25 Σεπ 2013

Η αναγκαιότητα του Μαθήματος των Θρησκευτικών




Η αναγκαιότητα του Μαθήματος των Θρησκευτικών
Γιώργος Κράπης
Τα τελευταία χρόνια από πολλούς αμφισβητείται η αναγκαιότητα ύπαρξης του μαθήματος των θρησκευτικών στο σύγχρονο σχολείο. Το γεγονός αυτό αλλά και της υποβάθμισης του στην πράξη που επέφεραν οι τελευταίες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις μας κάνει να είμαστε σε εγρήγορση.
Αν πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή θα δούμε πως η Ορθοδοξία με τον Ελληνισμό συμπορεύονται για 2000 χρόνια με άρρηκτο τρόπο. Στο νέο Ελληνικό κράτος, το μάθημα των θρησκευτικών υπήρχε στο ωρολόγια πρόγραμμα της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ και με την ίδρυση ανωτέρων θεολογικών και ανωτάτων σχολών Θεολογίας και στην τριτοβάθμια. Στο παρελθόν οι ώρες διδασκαλίας ήτανε περισσότερες. Τα τελευταία όμως χρόνια όπως προαναφέρθηκε παρατηρείται η διαρκής συρρίκνωση του. Οι μεν που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο τονίζουν το γεγονός της αναχρονιστικότητας του μαθήματος σε μια μεταμοντέρνα κοινωνία δυτικού τύπου όπως η Ελληνική.

Όμως το εφαλτήριο είναι η υπεράσπιση του κοσμικού χαρακτήρα της παιδείας; Κάτι που θα νοθεύονταν σε επικίνδυνο βαθμό με το μάθημα των θρησκευτικών; Αν αναλογιστούμε ότι η Ελλάδα είναι μια ομοιογενής χώρα κυρίως θρησκευτικά τότε προς τι η πολεμική. Το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία σε ποσοστό 95%[1] έως 98% είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι επίσημα αλλά και οι περισσότεροι αλλοδαποί μετανάστες συνηγορεί στην προηγούμενη διατύπωση της θρησκευτικής πλειοψηφίας. Τα επιχειρήματα των πολέμιων ξεκινούν από  θέσεις όπως αυτές του σεβασμού των μειονοτήτων, της ουδετερότητας, του προοδευτισμού του κράτους και να σημειώσουμε και τον διακαή πόθο χωρισμού του τελειωτικώς με την εκκλησία. Στα μάτια αυτών των ανθρώπων το μάθημα αποτελεί απολίθωμα, και προπαγανδιστικό ή κατηχητικό μέσο. Ο σεβασμός των ατομικών και δη θρησκευτικών πεποιθήσεων είναι η σημαία των αντιλήψεων τους.
Παρατηρείται πως ξεκινούν από την καταδίκη της θρησκευτικότητας που προάγει θεωρητικά το μάθημα, ως κάτι το τελείως αναχρονιστικό και συνάμα χαρακτηριστικό των πρωτόγονων ή υποανάπτυκτων κοινωνιών. Όμως αποφεύγουν να επισημάνουν τις πιο άρρωστες πτυχές της θρησκευτικότητας σε χώρες «ανεπτυγμένες» του δυτικού κόσμου, που γι αυτούς εν τέλει αποτελούν πρότυπο. Έτσι δεν κάνουν λόγο ούτε βέβαια και αναρωτιούνται πως εξηγείται ειδικά στις παραπάνω κοινωνίες που τις θεωρούν και πρότυπο θρησκευτικής αποδέσμευσης και ελευθερίας, η ανάπτυξη των ανατολικο-φιλοφικών δοξασιών, ή νεοπαγανιστικών αναβιώσεων ή και ακόμα και εσχατολογικών δοξασιών[2] όπου η ανάληψη στους ουρανούς πραγματοποιείται με διαστημόπλοιο σύμφωνα με διάφορες new age αντιλήψεις.
Σημειώνουν πως το μάθημα αποτελεί εργαλείο καταπίεσης άλλων παιδιών με διαφορετικά θρησκευτικά ιδεώδη. Ωστόσο παρόλη την λογικότητα του εν λόγω επιχειρήματος τα νούμερα μελέτης φαίνεται να αποδεικνύουν το αντίθετο μιας και από τότε που με μια απλή γραπτή δήλωση ο μαθητής μπορεί να απαλλαχτεί δεν παρατηρήθηκε αυξημένος αριθμός μαθητών που απέχουν αλλά αυτό το ποσοστό κυμάνθηκε από 1,5% έως 3% ανάλογα με την περιοχή. Να σημειώσουμε ότι με βάσει στοιχεία του έτους 2008-2009 στο σύνολο των μαθητών οι αλλοδαποί μαθητές ήτανε το 10% (περίπου 130.000), και αυτήν ακριβώς την περίοδο ο μέσος όρος των απαλλαγών κυμάνθηκε στο 1%.[3]. Εδώ θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το μάθημα των θρησκευτικών παρακολουθούμενο σχεδόν τελικά καθολικά, συμβάλλει στην κατανόηση και την προσέγγιση των μαθητών διαφορετικών δογμάτων και μάλλον ενώνει παρά διχάζει, μειώνοντας τις αντιθέσεις και ευνοώντας την αλληλοκατανόηση.
Επίσης σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες πλην τριών της Γαλλίας, της Φύρομ και της Αλβανίας έχουν ο μάθημα στα ωρολόγια προγράμματα τους[4]. Ειδικά στην περίπτωση της Γαλλίας πληθαίνουν οι φωνές όπου ζητούν το μάθημα πίσω. Επιπρόσθετα να τονίσουμε ότι με βάση έρευνες της ΟΥΝΕΣΚΟ η χώρα μας στην έκταση του μαθήματος των θρησκευτικών στο ωρολόγιο πρόγραμμα την προς μελέτη χρονιά (2008-2009), καταλάμβανε την 13 θέση[5]. Άρα η Ελλάδα πολύ απέχει από το  να δεχτούμε το επιχείρημα της υπερβολικής χρήσης των θρησκευτικών.
Το τέλος των θρησκευτικών από την εκπαίδευση όμως θα σημάνει την έναρξη  πολλών παραγόντων που θα πρέπει να αναλογιστούμε, αλλά και προβλημάτων που θα προκύψουν. Αν αφαιρέσουμε το μάθημα άρα δεν θα κάνουμε τα παιδιά μας επιρρεπή στην «θεολογία» του οποιοδήποτε;  Άραγε η διδασκαλία των θρησκευτικών δεν προφυλάσσει τα παιδιά από επικίνδυνες δοξασίες και πεποιθήσεις κάποιων (δεν εξετάζουμε των ποιων και με τι κίνητρα), και μάλιστα στην τρυφερή ηλικία που βρίσκονται όπου και σχηματίζουν ουσιαστικά την πίστη και την άποψη τους  για όλα; Σημειώνουμε εδώ και το όφελος της γνωριμίας των παιδιών με πεποιθήσεις άλλων όπως το Ισλάμ λόγου χάρη ή ο Ιουδαϊσμός που αν δεν υπήρχε το μάθημα θα ήτανε άγνωστοι όροι. Μέσα από αυτήν την γνωριμία δεν προάγεται άραγε η αλληλοκατανόηση και ο σεβασμός των ίδιων των ατομικών ελευθεριών φέρνοντας εγγύτερα διαφορετικούς μαθητές και ανθρώπους;
Να προσθέσουμε και το ιστορικό υπόβαθρο του όλου σκεπτικού αφού αν επιχειρηθεί να σβήσει τελείως η θρησκευτικότητα του μαθήματος τότε πως θα εξηγηθούν βασικά επιτεύγματα και ιστορικά γεγονότα και περίοδοι σε μια Ευρώπη βαθύτατα επηρεασμένη από αυτήν την θρησκευτική αντίληψη; Για να γίνω σαφέστερος πως θα ερμηνεύσουμε τον Φάουστ του Βάγκνερ όπου ο ήρωας πουλάει την ψυχή στον Σατανά με αντάλλαγμα την νιότη του αν δεν το δούμε με  Χριστιανικό πρίσμα; Τι αξία πχ θα είχε η ζωγραφική του Μιχαήλ Αγγέλου για την τέχνη ή ο Γοτθικός Ρυθμός στην αρχιτεκτονική  αν επιχειρούσαμε να απογυμνώσουμε τελείως το θρησκευτικό τους υπόβαθρο. Προφανώς δεν θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε πολλές εκ των παραμέτρων και των σημασιών τους.
Τέλος να σημειώσουμε ότι από κάποιους επιχειρείται και η μετατροπή του μαθήματος σε καθαρά ιστορικό όπου η παράθεση των δογμάτων θα είναι ιστορική, περιγραφική χωρίς πνεύμα κατήχησης ή κάτι άλλο. Οτιδήποτε άλλο θα αποτελεί μια κεκαλυμμένη προσπάθεια κατήχησης και προσηλυτισμού. Αλλά να επισημάνουμε εδώ τον κίνδυνο να μετατραπεί το μάθημα σε κάτι τελείως νεκρό[6]. Στερώντας την βιωματική προσέγγιση και προωθώντας μια ξερή περιγραφή των θρησκειών θα οδηγηθούμε σε ένα τελείως απονευρωμένο μάθημα χωρίς καμιά βιωματική προσέγγιση εκ μέρους του μαθητή. Το γεγονός ότι οι θιασώτες της παραπάνω αντίληψης υποστηρίζουν μια επιστημολογία με τους όρους της έννοιας της ΚΑΙ πάνω στο μάθημα των θρησκευτικών δεν θα οδηγήσει πουθενά γιατί παραγνωρίζεται ο ιδιαίτερος ρόλος του.
Και για να γίνω σαφής είναι ο χαρακτήρας του μαθήματος τέτοιος που δεν επιδέχεται την κλασσική επιστημολογία. Είναι σαν να προσπαθούμε να εξηγήσουμε κάποιον πίνακα του Πάμπλο Πικάσο π.χ. με όρους μαθηματικών. Είναι ανέφικτο. Εν κατακλείδι το μάθημα είναι περισσότερο από ποτέ απαραίτητο σε μια κοινωνία όπου πρέπει να υπάρχει αλληλοκατανόηση ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, εθνικοτήτων, πολιτισμού, σε μια κοινωνία με μαθητές που γνωρίζουν την πίστη του διπλανού τους και την σέβονται, και σε μια παιδία που πέρα από την επιστήμη προάγεται και ο ανθρωπισμός. Ειδικά στις μέρες μας, περιόδου, έντονης δοκιμασίας δομών, και του ιδίου του συστήματος που μεγαλώσαμε το μάθημα με τον βιωματικό τρόπο προσέγγισης του αποτελεί φάρο ελπίδας και αυτογνωσίας και μέσω αυτών του συνόλου.
[1] Πηγή: https://www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/, Προσπελάστηκε, 11-01-2012.
[2] Pascal Boyer, Και ο άνθρωπος έπλασε τους θεούς, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, σελ.52.
[3] Πηγή, www.petheol.gr/Seli/Anno/201024.pdf, Προσπελάστηκε, 11-01-2012.
[4] Πηγή, http://www.unric.org/el/, Προσπελάστηκε, 11-01-2012.
[5] Πηγή, Εducation and religion, the paths of tolerance, prospects, quarterly review of comparative, education, vol.XXXIII, no2, p.214, 2003, IBE, UNESCO.
[6] Ρεζίς Ντεμπρέ, Η διδασκαλία της θρησκείας στο ουδετερόθρησκο σχολείο, μετάφρ. Γ. Καράμπελας, εκδ. Εστία, Αθήνα 2004, σσ. 68-132.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου