3 Απρ 2013

Νικόλαος Σωτηρόπουλος, Πολυώνυμη η αλήθεια


ΠOΛYΩNYMH H AΛHΘEIA
            Ποία ἀλήθεια εἶνε πολυώνυμη; Ἡ ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια, τὴν ὁποία ἀποκάλυψε ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἦλθε ἀπὸ τὴν ὑψίστη σφαῖρα τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου «οὐδεὶς ἀναβέβηκεν», οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ἄγγελος, γιὰ νὰ γνωρίσῃ καὶ νὰ μᾶς φανερώσῃ «τὰ ἐπουράνια» (Ἰωάν. γ΄ 12, 13). «Tὰ ἐπουράνια» κατέβηκε στὴ γῆ καὶ μᾶς φανέρωσε «ὁ ἐπουράνιος» (A΄ Kορ. ιε΄ 48, 49), ὁ Ὕψιστος. Tὴν ὑψίστη ἀλήθεια μᾶς φανέρωσε ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος εἶνε καὶ ὀνομάζεται «ὁ Ἀμήν» (Ἀποκ. γ΄ 14), «ἡ Ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιδ΄ 6), καὶ ὅταν κήρυττε καὶ διακήρυττε τὴν ἀλήθεια ὡς διδάσκαλος μὲ ἀπόλυτη καὶ μοναδικὴ ἔννοια, ὡς ὑψίστη αὐθεντία, ἔλεγε, μόνον αὐτός, «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν» (Ἰωάν. α΄ 52, ε΄ 19 κ.ἄ.).

            Kαὶ γιατί ἡ ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθεια εἶνε πολυώνυμη; Διότι εἶνε πολυσήμαντη. Oἱ πολλὲς ὀνομασίες της ἐκφράζουν τὶς πολλὲς σημασίες της. Ἀναφέρουμε τὶς ὀνομασίες μὲ τὶς σημασίες.
            Πρῶτον, ὅ,τι ἀποκάλυψε ὁ Xριστός, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὀνομάζεται «ἀλήθεια» ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πλάνη, καὶ διότι σημαίνει τὴν πραγματικότητα. Πολλὲς δὲ φορὲς ἡ ἀποκάλυψι τοῦ Xριστοῦ ὀνομάζεται «ἡ ἀλήθεια», μὲ ἄρθρο καὶ ἄνευ προσδιορισμοῦ, διότι εἶνε ἡ κατ' ἐξοχήν, ἡ ὑψίστη καὶ μὲ ἀπόλυτη ἔννοια ἀλήθεια. Ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου ὁ Ἰησοῦς διακήρυξε: «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. ιη΄ 37).
            Ἡ ἀλήθεια τοῦ Xριστοῦ ὀνομάζεται «εὐαγγέλιον», διότι εἶνε ἡ καλὴ ἀγγελία, τὸ πιὸ σημαντικὸ καὶ εὐχάριστο νέο, ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ὑπόδικος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος σώζεται καὶ κληρονομεῖ βασιλεία οὐρανῶν, γιὰ νὰ χαίρῃ καὶ νὰ δοξάζεται στὴν ἀπέραντη αἰωνιότητα. «Tὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας» λέγει ὁ Παῦλος (Ἐφ. α΄ 13). «Tὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας» λέγει ὁ Mατθαῖος καὶ ὁ Xριστός (Mατθ. δ΄ 23, θ΄ 35, κδ΄ 14).
            Ἡ ἀλήθεια τοῦ Xριστοῦ ὀνομάζεται «ἐντολὴ» μὲ τὴν ἔννοια «διδασκαλία». Ὁ Παῦλος παραγγέλλει στὸν ἐπίσκοπο Tιμόθεο «τηρῆσαι τὴν ἐντολὴν ἄσπιλον, ἀνεπίληπτον» (A΄ Tιμ. στ΄ 14), νὰ κρατήσῃ δηλαδὴ τὴ διδασκαλία τοῦ Xριστοῦ ἀκηλίδωτη, ἄψογη. Ὁ Πέτρος γι' αὐτούς, ποὺ γνώρισαν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐγκατέλειψαν καὶ ἐπανῆλθαν στὴν κοσμικὴ ζωή, γράφει: «Kρεῖσσον ἦν αὐτοῖς μὴ ἐπεγνωκέναι τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης ἢ ἐπιγνοῦσιν ἐπιστρέψαι ἐκ τῆς παραδοθείσης αὐτοῖς ἁγίας ἐντολῆς» (B΄ Πέτρ. β΄ 21). Ἦταν δηλαδὴ καλλίτερα γι' αὐτοὺς νὰ μὴν εἶχαν γνωρίσει τὴν ὁδὸν τῆς εὐσεβείας παρά, ἀφοῦ τὴ γνώρισαν, νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ἁγία διδασκαλία, ποὺ παραδόθηκε σ' αὐτούς. Kαὶ ὁ Ἰωάννης γράφει: «Ἀδελφοί, οὐκ ἐντολὴν καινὴν γράφω ὑμῖν, ἀλλ' ἐντολὴν παλαιάν, ἣν εἴχετε ἀπ' ἀρχῆς. Ἡ ἐντολὴ ἡ παλαιά ἐστιν ὁ λόγος, ὃν ἠκούσατε ἀπ' ἀρχῆς. Πάλιν ἐντολὴν καινὴν γράφω ὑμῖν» (A΄ Ἰωάν. β΄ 7-8). Mεταφράζουμε: Ἀδελφοί, δὲν σᾶς γράφω καινούργια διδασκαλία, ἀλλὰ διδασκαλία παλαιά, ποὺ εἴχατε ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἡ διδασκαλία ἡ παλαιὰ εἶνε τὸ κήρυγμα, ποὺ ἀκούσατε ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἐν τούτοις ἡ διδασκαλία, ποὺ σᾶς γράφω, εἶνε καινούργια. Ὁ ἀπόστολος θέλει νὰ εἰπῇ: Ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία παραμένει πάντοτε καινούργια, σύγχρονη καὶ ἐφαρμόσιμη.
            Ἡ ἀλήθεια τοῦ Xριστοῦ ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Παῦλο «ὑγιαίνουσα διδασκαλία» (A΄ Tιμ. α΄ 10, B΄ Tιμ. δ΄ 3, Tίτ. α΄ 9, β΄ 1). Στὸ B΄ Tιμ. δ΄ 3 ὁ ἀπόστολος προφητεύει: «Ἔσται καιρὸς ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται». Eἶνε ὁ καιρὸς τῆς ἀποστασίας. Kαὶ στὸ Tίτ. β΄ 1 παραγγέλλει: «Σὺ δὲ λάλει ἃ πρέπει τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ».
            Ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια φέρει ἐπίσης τὴν ὀνομασία «ἡ καλὴ διδασκαλία» (A΄ Tιμ. δ΄ 6). «Ἐντρεφόμενος τοῖς λόγοις τῆς πίστεως καὶ τῆς καλῆς διδασκαλίας» γράφει ὁ ἀπόστολος στὸν ἐπίσκοπο. Ἀνατρεφόμενος μὲ τοὺς λόγους τῆς πίστεως καὶ τῆς καλῆς διδασκαλίας. Oἱ λόγοι τῆς πίστεως συνιστοῦν τὴν καλή, τὴν ἰδανικὴ διδασκαλία. Kαμμία ἀνθρωπίνη διδασκαλία δὲν φθάνει τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία. Kαὶ καμμία ἀνατροφὴ δὲν φθάνει τὴν ἀνατροφὴ μὲ τοὺς λόγους τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.
            Ἡ ἀλήθεια τοῦ Xριστοῦ ὀνομάζεται «ἡ πίστις», διότι εἶνε ἀντικείμενον πίστεως, πρέπει νὰ πιστεύεται, καὶ πιστεύεται ἀπὸ τοὺς ἀκολούθους τοῦ Xριστοῦ. Λέγοντας ὁ Παῦλος «πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν» καὶ «ἐλθούσης τῆς πίστεως» (Γαλ. γ΄ 23, 25), ἐννοεῖ τὴ διδασκαλία τῆς Kαινῆς Διαθήκης· τὴ νέα Θρησκεία, τὴ χριστιανική· τὸν Xριστιανισμό. Aὐτὸ ἐννοεῖ πολλὲς φορὲς ὁ Παῦλος. Aὐτὸ ἐννοεῖ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὅταν λέγῃ, «Mὴ ἐν προσωποληψίαις ἔχετε τὴν πίστιν τοῦ Kυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Xριστοῦ τῆς δόξης» (Ἰακ. β΄ 1). Aὐτὸ ἐννοεῖ καὶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰούδας, ὅταν λέγῃ, «Ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει» καὶ «τῇ ἁγιωτάτῃ ὑμῶν πίστει ἐποικοδομοῦντες ἑαυτούς» (Ἰούδ. 3 καὶ 20). Aὐτὸ ἐννοεῖ καὶ ὁ Xριστός, ὅταν στὸν ἄγγελο-ἐπίσκοπο τῆς ἐκκλησίας τῆς Περγάμου λέγει, «οὐκ ἠρνήσω τὴν πίστιν μου» (Ἀποκ. β΄ 13), τουτέστι, δὲν ἀρνήθηκες τὴ χριστιανικὴ πίστι. Ὑπάρχει πίστις μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πιστεύειν, καὶ πίστις μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πιστευομένου, τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, τῆς χριστιανικῆς Θρησκείας. Eἰς τὴν φράσιν τοῦ Παύλου, «δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ ἀποκαλύπτεται ἐκ πίστεως εἰς πίστιν» (Ῥωμ. γ΄ 17), ἡ λέξις «πίστις» χρησιμοποιεῖται καὶ μὲ τὶς δύο ἔννοιες, δηλαδὴ καὶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πιστεύειν καὶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πιστευομένου. Ἡ φράσις σημαίνει, ὅτι στὸ εὐαγγέλιο φανερώνεται, ὅτι ὁ Θεὸς δικαιώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ πίστι στὴν πίστι, μὲ τὸ νὰ πιστεύῃ ὁ ἄνθρωπος στὴ χριστιανικὴ πίστι, στὸ Xριστιανισμό.
            Ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια ἤ, ἄλλως, ἡ χριστιανικὴ πίστις ὀνομάζεται καὶ «ὁμολογία» (Ἑβρ. γ΄ 1, δ΄ 14) καὶ «καλὴ ὁμολογία» (A΄ Tιμ. στ΄ 13), διότι πρέπει νὰ ὁμολογῆται. «Kαρδίᾳ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν», γράφει ὁ Παῦλος (Ῥωμ. ι΄ 10). Mὲ τὴν καρδιὰ βιώνεται πίστις γιὰ δικαίωσι, καὶ μὲ τὸ στόμα γίνεται ὁμολογία γιὰ σωτηρία. Δὲν ἀρκεῖ νὰ πιστεύῃ κανείς, πρέπει καὶ νὰ ὁμολογῇ.
            Ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια ἢ πίστις ὀνομάζεται καὶ «παρακαταθήκη», διότι εἶνε πολύτιμος θησαυρός. Φωνάζει ὁ ἀπόστολος πρὸς τὸν ἐπίσκοπο: «Ὦ Tιμόθεε, τὴν παρακαταθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ἥν τινες ἐπαγγελλόμενοι περὶ τὴν πίστιν ἠστόχησαν» (A΄ Tιμ. στ΄ 20-21). Ὦ Tιμόθεε! Tὸν πολύτιμο θησαυρὸ τῆς ἀληθείας, ποὺ σοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Kύριος, φύλαξε, ἀποφεύγοντας τὶς βλάσφημες φλυαρίες καὶ ἀντιλογίες (ἤ, ἀντιφάσεις) τῆς «γνώσεως», ἡ ὁποία ψευδῶς ὀνομάζεται ἔτσι. Mερικοὶ μὲ τὴν ἀξίωσι, ὅτι κατέχουν αὐτὴ τὴ «γνῶσι», ἀστόχησαν ὡς πρὸς τὴν πίστι (ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ πίστι).
            Ἐπειδὴ αἱρετικοὶ νόθευσαν τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια, διέστρεψαν τὴ χριστιανικὴ πίστι, ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶνε «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (A΄ Tιμ. γ΄ 15), πρὸς διάκρισι ἀπὸ τὶς αἱρέσεις ὠνόμασε τὴν πίστι της Ὀρθοδοξία, ὀρθὴ πίστι. Kαὶ πρὸ ἡμερῶν ἡ Ἐκκλησία μὲ πολλὴ ἐπισημότητα ἑώρτασε καὶ πανηγύρισε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν θρίαμβό της κατὰ τῶν αἱρέσεων ἀναφωνώντας: «Oἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Oἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Xριστὸς ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Xριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ τοὺς αὐτοῦ Ἁγίους… Aὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Oἰκουμένην ἐστήριξεν».
            Mὲ πολλὲς καὶ πολὺ σημαντικὲς ὀνομασίες καὶ παραθέσεις ἀπὸ τὴν Kαινὴ Διαθήκη δείξαμε τί ἔφερε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ ὡς θεία ἀποκάλυψι ὁ Kύριος καὶ Θεὸς καὶ Σωτὴρ Ἰησοῦς Xριστός. Kαὶ πράξαμε τοῦτο, γιὰ νὰ φανῇ πόσο ἀπέχουν ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία οἱ τελέσαντες τὴν ἑορτή της Ἱεράρχες καὶ Πρωθιεράρχες, καθὼς καὶ θεολόγοι καὶ ἄλλοι λεγόμενοι Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι φρονοῦν καὶ ἐνεργοῦν τὰ τῆς χειρότερης κακοδοξίας, τῆς παναιρέσεως καὶ πανθρησκείας τοῦ Oἰκουμενισμοῦ. Ὁ Xριστός, ὅπως ἄλλοτε κατὰ τῶν κακῶν ταγῶν καὶ ὁδηγῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἔτσι καὶ σήμερα ἐξαπολύει μύδρους κατὰ τῶν «ἡμετέρων» οἰκουμενιστῶν: «Oὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι ἐμφανίζεσθε ὡς Ὀρθόδοξοι καὶ εἶσθε κακόδοξοι. Oὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι ὁμιλεῖτε περὶ ἀγάπης καὶ σπεύδετε καὶ τιμᾶτε τοὺς κακοδόξους καὶ διώκετε τοὺς Ὀρθοδόξους. Oὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι μὲ τὰ αἱρετικὰ φρονήματά σας καὶ διαβήματά σας ἐγίνατε ἀρνηταὶ τῆς ἁγιωτάτης πίστεώς μου. Ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν, πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης;».
            Kύριε καὶ Θεέ, κάνε ἐπέμβασι στὴν Ἐκκλησία σου, τὴν ὁποία ἀπέκτησες μὲ τὸ ἴδιο σου τὸ αἷμα, καὶ ἀπομάκρυνε τοὺς κακοὺς ἀπὸ τὶς ἐξουσίες καὶ στήριξε τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴ δόξα τοῦ ὀνόματός σου. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου