3 Μαΐ 2013

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Απάλειψις Εγκωμίων του Επιταφίου της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής


Εν Πειραιεί 3-5-2013
ΑΠΑΛΕΙΨΙΣ ΕΓΚΩΜΙΩΝ ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
            Πριν μερικά χρόνια κάναμε μια μικρή έρευνα και σύγκριση δύο λειτουργικών βιβλίων, που χρησιμοποιούνται στη λατρεία της Εκκλησίας μας, του κατανυκτικού Τριωδίου και της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος, έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1978, και συγκεκριμένα όσον αφορά την ακολουθία του Όρθρου του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, που ψάλλεται το εσπέρας της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής, όπου εμπεριέχονται τα εγκώμια.

Μετ’εκπλήξεως, απορίας και βαθυτάτης λύπης διαπιστώσαμε ότι στην έκδοση της Αποστολικής Διακονίας έχουν παραληφθεί πλείστα όσα εγκώμια, τα οποία υπερβαίνουν το ήμισυ του καθόλου αριθμού των. Το σύνολον των εγκωμίων ανέρχεται, σύμφωνα με το Τριώδιο, στα 185, από τα οποία η έκδοση της Αποστολικής Διακονίας παραλείπει τα 102, παραθέτει μόνον τα 84, ενώ έχει προσθέσει έτερα 21, τα αοποία δεν υπάρχουν στο Τριώδιο.
            Βέβαια, η έκδοση της Αποστολικής Διακονίας σε υποσημείωση στη σ. 338 αναφέρει : «Παραθέτομεν ενταύθα τα υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος εγκριθέντα μεγαλυνάρια (εγκώμια), 33 εκάστης των τριών στάσεων εκτός του Δόξα, Και νυν, ως ταύτα εταξινομήθησαν και διωρθώθησαν υπό των αειμνήστων : Μητροπολίτου Κίτρους κυρού Κωνσταντίνου και Εμμ. Φαρλέκα πρωτονοταρίου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών».
            Και ερωτώμεν εμπόνως˙ διατί η τοιαύτη παράληψις και κακοποίησις των εγκωμίων του επιταφίου; Ποιόν σκοπό εξυπηρετεί; Θεωρούμε ότι η δικαιολογία περί συντομεύσεως της ακολουθίας, λόγω κούρασης κληρικών και λαϊκών, είναι μάλλον φρούδα και δεν ευσταθεί, διότι οι πιστοί περιμένουν με πολύ λαχτάρα και υπομονή, παρά την όποια κούρασή τους, να ακούσουν και να ψάλλουν κι αυτοί τα εγκώμια. Νομίζουμε ότι η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί βαθύτερα. Αν προσέξει κανείς καλύτερα, θα διαπιστώσει ότι έχουν παραληφθεί σχεδόν όλα τα εγκώμια, που αναφέρονται με πολύ αυστηρά λόγια και εκφράσεις στον Εβραϊσμό και τον Ιουδαϊσμό, τους Εβραίους και τους Ιουδαίους, τον παλαιό Ισραήλ και τον Ιούδα, οι οποίοι σταύρωσαν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Μήπως κι εδώ έβαλε το «χεράκι» του και την διορθωτική πέννα του η παναίρεση του διαθρησκειακού οικουμενισμού, η οποία επιτάσσει να ξεχασθούν μεν και να παραληφθούν όλα εκείνα, που διαφοροποιούν, χωρίζουν και διακρίνουν τις θρησκείες, να παραμείνουν δε μόνον αυτά, που δεν ενοχλούν τους άλλους, μόνον αυτά, που μας «ενώνουν», για να εμπεδωθεί καλύτερα το διαβολικό ψεύδος ότι όλες οι θρησκείες στον ίδιο «Θεό» πιστεύουν, απλώς η καθεμία είναι διαφορετικός τρόπος προσέγγισης του ιδίου «Θεού»; Θεωρούμε, λοιπόν, ότι στην προκειμένη περίπτωση έχει εφαρμοσθεί η λεγομένη «κάθαρση» - διόρθωση των λειτουργικών μας κειμένων με την αρνητική έννοια και ουσιαστικά ωφείλουμε να μιλάμε για λειτουργικό νεοβαρλααμισμό. Επίσης, με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η προσπάθεια εκ μέρους της αιρέσεως του παπισμού για την δήθεν αποκατάσταση του ονόματος του φιλαργύρου και προδότου Ιούδα. Τέλος, όλη αυτή η πράξις δεν φανερώνει μία αχαριστία και ασέβεια προς τους Αγίους Πατέρες, που συνέγραψαν το Τριώδιο, τον μέγα ποιητή, τον Όσιο Κοσμά Επίσκοπο Μαϊουμά τον Αγιοπολίτη, τους Οσίους Θεόδωρο και Ιωσήφ τους Στουδίτες και τον Επίσκοπο Ιδρούντος Μάρκο; Από πότε κάποιοι, συμπεριφερόμενοι μεταπατερικώς, έγιναν ανώτεροι από τους Αγίους Πατέρες, ώστε να τους διορθώνουν κιόλας;
            Παραθέτουμε κατωτέρω τα παραλειφθέντα και προστεθέντα εγκώμια από την έκδοση της Αποστολικής Διακονίας.
            Από τήν Α΄ Στάση των εγκωμίων, που περιλαμβάνει 75 εγκώμια, σύμφωνα με το Τριώδιο, έχουν παραληφθεί 51 και έχουν προστεθεί 11.
           

Ιησού Χριστέ μου, Βασιλεύ του παντός, τί ζητών τοις εν τω Άδη ελήλυθας; ή το γένος απολύσαι των βροτών;
Η ζωή εν τάφω, κατετέθης Χριστέ, και θανάτω σου τον θάνατον ώλεσας, και επήγασας τω Κόσμω τήν ζωήν.
Μετά των κακούργων, ως κακούργος Χριστέ, ελογίσθης δικαιών ημάς άπαντας, κακουργίας του αρχαίου πτερνιστού.
Άδης πώς υποίσει, Σώτερ παρουσίαν την σην, και μη θάττον συνθλασθείη σκοτούμενος, αστραπής φωτός σου αίγλη εκτυφλωθείς;
Ιησού γλυκύ μοι, και σωτήριον φως, τάφω πώς εν σκοτεινώ κατακέκρυψαι; ω αφάτου, και αρρήτου ανοχής!
Απορεί και φύσις, νοερά και πληθύς, η ασώματος Χριστέ το μυστήριον, της αφράστου και αρρήτου σου ταφής.
Ω θαυμάτων ξένων! ω πραγμάτων καινών! ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται, κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ.
Αληθής και πόλου, και της γης Βασιλεύς, ει και τάφω σμικροτάτω συγκέκλεισαι, επεγνώσθης πάση κτίσει Ιησού.
Σου τεθέντος τάφω, πλαστουργέτα Χριστέ, τα του Άδου εσαλεύθη θεμέλια, και μνημεία ηνεώχθη των βροτών.
Ο την γην κατέχων, τη δρακί νεκρωθείς, σαρκικώς υπό της γης νυν συνέχεται, τους νεκρούς λυτρών της Άδου συνοχής.
Εκ φθοράς ανέβης, η ζωή μου Σωτήρ, σου θανόντος και νεκροίς προσφοιτήσαντος, και συνθλάσαντος του Άδου τους μοχλούς.
Ως φωτός λυχνία, νυν η σάρξ του Θεού, υπό γην ως υπό μόδιον κρύπτεται, και διώκει τον εν Άδη σκοτασμόν.
Νεκρωθείς βουλήσει, και τεθείς υπό γην, ζωοβρύτα Ιησού μου εζώωσας, νεκρωθέντα παραβάσει με πικρά.
Ηλλοιούτο πάσα, κτίσις πάθει τω σω˙ πάντα γαρ σοι Λόγε συνέπασχον, συνοχέα δε γινώσκοντα παντός.
Της ζωής την πέτραν, εν κοιλία λαβών, Άδης ο παμφάγος εξήμεσεν, εξ αιώνος ους κατέπιε νεκρούς.
Συγκλονείται φόβω, πάσα Λόγε η γη, και Φωσφόρος τας ακτίνας απέκρυψε, του μεγίστου γη κρυβέντος σου φωτός.
Ώσπερ σίτου κόκκος, υποδύς κόλπους γης, τον πολύχουν αποδέδωκας άσταχυν, αναστήσας τους βροτούς τους εξ Αδάμ.
Υπό γην εκρύβης, ώσπερ ήλιος νυν, και νυκτί τη του θανάτου κεκάλυψαι˙ αλλ’ ανάτειλον φαιδρότερον Σωτήρ.
Ως ηλίου δίσκον, η σελήνη Σωτήρ, αποκρύπτει, κα σε τάφος νυν έκρυψεν, εκλιπόντα του θανάτου σαρκικώς.
Η ζωή θανάτου, γευσαμένη Χριστός, εκ θανάτου τους βροτούς ηλευθέρωσε, και τοις πάσι νυν δωρείται την ζωήν.
Νοεραί σε τάξεις, ηπλωμένον νεκρόν, καθορώσαι δι’ ημάς εξεπλήττοντο, καλυπτόμεναι ταις πτέρυξι Σωτήρ.
Καθελών σε Λόγε, από ξύλου νεκρόν, εν μνημείω Ιωσήφ νυν κατέθετο˙ αλλ’ ανάστα σώζων πάντας ως Θεός.
Των Αγγέλων Σώτερ, χαρμονή πεφυκώς, νυν και λύπης τούτοις γέγονας αίτιος, καθορώμενος σαρκί άπνους νεκρός.
Υψωθείς εν ξύλω, και τους ζώντας βροτούς, συνυψοίς˙ υπό την γην δε γενόμενος, τους κειμένους δ’υπ’αυτήν εξανιστάς.
Ώσπερ λέων Σώτερ, αφυπνώσας σαρκί, ως τις σκύμνος ο νεκρός εξανίστασαι, αποθέμενος το γήρας της σαρκός.
Εν κρυπτώ μεν πάλαι, θύεται ο αμνός˙ συ δ’υπαίθριος τυθείς ανεξίκακε, πάσαν κτίσιν απεκάθηρας Σωτήρ.
Τίς εξείποι τρόπον, φρικτόν όντως καινόν; ο δεσπόζων γαρ της κτίσεως σήμερον, πάθος δέχεται, και θνήσκει δι’ημάς.
Ο ζωής ταμίας, πώς οράται νεκρός; εκπληττόμενοι οι Άγγελοι έκραζον˙ πώς δ’εν μνήματι συγκλείεται Θεός;
Λογχονύκτου Σώτερ, εκ πλευράς σου ζωήν, τη ζωή τη εκ ζωής εξωσάση με, επιστάζεις και ζωοίς με συν αυτή.
Απλωθείς εν ξύλω, συνηγάγω βροτούς˙ την πλευράν σου δε νυγείς την ζωήρρητον, πάσιν άφεσιν πηγάζεις Ιησού.
Ο ευσχήμων Σώτερ, σχηματίζει φρικτώς, και κηδεύει ως νεκρόν ευσχημόνως σε, και θαμβείται σου το σχήμα το φρικτόν.
Καν νεκρός ωράθης, αλλά ζων ως Θεός, επανάγεις από γης προς ουράνια, τους εκείθεν πεπτωκότας Ιησού.
Καν νεκρός ωράθης, αλλά ζων ως Θεός, νεκρωθέντας τους βροτούς ανεζώωσας, τον εμόν απονεκρώσας νεκρωτήν.
Ω χαράς εκείνης! ω πολλής ηδονής! ήσπερ τους εν Άδη πεπλήρωκας, εν πυθμέσι φως αστράψας ζοφεροίς.
Κατά σου ρομφαία, εστιλβούτο Χριστέ, και ρομφαία ισχυρού μεν αμβλύνεται, και ρομφαία δε τροπούται της Εδέμ.
Η Αμνάς τον Άρνα, βλέπουσα εν σφαγή, ταις αικίσι βαλλομένη ηλάλαζε, συγκινούσα και το ποίμνιον βοάν.
Καν ενθάπτη τάφω, καν εις Άδου μολής, αλλά Σώτερ και τους τάφους εκένωσας, και τον Άδην απεγύμνωσας Χριστέ.
Εκουσίως Σώτερ, κατελθών υπό γην, νεκρωθέντας τους βροτούς ανεζώωσας, και ανήγαγες εν δόξη πατρική.
Της Τριάδος ο εις, εν σαρκί δι’ ημάς, επονείδιστον υπέμεινε θάνατον˙ φρίττει ήλιος, και τρέμει δε η γη.
Ως πικράς εκ κρήνης, της Ιούδα φυλής, οι απόγονοι εν λάκκω κατέθεντο, τον τροφέα μανναδότην Ιησούν.
Ο Κριτής ως κριτός, προ Πιλάτου κριτού, και παρίστασο και θάνατον άδικον, κατεκρίθη δια ξύλου σταυρικού.
Αλαζών Ισραήλ, μιαιφόνε λαέ, τί παθών τον Βαραββάν ηλευθέρωσας; Τον Σωτήρα δε παρέδωκας Σταυρώ;
Υπακούσας Λόγε, τω ιδίω Πατρί, μέχρις Άδου του δεινού καταβέβηκας, και ανέστησας το γένος των βροτών.
Φθονουργέ, φονουργέ, και αλάστορ λαέ, καν σινδόνας και αυτό το σουδάριον, αισχύνθητι, αναστάντος του Χριστού.
Δεύρο δη μιαρέ, φονευτά μαθητά, και τον τρόπον της κακίας σου δείξον μοι, δι’ ον γέγονας προδότης του Χριστού.
Ως φιλάνθρωπός τις, υποκρίνη μωρέ, και τυφλέ πανωλεθρότατε άσπονδε, ο το μύρον πεπρακώς διά τιμής.
Ουρανίου μύρου, ποίαν έσχες τιμήν; του τιμίου τί εδέξω αντάξιον; λύσσαν εύρες καταρώτατε Σατάν.
Ει φιλόπτωχος ει, και το μύρον λυπή, κενουμένου εις ψυχής ιλαστήριον, πώς χρυσώ απεμπολείς τον Φωταυγή;
Καν ως πέτρα Σώτερ, η ακρότομος συ, κατεδέξω την τομήν, αλλ’ επήγασας, ζων το ρείθρον, ως πηγή ων της ζωής.
Ως εκ κρήνης μιάς, τον διπλούν ποταμόν, της πλευράς σου προχεούσης αρδόμενοι, την αθάνατον καρπούμεθα ζωήν.
Θέλων ώφθης Λόγε, εν τω τάφω νεκρός, αλλά ζης, και τους βροτούς ως προείρηκας, αναστάσει σου Σωτήρ μου εγερείς.


Η ζωή θανάτω, θαύμα! πώς ομιλεί; πώς θανάτω καταργείται ο θάνατος; εκ θανόντος πώς πηγάζει δε ζωή;
Ο κριτής εις κρίσιν, απαχθείς ως κριτός, κατακρίσεως ημάς ηλευθέρωσας, τους θνητούς αθανασίας αξιών.
Ο ζωώσας φίλον, Ιησού μου τον σον, τεταρταίον άπνουν όντα τον Λάζαρον, πώς αυτός τριημερεύεις εν νεκροίς;
Ο νεκρούς εγείρων, εν τοις Σάββασι πριν, εν Σαββάτω πώς αυτός νυν αθάνατε, σαββατίζεις ως νεκρός μετά νεκρών;
Απαθής ων φύσει, της Τριάδος ο εις, τη βροτεία παθητός φύσει γέγονας, απαθείας αξιών τους γηγενείς.
Ως νεκρός εν τάφω, ως Θεός συν Πατρί, και εν Άδη ως Δεσπότης της κτίσεως, τους δεσμίους απολύεις της φθοράς.
Ουρανός σοι θρόνος, υποπόδιον γη, ο δε τάφος ούτος τί σοι κληθήσεται; Πάντως οίκος αναστάσεως Χριστού.
Η ρομφαία φευ μοι, της πικράς σου σφαγής, την καρδίαν μου διέρχεται άναρχε, ω καινότατον μυστήριον, Υιέ.
Ερυθραίς μεν θείων, σων αιμάτων βαφαίς, χθες ημίν πταισμάτων έγραψας άφεσιν, εκ δε τάφου νυν βραβεύεις την ζωήν.
Ως εμνήσθης Σώτερ, του ληστού εν Σταυρώ, και ημών των σε υμνούντων μνημόνευσον, ο δους λύτρον σην ψυχήν αντί πολλών.
Τους εν ευσεβεία, μεταστάντας πιστούς, εν σκηναίς δικαίων Σώτερ ανάπαυσον, βασιλείας σης αυτούς καταξιών.
  
            Από την Β΄ Στάση των εγκωμίων, που περιλαμβάνει 62 εγκώμια, σύμφωνα με το Τριώδιο, έχουν παραληφθεί 28 και έχει προστεθεί 1.


Ύπνωσας Χριστέ, τον φυσίζωον ύπνον εν τάφω, και βαρέως ύπνου εξήγειρας, του της αμαρτίας, το των ανθρώπων γένος.
Έδυς υπό γην, ο τον άνθρωπον χειρί σου πλάσας, ίν’ εξαναστήσης του πτώματος, των βροτών τα στίφη, πανσθενεστάτω κράτει.
Θρήνον ιερόν, δεύτε άσωμεν Χριστώ θανόντι, ως αι Μυροφόροι γυναίκες πριν, ίνα και το Χαίρε ακουσώμεθα συν αυταίς.
Άδου μεν ταφείς, τα βασίλεια Χριστέ συντρίβεις, θάνατον θανάτω δε θανατοίς, και φθοράς λυτρούσαι τους γηγενείς.
Ρείθρα της ζωής, η προχέουσα Θεού σοφία, τάφον υπεισδύσα ζωοποιεί, τους εν τοις αδύτοις              Άδου μυχοίς.
Ίνα την βροτών, καινουργήσω συντριβείσαν φύσιν, πέπληγμαι θανάτω θέλων σαρκί. Μήτερ ουν μη κόπτου τοις οδυρμοίς.
Έδυς υπό γην, ο φωσφόρος της δικαιοσύνης, και νεκρούς ώσπερ εξ ύπνου εξήγειρας, εκδιώξας άπαν, το εν τω Άδη σκότος.
Κόκκος διφυής, ο φυσίζωος εν γης λαγόσι, σπείρεται συν δάκρυσι σήμερον, αλλ’ αναβλαστήσας, Κόσμον χαροποιήσει.
Σπένδει σοι χοάς, η τεκούσα σε Χριστέ, δακρύων, σαρκικώς κατατεθέντι εν μνήματι, εκβοώσα˙ Τέκνον, ανάστα ως προέφης.
Ήλοις σε Σταυρώ, πεπαρμένον η ση Μήτηρ Λόγε, βλέψασα τοις ήλοις λύπης πικράς, βέβληται και βέλεσι την ψυχήν.
Δύνεις υπό γην, Σώτερ Ήλιε δικαιοσύνης˙ όθεν η τεκούσα Σελήνη σε, ταις λύπαις εκλείπει, σης θέας στερουμένη.
Έφριξεν ορών, Σώτερ, Άδης σε τον ζωοδότην, πλούτον τον εκείνου σκυλεύοντα, και τους απ’αιώνας, νεκρούς εξανιστώντα.
Έδυς Φωτουργέ, και συνέδυ σοι το φως ηλίου˙ τρόμω δε η Κτίσις συνέχεται, πάντων σε κηρύττουσα Ποιητήν.
Λίθος λαξευτός, τον ακρόγωνον καλύπτει λίθον˙ άνθρωπος θνητός δ’ως θνητόν Θεόν, κρύπτει νυν τω τάφω˙ φρίξον η γη!
Συ ως ων ζωής, χορηγός Λόγε τους Ιουδαίους, εν Σταυρώ ταθείς ουκ ενέκρωσας˙ αλλ’ ανέστησας και τούτων τους νεκρούς.
Κάλλος Λόγε πριν, ουδέ είδος εν τω πάσχειν έσχες, αλλ’ εξαναστάς υπερέλαμψας, καλλωπίσας τους βροτούς θείαις αυγαίς.
Ήλιος ομού, και σελήνη σκοτισθέντες Σώτερ, δούλους ευνοούντας εικόνιζον, οι μελαίνας αμφιέννυνται στολάς.
Οίδε σε Θεόν, Εκατόνταρχος καν ενεκρώθης˙ πώς σε ουν Θεέ μου ψαύσω χερσί; Φρίττω, ανεβόα ο Ιωσήφ.
Ύπνωσεν Αδάμ, αλλά θάνατον πλευράς εξάγει˙ συ δε νυν υπνώσας Λόγε Θεού, βρύεις εκ πλευράς σου Κόσμω ζωήν.
Ήρθης από γης, αλλ’ ανέβλυσας της σωτηρίας, τον οίνον ζωήρρυτε άμπελε˙ Δοξάζω το Πάθος και τον Σταυρόν.
Πώς οι νοεροί, Ταγματάρχαι σε Σωτήρ ορώντες, γυμνόν ημαγμένον κατάκριτον, έφερον την τόλμαν των σταυρωτών;
Αραβιανόν, σκολιώτατον γένος Εβραίων, έγνως την ανέγερσιν του ναού˙ διά τί κατέκρινας τον Χριστόν;
Χλαίναν εμπαιγμού, τον Κοσμήτορα πάντων ενδύεις, ος τον Ουρανόν κατεστέρωσε, και την γην εκόσμησε θαυμαστώς.
Οίμοι ω Υιέ! η Απείρανδρος θρηνεί και λέγει˙ ον ως Βασιλέα γαρ ήλπιζον, κατάκριτον νυν βλέπω εν Σταυρώ.
Καν τους εκ νεκρών, επαισχύνθητε ω Ιουδαίοι, ους ο ζωοδότης ανέστησεν, ον υμείς εκτείνατε φθονερώς.
Έφριξεν ιδών, το αόρατον φως σε Χριστέ μου, μνήματι κρυπτόμενον άπνουν τε, και εσκότασεν ο ήλιος το φως.
Μέγα και φρικτόν, Σώτερ θέαμα νυν καθοράται! ο ζωής γαρ θέλων παραίτιος, θάνατον υπέστη, ζωώσαι θέλων πάντας.
Νύττη την πλευράν, και ηλούσαι Δέσποτα τας χείρας, πληγήν εκ πλευράς σου ιώμενος, και την ακρασίαν, χειρών των Προπατόρων.
Πριν τον της Ραχήλ, υιόν έκλαυσεν άπας κατ’οίκον˙ νυν τον της Παρθένου εκόψατο, Μαθητών χορεία συν τη Μητρί.
Ράπισμα χειρών, Χριστώ δέδωκαν εν σιαγόνι, του χειρί τον άνθρωπον πλάσαντος, και τας μύλας θλάσαντος του θηρός.    
           

-           Είδε τον σεισμόν, εκατόνταρχος και τα σημεία, και Υιόν Θεού σε εκήρυττε, σταυρωθέντα και θανόντα δι’ ημάς.

            Από την Γ΄ Στάση των εγκωμίων, που περιλαμβάνει 48 εγκώμια, σύμφωνα με το Τριώδιο, έχουν παραληφθεί 22 και έχουν προστεθεί 9.
           

Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Ως νεκρόν τον ζώντα, συν Μυροφόροις πάντες, μυρίσωμεν εμφρόνως.
Ιωσήφ τρισμάκαρ, κήδευσον το σώμα, Χριστού του ζωοδότου.
Κατά τον Σολομώντα, βόθρος βαθύς το στόμα, Εβραίων παρανόμων.
Εβραίων παρανόμων, εν σκολιαίς πορείαις, τρίβολοι και παγίδες.
Ζωοδότα Σώτερ, δόξα σου τω κράτει, τον Άδην καθελόντι.
Ύπτιον ορώσα, η Πάναγνός σε Λόγε, μητροπρεπώς εθρήνει.
Θρήνον συνεκίνει, η πάναγνός σου Μήτηρ, σου Λόγε νεκρωθέντος.
Γύναια συν μύροις, ήκουσι μυρίσαι, Χριστόν τον θείον μύρον.
Θάνατον θανάτω, συ θανατοίς Θεέ μου, θεία σου δυναστεία.
Πεπλάνηται ο πλάνος, ο πλανηθείς λυτρούται, σοφία ση Θεέ μου.
Προς τον πυθμένα Άδου, κατήχθη ο προδότης, διαφθοράς εις φρέαρ.
Τρίβολοι και παγίδες, οδοί του τρισαθλίου, παράφρονος Ιούδα.
Συναπολούνται πάντες, οι σταυρωταί σου Λόγε, Υιέ Θεού παντάναξ.
Διαφθοράς εις φρέαρ, συναπολούνται πάντες, οι άνδρες των αιμάτων.
Η δάμαλις τον μόσχον, εν Ξύλω κρεμασθέντα, ηλάλαζεν ορώσα.
Σώμα το ζωηφόρον, ο Ιωσήφ κηδεύει, μετά του Νικοδήμου.
Όξος εποτίσθης, και χολήν Οικτίρμον, την πάλαι λύων γεύσιν.
Ω φρικτόν και ξένον, θέαμα Θεού Λόγε! πώς γη σε συγκαλύπτει;
Φέρων πάλαι φεύγει, Σώτερ Ιωσήφ σε, και νυν σε άλλος θάπτει.
Κλαίει και θρηνεί σε, η πάναγνός σου Μήτηρ, Σωτήρ μου νεκρωθέντα.
Φρίττουσιν οι νόες, την ξένην και φρικτήν σου, Ταφήν του πάντων Κτίστου.
           

Πικράν χολήν και όξος, οικτίρμον εποτίσθης, πικρίας λύων γεύσιν.
Ορώσα νεκρωθέντα, η σε τεκούσα Λόγε, μητροπρεπώς εθρήνει.
Αρώματα και μύρα, μαθήτριαι γυναίκες, προσφέρουσι τω τάφω.
Το χαίρετε δ’ εκείναι, ακούουσιν ευθέως, εις αμοιβήν των δώρων.
Τα δάκρυα ως μύρα, τη ση ταφή προσφέρειν, αξίωσόν με Σώτερ.
Και μνήσθητι Σωτήρ μου, ημών των ανυμνούντων, τα τίμιά σου πάθη.
Και των κεκοιμημένων, μνημόνευσον Σωτήρ μου, εν δόξη όταν έλθης.
Ιλέω όμματί Σου, επίβλεψον τους πάντας, εν κρίσει τη μελλούση.
Και φρούρει την σην ποίμνην, μετά του ποιμενάρχου, Χριστέ μου πανοικτίρμον.

            Επίσης, στον Εσπερινό του Πάσχα, που τελείται το πρωΐ του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, έχουν παραληφθεί τα 12 από τα 15 αναγνώσματα και παρατίθενται μόνο 3.


Του προφήτου Ησαΐου (ξ΄ 1-16).
Της Εξόδου (ιβ΄ 1-11).
Του Ιησού του Ναυή (ε΄ 10-15).
Της Εξόδου (ιγ΄ 20 – ιε΄ 19).
Του προφήτου Σοφονίου (γ΄ 8-15).
Της τρίτης των Βασιλειών (ιζ΄ 8-24).
Του προφήτου Ησαΐου (ξα΄ 10 – ξβ΄ 5).
Της Γενέσεως (κβ΄ 1-18).
Του προφήτου Ησαΐου (ξα΄ 1-10).
Της τετάρτης των Βασιλειών (δ΄ 8-37).
Του προφήτου Ησαΐου (ξγ΄ 11 – ξδ΄ 5).
Του προφήτου Ιερεμίου (λη΄ 31-34).


Της Γενέσεως (α΄ 1-13).
Του προφήτου Ιωνά (α΄-δ΄).
Του προφήτου Δανιήλ (γ΄ 1-23 και ο ύμνος των τριών παίδων).

            Τέλος, στη Μεγάλη Θ΄ Ώρα της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής, στο τέλος παραλείπονται οι Μακαρισμοί και τα Τυπικά.

            Όλα τα παραπάνω ισχύουν για το βιβλίο της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος, έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1978. Οι μεταγενέστερες εκδόσεις, η πρώτη το 1985 και η δεύτερη το 1990, με την επιμέλεια των κειμένων από τον αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Κωνσταντίνο Παπαγιάννη, είναι κατά πολύ διορθωμένες, αφού περιέχουν όλα τα εγκώμια του Επιταφίου, όλα τα αναγνώσματα του Εσπερινού του Πάσχα, τους Μακαρισμούς και τα Τυπικά της Θ΄ Ώρας.
            Προσωπική μας τοποθέτηση και πρόταση είναι να αποφεύγεται η χρήση του βιβλίου της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος, έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1978. Το καλλύτερο και ευκταίο είναι η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα να ψάλλεται κατά την τάξη του Τριωδίου ή να χρησιμοποιείται το βιβλίο της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος, έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1985, 1990, και να ψάλλονται όλα τα τροπάρια, χωρίς να παραλείπεται τίποτα, σε συνεπτυγμένο ρυθμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου