17 Απρ 2014

«Ἥπλωσας τάς παλάμας καί ἥνωσας τά τό πρίν διεστῶτα» ( Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης Ευσταθίου )


εσταυρωμένος

Ἐάν ρωτήσουμε ἕνα μικρό παιδάκι, πού δέ γνωρίζει ἀκόμη πολλά πράγματα, ἀλλά πού ὀσφραίνεται τήν ἀγάπη τῶν μεγαλύ­τερων ἀνθρώπων πού εἶναι κοντά του- καί μάλιστα τοῦ στοργικοῦ πατέρα καί τῆς ἀναντικατάστατης μητέρας του- πόσο τούς ἀγαπάει, τότε αὐτό ἁπλώνει καί τά δύο χεράκια του καί μέ τά λίγα λόγια πού γνωρίζει ἀπαντᾶ: «τόοοσο!».
Τά πανάγια χέρια τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἁπλωμένα ἐπάνω στό Σταυρό. Εἶναι τρυπημένα μέ τά φαρμα­κερά καρφιά καί γεμάτα αἵματα. Στάζουν κυριολε­κτικά μιά-μιά σταγόνα τό πανάχραντο αἷμα του, γιά νά ξεπλύνουν τά δικά μας ἀνομήματα, γιά νά γιατρέψουν τίς δικές μας πληγές, γιά νά θρέψουν τή δική μας ψυχή καί γιά νά ἐπιβεβαιώσουν μέ αὐτό τόν τρόπο τήν Ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου γιά τόν ἄνθρωπο.
Ὅταν, μετά τή θριαμβευτική Ἀνάστασή Του τήν ἴδια ἡμέρα τό ἀπόγευμα, ἔκανε τήν ἐμφάνισή του στούς φοβισμένους καί κλεισμένους στό ὑπερῶο μαθητές του, γιά νά βεβαιωθοῦν ἐκεῖνοι, ὅτι δέν ἦταν ἄλλος, οὔτε φάντασμα «ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας». Καί  ἐκεῖνοι,   βλέποντας  τά  πληγωμένα χέρια Του, τόν ἀναγνώρισαν καί «ἐχάρησαν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον».

Ἔχει πολύ βάθος αὐτή ἡ συνάντηση τοῦ Ἀνα­στημένου Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του. Τόσο με­γάλη εἶναι ἡ σημασία της, ὥστε, γιά νά ἐμπεδωθεῖ ἡ πεποίθησή τους στήν Ἀνάστασή Του καί νά θεριέψει ἡ πίστη τους στή θεότητά Του, ἐπανέλαβε τήν ἐμφάνισή του «μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ», παρόντος καί τοῦ ἀπουσιάζοντος ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνισή Του Θωμᾶ. Χρησιμοποιεῖ, μάλι­στα, τόν ἴδιο τρόπο, γιά νά κάνει καί ἐκείνου ὄχι μόνο τή χαρά ἀληθινή ἀλλά καί τήν πίστη πιό στέρεα καί πιό μεγάλη.
«Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ, φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖρας μου». Ὁ Θωμᾶς, γεμάτος ἔκπληξη καί πλημμυρισμένος ἀπό μιά ἀνείπωτη χαρά, ἀναφωνεῖ: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Μερικοί, μάλιστα, ἑρμηνευτές ἀναφέρουν ὅτι, ὅταν ὁ Θωμᾶς εἶδε τά πληγωμένα χέρια τοῦ Κυρίου καί βέβαια τά πόδια καί τήν πλευρά Του, τίποτε δέν ἄγγιξε, ἀλλά πείσθηκε καί ὁμολόγησε καί τήν ὁμο­λογία αὐτή ἐπαναλάμβανε στό κήρυγμά του σέ κάθε εὐκαιρία καί τελικά τήν ὑπέγραψε μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου του.
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι τά σημαδεμένα καί πλη­γωμένα ἀπό τά καρφιά χέρια τοῦ Κυρίου ἔγιναν αἰτία νά τόν ἀναγνωρίσουν οἱ μαθητές Του ἀνα­στημένο πλέον, νά τόν πιστεύσουν γιά «Κύριό τους καί Θεό τους» καί νά γίνουν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του, προσφέροντας γι’ αὐτή τήν αὐταπάρνησή τους, τόν κόπο καί τόν ἱδρῶτα τους, μά πρό πάντων τή μαρτυρία τοῦ ὀρθόδοξου λόγου τους, τήν ἐνάρετη βιοτή τους καί τό μαρτυρικό τους αἷμα.
Ἡ κοινωνία μας καί σήμερα, γιά νά πιστέψει καί νά ἐμπιστευθεῖ κάποιον καί γιά νά τόν παραδεχθεῖ, κοιτάζει τά χέρια του, μέ μεταφορική, βεβαίως, ἔννοια, τά ὁποῖα πρέπει νά εἶναι:
α) Καθαρά, ὄχι ἐξωτερικά, ἐπιδερμικά, ὅπως ἦταν τοῦ Πιλάτου. Ἐκεῖνος «λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χεῖρας αὐτοῦ λέγων ἀθῶος εἰμί ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου». Ἦταν ὅμως δυνατό νά χαρακτηρισθοῦν τά χέρια του καθαρά, ἀφοῦ μέ τή δική του ὑπογραφή συντελέσθηκε τό μεγαλύτερο ἔγκλημα πάνω στή γῆ; Μπορεῖ νά τό εἶπε, ὅτι εἶναι ἀθῶος, ἀλλά εἶναι ὁ μέγας ἔνοχος, γιατί, ἐνῶ τρεῖς φορές ὁμολογεῖ καί ἀναγνωρίζει τήν ἀθωότητά Του, λέγοντας πρός τούς Ἰουδαίους «ἐγώ οὐδεμίαν κατηγορίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ», ἐν τούτοις «παραδίδει αὐτόν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ». Τά χέρια εἶναι καθαρά, ὅταν δέν ἐνέχονται σέ ψευδορκίες, σέ ἁρπαγές, σέ χειροδικίες, σέ λαθροχειρίες, σέ κλεψιές, σέ ἐγκληματικές ἐνέργειες καί σέ ἄλλα ἀνομήματα πού διαπράττονται μ’ αὐτά.
Πόσο, ἀλήθεια, εἶναι ἀξιοπρόσεκτο τό ἐπίγραμμα πού ἦταν χαραγμένο στή βρύση μπροστά στό ναό τῆς ἁγίας Σοφίας στήν Κων/πολη: «Νίψον ἀνομήματα μή μόναν ὄψιν» .
β) Νά εἶναι ἐργατικά. Μέ καύχηση ἐν Κυρίῳ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔδειχνε τά ἐργατικά καί ροζια­σμένα χέρια του στούς ἀνθρώπους καί πρόσθετε διδακτικά «Ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσιν μετ’ ἐμοῦ ἐξέθρεψάν με αἱ χεῖρες αὗται».
Εἶναι ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἡ ἐργασία, ἡ ὁποία καί τήν ὕλη ἀξιοποιεῖ καί τήν ἀρετή προάγει. Παίρνει ὁ ἐπιπλοποιός ἕνα ἄμορφο ξύλο καί, ἀφοῦ μέ προσοχή καί γιά πολλές ὧρες τό σμιλέψει, δημιουργεῖ ἕνα πανέμορφο ἔπιπλο καί στολίζει μέ αὐτό τό σπίτι μας, τό Ναό μας, τό χῶρο τῆς δουλειᾶς μας.
Ταυτόχρονα, βοηθάει τόν ἄνθρωπο στήν καλ­λιέργεια τῆς ψυχῆς του, ἀφοῦ τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τούς πειρασμούς, πού πέφτουν ἐπάνω του τίς στιγμές τῆς ἀργίας καί τῆς ἀπραξίας του. Νά γιατί οἱ πατέρες ἔλεγαν, ὅτι «ὅποιος δέν ἔχει δουλειά τοῦ εὑρίσκει ὁ διάβολος ἀπασχόληση» καί ὁ λαός μας μέ τή σοφία του ἐπιβεβαιώνει, λέγοντας ὅτι «στοῦ τεμπέλη τήν καρδιά φτιάχνει ὁ διάβολος φωλιά», ἐνῶ οἱ πρόγονοί μας ἐπιγραμματικά δίδα­σκαν, ὅτι «ἡ ἀργία ἐστί μήτηρ πάσης κακίας». Ἰδίως γιά τούς νέους ἀνθρώπους ἡ ἀπραγία εἶναι κατάσταση ἐγκληματική, ἀφοῦ σπαταλοῦν τόν πο­λύτιμο χρόνο τους ἀσκόπως τότε πού πρέπει νά βάζουν γερά θεμέλια, γιά τή μετέπειτα ζωή τους. Γιά αὐτό ἕνας παιδαγωγός ἔλεγε σ’ ἕναν πατέρα: «θέλεις νά σώσεις τό παιδί σου; Γέμισέ του δημι­ουργικά τίς ὧρες».
γ) Ἐπίσης τά χέρια μας, γιά νά μᾶς παραδεχθοῦν καί ἀναγνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι, πρέπει νά ὑψώ­νονται σέ θέση προσευχῆς συχνά -πυκνά. Οἱ μεγάλοι ἀγωνιστές, ὅσιοι καί ἀσκητές, ὕψωναν τά χέρια τους στήν προσευχή γιά ὧρες πολλές. Τέτοια ἦταν ἡ ἀφοσίωσή τους, ὥστε ἡ ἀκινησία τῶν χεριῶν τους, πού διαρκοῦσε πολλές ὧρες ξεγελοῦσε τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, πού ἄρχιζαν νά συγκεν­τρώνουν ὑλικά, γιά νά κάνουν τή φωλιά τους στίς ἀνοιχτές παλάμες τῶν ἀσκητῶν.
Βέβαια δέν εἶναι ὁ μόνος τρόπος προσευχῆς τά ἁπλωμένα χέρια, εἶναι ὅμως δηλωτική ἡ στάση αὐτή τῆς ἀφοσιώσεως καί τῆς ἐπικοινωνίας μας μέ τόν πλάστη καί Θεό μας, ἀφοῦ κατά τή διάρκειά της παίρνει μέρος ὅλος ὁ ψυχοσωματικός μας κό­σμος.
δ) Ἀκόμη τά χέρια μας πρέπει νά εἶναι ὄχι μόνο καθαρά ἀπό ἀδικίες, ἀλλά καί στολισμένα μέ τίς ἀγαθοεργίες καί μέ τίς φιλάνθρωπες ἐνέργειές μας, πού ἀποσκοποῦν στή συμπαράσταση τοῦ ἐμπερί-στατου συνανθρώπου μας, πού δέν εἶναι, οὔτε ξένος, οὔτε πολύ περισσότερο ἐχθρός μας, ἀλλά ἀδελφός μας, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε ἑνός πατέρα παι­διά.
Εἶναι εὐλογημένα καί ἁγιασμένα τά χέρια πού μεταβάλλουν τά ψυχρά χρήματα σέ ζεστό φαγητό, σέ μανδήλι γιά τά δάκρυα τῶν πονεμένων, σέ φάρ­μακο γιά τήν ἀρρώστια τοῦ δοκιμαζομένου, γιά ψωμί τοῦ πεινασμένου, γιά στέγη τοῦ ἀστέγου καί γιά βακτηρία τοῦ γέροντα.
Αὐτά τά χέρια θεωροῦνται τά πιό ὄμορφα καί τά πιό ὡραῖα καί μακάρι νά τά ἀγαπήσουμε, νά τά ἀσπασθοῦμε καί νά τά κάνουμε δικά μας.
Κάποτε στό σπίτι μιᾶς ἀρχόντισσας συγκεντρώ­θηκαν γυναῖκες, γιά νά περάσουν ἕνα ὄμορφο ἀπόγευμα, πίνοντας καφέ καί συζητώντας. Σέ κά­ποια στιγμή μιά ἀπό αὐτές εἶχε τή «φαεινή» ἰδέα νά κάνουν ἕνα «διαγωνισμό», γιά νά ἀποδειχθεῖ ποιᾶς τά χέρια θά ἦταν τά πιό ὡραῖα. Ἐπειδή ἡ καθεμία θεωροῦσε τά δικά της, ὡς τά καλύτερα καί δέν κατέληγαν σέ συμπέρασμα, ἀποφάσισαν νά ἐρωτήσουν τό γέροντα πατέρα τῆς κυρίας πού φιλοξενοῦσε τήν παρέα. Ἐκεῖνος, πεπειραμένος καί σοφός, τούς εἶπε: «Δῶστε μου προθεσμία νά βγῶ στίς φτωχογειτονιές καί νά ρωτήσω τούς φτω­χούς, τούς μοναχικούς, τούς πονεμένους, τούς πο­λύτεκνους καί τότε θά σᾶς πῶ ποιᾶς τά χέρια εἶναι ὀμορφότερα».
Μακάρι νά παύσουμε νά βλέπουμε ἀκίνητο τόν Κύριό μας στό Σταυρό. Μακάρι νά θελήσουμε νά βλέπουμε καί τούς ἁγίους μας νά κινοῦνται καί νά μήν εἶναι ἀκίνητοι καί κρεμασμένοι στόν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ μας.
Εἶναι ἀνάγκη νά βλέπουμε μέ τά μάτια τοῦ Χρι­στοῦ μας, νά ἀκοῦμε μέ τά αὐτιά του, νά μιλᾶμε μέ τό στόμα του, νά περπατᾶμε μέ τά πόδια του, νά δουλεύουμε μέ τά χέρια του καί νά ἀγαπᾶμε μέ τήν καρδιά του.
Τότε οἱ ἄνθρωποι θά μᾶς παραδεχθοῦν, τότε ἀπό τή ζωή μας θά ὠφελοῦνται καί ἀπό τό λόγο μας θά διδάσκονται. Μή λησμονοῦμε αὐτό πού ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γιά τόν Ἅγιο Βασίλειο: «τοῦ Βασιλείου ὁ λόγος ἀκουγόταν σάν βροντή, γιατί ὁ βίος του ἔλαμπε σάν ἀστραπή».
Από το βιβλίο του Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευσταθίου: » ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΙΟ ΔΡΑΜΑ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου