Μὲ
τὴν συμπλήρωση 170 χρόνων ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη (συνέβη στὶς
4 Φεβρουαρίου τοῦ 1843), λέμε καλοί μου φίλοι, νὰ ποῦμε δύο λόγια γιὰ τὴν
μεγάλη αὐτὴ μορφὴ τοῦ Ἔθνους μας. Σήμερα εἰδικά, ποὺ μὲ μεθοδευμένο τρόπο μᾶς
ξεκόβουν ἀπ’ τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς Ἥρωές μας, βάζοντας στὴ θέση τους τί; Καὶ
γιατί;
*
* *
Στ’
ἀλήθεια, 170 χρόνια ἀπὸ τότε, ποιὸς ξέχασε τοῦτο τὸν μέγα ἀρχηγέτη τῆς Ἑλληνικῆς
Ἐπανάστασης, τὸν ἀνυπέρβλητο ἥρωα, ποὺ ἐλευθέρωσε μὲ τοὺς ἀγῶνες, τὴν ἐξυπνάδα,
τὰ στρατηγήματα, τὸ πεῖσμα, τὴν ἐπιμονή, τὸ ἀπερίγραπτο θάρρος, τὴν πίστη, ἀλλὰ
καὶ τὴν προσευχή του τὴν ἀγαπημένη μας Πατρίδα;
Ποιὸς
ὅταν μιλᾶ γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση δὲν φέρνει ἀμέσως στὸ μυαλό του τὸν
Θεόδωρο Κολοκοτρώνη κι ὅταν λέει τὸ ὄνομά του δὲν φέρνει στὴ μνήμη του ὅ,τι
γνωρίζει γιὰ τὴν ὑπέροχη προσωπικότητα καὶ τὶς νίκες του;
Καταγόταν
ἀπὸ μία ἡρωϊκότατη οἰκογένεια. Ἀρκεῖ νὰ ποῦμε τοῦτο γι’ αὐτήν. Πῶς ὁ ἄγριος
διωγμὸς τῶν κλεφτῶν, ποὺ ἔγινε τὸ 1806, ἀποδεκάτισε τὸ σόϊ τῶν Κολοκοτρωναίων. Ἀπὸ
τοὺς 32 Κολοκοτρωναίους σώθηκαν μόνον 7, ποὺ πέρασαν γιὰ προστασία στὴ Ζάκυνθο.
Ὅταν ἦρθε στὴν Πελοπόννησο, ξεκίνησε τὸ ἔργο
του μὲ προσευχή.
Νὰ
τί λέει ὁ ἴδιος:
«Ἦταν
μία ἐκκλησία εἰς τὸν δρόμον, ἡ Παναγία στὸ Χρυσοβίτσι, καὶ τὸ καθησιό μου ἦτο ὅπου
ἔκλαια τὴν Ἑλλάς. Σίμωσα, ἔδεσα τὸ ἄλογό μου σ’ ἕνα δένδρο, μπῆκα μέσα καὶ
γονάτισα. Παναγιά μου, εἶπα ἀπ’ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου, καὶ τὰ μάτια μου
δάκρυσαν. Παναγιά μου βοήθησε καὶ τούτη τὴ φορὰ τοὺς Ἕλληνες νὰ ψυχωθοῦν. Ἔκανα
τὸν Σταυρό μου, ἀσπάσθηκα τὴν εἰκόνα της, βγῆκα ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι, πήδηξα στὸ ἄλογό
μου κι ἔφυγα.
Σὲ
λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν ὀκτὼ ἁρματωμένοι, ὁ ἐξαδελφός μου ὁ Ἀντώνης
Κολοκοτρώνης καὶ ἑπτὰ ἀνήψια του. «Κανεὶς δὲν εἶναι στὴν Πιάνα», μοῦ εἶπε ὁ Ἀντώνης.
Οὔτε στὴν Ἁλωνίσταινα. Εἶναι φευγάτοι». Ἂς μὴ εἶναι κανεὶς ἀποκρίθηκα. Ὁ τόπος
σὲ λίγο θὰ γεμίσει παλλικάρια».
Ναί,
τόσο πολὺ πίστευε στὸ θαῦμα τῆς Παναγίας καὶ πὼς θὰ εἰσακουόταν ἡ προσευχή του,
ὅπως καὶ ἔγινε.
Ἀπευθυνόμενους
μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση στοὺς μαθητὲς τῆς Α΄ Γυμνασίου τῆς Ἀθήνας, ἐκεῖ στὴν Πνύκα,
εἶπε γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἔζησε: «Τόσον τρομάξαμεν τοὺς Τούρκους, ὅπου ἄκουγαν Ἕλληνα
καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακριά. Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρὸς καὶ
ἕνα καράβι μίαν ἁρμάδα».
Καὶ
στὴ συνέχεια εἶπε στὰ παιδιὰ αὐτὰ γιὰ τοῦτο τὸ θαῦμα: «Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάστασι, δὲν
ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἅρματα, οὔτε πὼς οἱ Τοῦρκοι
ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε ποῦ πάτε ἐδῶ
νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα, ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία
τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι
καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς
αὐτὸν τὸν σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάστασι».
Λοιπόν,
τόσο μεγάλο ἦταν τὸ θαῦμα ποὺ ζοῦσε, ὥστε ἔλεγε καὶ ξανάλεγε ἐκεῖνο τὸ ὑπέροχο:
«Ὁ Θεὸς ἔβαλε τὴν ὑπογραφή του γιὰ τὴν λευτεριὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ δὲν τὴν παίρνει
πίσω»!
Κι
εἶναι ἀλήθεια πὼς ἀπ’ τὸν Θεὸ ἀντλοῦσε ὅλη του τὴν δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο. Ἔλεγε
ὁ ἴδιος: «Ἔχω τὸ θάρρος μου εἰς τὸν προστάτην τῆς Ἑλλάδος Θεόν, γι’ αὐτὸ καὶ ἐνεργῶ
πᾶν ὅ,τι δύναμαι».
Στὰ
πολλά του παθήματα γιὰ τὴν Πατρίδα, ἀξέχαστες εἶναι καὶ οἱ δύο τόσο ἄδικες
φυλακίσεις του. Τὸ 1825 στὴν Ὕδρα καὶ τὸ 1834 στὸ Παλαμήδι τοῦ Ναυπλίου, τὶς ὁποῖες
ὑπέμεινε μὲ θαυμαστὴ καρτερία, ἀλλὰ καὶ ἀνεξικακία. Εἶναι δὲ πολὺ χαρακτηριστικὴ
ἡ περίφημη δίκη του τὴν ἄνοιξη τοῦ 1834 στὸ Ναύπλιο.
Τοῦ
λέει ὁ Πρόεδρος:
−
Σήκω ἐπάνω, κατηγορούμενε.
Πῶς
ὀνομάζεσαι;
−
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
−
Πόθεν κατάγεσαι;
−
Ἀπὸ τὸ Λιμποβίσι τῆς Καρύταινας.
−
Πόσων ἐτῶν εἶσαι;
−
Ἑξήντα τεσσάρων
−
Τί ἐπάγγελμα ἔχεις;
Καὶ
ἡ ἀπάντηση τοῦ Κολοκοτρώνη ἦταν τούτη, ποὺ ἀποκαλύπτει καὶ τὸ μεγαλεῖο του ἥρωα:
−
Κρατῶ στὸ χέρι τὸ τουφέκι καὶ πολεμάω γιὰ τὴν Πατρίδα μου!
Ναί,
αὐτὸ ἦταν τὸ ἐπάγγελμά του! Καὶ χάρις σ’ αὐτὸ τὸ ἐπάγγελμά του, εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς
σήμερα ἐλεύθεροι, κοντὰ δύο αἰῶνες τώρα.
Ἆραγε
πόσοι ἀπὸ μᾶς, μποροῦν νὰ δώσουν μία τέτοια ἀπάντηση σήμερα; Πόσοι διαθέτουμε αὐτὸ
τὸ ἡρωϊκὸ φρόνημα, ἀλλὰ καὶ τὴν αὐταπάρνηση, καὶ μαχόμαστε μὲ ὅποιο τρόπο
διαθέτουμε γιὰ τὰ μεγαλεῖα καὶ τὶς ἀξίες τῆς Φυλῆς μας;
Αὐτὸ
δὲ τὸ ἡρωϊκὸ φρόνημα τοῦ ἀπαράμιλλου Γέρου τοῦ Μωριᾶ, φαίνεται καὶ στοὺς ἀνδριάντες
του. Ὅλοι τους, τοὐλάχιστον αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐκφράζουν ἀπολύτως, τὸν ἔχουν πάνω σὲ
ἄλογο, ὑπερήφανο, ἀγέροχο, ἀκατάβλητο καὶ μαχόμενο, ὅπως αὐτὸ ποὺ βρίσκεται στὸ
πεδίο τοῦ Ἄρεως στὴν Τρίπολη, ἐκεῖ ποὺ φυλάσσονται τὰ ὀστᾶ του.
Ὁ
Δράμαλης μὲ τὸν πολυάριθμο στρατό του διῆλθε ἀήττητος ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Ὡς τὰ
Δερβενάκια ὅμως, δηλαδὴ ὡς τὸ σημεῖο ποὺ συνάντησε τὸν Κολοκοτρώνη. Ἐκεῖ κατατροπώθηκε
ἀπὸ τὸ ἀκαταμάχητο θάρρος καὶ τὴν στρατιωτική του ἰδιοφυΐα. Ὅλη του ἡ ζωή ἦταν ἡρωικότατη. Σὲ ὅλα του ἦταν
τὸ πρότυπο τοῦ μεγάλου ἥρωα καὶ τοῦ Πατριώτη.
Ἂς
ἀναφέρουμε ἕνα μόνο, αὐτὸ ποὺ ἔγινε μὲ τὸν Ἰμπραήμ, γιατί ἔχει μεγάλη σχέση μὲ
τὶς δύσκολες ἡμέρες, ποὺ ζοῦμε. Γιὰ νὰ τὸ ἔχουμε ὑπόψη μας ὅλοι, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι.
Ὅπως
εἶναι γνωστό, ὁ Ἰμπραήμ, λίγο ἔλειψε νὰ σβήσει ὁριστικὰ τὸν μέγα θρίαμβο τῆς Ἑλληνικῆς
Ἐπανάστασης. Ἔκαιγε τὰ πάντα, ἔσφαζε ἀνελέητα τοὺς ἀνθρώπους. Γινόταν χαλασμός,
ὅπου περνοῦσε.
Τόσο
μεγάλος ἦταν ὁ φόβος ἀπ’ τὸ κακό, ποὺ ἔσπερνε παντοῦ, ὥστε πολλοὶ προσκύνησαν,
γιὰ νὰ γλυτώσουν. Κι ἄλλοι καὶ μάλιστα ἀπ’ τοὺς ἐπιφανεῖς τῆς ἐποχῆς, ἐξαγοράστηκαν
δυστυχῶς! Βλέπετε ὁ Ἰμπραὴμ χρησιμοποίησε ἀκόμη καὶ τὸ ἄφθονο χρῆμα, ποὺ
διέθετε.
Ὁ
ἀδιάφθορος Κολοκοτρώνης ὅμως, ὅπως δὲν φοβήθηκε οὔτε τὸν Δράμαλη, οὔτε κανέναν
καὶ ποτέ, ἔτσι δὲν φοβήθηκε καὶ τὸν Ἰμπραήμ. Καὶ δὲν εἶναι μόνο αὐτό, ποὺ
διακήρυξε ὁ ἴδιος «φωτιὰ καὶ τσεκούρι στοὺς προσκυνημένους», εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση,
ποὺ ἔδωσε στὸν ἴδιο τὸν Ἰμπραήμ. Ὁ Ἰμπραήμ,
λοιπόν, ἔχοντας ἤδη κάψει 30.000 ἐλιὲς καὶ 60.000 ἄλλα καρποφόρα δένδρα, ἔχοντας
κάψει ὅλα τὰ χωριὰ τῆς Μεσσηνίας καὶ τῆς Ἀρκαδίας, ἔχοντας κάνει τὴν τότε Ἑλληνικὴ
Κυβέρνηση νὰ ἐξαφανιστεῖ, στέλνει στὸν Κολοκοτρώ- νη τὸ ἑξῆς μήνυμα:
«Νὰ
ἔρθετε νὰ μὲ προσκυνήσετε. Νὰ παραιτηθεῖτε ἀπὸ τὰ φερσίματα τῆς ἀποστασίας. Ἦρθα
ἐδῶ γιὰ νὰ κατακόψω, νὰ κατακαύσω καὶ σχεδὸν νὰ ἀφανίσω ὅλα τὰ δένδρα σας, ὅσα
εἶναι χρήσιμα καὶ ἀναγκαῖα πρὸς τροφήν σας». Σ᾽ αὐτὴ δὲν φοβερὴ κατάσταση, σὲ
τούτη τὴν δεινὴ ἀπειλή, ποιὰ ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Κολοκοτρώνη; Ἂς τὴν δοῦμε:
«Αὐτὸ
ὁπού μᾶς φοβερίζεις, νὰ μᾶς κόψης καὶ κάψης τὰ καρποφόρα δένδρα μας, ὄχι τὰ
κλαριὰ νὰ μᾶς κόψης, ὄχι τὰ δένδρα, ὄχι τὰ σπίτια ποὺ μᾶς ἔκαψες, μόνο πέτρα πάνω
στὴν πέτρα νὰ μὴ μείνη, ἐμεῖς δὲν σὲ προσκυνᾶμε. Τί τὰ δένδρα μας, ἂν τὰ κόψης
καὶ τὰ κάψης, τὴν γῆν δὲν θέλει τὴν σηκώσεις καὶ ἡ ἴδια ἡ γῆς ποὺ τὰ ἔθρεψε, αὐτὴ
ἡ ἴδια ἡ γῆς, μένει δική μας καὶ θὰ τὰ ματακάνει. Ἕλληνας νὰ μείνη, πάντα θὰ
πολεμοῦμε καὶ μὴ ἐλπίζης πὼς τὴν γῆν μας θὰ τὴν κάνης δική σου. Βγάλτο ἀπ’ τὸ
μυαλό σου».
Λένε
πὼς τέτοια γενναία καὶ τόσο ἡρωικὴ ἀπάντηση δὲν ὑπάρχει στὴν παγκόσμια ἱστορία,
ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ γνωστὸ «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» τοῦ Λεωνίδα στὶς Θερμοπύλες, ἀπὸ Ἕλληνες
ἥρωες κι αὐτὸ εἰπωμένο.
Νὰ
τί ἥρωες ἔχει ἡ ἱστορία μας. Πόσο μᾶς λείπει τὸ φρόνιμά τους! Ἆραγε τί καλύτερο
διαθέτουμε σήμερα ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς Ἥρωές μας;
Νὰ
πρότυπα γιὰ τὴ νέα γενιά! Ἂς μᾶς προβληματίσει πολύ, γιατί μὲ μεθοδευμένο τρόπο
τοὺς διώχνουν ἀπὸ τὰ σχολεῖα, ἀπ’ τὴν κοινωνία καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά μας. Στενοχωριόμαστε ὅλοι γιὰ τὸ σημεῖο, ποὺ ἔφθασε
σήμερα ἡ Πατρίδα μας. Ἂς πάρουμε θάρρος μὲ δύο σκέψεις.
Ἡ
πρώτη εἶναι πὼς μποροῦμε εὔκολα νὰ ἀποκτήσουμε, ἂν θέλουμε, τὸ φρόνιμα τῶν Ἁγίων
καὶ τῶν Ἡρώων καὶ τότε θὰ δοῦμε εὔκολα ὅλα γύρω μας νὰ ἀλλάζουν. Καὶ ἡ δεύτερη σκέψη εἶναι τούτη ἡ διαπίστωση
τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: «Τὸ Γένος μας καὶ ἄλλες φορὲς
σταυρώθηκε, ἀλλὰ ἰδοὺ ζῶμεν».
Αἰωνία
του ἡ μνήμη.
Ορθόδοξος Τύπος, 21/03/2014
Το κείμενο τα λέει όλα , έτσι απλά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ εσενα γερο του Μωρια ,οφειλουμε απεραντι ευγνωμοσυνη και τιμη,διοτι
ΑπάντησηΔιαγραφήσυ μονος εμψυχοσες το σκλαβωμενο γενος και σηκωσες στις πλατες σου το βαρυ φορτιο της βαριας κληρονομιας της πιστεως και της πατριδος,χαριζοντας της την λευτερια.
Με βαθια υποκλησι μπροστα στην αιωνια μνημη σου.
Σε εσενα ,που εισαι ο πατερας του γενους μας και ιδρυτης της ελευτερης πατριδος.