7 Ιουν 2013

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Ο Μέγας Οικουμενιστής Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας (Μέρος Δ΄)



Εν Πειραιεί 7-6-2013
Ο ΜΕΓΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΥΡΟΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ (ΜΕΡΟΣ Δ΄)
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Θ) Η αντίθεση της Εκκλησίας της Ελλάδος
Οι Οικουμενιστές αποσιωπούν σκοπίμως στά άρθρα τους και τις ομιλίες τους τις ισχυρές και ηχηρές αντιδράσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών στα καινοφανή οικουμενιστικά ανοίγματα του Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρα.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε την κατηγορηματική και μετά σθένους άρνηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην πρόσκληση του Βατικανού για αποστολή Ορθοδόξων παρατηρητών στην Α΄ Βατικανή Σύνοδο, που πραγματοποιήθηκε το 1870.
Στην σπουδή αυτή του Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα και την προσπάθειά του για την επιβολή τετελεσμένων στην Πανορθόδοξη Διάσκεψη αντιτάχθηκε σθεναρά η Εκκλησία της Ελλάδος και ο Αρχιεπίσκοπός της κυρός Χρυσόστομος Β΄  (Χατζησταύρου).

Ο Αρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους ιεράρχες της Εκκλησίας μας. Ως αρχιδιάκονος του τότε Μητροπολίτου Δράμας (Χρυσοστόμου Σμύρνης) έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα. Διετέλεσε Μητροπολίτης Τράλλεων, Φιλαδελφείας και Εφέσου. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την μικρασιατική καταστροφή και εξελέγη Μητροπολίτης Καβάλας και κατόπιν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Στην μακρόβια ζωή του ο Αρχιεπίσκοπος «γνώρισε από κοντά τη σύμπραξη του Βατικανού με τους Κομιτατζήδες στον Μακεδονικό Αγώνα, τη βοήθεια που προσέφερε το Βατικανό στον Κεμάλ Ατατούρκ και τη δράση της Ουνίας»[1]. Έχοντας, λοιπόν, ιδία αντίληψη για τις τακτικές του Βατικανού δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί και να συνθηκολογήσει με τις νέες μεθοδείες του και την «επίθεση στα νώτα».
Στον αιφνιδιασμό του Πατριάρχη απαντά με σθένος και αποφασιστικότητα. Στην έκτακτη σύγκλησή της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία «...ησχολήθη με το καταθλίψαν τους Ποιμένας αυτής θέμα... κατεδίκασεν ομοφώνως τον έξω πάσης Κανονικής δεοντολογίας τρόπον, δι’ ου επιδιώκεται η συγκρότησις του περί ου πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη εκ των Ι. Κανόνων να αναγνωρίση μονοκρατορίαν, εις οιονδήποτε των Πρωτοκαθέδρων Επισκόπων της Εκκλησίας»[2].
Η Ιερά Σύνοδος λαμβάνοντας υπόψη την πάγια τακτική του Βατικανού κατά της Ορθοδοξίας «διαχωρίσασα καθηκόντως τας Εαυτής ιστορικάς ευθύνας» καταλήγει στην απόφαση να μην λάβει μέρος στην Β΄ Πανορθόδοξη διάσκεψη της Ρόδου. Το σκεπτικό της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου ήταν το εξής :
«Εκτιμώσα πρεπόντως (η Ιερά Σύνοδος), αφιλαδέλφους, αντευαγγελικάς και κατακρίτους ενεργείας και μηχανορραφίας, απαραλλάκτως πάντοτε γινομένας εκ μέρους του Παπισμού εις βάρος της μιας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, μη αποβαλόντος του Παπισμού τον παλαιόν άνθρωπον, ουδέ τας ανεντίμους μεθόδους του μέσω της οικτράς Ουνίας επιδιωκομένου δολίου προσηλυτισμού, απέληξεν εις την αμετάτρεπτον απόφασιν, όπως μη μετάσχη της υπό της Υμετέρας Παναγιότητος και μόνον αποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ης αι επιπτώσεις θέλουν ασφαλώς κατεργασθή την καταρράκωσιν της Αγιωτάτης Εκκλησίας ημών. Εις την απόφασίν της ταύτην η Ιερά Σύνοδος σύμμαχον έχει και άπασαν την Γερασμίαν χορείαν των Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, σπεύσασαν τηλεγραφικώς να καταδικάση το περί ου πρόκειται ακαίρως και εν σπουδή αποφασισθέν τούτο Συνέδριον»[3].
Την ίδια σθεναρή στάση κράτησε ο Αρχιεπίσκοπος και η Εκκλησία της Ελλάδος και στην περίπτωση της συναντήσεως Πάπα-Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα και της άρσεως των αναθεμάτων μεταξύ Φαναρίου και Βατικανού, γεγονότα, που γνώρισαν την κατακραυγή του ορθοδόξου πληρώματος στην Ελλάδα.
Η ρήξη, λοιπόν, μεταξύ Φαναρίου και Αθήνας ήταν αναπόφευκτη, γεγονός που έφερε σε δύσκολη θέση τον Αρχιεπίσκοπο στην σχέση του με την ελληνική Κυβένηση. Είναι η περίοδος που «οι κυβερνήσεις της Ευρώπης δέχονται συνεχείς πιέσεις από παράγοντες των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ να στηρίξουν την προσπάθεια για την Ένωση των Εκκλησιών, αφού θεωρούν ότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί η Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας»[4].
Στις 23 Ιουνίου του 1966 σε συνάντηση του Αρχιεπισκόπου κυρού Χρυσοστόμου με τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως κ. Γ. Αθανασιάδη-Νόβα και τον Υπουργό Παιδείας κ. Στ. Αλαμνή, ο Υπουργός δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο ότι «η κυβέρνησις βαρέως φέρει την αντίθεσιν της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και το Πατριαρχείον, διότι η αντίθεσις αυτή ενθαρρύνει τας Σλαυικάς Εκκλησίας εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δεν πρέπει να δίδεται η αφορμή αύτη από την Εκκλησία της Ελλάδος».
Και ο Αρχιεπίσκοπος απαντά με παρρησία και αποφασιστικότητα: «Όχι. Δεν είμεθα διατεθειμένοι να εγκαταλείψωμεν την Ορθοδοξίαν μας, η οποία είναι απ' αιώνων συνυφασμένη με την Ιστορίαν του Έθνους. Είμεθα πρόθυμοι να υποστώμεν και θυσίαν χάριν της ορθοδόξου πίστεώς μας. Εις το Βιετνάμ θυσιάζονται εις την πυράν Βουδισταί μοναχοί χάριν της πίστεώς των...»[5].
Η «λύση» στο ζήτημα δόθηκε μόλις ένα χρόνο μετά από το δικτατορικό καθεστώς, που εκδίωξε τον Χρυσόστομο Χατζησταύρου από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, για να αναβιβάσει τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, πρωθιερέα έως τότε των Ανακτόρων.
Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε παρενθετικά ότι η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν, σε γενικές γραμμές, πάντοτε φειδωλή στις οικουμενικές της επαφές με τους ετεροδόξους. Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας στους επισήμους διαλόγους τηρούσαν, κατά κανόνα, την ορθοδοξότερη στάση και ήταν αυτοί, που επέφεραν τα μεγαλύτερα προσκόμματα και εξέφραζαν τις μεγαλύτερες αντιρρήσεις σε συμφωνίες απαράδεκτες από ορθοδόξου θεολογικής απόψεως. «Επανειλημμένως οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος στις συναντήσεις με τους Παπικούς επεδείκνυαν σκληρή στάση... Πολλές φορές ο πρώην συμπρόεδρος του διαλόγου μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Παπισμού Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Στυλιανός συγκρούστηκε με τους ιεράρχες και τους θεολόγους που εκπροσωπούσαν την Εκκλησία της Ελλάδος»[6].
Κλασική περίπτωση αυτής της στάσεως ήταν η Σύνοδος της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου στο Balamand του Λιβάνου το 1993, όπου η Εκκλησία της Ελλάδος μαζί με πολλές άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αρνήθηκε να συμμετάσχει, διαμαρτυρόμενη για την κλιμάκωση της Ουνίας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Άσκησε μάλιστα δριμεία κριτική στο κείμενο του Balamand, το οποίο δεν συνυπέγραψε και η ευθύνη του οποίου βαρύνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η γραμμή αυτή της Εκκλησίας της Ελλάδος ανατράπηκε από τον Αρχιεπίσκοπο κυρό Χριστόδουλο, που, με τα οικουμενιστικά του ανοίγματα (με κορυφαία την επίσκεψη του Πάπα στην Αθήνα το 2001 και φιλοξενία του παμπροστεσταντικού Π.Σ.Ε. ΤΟ 2005), ανέτρεψε την εκκλησιαστική μας παράδοση προσχωρώντας στην τακτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η νέα αυτή γραμμή, δυστυχώς, φαίνεται να ακολουθείται και από τον νυν Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο, έτσι όπως διατυπώνεται σε συνέντευξή του στην εφημερίδα του Βατικανού Avennire (14 Απριλίου 2009), όπου θεωρεί το Κείμενο της Ραβέννας «ένα θετικό βήμα το οποίο περιμένει και την συνέχειά του» συμπληρώνοντας ταυτόχρονα πως ο δρόμος για την ενότητα είναι «ένας δρόμος χωρίς επιστροφή».
Ο χορός των αντιδράσεων στα καινοφανή οικουμενιστικά ανοίγματα του Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα συνεχίζεται. Τη σκυτάλη παίρνουν δύο αγιασμένες μορφές. Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος και ο γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης. Εἶναι πράγματι συγκλονιστική στήν τραγικότητά της καί στόν πόνο, ποῦ προκαλεῖ, ἡ ἐκτίμηση καί ἡ ἔκκληση τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου σέ ἀνοικτή ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη κυροῦ Ἀθηναγόρα, ποῦ ἔστειλε τό 1965 μετά τήν συνάντηση τοῦ πατριάρχου μέ τόν πάπα Παῦλο Στ΄ στά Ἱεροσόλυμα, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964, ἡ ὁποία πολύ περισσότερο ἰσχύει καί σήμερα, ἀπευθυνομένη στόν σημερινό Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Παραθέτουμε τό σχετικό ἀπόσπασμα :
«Παναγιώτατε :
Μυριάκις προτιμότερον νά ἐκριζωθῆ ὁ ἱστορικός της Κων/λεως Θρόνος καί νά μεταφυτευθῆ εἰς τινά ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῆ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἡ νά ἐπιχειρηθῆ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοωντων :΄Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως΄. Αἵ ἑπτά λυχνίαι τῆς Ἀποκαλύψεως, διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, ἐσβέσθησαν πρό πολλοῦ. Ἑπτά Ἐκκλησίαι ἀποστολικαί, Ἐκκλησίαι σχοῦσαι τήν ὑψίστην τιμήν νά λάβωσιν, εἰδικῶς αὔται, Γράμματα ἐξ Οὐρανοῦ μέσω τοῦ θεοπνεύστου της Πάτμου Ὀραματιστοῦ, ἐξέλιπον ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῆς γής καί ἐκεῖ, ἔνθα ἄλλοτε ἐτελεῖτο ἡ φρικωδεστάτη Θυσία καί ὁ Τριαδικός ἀνεμέλπετο Ὕμνος, σήμερον ἴσως κρώζουσι νυκτικόρακες ἡ ΄ὀρχοῦνται ὀνοκένταυροι΄. Καί ὅμως ἡ Νύμφη τοῦ Κυρίου δέν ἀπέθανεν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἐξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη καί καθημαγμένη ὡς ὁ Ἱδρυτής αὐτῆς, ἀλλ΄ἀείζωος καί ἀκατάβλητος, τήν διά μέσου τῶν αἰώνων πορείαν αὐτῆς, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονοῦσα, σώζουσα. Δέν θά ἀποθάνη λοιπόν αὐτή καί ἄν μετακινηθῆ ἡ καί ἀποθάνη ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος. Οὐδείς Ὀρθόδοξος εὔχεται τήν μετακίνησιν ἡ τόν θάνατον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Μή γένοιτο! Ἀλλά καί οὐδείς θά θυσιάση χάριν αὐτοῦ ἰῶτα ἐν ἡ μίαν κεραίαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀγωνίσασθε ὑπέρ αὐτοῦ πάση δυνάμει. Ὄχι ἁπλῶς ἔχετε δικαίωμα, ἄλλ΄ὀφείλετε νά στηρίξητε αὐτόν, τό κάθ΄Ὑμᾶς. Θυσιάσατε χάτιν αὐτοῦ ὀ,τιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμᾶς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους ἀκόμη καί τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν! Ἕν μόνον κρατήσατε, ἕν φυλάξατε, ἑνός φείσασθε, ἕν μή θυσιάσητε: τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν! Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἔχει ἀξίαν καί χρησιμότητα μόνον καί μόνον, ὅταν ἐκπέμπη ἁπανταχοῦ της γής τό γλυκύ καί ἀνέσπερόν της Ὀρθοδοξίας Φῶς. Οἱ Φάροι εἶναι χρήσιμοι, ἐάν καί ἔφ΄ὅσον φωτίζωσι τούς ναυτιλλομένους, ἴνα ἀποφεύγωσι τούς σκοπέλους. Ὅταν τό φῶς αὐτῶν σβεσθῆ, τότε δέν εἶναι μόνον ἄχρηστοι, ἀλλά καί ἐπιβλαβεῖς, διότι μεταβάλλονται καί αὐτοί εἰς σκοπέλους.
Παναγιώτατε :
Προυχωρήσατε ἤδη πολύ. Οἱ πόδες Ὑμῶν ψαύουσι πλέον τά ρεῖθρα τοῦ Ρουβίκωνος. Ἡ ὑπομονή χιλιάδων εὐσεβῶν ψυχῶν, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, συνεχῶς ἐξαντλεῖται. Διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, ὀπισθοχωρήσατε! Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τή Ἐκκλησία σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειράσθε νά ἐνώσητε τά διεστῶτα καί τό μόνον ὅπερ θά κατορθώσητε, θά εἶναι νά διασπάσητε τά ἡνωμένα καί νά δημιουργήσητε ρήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεά καί συμπαγῆ. Σύνετε καί συνέλθετε! Ἀλλά φεῦ! Διηνύσατε πολλήν ὁδόν. Ἤδη΄πρός ἑσπέραν ἐστι καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα…΄. Πῶς θά ἰδῆτε τάς χαινούσας ἀβύσσους, ἀφ΄ὧν θά διέλθη μετ΄ὀλίγον ἡ ἀτραπός ἥν ὁδεύετε; Εἴθε, εἴθε ὁ πάλαι ποτἐ ΄στήσας τόν ἥλιον κατά Γαβαῶν καί τήν σελήνην κατά φάραγγα Αἰλῶν΄, νά δευτερώση τό θαῦμα καί νά παρατείνη ἅπαξ ἔτι τό μῆκος τῆς ἡμέρας, νά ἐνισχύση ἔτι πλέον τό φῶς αὐτῆς καί νά διανοίξη τούς ὀφθαλμούς Ὑμῶν, ἴνα ἰδητε, κατανοήσητε, ἐπιστρέψητε. Ἀμήν»[7].
            Ο μακαριστός άγιος Γέρων Παΐσιος Αγιορείτης έγραψε επιστολή, όταν μόναζε στην Ι. Μ. Σταυρονικήτα Αγίου Όρους στις 23-1-1969, στην οποία γράφει : «Επειδή βλέπω τον μεγάλο σάλο εις την Εκκλησίαν μας, εξ αιτίας των διαφόρων φιλενωτικών κινήσεων και των επαφών του Πατριάρχου (Αθηναγόρα) μετά του Πάπα, επόνεσα κι εγώ σαν τέκνον Της και εθεώρησα καλόν, εκτός από τις προσευχές μου, να στείλω κι ένα μικρό κομματάκι κλωστή (που έχω σαν φτωχός Μοναχός), διά να χρησιμοποιηθεί κι αυτό, έστω για μια βελονιά, διά το πολυκομματιασμένο φόρεμα της Μητέρας μας... Φαντάζομαι ότι θα με καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν και κοσμικήν αγάπην δυστυχώς του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται, αγάπησε μιάν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική «Εκκλησία», διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας δεν του κάμνει καμμίαν εντύπωσι, επειδή είναι πολύ σεμνή. Αυτή η αγάπη, που ακούσθηκε από την Πόλι, βρήκε απήχησι σε πολλά παιδιά του, που την ζουν εις τας πόλεις. Αλλωστε αυτό είναι και το πνεύμα της εποχής μας: η οικογένεια να χάση το ιερό νόημά της, που ως σκοπόν έχουν την διάλυσιν και όχι την ένωσιν...
Με μια τέτοια περίπου κοσμική αγάπη και ο Πατριάρχης μας φθάνει στη Ρώμη. Ενώ θα έπρεπε να δείξη αγάπη πρώτα σε μας τα παιδιά του και στη Μητέρα μας Εκκλησία, αυτός, δυστυχώς, έστειλε την αγάπη του πολύ μακριά. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπαύσει μεν όλα τα κοσμικά παιδιά, που αγαπούν τον κόσμο και έχουν την κοσμικήν αυτήν αγάπην, να κατασκανδαλίση, όμως, όλους εμάς, τα τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγάλα, που έχουν φόβο Θεού.
Μετά λύπης μου, από όσους φιλενωτικούς έχω γνωρίσει, δεν είδα να έχουν ούτε ψίχα πνευματική ούτε φλοιό. Ξέρουν, όμως, να ομιλούν για αγάπη και ενότητα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν, διότι δεν Τον έχουν αγαπήσει.
Θα ήθελα να παρακαλέσω θερμά όλους τους φιλενωτικούς αδελφούς μας : Επειδή το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών είναι κάτι το πνευματικόν και ανάγκην έχουμε πνευματικής αγάπης, ας το αφήσουμε σε αυτούς που αγαπήσανε πολύ τον Θεόν και είναι θεολόγοι, σαν τους Πατέρας της Εκκλησίας, και όχι νομολόγοι, που προσφέρανε και προσφέρουν ολόκληρο τον εαυτόν τους εις την διακονίαν της Εκκλησίας (αντί μεγάλης λαμπάδας), τους οποίους άναψε το πυρ της αγάπης του Θεού και όχι ο αναπτήρας του νεωκόρου. Ας γνωρίζομεν ότι δεν υπάρχουν μόνο φυσικοί νόμοι, αλλά και πνευματικοί. Επομένως η μέλλουσα οργή του Θεού δεν μπορεί να αντιμετωπισθή με συνεταιρισμόν αμαρτωλών (διότι διπλήν οργήν θα λάβωμεν), αλλά με μετάνοιαν και τήρησιν των εντολών του Κυρίου.
Επίσης ας γνωρίσωμεν καλά ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δεν έχει καμμίαν έλλειψιν. Η μόνη έλλειψις, που παρουσιάζεται, είναι η έλλειψις σοβαρών Ιεραρχών και Ποιμένων με πατερικές αρχές. Είναι ολίγοι οι εκλεκτοί˙ όμως δεν είναι ανησυχητικόν. Η Εκκλησία είναι Εκκλησία του Χριστού και Αυτός την κυβερνάει... Ο Κύριος, όταν θα πρέπη, θα παρουσιάση τους Μάρκους τους Ευγενικούς και τους Γρηγορίους Παλαμάδες, διά να συγκεντρώσουν όλα τα κατασκανδαλισμένα αδέλφια μας, διά να ομολογήσουν την Ορθόδοξον Πίστιν, να στερεώσουν την Παράδοσιν και να δώσουν χαράν μεγάλην εις την Μητέρα μας».
Πιο κάτω ο Γέροντας Παΐσιος μιλά για τον ολέθριο κίνδυνο αποσχίσεως από την Εκκλησία και ιδρύσεως ιδίας Εκκλησίας, εξαιτίας των φιλενωτικών ανοιγμάτων. Λέει, λοιπόν:
«Εις τους καιρούς μας βλέπομεν ότι πολλά πιστά τέκνα της Εκκλησίας μας, Μοναχοί και λαϊκοί, έχουν δυστυχώς αποσχισθή από αυτήν εξ αιτίας των φιλενωτικών. Έχω την γνώμην ότι δεν είναι καθόλου καλόν να αποχωριζόμεθα από την Εκκλησίαν κάθε φοράν που θα πταίη ο Πατριάρχης˙ αλλά από μέσα, κοντά στην Μητέρα Εκκλησία έχει καθήκον ο καθένας ν’ αγωνίζεται με τον τρόπον του. Το να διακόψη το μνημόσυνον του Πατριάρχου, να αποσχισθή και να δημιουργήση ιδικήν του Εκκλησίαν και να εξακολουθή να ομιλή υβρίζοντας τον Πατριάρχην, αυτό, νομίζω, είναι παράλογον.
Εάν διά την α’ ή β’ λοξοδρόμησι των κατά καιρούς Πατριαρχών χωριζώμεθα και κάνωμε δικές μας Εκκλησίες – Θεός φυλάξοι! - , θα ξεπεράσωμε και τους Προτεστάντες ακόμη. Εύκολα χωρίζει κανείς και δύσκολα επιστρέφει. Δυστυχώς, έχουμε πολλές «Εκκλησίες» στην εποχή μας. Δημιουργήθηκαν είτε από μεγάλες ομάδες ή και από ένα άτομο ακόμη...».
Και καταλήγει ο γέροντας αυτή την δεύτερή του επιστολή ως εξής : «Ας ευχηθούμε να δώση ο Θεός τον φωτισμόν Του σε όλους μας και εις τον Πατριάρχην μας κ. Αθηναγόραν, διά να γίνει πρώτον η ένωσις αυτών των «εκκλησιών», να πραγματοποιηθή η γαλήνη ανάμεσα στο σκανδαλισμένο Ορθόδοξο πλήρωμα, η ειρήνη και η αγάπη μεταξύ των Ορθοδόξων Ανατολικών Εκκλησιών, και κατόπιν ας γίνη σκέψις διά την ένωσιν μετά των άλλων «Ομολογιών», εάν και εφ’ όσον ειλικρινώς επιθυμούν ν’ ασπασθούν το Ορθόδοξον Δόγμα»[8].
Τελικά, όμως, ο Γέροντας Παΐσιος απαίτησε και επέβαλε τη διακοπή του πατριαρχικού «μνημοσύνου» και στην Ι. Μ. Σταυρονικήτα. Αυτή τη θέση και στάση τήρησε ο Γέρων, μολονότι στην ανωτέρω επιστολή του δεν συνιστούσε στις αρχές του 1969, την διακοπή του «μνημοσύνου», αλλά τον ορθόδοξο αγώνα εντός της Εκκλησίας, για να μην επεκτείνονται τα ήδη ζηλωτικά σχίσματα.
Στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε ότι ουδέποτε ο Γέρων Παΐσιος υποστήριξε τις αιρετικές και βλάσφημες «γνώμες» ότι δήθεν τα ιερά Μυστήρια είναι «άκυρα» χωρίς το επισκοπικό «μνημόσυνο», μάλιστα όταν ο Επίσκοπος κηρύττει αίρεση «γυμνή τη κεφαλή». Αντίθετα, γνώριζε και το γράμμα και το πνεύμα των Ιερών Κανόνων, όπως του λα΄ Αποστολικού και μάλιστα του ιε΄ της ΑΒ΄ Συνόδου επί Αγίου και Μεγάλου Φωτίου. Όπως ακόμη γνώριζε και τις θέσεις, στάσεις και πράξεις των μεγάλων αγίων Πατέρων έναντι των αιρετικών. Πολύ ορθά έπραξαν τόσο ο Γέρων Παΐσιος όσο και άλλοι Αγιορείτες Πατέρες και διέκοψαν τη μνημόνευση του μασώνου και μεγάλου οικουμενιστού πατριάρχου κυρού Αθηναγόρα την τριετία 1970-1973. Είχαν άλλωστε οδοδείκτες όλες τις αντιπαπικές συνόδους, ιδίως την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο επί Μ. Φωτίου και την Θ΄ Οικουμενική Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά, και τόσους αγίους Πατέρες. Εκτός από τους Αγιορείτες, το μνημόσυνο διέκοψαν τότε και τρεις Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος˙ ο Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης, ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος και ο Παραμυθίας Παύλος. Το σημαντικό είναι ότι κανείς, απ’ όσους διέκοψαν και έπαυσαν τη μνημόνευση του πατριάρχη Αθηναγόρα, δεν αποκόπηκε είτε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο είτε από την Εκκλησία της Ελλάδος, ούτε επέβαλαν την διακοπή μνημοσύνου του πατριάρχου στους άλλους επισκόπους, καταδικάζοντάς τους ως αιρετικούς, ούτε διακόπηκε η εκκλησιαστική κοινωνία.




[1] «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 12-9-1999.
[2] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Τα Πεπραγμένα…, σσ. 18-19.
[3] Ό.π., σσ. 19-20.
[4] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Από τον αφορισμό του 1054 στην επίσκεψη του 1999», ΤΟ ΒΗΜΑ (12/9/1999).
[5] Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Εκκλησία και Κράτος, εκδ. Το Ποντίκι, σ. 154.
[6] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Η υπέρβαση του κ. Χριστοδούλου», ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (10/12/2006).
[7] ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, τ. Α΄, Ἀθήναι 1981, σσ. 152-153 και ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Φορεῖς καί ἀχθοφόροι», Ὀρθόδοξος Τύπος (6-4-2012) 1.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου