22 Μαρ 2013

Διαδρομή στους δρόμους της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.


Η πίστη ως άρρηκτο τείχος.
Πιστεύω, στη σκέψη της Εκκλησίας, σημαίνει εμπιστεύομαι, αποδέχομαι, συναινώ. Αποδέχομαι ότι ο Θεάνθρωπος Ιησούς, ο Σταυρωθείς και Αναστάς υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας, είναι η εγγύηση της προσωπικής μου καταξίωσης, δικαίωσης και λύτρωσης.
Εμπιστεύομαι σ’ Εκείνον τη ζωή μου όλη, με τις χαρές και τις λύπες της, με τα πάθη και τα προβλήματά της και αγωνίζομαι, με τη δική Του βοήθεια, με το δικό Του λόγο, να βρω την ελπίδα και να κατακτήσω την ευτυχία.
Η πίστη, στη γλώσσα του Αποστόλου Παύλου, ξεπερνά την έννοια της πιστότητας στο Θεό και της εμπιστοσύνης απέναντι στο θέλημά Του.
Αναλαμβάνει την έννοια της αξιοπιστίας εκείνου που δηλώνει άνθρωπος του Θεού, έναντι των άλλων κι έναντι του Θεού.
Η αξιοπιστία, που μπορεί να ταυτιστεί και με την ειλικρίνεια, είναι αγαθό δύσκολα αναγνωρίσιμο στη σημερινή ζωή του κόσμου, ενώ, συχνά, απουσιάζει και από τη ζωή και τους λόγους και των ανθρώπων της Εκκλησίας. Πόσο δύσκολο είναι να βρεθεί σήμερα άνθρωπος ο λόγος του οποίου να είναι συμβόλαιο, να ταυτίζεται και με τις προθέσεις του αλλά και με τις πράξεις του, να μη λειτουργεί ως επικάλυμμα απίστευτης υποκρισίας και κακότητας; Η αξιοπιστία είναι ίδιον των ταπεινών ανθρώπων εκείνων που όντως έγιναν φορείς του Πνεύματος του Θεού, όντες ειλικρινείς διάκονοί του και όχι αδίστακτοι υπηρέτες του άκρατου εγωισμού, της φιλαυτίας και της κενότητάς τους, στο βωμό των οποίων είναι ικανοί να θυσιάσουν σχέσεις αγάπης και αλληλεγγύης, αλλά και να προδώσουν δεσμούς πνευματικούς.

Άραγε, αγαπητοί μου, πιστεύουμε στην εποχή μας: Είμαστε αξιόπιστοι έναντι Θεού και ανθρώπων, εμείς που δηλώνουμε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, που εκκλησιαζόμαστε και τηρούμε με ευλάβεια τα θρησκευτικά σχήματα και τις συμβατικές προς την Εκκλησία μιας υποχρεώσεις; Πιστεύουμε πραγματικά, και πώς εκφράζουμε την πίστη μας αυτή;
Προ ημερών, σε γνωστό εβδομαδιαίο περιοδικό δημοσιεύθηκε μια πρωτότυπη δημοσκόπηση, με γενικό τίτλο «Σε ποιόν Θεό πιστεύουμε;» Τα προϊόντα της έρευνας είναι άκρως ενδιαφέροντα και αποκαλύπτουν την αληθινή εικόνα που παρουσιάζει η σύγχρονη Ελληνική κοινωνία, όσον αφορά στον τρόπο και στην έκφραση της θρησκευτικής πίστης. Το συντριπτικό ποσοστό των ερωτηθέντων, για την ακρίβεια το 91,6%, δήλωσε ότι πιστεύει στο Θεό. Την ίδια στιγμή το 57,8% αποδέχεται την ύπαρξη των ψυχών και το 57% την ύπαρξη του σατανά. Στην μετά θάνατον ζωή πιστεύει το 46,7% και ακόμη μικρότερο, 45,5%, στην Δεύτερα Παρουσία και στη μέλλουσα κρίση. Ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό πιστεύει, τέλος, στην μετεμψύχωση, στα φαντάσματα, στην αστρολογία και στα μέντιουμ.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αποδεικνύουν, αν μη τί άλλο, ότι οι νεοέλληνες χαρακτηριζόμαστε από βαθειά και ανησυχητική σύγχυση όσον αφορά στο τί και πώς πιστεύουμε. Παρατηρείται το φαινόμενο ν’ αποδεχόμαστε είτε αυτά που μπορούν να δικαιολογηθούν και να ερμηνευτούν από την κρησάρα της λογικής μας είτε αυτά που μπορεί να αντέξει η ασθενής και αδύναμη φύση μας. Αντί να προσαρμόζουμε τη ζωή μας στα όσα το θέλημα του Θεού, το οποίο εκφράζεται διά του λόγου και του έργου της Εκκλησίας, εντέλλεται, προσαρμόζουμε τον Θεό στα μέτρα της δικής μας αδυναμίας, φτιάχνοντας τελικά τόσους Θεούς όσοι είμαστε κι εμείς. Αυτό, όμως, δεν συνιστά γνήσια και αυθεντική πίστη, αλλά έναν ιδιότυπο και επικίνδυνο πολυθεϊσμό.
Θα μου πείτε: μα καλά, να πιστεύουμε τα πάντα χωρίς έλεγχο, χωρίς αναζήτηση της αλήθειας; Θα σας απαντήσει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας: «Τί χρηστότερο από τις εντολές ή τί αληθέστερο από τις αλήθειες που νομοθέτης τους ήταν ο ίδιος ο Θεός; Αυτός και καθοδηγητής, αφού Αυτός μόνος είναι η αλήθεια, Αυτός ο μόνος αγαθός». Η γνήσια και αυθεντική πίστη είναι αυτή που πραγματώνεται χωρίς ορούς και προϋποθέσεις, χωρίς τους κανόνες που υπαγορεύει η ατελής ανθρώπινη λογική που απαιτεί να δει για να πιστέψει. Μια πίστη που, όταν λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχει ως αμοιβή να δει τελικά αυτό που προσδοκά.
Από την άλλη, εμείς που φαίνεται ότι έχουμε ασθενή και όχι αποκρυσταλλωμένη πίστη, που αρεσκόμαστε να επιδεικνύουμε τα εξωτερικά σχήματα της ευσέβειάς μας, καλύπτοντας πίσω τους το κενό και το έλλειμμα της θρησκευτικότητάς μας, γινόμαστε εύκολα επικριτικοί απέναντι κυρίως στους νέους ανθρώπους, οι οποίοι, στο απόγειο της αμφισβήτησης, αλλά και της αναζήτησης που η ηλικία τους επιτάσσει, εκδηλώνουν την πηγαία πίστη τους, χωρίς να μπορούν ή και να θέλουν να προσαρμόζονται σε καλούπια και στερεότυπα, σαν αυτά που οι μεγαλύτερες γενιές επιτακτικά, πολλές φορές, προτείνουν. Ο τρόπος προσέγγισης, όμως, των νέων ανθρώπων, δεν πρέπει να είναι σκληρός και επικριτικός, αλλά πρωτίστως αγαπητικός και ανεκτικός.
Επ’ αυτού θα μου επιτρέψετε να διηγηθώ μια σύντομη ιστορία, της οποίας υπήρξα μάρτυς και από την οποία διδάχθηκα και έμαθα πολλά, άκρως διαφωτιστική για το θέμα που επεξεργαζόμαστε. Θα σας μεταφέρω νοερά στη νύχτα της Μ. Πέμπτης, ξημερώματα Μ. Παρασκευής. Είναι ίσως η ωραιότερη νύχτα του χρόνου. Μόλις έχει τελειώσει η μακρά, επίπονη, μα και τόσο μοναδική ακολουθία των Αχράντων Παθών, ο Επιτάφιος είναι στολισμένος στη θέση του και ο Εσταυρωμένος, ταπεινωμένος μεν αλλά με τη βεβαιότητα της νίκης ζωγραφισμένη στο αιματοβαμμένο πρόσωπό του, αντικρίζει από ψηλά τους ανθρώπους επαναλαμβάνοντας ακόμα μια φορά το «Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Οι μυρωδιές της άνοιξης ανάκατες με την ευωδία των λουλουδιών του Επιταφίου, δίνουν στη νύχτα μαγική διάσταση, σε τέτοιο βαθμό που να μη θέλεις να τελειώσει, να μην μπορείς να φύγεις από το Ναό για ν’ αναπαύσεις το κουρασμένο σώμα. Ο Ναός αυτή τη νύχτα μένει πάντα ανοικτός, αφού ο κόσμος, ο πιστός λαός μας, έστω και αυτή την περασμένη ώρα, βρίσκει το δρόμο για την προσωπική και σημαδιακή συνάντηση μαζί Του.
Ξαφνικά μια παρέα νέων παιδιών εισβάλλει στο Ναό και φαίνεται αρχικά πως η ηρεμία της νυχτιάς κινδυνεύει να διαταραχθεί. Το βλέμμα μου πέφτει πάνω τους και δεν το κρύβω, με κυρίευσε ανησυχία. Τί θέλουν τέτοια ώρα στην Εκκλησία οι νεαροί και οι νεαρές; Αυτή την ώρα δεν κυκλοφορούν, συνήθως, και τα καλύτερα παιδιά στους δρόμους της πόλης. Η ανησυχία μεγάλωσε από το θέαμα που παρουσιαζόταν μπροστά μου. Όλοι, αγόρια και κορίτσια, φορούσαν σκισμένα και ξεβαμμένα τζίν, το σκουλαρίκι στο αυτί δεν το φορούσαν τα κορίτσια αλλά τα αγόρια, τα δερμάτινα μαύρα μπουφάν τους προσέδιδαν όψη τρομακτική. Είπα μέσα μου, τώρα θα γίνει το κακό. Πόσο άδικο είχα, όμως.
Πολλοί είναι αυτοί που ισχυρίζονται πως στην εποχή μας δεν γίνονται θαύματα. Έλα, όμως, που δεν έχουν δίκιο, γιατί εγώ μόλις εκείνη τη στιγμή έβλεπα ένα να διαδραματίζεται μπροστά μου, κρυμμένος στο μισοσκόταδο, χωρίς να κάνω αισθητή την παρουσία μου. Τους είδα να σοβαρεύουν, να στέκονται με ευλάβεια στη σειρά μέχρι να φτάσει η ώρα τους για να προσκυνήσουν το Χριστό. Διέκρινα δάκρυα στα μάτια μερικών, κάποιοι δεν δίστασαν να γονατίσουν ενώπιόν Του, σε μια κίνηση άκρας ταπείνωσης, ανθρώπων που στην εποχή μας έχουν διδαχθεί την έπαρση, την αλαζονεία της ανθρώπινης παντοδυναμίας, έχουν διδαχθεί ότι το πνεύμα του σήμερα δεν θέλει, δεν χρειάζεται το Θεό, έναν παράγοντα που μας κρατά τάχα δεμένους με το παρελθόν και δεν μας αφήνει να τραβήξουμε μπροστά και να χαρούμε τη ζωή. Έτσι λένε. Κι όμως. Αυτά τα ίδια τα παιδιά διέψευσαν, με τρόπο κατηγορηματικό, όσα η εποχή τους «πλασάρει» ως αυτονόητα και φυσιολογικά κι έδειξαν ότι έχουν μέσα τους ζωντανή τη σπίθα της πίστης σε Εκείνον που τα αγάπησε όσο κανένας άλλος, έχουν μέσα τους ζωντανή τη γνώση· και αυτό, τελικά, έχει σημασία.
Τα έβαλα με τον εαυτό μου. Πόσο άδικο έχεις, είπα, όταν κρίνεις με τόση ευκολία τους νέους της εποχής μας, όταν δεν διστάζεις να τους παρατηρήσεις αυστηρά, παίρνοντας αφορμή από το ντύσιμο και την εξωτερική τους εμφάνιση. Πόσο πολύ αμαρτάνεις ενώπιον Θεού και ανθρώπων όταν νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα και μπορείς να τα διδάσκεις όλα, Να, τελικά, ποιοί διδάσκουν την αλήθεια του Θεού, με το δικό τους τρόπο, εκείνοι που, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνονται, βιώνουν την απλότητα της ζωής και όσο κι αν πέφτουν, βρίσκουν τον τρόπο να σηκωθούν και πάλι, ζουν την καταφρόνια και την περιφρόνηση συχνά ημών των πολλών, που κολλάμε, τις περισσότερες φορές, στους τύπους και χάνουμε, δυστυχώς, την ουσία,
Τελικά, πόσο δίκιο είχε ο Χριστός όταν επέπληττε τους τυπολάτρες μαθητές του λέγοντάς τους «άφετε τα παιδία ελθείν προς με» και πόσο δίκιο είχε και κάποιος άλλος όταν έλεγε στα παιδιά προ καιρού «ελάτε όπως είστε, δεν μ’ ενδιαφέρει πώς θα έλθετε, αλλά να έλθετε».
Ήταν μια από τις ωραιότερες και διδακτικότερες εμπειρίες της μέχρι σήμερα ιερατικής μου ζωής. Ήταν βράδυ της Μ. Πέμπτης, ξημερώματα Μ. Παρασκευής και δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Η προσευχή ως θώρακας.
 Συνεχίζοντας τη διαδρομή μας στους δρόμους της Μεγάλης Τεσσαρακοστής φτάνουμε στην προσευχή η οποία είναι, «η αναφορά της ζωής, όλων των πραγμάτων και των γεγονότων στο Θεό, η άνοδος του ανθρώπου προς συνάντηση του κατερχόμενου Θεού, η οδός της Θεανθρώπινης φιλίας, κοινωνίας και ενώσεως». Η  Προσευχή σημαίνει αναζήτηση του Θεού, συνάντηση με το Θεό και προώθηση πιο πέρα από τη συνάντηση, στην κοινωνία μαζί Του. Η προσευχή είναι μία πράξη, ένα βίωμα, μία στάση. Μία στάση όχι μόνο σε σχέση με το Θεό αλλά και σε σχέση με τον κόσμο της δημιουργίας. Προκύπτει από τη συναίσθηση ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι απλώς δισδιάστατος, φυλακισμένος στις συντεταγμένες του χρόνου και του χώρου, ένας κόσμος επίπεδος στον οποίο συναντούμε την επιφανειακή όψη των πραγμάτων, μια θαμπή επιφάνεια που σκεπάζει το κενό. Η προσευχή προκύπτει από την ανακάλυψη ότι ο κόσμος έχει βάθος και ότι δεν περιστοιχιζόμαστε μόνο από ορατά πράγματα, αλλά ότι είμαστε βουτηγμένοι μέσα σε αόρατα πράγματα και διαποτισμένοι από αυτά. Κι αυτός ο αόρατος κόσμος είναι συγχρόνως η παρουσία του Θεού, η ύψιστη και κορυφαία πραγματικότητα και η εσώτατή μας αλήθεια».
Η προσευχή δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως ένα κορυφαίο δώρο του Θεού προς όλους μας. Είναι η οδός για να Τον συναντήσουμε, να επικοινωνήσουμε μαζί Του, να Τον προσεγγίσουμε με τρόπο άμεσο και, συνάμα, μυστηριακό. Είναι απόλυτα προσωπική υπόθεση, αλλά ταυτόχρονα υπόθεση όλης της Εκκλησίας, όλου του πληρώματος του Σώματος του Χριστού. Γι’ αυτό και διεξάγεται είτε σε χώρο άκρως προσωπικό, στο «ταμείον», όπως λέει η Γραφή, είτε στον Ιερό Ναό, από κοινού με όλους τους Χριστιανούς, κατά τη διάρκεια των Ιερών Ακολουθιών. Στην πρώτη περίπτωση η προσευχή δεν μπορεί να μπαίνει σε καλούπια, να ορίζεται από συγκεκριμένους αυστηρούς κανόνες, να διεξάγεται σε προκαθορισμένους χώρους και με σταθερούς τρόπους. Πραγματώνεται οπουδήποτε, οποτεδήποτε, εκφράζεται με λίγα ή πολλά λόγια, αρκεί αυτά να είναι αποστάγματα καρδιάς πυρωμένης από την αγάπη του Θεού.  Άλλωστε, μην ξεχνούμε ότι η πιο δυνατή και περιεκτική προσευχή δεν είναι άλλη από το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό» ή απλά το «Κύριε Ελέησον». Δεν έχει σημασία η ποσότητα αλλά η ποιότητα της προσευχής. Έλεγε ο μακαριστός γέρων Εφραίμ ο Κατουνακιώτης στους κοσμικούς επισκέπτες του: «Εάν εγώ μέσα στην ησυχία των Κατουνακίων λέω εκατό ευχές την ημέρα και σεις μέσα στην τύρβη της πόλεως και τις υποχρεώσεις της εργασίας και της οικογένειας λέτε τρείς ευχές, είμαστε ίσα».
Στη δεύτερη περίπτωση η προσευχή, όταν γίνεται εν μέσω της Εκκλησίας, σηματοδοτεί την κοινωνία και την ενότητα των πιστών μεταξύ τους και των πιστών με το Θεό, γίνεται η φωνή της ικεσίας, της δοξολογίας, της ευχαριστίας, της μετανοίας συμπάσης της Εκκλησίας προς τον Κύριο και Θεό της. Αποτελεί συστατικό στοιχείο της Λειτουργικής και Ευχαριστιακής σύναξης έξω από την οποία ουδείς δύναται να αυτοπροσδιορίζεται Ορθόδοξος Χριστιανός και να λαμβάνει το δικαίωμα της κρίσεως και της επικρίσεως των εν τη Εκκλησία διακονούντων, διαβιούντων και προσευχόμενων προσώπων, είτε αυτά πολιτεύονται αγίως είτε ατελώς.
Βέβαια και στη μία και στην άλλη περίπτωση η προσευχή καθίσταται αντικείμενο δριμείας πολεμικής υπό του διαβόλου, ο οποίος με κάθε τρόπο αγωνίζεται για να αποσπάσει τον νου του ανθρώπου από την υψίστη πνευματική αυτή ενασχόληση, προκειμένου να διασπάσει την επικοινωνία με το Θεό. Και είτε φορτώνει τη διάνοιά μας με λογισμούς πονηρίας, είτε περισπά τη σκέψη μας με τα προβλήματα της ημέρας, είτε εμφυτεύει μέσα μας τον πειρασμό της αναβολής, που είναι κακός σύμβουλος στην πορεία της πνευματικής ζωής. Οι αλήθειες αυτές καταγράφονται στο Γεροντικό, όπως τις διδάσκει ο Αββάς Αγάθων: «Συγχωρέστε με», λέγει, «αλλά θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλος μεγαλύτερος κόπος, όπως ο κόπος του να προσευχηθεί ο άνθρωπος στον Θεό. Διότι πάντοτε, όταν ο άνθρωπος θέλει να προσευχηθεί, οι δαίμονες που τον εχθρεύονται θέλουν να τον ανακόψουν, επειδή γνωρίζουν ότι από τίποτε άλλο δεν εμποδίζονται στο καταχθόνιο έργο τους όσο από την προσευχή στο Θεό».
(Αρχιμ. Επιφανίου Σ. Οικονόμου, «Ορθόδοξες θέσεις. Σύγχρονες προσεγγίσεις», εκδ. Ίνδικτος. Αθήναι 2006, σ. 350-358)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου