11 Μαΐ 2013

Aρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος, «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».


«Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ κυρίαρχο, τὸ κεντρικότερο, τὸ κατ’ ἐξοχὴν γεγονὸς τῆς ἐνσάρκου Θείας Οἰκονομίας. Εἶναι τὸ γεγονός, πάνω στὸ ὁποῖο θεμελιώνεται καὶ στηρίζεται ὅλο το οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. «Εἰδὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἠμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν…Εἰδὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαῖα ἡ πίστις ὑμῶν» (Α΄ Κορ.15,14,17), βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε δὲν ἔχει πλέον κανένα νόημα καὶ περιεχόμενο τὸ κήρυγμά μας, ἀλλ’ ἐπίσης εἶναι ματαῖα καὶ κούφια ἀπὸ κάθε οὐσιαστικὸ περιεχόμενο καὶ ἡ πίστις σας. Καὶ τοῦτο διότι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν λύτρωσή του  ἀπὸ τὸ πτῶματοῦ θανάτου, ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Σημαίνει τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸν θάνατον στὴν ζωή, στὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή.
Χωρὶς τὴν ἀνάσταση ὅλο το χριστιανικὸ οἰκοδόμημα καταρρέει καὶ μεταβάλλεται σὲ μιὰ ἰδεολογία, σὲ ἕνα ἀνθρώπινο φιλοσοφικὸ κατασκεύασμα, ἀνίκανο νὰ σώσει, νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν θάνατον, ὁ ὁποῖος εἶναι κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς «ἡ μόνη πικρία τῆς ζωῆς, ἡ μόνη πικρία τῆς ὑπάρξεως. Ἐξ αὐτοῦ προέρχεται καὶ ὅλη ἡ τραγικότητα τῆς ζωῆς». Ἐπειδὴ δὲ ἀκριβῶς ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ θεμελιακὸ γεγονὸς τῆς πίστεως, ἔπρεπε τὸ γεγονὸς αὐτὸ, νὰ βεβαιωθῆ ὡς ἀδιάψευστη ἱστορικὴ πραγματικότητα ἀπὸ πολλοὺς αὐτόπτες μάρτυρες.

Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἀνάστασή του ἐμφανίστηκε πολλὲς φορὲς ἐπὶ σαράντα ἥμερες, σὲ διάφορα πρόσωπα καὶ σὲ διάφορους τόπους. Μία ἀπὸ αὐτές, ἡ πιὸ σημαντική, ὑπῆρξε ἡ δεύτερη ἐφάνισή του στοὺς μαθητές, ὀκτὼ ἡμέρες μετὰτ ὴν πρώτη, παρόντος καὶτοῦ Θωμά. Εἶναιδὲ ἡ πιὸ σημαντική, διότι ἐδῶ ἔχουμε ὄχι μόνον τὴν θέα τοῦ ἀναστάντος, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον καὶ τὴν ψηλάφιση τοῦ ἀναστημένου σώματος, ὁπότε ἡ ἀνάσταση ἐπιβεβαιώνεται καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ διὰ τῆς ἁφῆς καὶ διὰ τῆς ἀκοῆς. Ἐπὶ πλέον διακηρύττεται ἀπὸ τὸν μέχρι πρὸς τινὸς ἀπιστοῦντα μαθητῆ, ὅτι ὁ ἀναστάς Κύριος εἶναι ὁ πρὸ αἰώνων Θεός, ὁ σαρκωθεῖς Θεὸς Λόγος.
Ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής, ὅταν ὁ Θωμὰς ἐπέστρεψε στὸ ὑπερῶον καὶ τοῦ ἀνήγγειλαν γεμάτοι χαρὰ οἱ ἄλλοι μαθητές, ὅτι εἶδαν τὸν ἀναστημένο Κύριο, αὐτὸς ἐδήλωσε ἀπερίφραστα: «Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶνἥλων καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ βάλω τὴν χείρα μου  εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ οὐ μὴ πιστεύσω» (Ἰω.20,25). Κοφτὴ καὶ κατηγορηματικὴ ἡ ἀπαίτηση τοῦ Θωμά, ποὺ θὰ ἱκανοποιοῦσε καὶ τὸν πιὸ ἀπαιτητικὸ καὶ ἀντικειμενικὸ ἐρευνητὴ καὶ ἀνακριτὴ τῆς ἀναστάσεως. Δὲν ἱκανοποιεῖται νὰ δὴ μὲτὰ μάτια τοῦ τὸν Ἐσταυρωμένο ζωντανό. Θέλει νὰ ἀγγίξει καὶ μὲτὰ χέρια του τὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένου. Ἀκόμη περισσότερο! Νὰ ψηλαφήση μὲ τὰ δάκτυλά του τὶς πληγές, ποὺ προκάλεσαν τὰ καρφιὰ στὰ ἄχραντα χέρια του καὶ μὲ τὴν παλάμη του τὴν λογχευμένη του πλευρά. Μὲ ὅλες του τὶς αἰσθήσεις, ὅραση, ἀκοή, ἁφή, ζητεῖ νὰ λάβη πείραν τοῦ γεγονότος.
«Τὴν διὰ τῆς αἰσθήσεως τῆς παχυτάτης ἐζήτει πίστιν καὶ οὐδὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐπίστευεν. Οὗ γὰρ εἶπεν ἂν μὴ ἴδω, ἀλλ’ ἐὰν μὴ ψηλαφήσω…μήπως φαντασία τὸ ὀρώμενον ἤ», παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσὸστομος. Δηλαδὴ ὁ Θωμὰς ζητοῦσε τὴν πίστη ἐκείνη, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς ἁφῆς, καὶ δὲν ἐπίστευε μόνο σ’ ὅσα τὸν πληροφοροῦσαν οἱ ὀφθαλμοί του. Διότι δὲν εἶπεν ἐὰν δὲν δῶ, ἀλλὰ ἐὰν δὲν ψηλαφήσω, μήπως εἶναι φαντασία τὸ ὀρώμενον.
Καὶ ὁ Κύριος, ποὺ ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη γιὰ τὸ πλάσμα τοῦ ὑπέμεινε τὴν ἐσχάτη ταπείνωση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, συγκαταβαίνει στὴν ἀπαίτηση τοῦ μαθητοῦ του. Ὑποχωρεῖ καὶ καταδέχεται νὰ ψηλαφηθῆ, γιὰ νὰ προσθέση ἔτσι μία ἀκόμη ἰσχυρὴ ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεώς του.
 «Οἶμαι δέ…οἰκονομικώτατα σφόδρα τὴν τοῦ μαθητοῦ γεγονέναι πρὸς καιρὸν ὀλιγοπιστίαν, ἴνα διὰ τῆς αὐτοῦ πληροφορίας καὶ ἠμεῖς οἱ μετ’ αὐτὸν ἀνενδοιάστως πιστεύομεν, ὅτι τὴν σάρκα τὴν ἐπὶ τοῦ ξύλου κρεμαμένην καὶ παθοῦσαν τὸν θάνατον ἐζωοποίησεν ὁ Πατὴρ δὶ’ Υἱοῦ», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος. Δηλαδὴ ἡ πρόσκαιρη ἀπιστία τοῦ μαθητοῦ ὑπῆρξε θεία οἰκονομία, ἔτσι ὥστε ἡ ἰδικὴ τοῦ μαρτυρία καὶ βεβαίωσις νὰ γίνη καὶ σὲ μᾶς τοὺς μεταγενεστέρους ἀφορμὴ ἀνεπιφύλακτης πίστεως, ὅτι δηλαδὴ τὸ σῶμα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἐκρεμάσθηκε πάνω στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ καὶ ὑπέστη τὸν θάνατον, ἐζωοποίησε ὁ Πατέρας διὰ τοῦ Υἱοῦ. Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρας λοιπὸν ἐμφανίζεται καὶ πάλι στοὺς μαθητὲς παρόντος καὶ τοῦ Θωμά. Πρὸς αὐτὸν ἰδιαιτέρως τώρα ἀπευθύνεται ὁ Κύριος καὶ τὸν προσκαλεῖ νὰ τὸν ψηλαφήσει, ὅπως τὸ ἐζήτησε: «Φέρε τὸν δὰκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χείρας μου καὶ φέρε τὴν χείρα σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευρά μου καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστὸς» (Ἰω.20,26-27). Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε: Θωμὰ ὅσα ἐδήλωσες πρὶν ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες τὰ ἄκουσα ὡς Θεός, διότι ἤμουν ἀοράτως παρών. Ἰδοὺ λοιπὸν βρίσκομαι ἐνώπιόν σου, μὴ διστάσης νὰ μὲ ψηλαφήσης. Ὅπως σημειώνει σύγχρονος ἑρμηνευτής, ἐκεῖνο τὸ «φέρε καὶ ἴδε» καὶ ἐκεῖνο τὸ «φέρε καὶ βάλε» τοῦ Ἰησοῦ ἠχεῖ μέσα μας μυσταγωγικὰ σὰν ἕνα ἄλλο «λάβετε φάγετε», «πίετε ἐξαὐτοῦ πάντες». Ὁ Ἰησοῦς προσφέρει τὸν ἑαυτό του σὲ μιὰ κοινωνία τοῦ πάθους καὶ τῆς ἀναστάσεώς του. Ἀγγίζοντας ὁ μαθητὴς μὲ τὸ δάκτυλό του τὶς πληγὲς τοῦ Χριστοῦ, πιάνει τὸν θάνατό του καὶ ἀκουμπώντας τὸ χέρι στὶς οὐλές του, κρατᾶ τὴν ἀνάστασή του.
Θωμὰς μένει κατάπληκτος, συγκλονισμένος μὲ ὅσα βλέπει καὶ ἀκούει. Ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες πάλευε μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπιστίας. Τὰ κύματα τῆς λύπης καὶ τῆς ἀπελπισίας χτυποῦσαν ἐπικίνδυνα το σκάφος τῆς ψυχῆς του καὶ ἀπειλοῦσαν νὰ τὸ καταποντίσουν στὴν ἀπώλεια. Καὶ νὰ τώρα ξαφνικὰ καὶ ἀποσδόκητα βλέπει μπροστὰ του ὁλοζώντανο τὸν Κύριο. Τὸν βλέπει νὰ εἰσέρχεται κεκλεισμένων τῶν θυρῶν. Τὸ ἕνα θαῦμα διαδέχεται τὸ ἄλλο. Σὲ ποιὰ ἄραγε κατάσταση δόξης βρίσκεται τὸ ἀναστημένο ἐκεῖνο σῶμα, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ εἰσέρχεται κεκλεισμένων τῶν θυρῶν; Τὸν ἀκούει νὰ τὸν προσκαλεῖ, γιὰ νὰ τὸν ψηλαφίση. Ἄρα ἐγνώριζε τὶς ἀντιρρήσεις του.
Πλησιάζει ὁ Θωμάς, ἁπλώνειτὸ χέρι του, μὲ τὰ δάχτυλά του ψηλαφᾶ τὶς πληγές, μὲ τὴν παλάμη τὴν πλευρά του. Ὄντως αὐτὸς εἶναι ὁ διδάσκαλός του. Τὸ σῶμα του, ἀληθινὸ ἀνθρώπινο σῶμα μὲ σάρκα καὶ ὀστᾶ.
Εἶναι αὐτὸ τὸ σῶμα, ποὺ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο εἶχε καρφωθῆ πάνω στὸ σταυρὸ καὶ ὄχι κάποιο ἄλλο. Καὶ ἰδοὺ οἱ πληγές του, ποὺ ἀποδεικνύουν τὸν θάνατόν του. Ὢ τῆς συγκαταβάσεως καὶ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Δεσπότου!
Καταδέχεται νὰ ψηλαφηθῆ καὶ νὰ ἐρευνηθῆ, γιὰ νὰ στηρίξη στὴν πίστη τὸν κλονισμένο μαθητή, ἀλλὰ παράλληλα νὰ βεβαιώσει τὴν ἀνάστασή του, κατὰ τρόπον ἀδιαμφισβήτητον καὶ ἀναντίρρητον, σὲ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων ἀνὰ τοὺς αἰώνας. Ὡραιότατα διατυπώνει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνος τῆς ζ΄ ὠδῆς τῆς Κυριακῆς του Θωμά: «Οὐ μάτην διστάσας ὁ Θωμὰς τὴ ἐγέρσει σου οὐ κατέθετο, ἀλλ’ ἀναμφίλεκτον ἔσπευδεν ἀποδεῖξαι ταύτην Χριστὲ τοῖς πάσιν ἔθνεσιν. Ὅθεν δι’ ἀπιστίας πιστωσάμενος πάντας, ἐδίδαξε  λέγειν. Σὺ εἰ Κύριος…». Δηλαδὴ ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμὰ δὲν ἔγινε ματαίως καὶ χωρὶς λόγο, χωρὶς νὰ προκύψη ὠφέλεια πνευματική. Διότι μὲ τὴν ἀπιστία του ἔσπευδε, νὰ ἀποδείξη τὴν ἀνάσταση ἀναντίρρητη καὶ βεβαία σ’ ὅλους τούς λαούς.
Ἔτσι μᾶς ἐδίδαξε νὰ ὁμολογοῦμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως καὶ αὐτός, ὅτι ὁ ἀναστᾶς εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεός μας. Μετὰ ἀπὸ τὴν συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἐμπειρία, θριαμβευτικὴ ἐπακολουθεῖ ἡ ὁμολογία τοῦ Θωμά: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ὁμολογία ὄχι μόνον τῆς ἀναστάσεως ἀλλὰ καὶ τῆς Θεότητος τοῦ ἀναστάντος. Δηλαδὴ ἐσύ, ποὺ νίκησες τὸν θάνατο δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶσαι ὁ πλάστης καὶ δημιουργός μου, διότι ἡ ἀνάσταση, ἡ νίκη τοῦ θανάτου, δὲν εἶναι ἔργο ἀνθρωπίνης, ἀλλὰ θείας δυνάμεως.
Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Θωμά, ἀγαπητὲ φίλε ἀναγνώστα, «καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστὸς» δείχνει, ὅτι ὑπῆρχε ἐνδεχόμενο ὁ Θωμὰς καὶ μετὰ τὴν ψηλάφιση τοῦ ἀναστημένου σώματος, νὰ μὴν θελήση, νὰ πιστεύση καὶ νὰ παραμείνη ἀμετανόητος στὴν ἀπιστία. Ἀπὸ ἕνα τέτοιο ὅμως ἐνδεχόμενο κινδυνεύομε ὅλοι μας. Διότι ἡ ἀνάσταση ὑπάρχει καὶ λάμπει ἡλίου φαεινότερον σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καὶ σ’ ὅλους τους αἰῶνες. Οἱ ἀποδείξεις πολλές, πειστικὲς καὶ ἀτράνταχτες, ἀποκλείουν καὶ τὸ παραμικρὸ ἐνδεχόμενο ἀμφιβολίας.
 Ὅσοι ἑξακολουθοῦν νὰ ἀπιστοῦν δὲν ἔχουν ἐπιχειρήματα καὶ χάνονται στὸ σκοτάδι τῆς ἀπιστίας καὶ ἐν τέλει στὴν ἀπώλεια. Ἡ αἰτία τῆς ἀπιστίας βρίσκεται μέσα τους. Στὸ ὅτι δηλαδὴ κατὰ βάθος ἀγαποῦν τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀσωτεία καὶ δὲν θέλουν νὰ ἀλλάξουν ζωή. «Αὕτη ἐστὶν ἡ κρίσις» λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος, ἢ τὸ φῶς.  Ἣν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα» (Ἰω.3,19).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου