιησού Χριστό, που είναι η «Ζωή εν τάφω». Είναι κυρίως για τους εχθρούς του Σταυρού, για τους εχθρούς του Ιησού.
Όταν ο Κύριος ανέβαινε προς το Γολγοθά και πίσω Του είδε να κλαίνε ευλαβείς γυναίκες, διακόνισσες της Αγάπης, επεσήμανε για ποιους πρέπει να κλαίμε: «Μη κλαίετε επ’ εμέ. Πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών» (Λουκ. κγ’ 28)
--Κλάψτε, μανάδες, γιατί θάβουν τα παιδιά σας οι νεκροθά­φτες του κακού, οι έμποροι του θανάτου!
Κάποτε θεάθηκε ο απόστολος Παύλος να κλαίει. Τον ρώτησαν γιατί; Και απάντησε:
«Νυν δε και κλαίων λέγω τους εχθρούς του Σταυρού» (Φιλιπ. Γ’ 18).
Είναι πολλοί οι εχθροί του Σταυρού. Είναι όλοι εκείνοι, που προσπαθούν:
Να ενταφιάσουν την πίστι.
Να συσκοτίσουν την αλήθεια.
Να θάψουν το δίκαιο.
Να εξαφανίσουν ηθικά και πνευματικά τον τόπο μας.
Να σκοτώσουν το πνεύμα και να το θάψουν στον τάφο του υλισμού.
Για όλους αυτούς ο θρήνος. Και για τους άλλους, για τα θ ύ μ α τ ά  τους.
Δεν κλαίμε για τη Ζωή, που είναι στον τάφο, αλλά κλαίμε για το θάνατο, που σέρνεται ως ζωή. Κλαίμε:
Για τις πεθαμένες υπάρξεις.
Για τις πεθαμένες οικογένειες.
Για τα πεθαμένα νιάτα.
Για τις πεθαμένες ελπίδες.
Για την άνοιξη, που πριν ακόμη ανθίση, γίνεται χειμώνας.
Όχι, λοιπόν, θρήνος για τον Τάφο του Χριστού. Ο Τ ά φ ος αυ­τός είναι Α γ ά π η. Με αγάπη δέχτηκε το Σώμα του Ιησού. Ο Τάφος φανερώνει την αγάπη στο σώμα.
Αγάπησε ο Τάφος το Σώμα Εκείνου.
Είναι το Σώμα, που ζήτησε ο Ιωσήφ από τον Πιλάτο. Το τίμιο Σώμα, που ζητάμε καί μείς με τη λαχτάρα της θείας Κοινωνίας.
Είναι το Σώμα, που με ευλάβεια αγκάλιασαν ο Ιωσήφ και ο Νι­κόδημος. Το Σώμα, που με καθαρή σινδόνα οι δύο αυτοί άνδρες πε­ριτύλιξαν. Το Σώμα, που με κ α θ α ρ έ ς  ψυχές υποδέχονται οι πιστοί και ενστερνίζονται. 
Είναι το Σώμα, που οι δύο τολμηροί «κρυφοί» μαθητές με προ­σοχή έθεσαν στο κ α ι ν ό  μ ν η μ ε ί ο, όπου κανένας άλλος δεν είχε τεθή.
Το Σώμα της θείας Κοινωνίας, που α ν α κ α ι ν ι σ μ έ ν ε ς  ψυχές το υποδέχονται. Κανένας άλλος. Η καρδιά μας αποκλειστι­κός χώρος για τον Ιησού Χριστό.
«Πώς; Ποίαις χερσί δε προσψαύσω το σον ακήρατον Σώμα;» (Δοξαστικό αποστίχων Μεγάλης Παρασκευής).
Ο Τάφος δείχνει την αγάπη και στο δ ι κ ό  μ α ς  σ ώ μ α.
Δεν πετιέται το σώμα του ανθρώπου, όπως το σώμα του σκύ­λου ή της γάτας. Ε ν τ α φ ι ά ζ ε τ α ι. Δεν καίγεται το ανθρώπινο σώμα.
Δεν δεχόμαστε, ως πιστοί χριστιανοί, την κ α ύ σ ι των νε­κρών, γιατί αποτελεί βεβήλωσι στο σώμα. Ούτε εν ζωή ούτε μετά θάνατον βεβηλώνεται το σώμα, όπως δε βεβηλώνεται ένας Ναός, είτε λειτουργείται είτε δε λειτουργείται.
Το σώμα  τ ι μ ά τ α ι. Πως αγαπάμε το σπίτι μας; Έτσι α­γαπάμε το σώμα, που είναι κατοικία της ψυχής, ναός του πνεύ­μα­τος, δοχείο του Αγίου Πνεύματος.
Τιμάται το σώμα, γιατί αυτό το σώμα π ρ ο σ έ λ α β ε  ο Θεός Λόγος, ο Χριστός.
Τιμάται το σώμα, γιατί είναι υποψήφιο για την αναστάσιμη δόξα.
Όσο ζούμε, είμαστε  θ α ν α τ ο π ο ι ν ί τ ε ς. Όταν πεθάνουμε, γινόμαστε… α ν α σ τ ό π ο υ λ ο ι ! παιδιά της αναστάσεως. 
Αγάπη ο Τάφος, γιατί αγκάλιασε το Σώμα του Χριστού, όπως και μείς με αγάπη το αγκαλιάζουμε στη θεία Κοινωνία.
Αγάπη ο Τάφος, γιατί τιμά το ανθρώπινο σώμα. Όταν για ό­λους πλέον θα είμαστε ανεπιθύμητοι, ο τάφος θα σπεύσει να μας υποδεχτή, να μας φιλοξενήση και να μας τιμήση. Όχι βεβαίως για να μας κρατήσει για πολύ.
Ξ ε ν ο δ ο χ ε ί ο  είναι ο τάφος. Προσωρινά διαμένουμε στο ξενοδοχείο, απλώς για ν’ αναπαυθούμε σε κάποιο μας ταξίδι. Ξυ­πνάμε, καί αφού πληρώσουμε τα έξοδα, συνεχίζουμε το οδοιπορικό μας.
Για λίγο φιλοξένησε ο Τάφος το Χριστό. «Τάφω σμικρώ ξενο­δοχείται, Όν, παίδες, ανυμνείτε» (ωδή η’ κανόνος Μεγ. Σαββάτου). Για λίγο. Ξύπνησε ο Κύριος με την Ανάστασί Του.
Το ίδιο και μείς. Απλώς θα φιλοξενηθούμε στον τάφο για λίγο, πληρώνοντας τον κοινό φόρο. Κανένας φ ο ρ ο φ υ γ ά ς  από το φόρο του θανάτου. Θα φιλοξενηθούμε, για να ξυπνήσουμε, όταν η καμπάνα της κοινής αναστάσεως θα ηχήση δυνατά.
Δ ι υ λ ι σ τ ή ρ ι ο  ο  τάφος. Το νερό της βροχής περνάει από τα σπλάχνα της γης, από τα φυσικά διυλιστήρια, και βγαίνει κα­θαρώτερο. Έτσι και το σώμα. Περνάει από τον τάφο της γης. Θα ξεπηδήση καθαρώτερο, λαμπρότερο, ωραιότερο.
Η ταφή είναι το χημείο, όπου γίνεται η δική μας μεταστοι­χείωσις.
Το φθαρτό, με την ανάστασι, γίνεται άφθαρτο.
Το θνητό γίνεται αθάνατο.
«Τη ταφή Σου ζωής μου τας εισόδους διανοίξαντα καί θανάτω θάνατον καί άδην τε θανατώσαντα» (α΄ωδή κανόν. Μεγ. Σαββάτου)
«Το φθαρτόν δε σου εις αφθαρσίαν μετεστοιχείωσας» (στ’ ωδή)
Αγαπητός ο τάφος, αφού είναι ε υ ε ρ γ έ τ η ς  ο θάνατος. Για να μην υπήρχε θάνατος, ένα από τα δύο έπρεπε να συμβαίνη: Ή να ζούσε ο άνθρωπος για πάντα στον παράδεισο της Εδέμ, ή να ζούσε για πάντα το κακό.
Ο θάνατος μπήκε ως αναγκαία διαδικασία στην πορεία της ζω­ής μας, για να μην είναι το κακό αθάνατο.
Ο θάνατος είναι το τέλος των δεινών, η αρχή της αληθινής χα­ράς.
Ο θάνατος του Χριστού συνέβη, για να μη γίνη το κακό, το με­γαλύτερο κακό. Για να μη γίνη ο  θ ά ν α τ ο ς,  α θ ά ν α τ ο ς.
Η αγάπη του γιατρού φαίνεται στην προσπάθειά του να ζήση ο άνθρωπος. Η αγάπη του Χριστού φάνηκε απείρως σημαντικώτερη.
Ο  Σ τ α υ ρ ό ς  Του είναι ο θάνατος του θανάτου.
Οι  Π λ η γ έ ς Του, οι πηγές της χαράς μας.
Ο  Τ ά φ ο ς  Του, η πηγή της αθανασίας μας.
Η  Α ν ά σ τ α σ ί ς  Του, ο πρόδρομος της δικής μας ανα­στάσεως. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου