14 Φεβ 2014

Το τελευταίο κατευόδιο



Το τελευταίο κατευόδιο
    Είχαν - δεν είχαν περάσει δυο μήνες από τότε που είχα εγκατασταθεί στο νέο μου σπίτι, στην άκρη της πόλης. Κάποιο μουντό πρωινό, σαν τα περισσότερα χειμωνιάτικα του κάμπου, ήμουν στα μέσα της καθημερινής μου διαδρομής πρς τη δουλεία μου – επωχούμενος φυσικά, σαν γνήσιος αυτάρκης αστός – όταν διέκρινα στην άκρη του δρόμου να βαδίζει αργά, σχεδόν νωχελικά ένας ασπρομάλλης γέροντας.

    Τις επόμενες μέρες, τον έβλεπα ανελλιπώς να επαναλαμβάνει το συγκεκριμένο περίπατό του. Ώσπου μια μέρα, είπα να σπάσω τη μονοτονία της καθημερινότητας και σταμάτησα λίγα μέτρα μπροστά του καλώντας τον να' ρθει μαζί μου, πιο ξεκούραστα.
    Δέχθηκε, μάλλον απαθώς και κάθισε δίπλα μου αμίλητος. Τον ρώτησα πού πήγαινε και κείνος μου΄δειξε με το δείκτη του χεριού του το μοναδικό καφενείο, πεντακόσια μέτρα πιο κάτω. Με την άκρη του ματιού μου, στο συντομο υπόλοιπο της διαδρομής, παρατήρησα ένα πρόσωπο γέρικο και σοβαρό με μάτια απλανή, που δείχναν κάποια ίχνη μιας αδιόρατης θλίψης. Φτάνοντας μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του καφενείου, χαιρέτησε, μάλλον ψυχρά, αλλά ευγενικά, και κατέβηκε.
   Από τότε ανέβηκε αρκετές φορές στο αυτοκίνητό μου – πάντα στη γνωστή του “τροχιά”: σπίτι -  καφενείο. Όλες αυτές τις φορές μου μιλούσε σποραδικά για τη ζωή του, πάντα λακωνικα κι ανέκφραστα, και πάντα μετά από δική μου πρωτοβουλία. Το χαμόγελό του, ακόμη και το αχνότερό του μειδίαμα, δεν το γνώρισα ποτέ. Φαντάστηκα ότι κανείς δε θα είχε καταφέρει να τον “συλλάβει” γελαστό.
   Ώσπου, κάποτε, μου μίλησε για το τελευταίο – πριν τη σύνταξη – επάγγελμά του: βοηθός εργολάβου κηδειών! Ο γέροντας επιτελούσε το καθήκον του “φροντιστή” των νεκρών αμέσως μετά την επιθανάτια κλίνη τους και πριν τη μεταφορά τους στο Ναό, όπως γίνεται τελευταία, κι όχι όπως παλιότερα στο σπίτι του νεκρού, τότε που είμασταν πιο άνθρωποι, για να τον ξενυχτήσουν οι συγγενείς του.
   Ο γέροντας, ακόμη δεν ξέρω τ' όνομά του, είχε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους λίγο πριν την τελευταία δημόσιά τους “παρουσία”. Έχοντας γνωρίσει τη λεπτή, αδιόρατη αλλά και τόσο καθοριστική γραμμή που χωρίζει τη “μέρα¨ από τη “ νύχτα” της ζωής, ακροβατούσε πάνω της, με τον ίδιο τρόπο που καθημερινά έσερνε το βήμα του στη άκρη του πεζοδρομίου της δημοσιάς.
   Τελευταία φορά τον είδα στην παιδική χαρά της γειτονιάς να κουνάει, μάλλον μηχανικά, ένα μικρό κοριτσάκι, μάλλον εγγονή του, και το βλέμμα του, όσο πρόφτασα να δω, ίδιο όπως πάντα, απλανές, γκρίζο, καρφωμένο στο πουθενά, ν' αναλογίζεται... Τι όμως; Μήπως τι να βλέπουν τώρα οι παλαιοί του πελάτες, ή μήπως τι θα 'βλεπε κι εκείνος με τη σειρά του κάποια μέρα εκεί κατά το σούρουπο της ζωής του;
                                                                .    .     .     .      .
   Η αγγελία ήταν καρφωμένη σ' ένα δέντρο, ή κάποιο πισσωμένο κορμό της ηλεκτρικής εταιρείας, δε θυμάμαι στ' αλήθεια. Ειδοποιούσε πάντως ότι οι θλιμμένοι συγγενείς θα “εδέχοντο συλλυπητηρίους επισκέψεις . ..  κ.τ.λ.”. Τότε μηχανικά το μάτι μου έπεσε και στη φωτογραφία του μεταστάντος. Ήταν αυτός. Αλλά πολύ νεότερος. Μια φωτογραφία ταυτότητας. Ξεχώριζε και η σφραγίς: “Βασίλειον Της Ελλάδος”. Φορούσε γραββάτα και γκρίζο σακκάκι. Όμως παρά τα νειάτα του, το βλέμμα ήταν το ίδιο. Εκείνο το νεκρό του βλέμμα, που τόσο μ' είχε εντυπωσιάσει.
      Α!  Να μην το ξεχάσω. Έμαθα και το όνομά του. Βεβαίως, “κατόπιν εορτής”.......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου