1η Απριλίου 1955
Ελένης
Παπαϊωάννου
Κάθε προσπάθεια να καταδυθεί κανείς στα άδυτα της Ιστορίας για να ανιχνεύσει τα
μονοπάτια της, γίνεται πάντα με πολλά ρίσκα. Το μεγαλύτερο ίσως είναι η
προσωπική ματιά με την οποία αντιμετωπίζουμε τα ιστορικά γεγονότα και που είναι
δύσκολο – ή σχεδόν αδύνατο – να την απομονώσουμε. Και όσο πιο κοντινά σε μας
είναι τα ιστορικά γεγονότα τόσο πιο πολύ και άθελά μας ο υποκειμενισμός
παρεισφρύει στης ιστορίας το ανάγνωσμα. Ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. απέχει από μας
κάποιες στιγμές, απειροελάχιστες μπροστά στον αδηφάγο χρόνο. Οι απόψεις που
εκφράστηκαν και εκφράζονται για τα συμβάντα, την αξία του αγώνα, το αν έπρεπε ή
όχι να γίνει, το αν πέτυχε ή όχι το στόχο του είναι πολλές και θα παραμείνουν
μέχρι που η Ιστορία αμείλικτα θα πει τον τελευταίο της λόγο. Αυτό που εμείς
οφείλουμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να δούμε, όχι τόσο τα γεγονότα που
είναι λίγο έως πολύ γνωστά, αλλά το τι βρίσκεται πέραν από αυτά: τους πόθους
και τα όνειρα, τις θυσίες και τα δάκρυα, τη ζωή και το θάνατο που κρύβονται
πίσω απ’ αυτό που με την ξύλινη φιλολογική γλώσσα ονομάσαμε «έπος 55-59».
Όταν το 1821 οι Έλληνες αποφάσισαν με νύχια και με δόντια να απαιτήσουν τη
λευτεριά τους, ο Ελληνισμός της Κύπρου, για λόγους που δεν είναι του παρόντος,
δεν κατάφερε να λυτρωθεί. Το αίτημα όμως της Ένωσης με τον εθνικό κορμό,
ξεκίνησε από τότε να παίρνει σάρκα και οστά, να συντροφεύει τα κρυφά όνειρα
ενός ολόκληρου λαού που οι μεγάλοι της γης μετακινούσαν σαν πιόνι από τη μια
αυτοκρατορία στην άλλη. Περίπου εκατόν τριάντα χρόνια μετά, μια ολόιδια άνοιξη
μ’ εκείνη της Αγίας Λαύρας, γεννά μέσα από τους ανθούς της μυγδαλιάς μια νέα
Φιλική, έναν καινούργιο όρκο, μια άλλη επανάσταση, όμως με το ίδιο όραμα και
πάθος, σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα.
Ο τροχός της ιστορίας γυρίζει τώρα με άλλους ρυθμούς. Άνθρωποι
μεροκαματιάρηδες, αμούστακα παιδιά, γυναίκες όμοιες Ηπειρώτισσες σμίγουν το
είναι τους με την ιστορία για να της δώσουν άλλη διάσταση. Μέσα από τα χώματα
της πατρίδας μας, σαν ηφαίστεια ξεπροβάλλουν ονόματα Τιτάνων: Αυξεντίου,
Ευαγόρας, Δράκος, Λένας, Μάτσης, Γιάλλουρος. Ψυχές και σώματα ασώματα που
σμίγουν με κρησφύγετα, με αχυρώνες, με βουνά και με κάμπους, με τη φωτιά και το
σίδερο του πολέμου, με τους εφιάλτες της Ιστορίας, με την μπογιά των συνθημάτων
στους ασπρισμένους τοίχους, με το κλάμα της χαροκαμένης μάνας για να αναστήσουν
μέσα από το Τίποτα το Παν.
Τι ήταν όμως που αναζητούσαν αυτοί οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι; Τι ήταν αυτό
που τους μετέτρεψε, εν μία νυχτί, από ερωτευμένους έφηβους σε αμετανόητους
πολεμιστές; Η απάντηση μπορεί να είναι απόλυτα απλή. Αυτό που αναζητούσαν ήταν
η ΖΩΗ. Η ζωή με όλα τα γράμματά της κεφαλαία. Αυτή που αξίζει στον κάθε
άνθρωπο, σε όλους μας, όπου κι αν γεννηθήκαμε, όπως κι αν είναι το όνομά μας, η
θρησκεία μας ή η φυλή μας. Αυτή τη ζωή που για 800 συναπτά έτη στέρησαν από το
νησί μας μύριοι κατακτητές: Φράγκοι, Ενετοί, Τούρκοι, Άγγλοι. Όταν τα
ξημερώματα της 1ης Απριλίου ακούστηκαν οι πρώτες εκρήξεις, οι Έλληνες της
Κύπρου άρχισαν να παίρνουν πίσω λίγη από τη ζωή που δεν κατάφεραν μέχρι τότε να
ζήσουν. Διεκδίκησαν τις στιγμές της ζωής τους που άδικα χάθηκαν, τα ελληνικά
τους γράμματα στα ξανθά ακρογιάλια του Ομήρου, τον αέρα της Λευτεριάς που δεν
κατάφεραν να αναπνεύσουν, τα αποσπάσματα της Ιστορίας, γραμμένα σε καθαρά,
ξεκάθαρα ελληνικά που θέλησαν να τους σβήσουν, τις ελληνικές σημαίες που δεν
είδαν να κυματίσουν στα σχολειά τους.
Πέρα και πίσω απ’ όλα αυτά βρισκόταν συνειδητοποιημένα το αίτημα της
Αυτοδιάθεσης που φυσιολογικά και αβίαστα οδηγούσε στο αίτημα της Ένωσης με την
Ελλάδα, που τότε τη φώναζαν Μάνα. Οι αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α. μαζί και ολόκληρος
ο λαός της Κύπρου, δεν πολέμησε και δεν θυσιάστηκε για τίποτα λιγότερο παρά
μόνο για τη Λευτεριά που θα οδηγούσε στην Ένωση. Για μας σήμερα η κατανόηση του
αιτήματος της Ένωσης παραμένει μια υπόθεση δύσκολη και μια ιστορία πονεμένη.
Πενήντα χρόνια μετά σχεδόν κανένας δεν μιλά πλέον για Ένωση. Αν το 1950, κατά
το ενωτικό δημοψήφισμα, σχεδόν ομόφωνα Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι
διατράνωσαν την επιθυμία τους για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, πρέπει να θεωρήσουμε
δεδομένο ότι ολωνών οι πρόγονοι υπήρξαν κάποτε ενωτικοί. Από τα χρόνια όμως της
Ένωσης μέχρι τα χρόνια του Ανάν πολλά έχουν μεσολαβήσει. Τα σχέδια των Άγγλων
για αφελληνισμό του νησιού που τέθηκαν σε ισχύ από την πρώτη μέρα που πάτησαν
το πόδι τους στο νησί σίγουρα έφεραν αποτέλεσμα.
Έτσι σήμερα, μισό αιώνα μετά η λέξη Ένωση έχει καταντήσει λέξη ταμπού, σχεδόν
απαγορευμένη. Και τους ήρωες του Αγώνα τους θυμόμαστε μόνο κάθε χρόνο τέτοια
μέρα, μέσα από τυπικές διαδικασίες δήθεν ιστορικής μνήμης. Ενίοτε τους
θυμούνται και οι πολιτικοί κάποιων παρατάξεων, όταν με κροκοδείλια δάκρυα
καταθέτουν στεφάνια στα μνημεία τους, αλλά όχι στη μνήμη τους.
Όμως δεν είναι δυνατόν να μην έχει απομείνει τίποτα από τη θυσία τόσων
ανθρώπων, από το αίμα και τα νιάτα μιας ολόκληρης γενιάς, από τα δάκρυα
χιλιάδων μανάδων, από τις στιγμές του απέραντου μεγαλείου αυτών που ο κόσμος,
ίσως και ‘μεις, τους έλεγε τρελούς. Η κούφια, κίβδηλη ανεξαρτησία που δόθηκε,
συνοδεία δοτών συνταγμάτων και σημαίας, σίγουρα δεν λυτρώνει τις ψυχές των
θυσιασθέντων και δεν ξεπληρώνει τα όνειρά τους, ίσως ούτε και τα δικά μας. Μια
τέτοιου μεγέθους θυσία δεν μπορεί να ξεπληρώνεται με τόσο λίγα, τα ελάχιστα.
Εμείς, όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά οφείλουμε να αναλογιστούμε τι γράφει
στις ψυχές και στις σκέψεις μας η ανοιξιάτικη αναπόληση ενός Αγώνα που στο
κάτω-κάτω έγινε και για εμάς.
Αυτός ο αγώνας δεν μας άφησε πολλά και συνάμα μας άφησε τα πάντα. Ξεθωριασμένες
σημαίες που μυρίζουν δεντρολίβανο και που κάποτε ανέμιζαν ατρόμητες μπρος στους
πάνοπλους στρατιώτες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Μαυρόασπρες φωτογραφίες
αγωνιστών που μας κοιτάζουν με τα μεγάλα καθαρά τους μάτια σαν να ζητούν από
μας μια εξήγηση. Ξεχασμένα κρησφύγετα που κάποτε χώρεσαν το μεγαλείο ενός λαού,
μα που σήμερα μοιάζουν μικρά για να χωρέσουν τη μιζέρια μας. Πέρα και πάνω απ’
όλα, ο Αγώνας πρόσθεσε μια ακόμα ακτίνα φωτός, ένα σκαλοπάτι πολιτισμού, μια
ανάσα Λευτεριάς στην ψυχή της Μάνας, της μικρής Ελλάδας που γι’ ακόμα μια φορά
στόλισε τον κόσμο με τις δάφνες της. Της Ελλάδας, όχι των μεγαλοαστών Αθηναίων
και του σιναφιού τους, μα της Ελλάδας του Γρηγόρη και του Ευαγόρα, του Ρήγα και
του Παπαφλέσσα. Της μικρής σταγόνας γης που σώνει στους ώμους της τον κόσμο,
που δίνεται χωρίς φειδώ, που ανοίγει δρόμους πολιτισμού, δρόμους ηρωισμού και
αυταπάρνησης. Της Ελλάδας του Έρωτα, γιατί αυτήν αγάπησαν και γι’ αυτή
θυσιάστηκαν οι νέοι της Κύπρου: τη μικρή Ελλάδα, την Ελλάδα ως ιδεολογία, ως
άπλετον φως που ξημερώνει τα βράδια μας.
Πενήντα χρόνια μετά κι η Λευτεριά μας κάπου ξεχάστηκε στο δρόμο – και αργεί. Το
όραμα μοιάζει να χάθηκε, μαζί του και κάθε έννοια αγώνα. Ίσως όμως να μην είναι
αργά. Ίσως ποτέ να μην είναι αργά όταν υπάρχουν τόποι και άνθρωποι, σπίτια και
εκκλησιές, τάφοι και μνημεία που μας περιμένουν.
Ίσως το σημαντικότερο κληροδότημα που μας άφησαν τα τέσσερα χρόνια των αγώνων
της Ε.Ο.Κ.Α. να είναι αυτή η αίσθηση του ανεκπλήρωτου που καταδιώκει τη ζωή
μας. Του ανεκπλήρωτου πόθου που μεταφράζεται πολλαχώς: ως ανεκπλήρωτη Ένωση,
ανεκπλήρωτη ανεξαρτησία, ανεκπλήρωτη Λευτεριά, ανεκπλήρωτη επιστροφή,
ανεκπλήρωτο Δεν Ξεχνώ.
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα οι μαυρόασπρες, ξεθωριασμένες πλέον φωτογραφίες των
ηρώων παρελαύνουν μπροστά μας σαν τα αρνητικά μιας ζωής που κατάτι την ζήσαμε
κι εμείς. Γίνονται έτσι μια ευκαιρία να δούμε και να θυμηθούμε. Να δούμε τη
Λύση μέσα στα μάτια του Αυξεντίου, το Δίκωμο μέσα από τα μάτια του Μάτση. Να
δούμε τη γη μας που καρτερεί ευλαβικά αγκαλιάζοντας ό,τι αφήσαμε άδικα να μας
περιμένει τόσα χρόνια. Να δούμε την προσφυγιά μας που δεν ξεπλένεται απ’ τις
ψυχές όσα χρόνια κι αν περάσουν. Πρόσφυγες οι γονείς, πρόσφυγες και τα παιδιά,
όπως λέμε ξανθοί γονείς, ξανθά παιδιά.
Είναι η μοίρα του πρόσφυγα που κάθε χρόνο τέτοια μέρα με κάνει να θυμάμαι την
επίμονη για χρόνια υπόμνηση του παππού μου: «Στο χωρκό», λέει «κάτω που τη
μαυρομματού, βαθιά μέσα στο χώμα είναι θαμμένο από τότε ένα κιβώτιο με όπλα του
αγώνα. Να τα γυρέψετε».
Η μαυρομματού σήμερα δεν υπάρχει κι ας μην το ξέρει ο παππούς. Υπάρχει όμως το
χωριό, το χώμα, η γη κι ας έμεινε μόνο αυτή με τις οσμές των αιώνων στις πέτρες
της.
Μακάρι να είναι η φετινή η τελευταία Πρωταπριλιά, η τελευταία Άνοιξη μακριά από
τη γη μας, από την Ιστορία μας. Την Λευτεριά θα την περιμένουμε, όσο κι αν
αργεί. Θα καρτερήσουμε, όπως για αιώνες καρτέρησαν Αυτοί.
Ομιλία στους μαθητές του Εσπερινού
Λυκείου Λάρνακας 2007 -Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου