29 Μαΐ 2013

Η εισήγηση του κ. Αθανάσιου Στογιαννίδη στην Ημερίδα για το ΜτΘ στα Βαλκάνια

Η εισήγηση του κ. Αθανάσιου Στογιαννίδη, Λέκτορα του Τμήματος ΘεολογίαςτηςΘεολογικής Σχολής Α.Π.Θ., με θέμα:
«Tο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών στα νέα Πιλοτικά Πρόγραμμα Σπουδών: Συνοπτική Έκθεση – Παρουσίαση της Σκοποθεσίας του Μαθήματος των Θρησκευτικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση», η οποία έγινε στην Επιστημονική Ημερίδα για το Μάθημα των Θρησκευτικών που συνδιοργάνωσαν το Εργαστήριο Παιδαγωγικής του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ και η Διαβαλκανική Ομοσπονδία Ορθοδόξων Νεολαιών, στην αίθουσα του Εργαστηρίου Παιδαγωγικής του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, στις 16 Μαΐου 2013 με θέμα: Η Θρησκευτική Εκπαίδευση στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Βαθμίδα των σχολείων στις Βαλκανικές χώρες.
Η εισήγηση του Λέκτορα του Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ. Αθανασίου Στογιαννίδη στην Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: «Η Θρησκευτική Εκπαίδευση στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Βαθμίδα των σχολείων στις Βαλκανικές χώρες»
***
Tο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών
στα νέα Πιλοτικά Πρόγραμμα Σπουδών:
Συνοπτική Έκθεση – Παρουσίαση
της Σκοποθεσίας του Μαθήματος των Θρησκευτικών
στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Είναι γεγονός ότι κατά την τελευταία δεκαετία εμφανίζεται στη χώρα μας ένα ιδιαίτερα ζωηρό και έντονο ενδιαφέρον για τα εκπαιδευτικά πράγματα. Τούτο αφορά τόσο στο περιεχόμενο και στους σκοπούς των επιμέρους μαθημάτων που διδάσκονται στα σχολεία όσο και στην μεθοδολογία της διδασκαλίας. Μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια εκπονήθηκαν από το Υπουργείο Παιδείας δύο προσπάθειες εκσυγχρονισμού των Αναλυτικών Προγραμμάτων.  Η πρώτη παρουσιάσθηκε το 2003 και φέρει το γενικότερο χαρακτηρισμό Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.). Βασική επιδίωξη των συντακτών του εν λόγω προγράμματος, το οποίο είναι ακόμα σε ισχύ, ήταν η υπέρβαση του παλαιότερου Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών (Α.Π.Σ.) το οποίο επέμενε με έμφαση στη διατήρηση των διακριτών ορίων μεταξύ των μαθημάτων. Διακριτά όρια σημαίνει ότι κάθε μάθημα έχει την αυτοτέλειά του και δεν δημιουργεί συσχετίσεις με άλλα μαθήματα. Η αναζήτηση αυτής της υπέρβασης έφερε στο προσκήνιο μίας καινούρια έννοια: Την Διαθεματική Προσέγγιση. Αυτή αποσκοπούσε στην οικοδόμηση από πλευράς των μαθητών μιας ολιστικής προσέγγισης της γνώσης. Για να επιτευχθεί αυτό θα έπρεπε τα επιμέρους μαθήματα να απεγκλωβιστούν από τα διακριτά τους όρια και να αναζητήσουν μορφές συνεργασίας με άλλα γνωστικά αντικείμενα. Με άλλα λόγια, η Διαθεματική Προσέγγιση υποστηρίζει ότι ένα θέμα, για να μπορέσει ο μαθητής να το κατακτήσει σε όλες του τις διαστάσεις, θα πρέπει να προσεγγίσει πολυπρισματικά, πολυδιάστατα, διαθεματικά, δηλ. μέσα από διαφορετικές μεταξύ τους οπτικές γωνίες, μέσα από διαφορετικά μεταξύ τους μαθήματα. Μαζί με τον όρο Διαθεματικότητα καλλιεργήθηκε και ο όρος Διεπιστημονικότητα. Και στο σημείο αυτό οφείλουμε να Κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις.
Με τον όρο «διεπιστημονικότητα» (inter-disciplinarity) αναφερόμαστε σ’ εκείνα τα Αναλυτικά Προγράμματα, στα οποία τα επιμέρους μαθήματα έχουν διακριτά όρια μεταξύ τους. Δηλ. κάθε μάθημα έχει τα δικά του περιεχόμενα, τη δική του μεθοδολογία, το ιδιαίτερο εννοιολογικό του υπόβαθρο, αλλά και τους δικούς του συγκεκριμένους στόχους και προβληματισμούς. Και ως εκ τούτο κάθε μάθημα διδάσκεται στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερης μεμονωμένης διδακτικής ώρας, όπως συμβαίνει σήμερα στο ελληνικό Γυμνάσιο και Λύκειο. Ωστόσο, στο πλαίσιο της λεγόμενης διεπιστημονικότητας, γίνονται προσπάθειες για αμοιβαίες συσχετίσεις και συνδέσεις μεταξύ των διαφορετικών περιεχομένων των επιμέρους μαθημάτων, προκειμένου οι μαθητές να προσεγγίσουν σφαιρικά και πολυδιάστατα τα ιδιαίτερα γνωστικά αντικείμενα όλων των διακριτών μαθημάτων.  Στα διεπιστημονικά αναλυτικά προγράμματα σπουδών η σχολική γνώση οργανώνεται και επιμερίζεται με βάση τους ιδιαίτερους επιστημονικούς κλάδους, δηλ. το κάθε μάθημα αντιστοιχεί σ’ έναν συγκεκριμένο επιστημονικό κλάδο, με τη διαφορά όμως – από τα μέχρι προ τινος ισχύοντα αναλυτικά προγράμματα της χώρας μας – ότι επιχειρούνται τέτοιου είδους προσεγγίσεις μεταξύ των μαθημάτων οι οποίες αποσκοπούν σε μία πληρέστερη κατανόηση όλων των διδασκόμενων γνωστικών αντικειμένων.
Από την άλλη πλευρά, με τον όρο «διαθεματικότητα»  (cross curricular thematic approach) παραπέμπουμε σε εκείνα τα αναλυτικά προγράμματα, στα οποία η σχολική διδασκαλία δεν οργανώνεται κατά μαθήματα, αλλά κατά θέματα.  Στα διαθεματικά προγράμματα σπουδών καταργούνται τα διακριτά όρια των επιμέρους μαθημάτων, δηλ. δεν υφίστανται ξεχωριστά-διακριτά μαθήματα που θεμελιώνονται γνωστικά σε έναν συγκεκριμένο επιστημονικό κλάδο. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τίθενται όχι τα μαθήματα αλλά διάφορα θέματα που κατέχουν μία οικουμενική-καθολική σημασία για όλους τους ανθρώπους. Στην περίπτωση αυτή, η γνώση που προσφέρεται κατά θέματα προσεγγίζεται με σφαιρικό τρόπο έχοντας τη συνδρομή και τη σύμπραξη όλων των επιμέρους επιστημονικών περιοχών. Στα διαθεματικά προγράμματα σπουδών η κάθε θεματική ενότητα (θέμα) προσεγγίζεται ταυτόχρονα από την οπτική γωνία διαφορετικών μεταξύ τους επιστημονικών κλάδων. Με τον τρόπο αυτό η σχολική γνώση παρουσιάζεται ενοποιημένη και όχι επιμερισμένη.
Τόσο τα διεπιστημονικά όσο και τα διαθεματικά προγράμματα σπουδών οικοδομούνται πάνω στην αρχή της ολιστικής προσέγγισης, η οποία με τη σειρά της θεμελιώνεται στις συστημικές θεωρίες που ερμηνεύουν και αναλύουν την πραγματικότητα.  Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές, η πραγματικότητα είναι πολύπλοκη και συναποτελείται από συστήματα που αλληλοεπηρεάζονται.
Αν μεταφράσουμε τις παραπάνω σκέψεις στην εκπαιδευτική πραγματικότητα, τότε έχουμε να επισημάνουμε ότι, αν ο μαθητής θέλει να κατανοήσει την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, τότε πρέπει να την προσεγγίσει μελετώντας την όχι μόνο μέσα από μία ορισμένη οπτική γωνία, αλλά λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά αυτά συστήματα που την απαρτίζουν· έτσι έχει την ευκαιρία να «διαβάσει» τον κόσμο όχι μονολιθικά αλλά πολυδιάστατα. Η ολιστική προσέγγιση αναφέρεται επίσης και στην αδήριτη ανάγκη να συνδεθεί η σχολική διδασκαλία όχι μόνο με τις γνωστικές του μαθητών αλλά με το σύνολο των διαστάσεων της προσωπικότητάς του, δηλ. με τα συναισθήματα, προσδοκίες, επιθυμίες, προϋπάρχουσες εμπειρίες και βιώματα κτλ.
Αν επρόκειτο να μας ζητηθεί να επιλέξουμε μεταξύ διεπιστημονικών και διαθεματικών προγραμμάτων σπουδών, θα ήταν ορθό για την ελληνική σχολική πραγματικότητα να βρούμε τρόπους συνδυασμού των δύο παραπάνω κατευθύνσεων, χωρίς όμως ποτέ να καταργήσουμε την οργάνωση της σχολικής διδασκαλίας στα επιμέρους διακριτά μαθήματα, και τούτο διότι, ανάμεσα στα άλλα, μέχρι στιγμής δεν έχουμε αξιόλογα ερευνητικά δεδομένα σχετικά με τον τρόπο πραγμάτωσης και αξιολόγησης της διαθεματικής διδασκαλίας.
Το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών προτείνει δύο τρόπους διαθεματικής προσέγγισης: ο πρώτος συνιστά την δημιουργία αυτοτελών διαθεματικών μαθημάτων, δηλ. μαθημάτων που θα έχουν ένα διαθεματικό περιεχόμενο όπως π.χ. «Μελέτη του Περιβάλλοντος» και ο δεύτερος προτείνει τρόπους διαθεματικής οριζόντιας συνεργασίας μεταξύ των ήδη υφισταμένων διακριτών μαθημάτων, δηλ. τη διδασκαλία ορισμένων εννοιών μέσα από διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα. Έτσι μαζί με το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών συντάσσονται εκ νέου τα Α.Π.Σ. για τα επιμέρους μαθήματα. Για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση προβλέπεται αφενός μεν η διατήρηση των διακριτών μαθημάτων, αφετέρου δε η διαθεματική συνεργασία με άλλα αντικείμενα. Επίσης το Δ.Ε.Π.Π.Σ. διατυπώνει τη θέση ότι το 10% της διδακτέας ύλης του κάθε μαθήματος θα πρέπει να περιλαμβάνει τις λεγόμενες διαθεματικές δραστηριότητες, δηλ. την εξέταση ενός θέματος μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες και επιστημονικά δεδομένα.
Και έτσι ερχόμαστε στο Αναλυτικό Πρόγραμμα του Μαθήματος των Θρησκευτικών το οποίο και δημιουργήθηκε με γνώμονα τη διαθεματική προσέγγιση.  Στις θεμελιώδεις τοποθετήσεις του εν λόγω Α.Π.Σ. ανήκει η παραδοχή ότι το Μάθημα των Θρησκευτικά συνδέεται με τον πολιτισμό της Ελλάδας και συμβάλλει αποφασιστικά στην ηθική και πνευματική ανάπτυξη των μαθητών· επίσης λειτουργεί συμπληρωματικά απέναντι στη θρησκευτική εκπαίδευση που παρέχει η οικογένεια και η διοικούσα Εκκλησία. Από εκεί και πέρα το εν λόγω μάθημα υπηρετεί το Γενικό Σκοπό της Δημόσιας Εκπαίδευσης που είναι η διαμόρφωση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών.
Ας δούμε λοιπόν τους σκοπούς του Μαθήματος: (Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό κείμενο όπως είναι καταγεγραμμένο από: Δ.Ε.Π.Π.Σ. – Α.Π.Σ. για το Μάθημα των Θρησκευτικών, σελ. 136. 162)
Το ΜτΘ σκοπό έχει να συμβάλλει:
- Στην απόκτηση γνώσεων γύρω από τη χριστιανική πίστη και την Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση
- Στην ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης
- Στην προβολή της ορθόδοξης πνευματικότητας ως ατομικού και συλλογικού βιώματος
- Στην κατανόηση της χριστιανικής πίστης ως μέσου νοηματοδότησης του κόσμου και της ζωής
- Στην παροχή ευκαιριών στους μαθητές για θρησκευτικό προβληματισμό και στοχασμό
-  Στην κριτική επεξεργασία των θρησκευτικών παραδοχών, αξιών, στάσεων
- Στη διερεύνηση του ρόλου που έπαιξε και παίζει ο Χριστιανισμός στον πολιτισμό και την ιστορία της Ελλάδας και της Ευρώπης
- Στην κατανόηση της θρησκείας ως παράγοντα που συντελεί στην ανάπτυξη του πολιτισμού και της πνευματικής ζωής
- Στην επίγνωση της ύπαρξης διαφορετικών εκφράσεων της θρησκευτικότητας
- Στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και των μεγάλων σύγχρονων διλημμάτων
- Στην ανάπτυξη ανεξάρτητης σκέψης και ελεύθερης έκφρασης
- Στην αξιολόγηση του Χριστιανισμού ως παράγοντα βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων
Ειδικοί σκοποί Γυμνασίου για όλες τις τάξεις
Με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Γυμνάσιο, οι μαθητές επιδιώκεται:
-  Να ενημερωθούν για την υφή του θρησκευτικού φαινομένου.
- Να γνωρίσουν ιδιαίτερα τον Χριστιανισμό, κατεξοχήν την Ορθοδοξία, μέσα από την Αγία Γραφή, τους Πατέρες και τη ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας, και να τοποθετηθούν υπεύθυνα.
- Να συνειδητοποιήσουν ότι ο Χριστιανισμός δίνει προτάσεις στον σύγχρονο κόσμο για τη συνοχή του, αλλά και για την ποιότητα της ζωής.
- Να αξιοποιήσουν την προσφορά του μαθήματος, ώστε να συνειδητοποιήσουν τη δύναμη του μηνύματος του Ευαγγελίου και να καλλιεργήσουν το ήθος και την προσωπικότητά τους, να ευαισθητοποιηθούν απέναντι στον σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό και να βοηθηθούν να πάρουν έμπρακτα θέση.
-  Να αντιληφθούν ότι το αυθεντικό χριστιανικό μήνυμα είναι υπερφυλετικό, υπερεθνικό και οικουμενικό.
- Να αντιληφθούν την πολυπολιτισμική, πολυφυλετική και πολυθρησκευτική δομή των σύγχρονων κοινωνιών.
- Να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη διαχριστιανικής και διαθρησκειακής επικοινωνίας.
Περνούμε τώρα στο έτος 2011, δηλ. πηγαίνουμε 8 χρόνια αργότερα. Το έτος αυτό συντάσσονται και κυκλοφορούν σε ψηφιακή μορφή νέα Πιλοτικά Προγράμματα για πολλά μαθήματα, ανάμεσα στα οποία και το Μάθημα των Θρησκευτικών. Αφορούσαν μόνο στις 6 τάξεις του Δημοτικού και στις 3 πρώτες του Γυμνασίου. Τα Πιλοτικά Προγράμματα εφαρμόστηκαν όπως το δηλώνει και η ίδια τους η ονομασία «πιλοτικά» δηλ. πειραματικά σε 180 Δημοτικά και Γυμνάσια της χώρας μας. Και αυτή τη στιγμή το Υπουργείο Παιδείας βρίσκεται στη φάση της αξιολόγησής τους. Ποια είναι η διαφοροποίηση των νέων πιλοτικών Προγραμμάτων του 2011 σε σχέση με αυτά του 2003; Απάντηση στο ερώτημα αυτό δίδουν τα ίδια τα Πιλοτικά Προγράμματα μέσα από συνοδευτικά κείμενα, όπως π.χ. αυτό που τιτλοφορείται «Οδηγός Εκπαιδευτικού – Θρησκευτικά Δημοτικού – Γυμνασίου». Στο εν λόγω κείμενο (σσ. 33-39) διαπιστώνει συναντά κανείς την άποψη ότι το υφιστάμενο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών είναι στοχοκεντρικό, δηλ. προσανατολισμένο σε ορισμένους αντικειμενικούς στόχους. Έτσι, λοιπόν, το στοχοκεντρικό Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, γνωστό διεθνώς ως Curriculum, αποτελεί ένα πλήρες σύστημα προσδιορισμού της εκπαιδευτικής διαδικασίας,  μέσα στο οποίο οριοθετείται με ακρίβεια και για κάθε διδακτική ενότητα οι επιμέρους διδακτικοί στόχοι, το περιεχόμενό της, η μεθοδολογία που πρέπει να ακολουθηθεί και η αξιολόγησή της δηλ. η μέτρηση των αποτελεσμάτων της.  Ο αυστηρός προσδιορισμός της εκπαιδευτικής διαδικασίας που προδιαγράφει το Curriculum, κατά τη γνώμη των συντακτών πάντα του Νέου Πιλοτικού Προγράμματος, ενέχει τον εξής κίνδυνο: να απομονωθεί η εκπαίδευση σε μια τεχνοκρατική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το σχολείο προσβλέπει μόνο στη βελτιστοποίηση της παραγωγικότητας και άρα γι’ αυτό θέτει κατά την εκπαιδευτική διαδικασία μετρήσιμους στόχους τους οποίους θα είναι σε θέση να κατακτήσουν οι μαθητές υποβοηθούμενοι  από τεχνοκράτες εκπαιδευτικούς. Το Αναλυτικό Πρόγραμμα Στόχων εφόσον εκφράζει την παραπάνω θέση, παραβλέπει ορισμένες διαστάσεις της ηθικής και πνευματικής ανάπτυξης των μαθητών.
Οι συντάκτες του νέου Αναλυτικού Προγράμματος για το Μάθημα των Θρησκευτικών ασπάζονται μια άλλη θεώρηση δόμησης των Αναλυτικών Προγραμμάτων (χωρίς να παραμερίζουν τα όσα θετικά έχει προσφέρει μέχρι στιγμής τα Δ.Ε.Π.Π.Σ. – Α.Π.Σ.): αυτήν των Προγραμμάτων Διαδικασίας. Τα Προγράμματα Διαδικασίας εκφράζουν, όπως υποστηρίζουν οι συντάκτες, μια πιο ανθρωπιστική ματιά στο χώρο της εκπαίδευσης· αντιμετωπίζουν τη μάθηση όχι ως κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με αντικειμενικούς και μετρήσιμους στόχους. Η μάθηση στα Προγράμματα Διαδικασίας χαρακτηρίζεται, όπως δηλώνει και η ίδια η ονομασία τους, ως μία ανοιχτή διαδικασία. Η διαδικασία αυτή δεν είναι προσανατολισμένη σε απαράβατους στόχους. Τα Προγράμματα Διαδικασίας δεν θέτουν ως σημείο αναφοράς τους στόχους, αλλά την ίδια την διαδικασία της μάθησης. Ταυτόχρονα, εκφράζουν τη θέση ότι κατά τη διαδικασία της διδασκαλίας – μάθησης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ίδιοι οι μαθητές ως δημιουργοί της μάθησης. Αυτό θεμελιώνεται στην άποψη του κονστρουκτιβισμού, σε ψυχολογικό επίπεδο. Τι το διαφορετικό έρχεται να τονίσει ο κονστρουκτιβισμός; Το γεγονός ότι ο μαθητής δεν κατακτά απλώς τις πληροφορίες που του αποστέλλει ο διδάσκων μέσα από ένα matrix συμπεριφοριστικής ψυχολογίας, αλλά κατασκευάζει ο ίδιος τη γνώση που κατακτά. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν αρκεί να θέτουμε απλώς στόχους και να αντιμετωπίζουμε τη μάθηση όχι μία μεταβολή της συμπεριφοράς του μαθητή αλλά ως μία ανακάλυψη. Στα Πιλοτικά Προγράμματα Διαδικασίας προτείνονται πολλές μορφές δράσεις του μαθητή, προκειμένου αυτός να κατακτήσει τη γνώση. Η δε γνώση δεν προσεγγίζεται ως ένα προϊόν απόλυτης και αδιαμφισβήτητης βεβαιότητας αλλά ως κάτι το οποίο διαρκώς οικοδομείται, εμπλουτίζεται, ανανεώνεται και αναθεωρείται. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον τα περιεχόμενα που παρουσιάζονται επιδέχονται εμπλουτισμό. Στη σελ. 39 από το κείμενο «Οδηγός Εκπαιδευτικού στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου» μπορούμε να δούμε ένα παράδειγμα σύγκρισης ανάμεσα στα υφιστάμενα και στα νέα Πιλοτικά Προγράμματα Διαδικασίας.
Κατά πόσο τα Πιλοτικά αυτά Προγράμματα Διαδικασίας έρχονται να βελτιώσουν τα ήδη υπάρχοντα, όπως επίσης και κατά πόσο είναι διδακτικώς και ψυχοπαιδαγωγικώς απόλυτα τεκμηριωμένη η ψυχολογική θεώρηση του κονστρουκτιβισμού για τη μάθηση, είναι ένα θέμα πολύ σημαντικό, το οποίο ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο της παρουσίασής μου.
Οφείλω όμως εδώ να επιστήσω την προσοχή σας σε δύο πράγματα:
Πρώτον: η διδακτική ανάλυση και αξιολόγηση των Προγραμμάτων Σπουδών είναι μια πολύ επίπονη διαδικασία η οποία συνδέεται με τη θεωρία της δομής της διδασκαλίας που διερευνά η επιστήμη της Θεωρίας της Διδασκαλίας· με αυτό δηλ. το οποίο διεθνώς είναι γνωστό με τον όρο “instructional design” ή “instructional design theory”, ενώ στη γερμανική γλώσσα με τον όρο “Didaktische Theorie“ και “Unterrichtsentwurf“. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι τούτο δεν μπορεί να διερευνηθεί στο πλαίσιο αυτής της εισήγησης.
Δεύτερον: το γεγονός ότι κάθε Αναλυτικό Πρόγραμμα αλλά και κάθε διαδικασία διδασκαλίας – μάθησης, σύμφωνα με τις παραδοχές της παιδαγωγικής επιστήμης, ενέχει έναν χαρακτήρα τελεολογικό, γι’ αυτό και οικοδομείται πάνω σε στόχους. Αυτό συνεπάγεται ότι η διδασκαλία, εφόσον υπάγεται στη σκοποθεσία, απαιτεί μια νομιμοποίηση, μια τεκμηρίωση, μια δικαιολόγηση του έργου της· με άλλα λόγια είναι ενταγμένη, ως προς τους τους σκοπούς της, μέσα σε μια κοσμοθεωρητική εικόνα. Και άρα δεν μπορεί να είναι αχρωμάτιστη ή ουδέτερη, όπως και ο κάθε άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αχρωμάτιστος και ουδέτερος.
Χαρακτηριστικά, ως προς το σημείο αυτό, έχει εκφράσει τα επιστημονικά του συμπεράσματα ο προκοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. και δάσκαλος μου, καθηγητής κ. Ιωάννης Κογκούλης, στον οποίον, ας μου επιτρέψετε να το πω, οφείλω πολλά. Κατά τον Ιωάννη Κογκούλη, λοιπόν,  «η αγωγή παίρνει συγκεκριμένο περιεχόμενο από το περιεχόμενο που δίνεται στην ανθρώπινη ζωή και από το σκοπό που αυτή επιδιώκει». (Ιωάννη Κογκούλη, Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική, Θεσσαλονίκη 2 2000, σελ. 199).
Χωρίς να θέλω να υπεισέλθω στη λογική των χαρακτηρισμών και της υιοθέτησης απόψεων για το παραπάνω ζήτημα, διότι κάτι τέτοιο υπερβαίνει το στόχο της εισήγησής μου, θα ήθελα απλώς και μόνο να εκθέσω ορισμένα στοιχεία, τα οποία κατά την προσωπική μου άποψη, διαφοροποιούν τα νέα Πιλοτικά Προγράμματα από τα υφιστάμενα, αναφορικά με το Μάθημα των Θρησκευτικών. Αυτά είναι τα ακόλουθα:
Το περιεχόμενο, η διδακτέα ύλη, εάν θέλετε, δεν συγκροτείται με βάση τους επιμέρους κλάδους της θεολογικής επιστήμης αλλά με βάση ορισμένες βασικές θεματικές ενότητες οι οποίες σχετίζονται με σύγχρονους προβληματισμούς σε πολλά επίπεδα. Οι θεματικές αυτές ενότητες δεν καλύπτονται διδακτικά μέσα στο πλαίσιο μίας μόνο ωριαίας διδασκαλίας.
Το περιεχόμενο και ο γενικός σκοπός του Μαθήματος των Θρησκευτικών επιδιώκει να μην είναι ομολογιακός αλλά πληροφοριακός.
Το Μάθημα των Θρησκευτικών προβάλλεται ως ένα μάθημα γενικής παιδείας και υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Προωθείται η έννοια του λεγόμενου “θρησκευτικού εγγραμματισμού”  (religious literacy), ως ενός εκ των βασικών σκοπών του Μαθήματος. Ο θρησκευτικός εγγραμματισμός, προερχόμενος από το χώρο της παιδαγωγικής που καλλιεργήθηκε στον αγγλοσαξονικό χώρο, επιδιώκει να εξοικειώσει τους μαθητές με διαφορετικές μεταξύ τους θρησκευτικές παραδόσεις για να οικοδομήσει πολιτικές και κοινωνικές στάσεις ζωής και δεξιότητες, όπως η ανεκτικότητα, ο σεβασμός του άλλου, η αναγνώριση της διαφορετικότητας, η ειρηνική συμβίωση των διαφορετικών κ.α.
Για να επιτευχθούν οι σκοποί του θρησκευτικού γραμματισμού το εν λόγω Πιλοτικό Πρόγραμμα Σπουδών αφιερώνει το 60% των περιεχομένων του στην Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση, 20% σε άλλες χριστιανικές παραδόσεις (Ρωμαιοκαθολικισμός και Προτεσταντισμός) και 20% σε μη χριστιανικές παραδόσεις.
Η παραπάνω ποσοτική κατάτμηση της ύλης ξεκινά ήδη από το Δημοτικό.
Ο γενικότερος προσανατολισμός του Μαθήματος φαίνεται να είναι η οικοδόμηση μιας πολιτικής (με την ευρύτερη έννοια του όρου «πολιτικός» ) και κοινωνικής ηθικής.
Όλα τα παραπάνω θέματα είναι απλές διαπιστώσεις και όχι ερμηνευτικές τοποθετήσεις. Η διδακτική αξιολόγηση όλων των παραπάνω στοιχείων που εκτέθηκαν ως βασικοί άξονες του νέου Πιλοτικού Προγράμματος είναι επίσης ένα θέμα που υπερβαίνει τα όρια της εργασίας μου αυτής. Εδώ απλώς επιζητώ να κάνω μια έκθεση-παρουσίαση των πραγμάτων, σταματώντας εκεί.
Ας πάρουμε λοιπόν μια εικόνα από τα νέα Πιλοτικά Προγράμματα Σπουδών αναφερόμενοι αρχικά στους σκοπούς τους:
Γενικοί Σκοποί και προσανατολισμοί του ΜτΘ στο νέο ΠΣ – Δημοτικό και Γυμνάσιο. (Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό κείμενο από: Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου, Αθήνα 2011, σελ 18 – 20).
1. Να οικοδομήσει ένα στιβαρό μορφωτικό πλαίσιο/πεδίο γνώσης και κατανόησης του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας, ως πνευματικής και πολιτισμικής παράδοσης της Ελλάδας και της Ευρώπης αλλά και ως ζωντανής πηγής έμπνευσης, πίστης, ηθικής και νοηματοδότησης: για τον κόσμο και τον άνθρωπο, τη ζωή και την ιστορία.
2. Να παρέχει στους μαθητές ικανοποιητική κατάρτιση για τη φύση και τον ρόλο του θρησκευτικού φαινομένου, στο σύνολό του και στις επιμέρους εκφάνσεις του (τις θρησκείες του κόσμου), θεωρώντας τες ως ζωντανή πηγή πίστης, πολιτισμού και ηθικού τρόπου ζωής.
3. Να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις και να προσφέρει τις ευκαιρίες για να αναπτύξουν οι μαθητές ικανότητες και επάρκειες -αλλά και διαθέσεις και στάσεις- που χαρακτηρίζουν το θρησκευτικά εγγράμματο υποκείμενο, καλλιεργώντας παράλληλα την ηθική και κοινωνική του ευαισθησία.
4. Να προάγει τη γνωριμία, την κριτική κατανόηση, τον σεβασμό και τον διάλογο μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές απόψεις, αντιλήψεις ή δεσμεύσεις πάνω σε ζητήματα πίστης και ηθικού προσανατολισμού.
5. Να συνεισφέρει στον ελεύθερο και υπεύθυνο αυτοπροσδιορισμό της προσωπικής τους ταυτότητας καθώς και στην ολόπλευρη (θρησκευτική, γνωστική, πνευματική, κοινωνική, ηθική, αισθητική και δημιουργική) ανάπτυξη των μαθητών, μέσα από την αναζήτηση του νοήματος και την υπαρξιακή αναμέτρηση με την πολυπλοκότητα του μυστηρίου της ζωής.
Οι γενικοί αυτοί σκοποί του ΜτΘ μπορούν να εξειδικευτούν στους παρακάτω επιμέρους εκπαιδευτικούς προσανατολισμούς και επιδιώξεις/προτεραιότητες:
1. την ανάδειξη των οικουμενικών αξιών τόσο του Χριστιανισμού όσο και των άλλων θρησκειών του κόσμου,
2. τη διερεύνηση πτυχών και όψεων της τοπικής θρησκευτικής ιστορίας και παράδοσης, με στόχο τη γνώση, τη διαφύλαξη και την ανανέωση της τοπικής πολιτισμικής κληρονομιάς,
3. την κριτική κατανόηση των δογματικών, λατρευτικών, υπαρξιακών και πολιτισμικών εκφράσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, των άλλων μεγάλων χριστιανικών ομολογιών, καθώς και άλλων θρησκευμάτων,
4. την προσέγγιση της θρησκευτικής πίστης γενικότερα και του Χριστιανισμού ιδιαίτερα με πολλαπλά κριτήρια (πολιτισμικά, ηθικά, κοινωνικά, ιστορικά, προσωπικά, θεολογικά),
5. την αποκωδικοποίηση του θρησκευτικού υποβάθρου των πολιτισμικών παραδόσεων και την αναγνώριση των θρησκευτικών διαστάσεων του σύγχρονου πολιτισμού,
6. την κατανόηση των αξιών αλλά και των αρνητικών ή επικίνδυνων εκφράσεων των θρησκειών, που αυτές εμπεριέχουν, διατηρούν ή υποβάλλουν,
7. την κατανόηση της εποχής και των αναγκών της και τη μεθερμηνεία του θεολογικού λόγου στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες,
8. τον προβληματισμό και την ευαισθητοποίηση απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα της εποχής, τα υπαρξιακά ερωτήματα και τα ηθικά διλήμματα του ανθρώπου,
9. τον σεβασμό του δικαιώματος κάθε ανθρώπου στη θρησκευτική ελευθερία, την αναζήτηση και τον θρησκευτικό αυτοπροσδιορισμό,
10. την αναγνώριση και τον σεβασμό στην ιδιαίτερη θρησκευτική και πολιτιστική προέλευση και συνάφεια κάθε μαθητή,
11. την ανάπτυξη οικολογικής συνείδησης και τον σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον,
12. την ανθρωπιστική προσέγγιση της θρησκευτικής μάθησης, με την παράλληλη αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία,
13. την ανάδειξη του ολιστικού και μεταμορφωτικού χαρακτήρα της θρησκευτικής εκπαίδευσης,
14. τη θεμελίωση της θρησκευτικής εκπαίδευσης σε στέρεες παιδαγωγικές θεωρήσεις και σε συνεχή ενημέρωση και διάλογο με τις σύγχρονες φιλοσοφικές αντιλήψεις περί γνώσης,
15. τη συνεισφορά του ΜτΘ στη διαμόρφωση μαθητών που αναπτύσσουν θετική στάση προς τη μάθηση, εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και ευθύνη για τον κόσμο.
Αθανασίου Στογιαννίδη (Λέκτορα Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.)
Πηγή: moschosg/ & zoiforos.gr
Δείτε και:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου