19 Ιαν 2013

Αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος, Η αγία Γραφή κατά τον Μέγα Βασίλειο.


Ἡ  ἁγία Γραφή κατά τόν Μέγα Βασίλειο.
Η εγγίζουσα μεγάλη εορτή των αγίων τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, μας δίδει την αφορμή να αναφερθούμε στον πρώτο εκ των τριών, στον μεγάλο Πατέρα καί οἰκουμενικό διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας οὐρανοφάντορα Μέγα Βασίλειο.Πιό συγκεκριμένα θά προσπαθήσουμε, μέ τήν Χάρη τοῦ ἁγίου, νά προσεγγίσουμε καί νά ἐμβαθύνουμε σέ μία μόνο πτυχή τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου, πῶς δηλαδή ὁ ἅγιος κατανοεῖ καί ποία θέση λαμβάνει ἀπέναντι στα θεόπνευστα βιβλικά κείμενα της αγίας Γραφής, τά ὁποῖα,όπως γνωρίζουμε, έχουν θεμελιώδη σημασία για την Εκκλησία, αφού αυτά αποτελούν τον υπέρτατον οδηγό και κανόνα πλεύσεως, επί τη βάσει των οποίων   ρυθμίζει τήν ζωή της η Ἐκκλησία. Και τούτο γιά δύο κυρίως λόγους: Ο πρώτος είναι, ότι  ὁ Βασίλειος  ὑπῆρξε μία αὐθεντία, μία κορυφαία καί δυναμική προσωπικότης τοῦ 4ου αἰῶνος, μία ὄντως μεγάλη ψυχή, προικισμένη μέ πολλά καί σπάνια χαρίσματα, φυσικά καί πνευματικά.

 Ὁ ἀείμνηστος καθηγητής κ. Παν. Χρήστου παρατηρεῖ ὅτι "σπανίως τοιαύτη ἐπωνυμία (δηλαδή ἡ ἐπωνυμία μέγας) ἀνταπεκρίθη τόσον πλήρως εἰς τάς πραγματικάς διαστάσεις μιᾶς ἱστορικῆς προ- σωπικότητος. Εἶναι δύσκολον νά εὑρεθῆ ἄλλος ἡγέτης, ὁ ὁποῖος συνεκέντρωσεν εἰς τό πρόσωπόν του τόσας ἰδιότητας". Ὁ Μέγας Βασίλειος μέ τό πολύπλευρο ποιμαντικό ἔργο του, μέ τά θεοφώτιστα συγγράμματά του καί μέ τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του, ἄφησε ἀνεξάλειπτη τήν σφραγίδα τῆς παρουσίας του, ὄχι μόνο στήν ἐποχή του, ἀλλά καί σέ ὅλες τίς μεταγενέστερες ἐποχές μέχρι σήμερα. Ο δεύτερος είναι, ότι η διδασκαλία τοῦ ἁγίου γιά τήν ἁγία Γραφή δέν εἶναι μία δική του προ- σωπική διδασκαλία, ἀλλά ταυτίζεται μέ τήν ἐπίσημη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐκφράζει τό καθολικό φρόνημα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ὡς ἐκ τούτου ἔγινε καθολικά ἀποδεκτή μέσα στήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της. Βέβαια ὁ μεγάλος φωστήρας τῆς Καισαρείας δέν ἔγραψε κάποια συστηματική πραγματεία σχετικά με την αγία Γραφή. Ὡστόσο ὅμως μέσα ἀπό τίς εγκατεσπαρμένες στό πλούσιο συγγραφικό του ἔργο γνῶμες, μποροῦμε νά ἔχουμε μία εἰκόνα τοῦ ἐν λόγῳ θέματος καί νά βγάλουμε κάποια θετικά συμπεράσματα. Μέσα ἀπό τίς πολυάριθμες ἀναφορές του στό ὑπ’ ὄψιν θέμα, γίνεται μία ἐπιλογή ὁρισμένων μόνο ἀντιπροσωπευτικῶν.
Κατά τόν Μέγα Βασίλειο ἡ ἁγία Γραφή (Παλαιά καί Καινή Διαθήκη) εἶναι θεόπνευστη, διότι ἔχει γραφεῖ μέ τήν θεία ἔμπνευση καί τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τήν πεποίθησή του γιά τήν θεοπνευστία τῆς Γραφῆς ἐκφράζει ὁ Πατήρ σέ πλεῖστα ὅσα σημεῖα τῶν ἔργων του. Γιά παράδειγμα, στήν 4η ὁμιλία του στήν "Ἑξαήμερο" καί στήν ὁμιλία του "στήν ἀρχή τῶν Παροιμιῶν" οἱ λόγοι τῆς Γραφῆς χαρακτηρίζονται ὡς "λόγια τοῦ Πνεύματος". Στόν δεύτερο λόγο του "κατά τοῦ Εὐνομίου" ὡς "θεῖαι φωναί", ἐνῶ στούς "ὅρους κατ’ ἐπιτομήν" καί σέ πολλά σημεῖα τοῦ λόγου του "Περί πίστεως" ἡ Γραφή χαρακτηρίζεται ὡς "θεόπνευστος". Στόν λόγο του "Περί Πίστεως" ἐπί πλέον προσθέτει, ὅτι ἡ Γραφή φανερώνει τά νοήματά της μόνο στούς καθαρούς στήν καρδιά σάν μέσα ἀπό κάτοπτρο, ἡ δέ ἀπό αὐτήν ἀντλούμενη γνώση εἶναι ἀπέραντη.Ἐπειδή δέ ἡ Γραφή εἶναι θεόπνευστη, γι’ αυτό κανένας δέν μπορεῖ νά ἀκυρώσει κάτι πού ἔχει γραφῆ, οὔτε νά προσθέσει κάτι πού δέν ἔχει γραφῆ σ’ αὐτήν. Μιά τέτοια τόλμη χαρακτηρίζεται ἀπό αὐτόν στόν ἴδιο του λόγο σάν φανερή "ἔκπτωσις πίστεως καί ἀπόδειξις ὑπερηφανείας". Στόν 26ο "ὅρο κατά πλάτος"  λέγει, ὅτι κάθε λόγος καί κάθε πράξη πρέπει νά βεβαιώνεται ἀπό τήν μαρτυρία τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς, γιά νά πληροφοροῦνται μέν οἱ ἀγαθοί, νά καταισχύνονται δέ οἱ πονηροί. Στήν 2α ἐπιστολή του πρός τόν φίλο του Γρηγόριο λέγει, ὅτι ἡ μελέτη τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν ἀποτελεῖ σπουδαιοτάτη ὁδό πρός εὕρεση τοῦ καθήκοντος. Οἱ Γραφές εἶναι, κατά τόν ἅγιο, τό κοινό ἰατρεῖο, ὅπου ὁ κάθε ἄνθρωπος εὑρίσκει τό κατάλ- ληλο φάρμακο γιά τήν ἀρρώστια του καί γιά ὅ,τι αἰσθάνεται στόν ἑαυτό του νά ὑστερεῖ. Ὁ μέν φίλος τῆς σωφροσύνης εὑρίσκει τόν Ἰωσήφ, ὁ φίλος τῆς ἀνδρείας τόν Ἰώβ, ὁ δέ τῆς πραότητος τόν Δαυΐδ καί τόν Μωϋσῆ. Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός κάποια χήρα, οἱ Γραφές χαρακτηρίζονται ὡς θεῖες, προσφέρουν δέ τέτοια παρηγοριά καί καθοδήγηση, ὥστε νά εἶναι περιττή κάθε συμβουλή τοῦ Βασιλείου ἤ ὁποιουδήποτε ἄλλου. Στήν "ὁμιλία του στόν 1ο Ψαλμό" χαρακτηρίζει τήν Γραφή ὡς θεόπνευστη, διότι τοῦτο μαρτυρεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Β.Τιμ.3,16 "Πᾶσα γραφή θεόπνευστος". Παρομοιάζει δέ καί ἐδῶ, ὅπως καί προηγουμένως στήν 2α ἐπιστολή του πρός τόν Γρηγόριον, τήν Γραφή μέ ἕνα πνευματικό νοσοκομεῖο τῶν ψυχῶν, ὅπου κάθε ἄρρωστος βρίσκει τό κατάλληλο φάρμακο ἀνάλογα μέ τήν ἀρρώστια του.
Στό προοίμιο τῆς ὁμιλίας του "Εἰς τό ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος" διακρίνει βαθμούς θεοπνευστίας μέσα στήν ἴδια τήν Γραφή. Καθώς συγκρίνει τά εὐαγγελικά κείμενα μέ τά ὑπόλοιπα βιβλία τῆς Γραφῆς βρίσκει, ὅτι ὁ λόγος σέ αὐτά εἶναι ὑπερο- χότερος καί μεγαλοφυέστερος σέ νοήματα σέ σύγκριση μέ τίς ἄλλες διδασκαλίες τοῦ Πνεύματος. Καί τοῦτο διότι σ’ αὐτές μᾶς ὁμίλησε ὁ Θεός διά μέσου τῶν δούλων του, ἐνῶ στά Εὐαγγέλια μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος αὐτοπροσώπως. Ἀλλά καί μεταξύ τῶν εὐαγγελικῶν κειμένων ὑπάρχει διαβάθμιση, ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης ὑπῆρξε ὁ μεγαλοφωνότερος ἀνάμεσα στούς εὐαγγελιστές, ἐπειδή ὁμίλησε γιά πράγματα, πού εἶναι ἀνώτερα ἀπό κάθε ἀκοή καί ὑψηλότερα ἀπό κάθε νοῦν.
Στόν λόγο του "Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος" ἐκφράζει τή σκέψη, ὅτι μέ τήν Γραφή δέν πρέπει κανείς νά καταπιάνεται ἐπιφανειακά καί ἐπιπόλαια, ἀλλά ἀντίθετα πρέπει νά καταβάλλει κόπους νά ἀνακαλύψει τό νόημα, τό ὁποῖο κρύ- βεται στήν κάθε λέξη καί κάθε συλλαβή. Αὐτό εἶναι τό σπουδαιότερο ἔργο γιά τόν πιστόν ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐπίγνωση τοῦ σκοποῦ τῆς κλήσεώς του. Ὁ σκοπός δέ αὐτός εἶναι ἡ ὁμοίωσή του μέ τόν Θεό, ὅσο αὐτό εἶναι δυνατό στή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ὅμως  δέν ἐπιτυγχάνεται χωρίς τή γνώση. Ἡ δέ γνῶση δέν ἀποκτᾶται χωρίς τά διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου. Στήν ὁμιλία του "στό Πρόσε- χε σεαυτῷ"  παρομοιάζει τόν ἐρευνητή τῆς Γραφῆς μέ κυνηγό ζώων.Ὅπως ὁ κυνηγός, ἐάν δέν προσέχει, εὔκολα χάνει τό θήραμά του, ἔτσι καί ὁ πιστός μέ πολύ κόπο καί προσοχή συλλαμβάνει  τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει οἰκονομήσει νά εἶναι ὁ λόγος τῆς Γραφῆς συμπυκνωμένος, ἔτσι ὥστε μέσα σέ λίγες λέξεις νά ἐκφράζονται πολλά νοήματα καί ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς συμπτύξεως νά μπορεῖ εὔκολα, νά συγκρατηθεῖ στή μνήμη. Στήν ἑρμηνεία του στόν προφήτη Ἠσαΐα προσθέτει,  ὅτι ἐνῶ ὁ πιστός ἀπό τήν πλευρά του θά καταβάλλει κάθε φροντίδα μέ τήν κατάλληλη ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, γιά νά καταστήσει τόν νοῦν του διορατικόν, δηλαδή ἐπιτήδειον στήν κατάληψη τῶν νοημάτων τῆς Γρα- φῆς, ὡστόσο ἡ κατανόηση τῶν μυστηρίων της εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα φωτίζει τόν πιστό πρός τόν σκοπόν αὐτόν. Τέλος στήν ἑρμηνεία του στόν 27ο Ψαλμό ἐπισημαίνει, ὅτι τά λόγια τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς θά σταθοῦν μπροστά στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, διότι ὁ ψαλμωδός λέγει "ἐλέγξω σε καί παραστήσω κατά πρόσωπόν σου τάς ἁμαρτίας σου". Γι' αὐτό καί προτρέπει στήν συνέχεια τούς ἀκροατές του νά προσέχουν ἄγρυπνοι σέ ὅσα λέγονται στήν Γραφή καί νά φροντίζουν νά φέρουν εἰς ἔργον τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, διότι δέν γνωρίζουν, ποία ὥρα ἤ ἡμέρα θά ἔρθει ὁ Κύριος.
Στήν 223η ἐπιστολή του στόν Εὐστάθιο ἐπίσκοπο Σεβαστείας φαίνεται καθαρά πόσο βαθειά ὑπαρξιακά ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε διαποτίσει τήν ψυχή του καί πόσο μεγάλη ἀντίθεση εὕρισκε, ὅταν τήν συνέκρινε μέ τή σοφία τοῦ κόσμου τούτου: "Ἀφοῦ ἐδαπάνησα",λέγει ὁ Πατήρ, "πολύν χρόνον στήν ἀπάτη καί σχεδόν κατέστρεψα ὅλη μου τήν νεότητα στή ματαιοπονία, τήν ὁποία εἶχα ὅταν καταγινόμουν μέ τήν ἀκρόαση τῶν μαθημάτων τῆς ἀπό τόν Θεό μωρανθείσης σοφίας, κάποτε, σέ μιά στιγμή, σάν νά ξύπνησα ἀπό ἕνα βαθύ καί θανάσιμο ὕπνο. Τότε ἀντίκρυσα καθαρά τό θαυμαστό φῶς τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου, κατε- νόησα δέ τό ἄχρηστο τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι καταργοῦνται. Ἀφοῦ δέ ἔκλαψα πολύ τήν ἄθλια ζωή μου, προσευχόμουν νά μοῦ δοθεῖ κάποια χειραγώγηση γιά νά εἰσαχθῶ στά διδάγματα τῆς εὐσεβείας. Πρό πάντων δέ ἐφρόντισα τοῦτο, τό νά πραγματοποιήσω μία διόρθωση τοῦ ἤθους μου, τό ὁποῖον εἶχε διαστραφεῖ λόγῳ τῆς μακρᾶς συναναστροφῆς μου μέ τούς φαύ- λους. Κατόπιν, ὅταν ἀνέγνωσα τό Εὐαγγέλιο καί εἶδα ἐκεῖ, ὅτι ἡ πώλησις τῶν ὑπαρχόντων, ἡ μετάδοσή των πρός τούς πτωχούς καί γενικά ἡ ἀμεριμνησία γιά τήν παρούσα ζωή καί ἡ ἔλλειψη συμπαθείας τῆς ψυχῆς πρός τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου εἶναι μία σημαντική προϋπόθεση γιά τήν τελειότητα, προσευχό- μουν νά βρῶ κάποιον ἀπό τούς ἀδελφούς, ὁ ὁποῖος ἐδιάλεξε αὐτόν τόν τρόπο τῆς ζωῆς, ὥστε νά ἀντέξω μαζί του τή θύελα αὐτῆς τῆς σύντομης ζωῆς".
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε σχετικά μέ τό κείμενο αὐτό εἶναι, ὅτι ὅλα αὐτά γράφονται ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εὐρύτατα ἀσχολήθηκε μέ τήν κλασσική παιδεία καί τήν ἑλληνική φιλοσοφία, κατεῖχε δέ ὅσον ὀλίγοι τήν ἐπιστήμη τῆς ἐποχῆς του. Ὅταν δηλαδή κάποτε αὐτός ἦρθε σέ μιά πρώτη ἐπαφή μέ τά εὐαγγελικά κείμενα, τόσο καθαρά διέκρινε τό φῶς τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου σέ σχέση μέ τήν ἀνθρώπινη σοφία καί ἐπιστήμη, ὥστε νά ἀντιληφθεῖ τήν κεκρυμμένη μωρία της, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Παύλου «οὐχί ἐμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;» (Α´Kορ.1,20) καί πάλιν «ἡ γάρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρά τῷ Θεῷ ἐστι» (Α´Κορ.3,19). Ἄξιον ἰδιαίτερης προσοχῆς εἶναι ἀκόμη, τό πόσο ἄμεση καί βαθειά ἀπήχηση εὕρισκαν τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου μέσα στήν ψυχή του, ὥστε νά τά θέτει σέ ἐφαρμογή, ὅ,τιδήποτε καί ἄν αὐτό τοῦ ἐστοίχιζε. Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν βιογραφία του, ὁ Βασίλειος δέν δίστασε νά πωλήσει τά ὑπάρχοντά του καί νά τά μοιράσει στούς φτωχούς, γιά νά γίνει καί αὐτός φτωχός, προκειμένου νά ἐπιτύχει τήν τελειότητα, μιά πράξη δηλαδή πού φαίνεται ὡς  αὐτοκτονία στά μάτια τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο, τό ὁποῖο πρέπει ἐπίσης νά τονίσουμε εἶναι, ὅτι ὁ Βασί-λειος εἶχε βαθειά καί ἄριστη γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὐτό εὔκολα μπορεῖ κανείς νά τό διαπιστώσει μέσα ἀπό τό ὅλο συγγραφικό του ἔργο. Στίς ἑρμηνευτικές, δογματικές καί ἀπολογητικές του πραγματεῖες, στούς μοναστικούς του κανόνες, στίς πολλές σωζόμενες ἐπιστολές του καί γενικά σ’ ὅλη τήν πολύπλευρη συγγραφική του ἐργασία κάνει πλούσια χρήση τῆς Γραφῆς. Ἡ Γραφή εἶναι ὁ που- ρήνας, ἡ ἀφετηρία, τό ὑλικό δημιουργίας κάθε ἔργου του. Μέσα σ’ αὐτήν βρίσκει τά ὅπλα γιά τήν ἀπόκρουση τῶν αἱρετικῶν, τά φάρμακα γιά τούς πάσχοντες, τίς συμβουλές γιά τούς ἔχοντες ἀνάγκην, τίς ἀπαντήσεις γιά τούς ἐρωτῶντες, τίς ἀποδείξεις γιά τούς ἀμφιβάλλοντες, τούς κανόνες γιά τούς μοναχούς, λόγια θαλ- πωρῆς καί θεϊκῆς παρηγορίας γιά τούς χειμαζομένους. Μοιάζει μ’ ἕνα πολύτιμο θησαυροφυλάκιο, στό ὁποῖο καταφεύγει, ὅταν πρόκειται νά συμβουλεύσει, νά στηρίξει, νά οἰκοδομήσει, νά ἐλέγξει, νά διορθώσει, νά ὁδηγήσει. Στίς ἀσκητικές του πραγματεῖες "ὅροι κατά πλάτος" καί "κατ’ ἐπιτομήν" θαυμάζει κανείς μέ πόση πιστότητα καί ἀκρίβεια χρησιμοποιεῖ τήν Γραφή, προκειμένου νά θεμελιώσει τόν κάθε ὅρον καί τήν ἀπάντησή του στό κάθε προβαλλόμενο ἐρώτημα.
Ἰδιαίτερη προτίμηση καί ἀγάπη εἶχε ὁ Βασίλειος στήν ἑρμηνεία τῶν Ψαλμῶν. Σήμερα σώζονται ἑρμηνεῖες του σέ 14 Ψαλμούς, ὑπῆρχαν ὅμως καί πολλές ἄλλες,οἱ ὁποῖες χάθηκαν. Τήν ἀγάπη του καί τήν μεγάλη ἐκτίμησή του στό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν ἐκφράζει ἤδη στήν "ὁμιλία του στόν πρῶτο Ψαλμό: "Ἀπό τά βιβλία",λέγει, "τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἄλλα μᾶς διδάσκουν οἱ προφῆτες, ἄλλα οἱ ἱστορικοί, ἄλλα ὁ νόμος καί ἄλλα οἱ παραινέσεις τῶν Παροιμιῶν. Τό βιβλίο ὅμως τῶν Ψαλμῶν ἔχει συμπεριλάβει τό ὠφέλιμο ἀπό ὅλα. Εἶναι ἡ βάσις γιά τούς ἀρχα- ρίους, αὔξησις αὐτῶν πού προκόβουν, στήριγμα τῶν τελείων, φωνή τῆς Ἐκκλη- σίας. Ὁ Ψαλμός λαμπρύνει τίς ἑορτές, φέρνει τήν κατά Θεόν λύπη, γαληνεύει τίς ψυχές, καθησυχάζει τούς θορύβους καί τά κύματα τῶν λογισμῶν. Ἐδῶ μαθαίνεις τήν μεγαλοπρέπεια τῆς ἀνδρείας, τήν ἀκρίβεια τῆς δικαιοσύνης, τήν σεμνότητα τῆς σωφροσύνης, τόν τρόπον τῆς μετανοίας, τά μέτρα τῆς ὑπομονῆς. Ἐδῶ ὑπάρ- χει ἡ τέλεια Θεολογία, ἡ πρόρρησις τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀπειλή τῆς κρίσεως, ἡ ἐλπίς τῆς ἀναστάσεως, ὁ φόβος τῆς κολάσεως, οἱ ὑποσχέσεις γιά τήν δόξα, ἀποκαλύψεις μυστηρίων".
Ἀπό τά ἑρμηνευτικά συγγράμματα τοῦ Βασιλείου μποροῦμε νά βγάλουμε κάποια συμπεράσματα σχετικά μέ τήν ἑρμηνευτική μέθοδο, πού χρησιμοποιεῖ. Εἶναι γνωστό, ὅτι στήν ἐποχή του εἶχαν ἀναπτυχθεῖ δύο σχολές: Ἡ ἀλεξανδρινή, ἡ ὁποία χρησιμοποιοῦσε τήν ἀλληγορική μέθοδο καί ἡ ἀντιοχειανή, ἡ ὁποία χρησιμοποιοῦσε τήν ἱστορικογραμματική. Ἐάν λάβουμε ὑπόψη μας, ὅτι ὁ Βασίλειος ἐγνώριζε τά συγγράμματα τοῦ Ὡριγένους καί ὅτι συνέταξε ἀπάνθισμα τῶν ἔργων του μέ τήν ὀνομασία "Φιλοκαλία", τότε εἶναι σχεδόν βέβαιον, ὅτι δέχθηκε τήν ἐπίδραση τῆς ἀλεξανδρινῆς σχολῆς. Ὡστόσο παράλληλα δέχθηκε τήν ἰσχυρή ἐπιρροή καί τῆς ἀντιοχειανῆς, ἔτσι ὥστε νά βλέπουμε στήν πραγμάτευση ἑρμηνευτικῶν, ἐπιστημονικῶν καί ἀντιαιρετικῶν ζητημάτων νά προτιμᾶ κατ’ ἐξοχήν τήν ἱστορικογραμματική μέθοδο, ἡ δέ ἀλληγορική νά ἐμφανίζεται οὐσι- αστικά περιορισμένη σέ λόγους οἰκοδομῆς. Στήν τρίτη ὁμιλία του στήν Ἑξαήμερο, γιά παράδειγμα, στήν ἑρμηνεία τοῦ στίχου: "καί ἐκάλεσε ὁ Θεός τό στερέωμα οὐρανόν" (Γεν. 1,8), ἀποκρούει μέ ἔμφαση ὡρισμένους, οἱ ὁποῖοι ἑρμηνεύουν ἀλληγορικά τόν στίχο αὐτόν καί ἀποκαλεῖ τούς λόγους των ὡς "ὀνείρων συγκρίσεις καί γραώδεις μύθους", προτρέπει δέ τούς ἀκροατές του νά ἐννοήσουν τό ὕδωρ τοῦ στερεώματος ὡς ὕδωρ καί ὄχι ὡς σύμβολο ἄλλης πραγματικότητος. Προχωρεῖ δέ παρακάτω καί προσθέτει, ὅτι ἔστω καί ἄν ὁ ψαλμωδός λέγει ὅτι "τό ὕδωρ τό ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν" (ψαλ. 184,4) δοξολογεῖ τόν κοινόν δεσπότην τῶν ὅλων, ἐν τούτοις δέν τό θεωροῦμε ὡς λογικό ὄν. Οὔτε ἀκόμη "οἱ οὐρανοί" εἶναι ἔμψυχοι, ἐπειδή "διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ" (ψαλμ.18,2), οὔτε "τό στερέωμα" εἶναι ζῶον πού αἰσθάνεται, ἐπειδή ἀναγγέλλει "ποίησιν τῶν χειρῶν αὐτοῦ" (ψαλμ.18,2) σύμφωνα μέ τόν Ψαλμωδό.
Τόσον ἀπό τίς ὁμιλίες του στούς Ψαλμούς ὅσο καί ἀπό τίς ὁμιλίες του στήν Ἑξαήμερον καί ἀπό τά ὑπόλοιπα ἑρμηνευτικά του ἔργα, σαφέστατα διακρίνεται ὁ ποιμαντικός τους προσανατολισμός. Μ’ ἄλλα λόγια ὁ Βασίλειος δέν ἑρμηνεύει τήν Γραφή ἁπλῶς γιά νά τήν ἑρμηνεύσει, ὅπως θά ἔκανε σήμερα ἕνας ἑρμηνευτής ἐπιστήμων. Ὁ Βασίλειος ἑρμηνεύει τήν Γραφή, γιά νά ἀποτελέσει αὐτή μέσον πρός πνευματική οἰκοδομή καί καθοδήγηση τοῦ ποιμνίου του. Ἔτσι στήν "3η ὁμιλία του εἰς τήν Ἑξαήμερον", ἀφοῦ προηγουμένως περιέγραψε τή δημι- ουργική δύναμη τοῦ Θεοῦ, τό μέγεθος καί τήν καλονή τῶν κτισμάτων, προτρέπει στή συνέχεια τούς ἀκροατές του, νά ἀποδώσουν τήν πρέπουσα δόξα στό Δημιουργό. Κατόπιν  προσθέτει ὅτι, ὅταν συνεχῶς περιφέρουν στή μνήμη τους αὐτά πού διδάχθηκαν, δέ θά δώσουν καμιά εὐκαιρία στήν ἁμαρτία, οὔτε στόν ἐχθρό διάβολο νά βρεῖ τόπο μέσα στίς καρδιές τους.
Πολλές φορές τά ἑρμηνευτικά του συγγράμματα, ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ ποιμαν- τικού τους προσανατολισμοῦ, ἀποκτοῦν ἔντονο πρακτικό καί κοινωνικό χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος φαίνεται νά κυριαρχεῖ ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος τῆς ὁμιλίας. Γιά παράδειγμα στίς ὁμιλίες του "πρός τούς πλουτούντας", "κατά ὀργιζομένων", "περί φθόνου", "περί νηστείας", "εἰς τό πρόσεχε σεαυτῷ", "κατά μεθυόντων", "περί πίστεως" κλπ. καταπιάνεται μέ τά καθημερινά ἠθικά, πρακτικά, καί κοινωνικά προβλήματα τῆς ἐποχῆς του ἔχοντας πάντοτε ὡς βάση καί ἀφετηρία τήν Γραφή. Παρ’ ὅλο δέ πού δέν συμπαθεῖ  τήν ἀλληγορική ἑρμηνεία, ὡστόσο αὐτό σέ τίποτα δέν τόν ἐμποδίζει νά τήν χρησιμοποιεῖ, ὅπως καί τήν τυπολογική, ἐφ’ ὅσον αὐτές μποροῦν νά τοῦ φανοῦν χρήσιμες στό ποιμαντικό του ἔργο.
Μέσα ἀπό τίς ὁμιλίες τοῦ Βασιλείου κυρίως στήν Ἑξαήμερο, ὅπως καί ἀπό τόν λόγο του "Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου" διαπιστώνει κανείς, πόσο εὔστοχα ὁ ἅγιος ἐπισημαίνει τήν συμβολική καί εἰκονική γλῶσσα τῆς Γραφῆς. Γι’ αὐτό καί στήν ἑρμηνεία της χρησιμοποιεῖ εὐρύτατα τήν ἀπομυθοποίησή της, ὄχι φυσικά  στήν μορφή πού μᾶς εἶναι γνωστή ἀπό τήν προτεσταντική θεολογία. Ἄξιον προ- σοχῆς εἶναι ἐπίσης τό γεγονός, ὅτι ὁ Βασίλειος, καθώς ἑρμηνεύει τήν δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό τό βιβλίο τῆς Γενέσεως, δέν ἐνδιαφέρεται νά ἀλλάξει  τό κοσμο- είδωλο τῆς Γραφῆς, παρ’ ὅλο πού το κοσμοείδωλο τῆς ἐποχῆς τοῦ Βασιλείου ἦταν κατά πολύ διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο τῆς Γραφῆς. Καί τοῦτο διότι γι’ αὐτόν τό χριστιανικό κήρυγμα δέν εἶναι μιά κοσμοθεωρία καί ἡ ἀποδοχή του δέν ἐξαρτᾶται ἀπό ἕνα ὁποιοδήποτε κοσμοείδωλο. Ὁ Μωϋσῆς διηγούμενος τήν δημιουργία τοῦ κόσμου δέν ἐνδιαφέρεται, νά μᾶς παρουσιάσει μία ἐπιστημονική θεωρία γιά τήν γένεση τοῦ σύμπαντος, ἀλλά νά φανερώσει τήν μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι ἡ ὑλική δημιουργία οὔτε αὐθύπαρκτη εἶναι οὔτε αἰώνια, ὅπως πίστευαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι, ἀλλά ἔχει τήν αἰτία καί τήν προέλευσή της στήν δημιουργική θέληση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παρήγαγε τά πάντα "ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι". Πέραν τούτου τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως, ἐπάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ὅλο τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεως,  εἶναι οὕτως ἤ ἄλλως πέρα ἀπό κάθε λογική καί ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ εἶναι καί παραμένει σέ κάθε κοσμοείδωλο ἕνα ἀντικείμενο πίστεως, ἕνα σκάνδαλο γιά τή λογική καί μιά μωρία γιά τούς σοφούς τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Ἑπομένως γιά τόν Βασίλειο, ὅπως καί γιά τούς ἄλλους ἐκκλησιαστικούς Πατέρες, ἡ ἀποδοχή ἤ ἡ ἀπόρριψη τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί ἡ ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς δέν ἐξαρτᾶται ἀπό κανένα κοσμοείδωλο καί ἀπό καμία ἐπιστημονική θεωρία.
Ὁ Βασίλειος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Πατέρες, θέτουν τό ζήτημα τῆς ἑρμηνείας τῆς Γραφῆς πάνω σέ μία ἐντελῶς διαφορετική βάση. Στή βάση τοῦ Ἀποφατισμοῦ καί μάλιστα τοῦ Ὀρθοδόξου Ἀποφατισμοῦ, ὁ ὁποῖος οὐσιαστικά διαφέρει ἀπό αὐτόν τῆς Δύσεως, ὅπως αὐτός ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς ἀρχαίους σχολαστικούς καί ἰδιαιτέρως ἀπό τόν Θωμᾶ Ἀκινάτη. Ὁ Ὀρθόδοξος Ἀποφατισμός, στηριζόμενος πάνω στή διάκριση Οὐσίας καί Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τήν Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς. Μέ βάση καί ἀφετηρία αὐτήν προχωρεῖ ὁ Βασίλειος στήν ἑρμηνεία καί τήν ἀπομυθοποίησή της. Μ’ ἄλλα λόγια τό ἀκατά- ληπτο τῆς Οὐσίας τοῦ Θεοῦ ἀπό τή μιά μεριά καί ἡ μέθεξις τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν του ἀπό τήν ἄλλη ὁδηγοῦν τόν Βασίλειο στό νά κατανοεῖ πολλές παραστάσεις γιά τό Θεό ὡς ἀνθρωπομορφικές καί ἀνθρωποπαθεῖς. Τοῦτο φαίνεται σαφέστατα στήν 2α ὁμιλία του στήν ἑξαήμερο, ὅπου στήν ἑρμηνεία τοῦ στίχου "καί εἶπεν ὁ Θεός γεννηθείτω φῶς καί ἐγένετο φῶς"(Γεν.1,3) διασαφηνίζει, ὅτι ὅταν ἡ Γραφή ἀποδίδει στόν Θεό "φωνήν" καί "λόγον" καί "πρόσταγμα" δέν ἐννοεῖ τόν θεῖο λόγο ὡς ἦχο, πού ἐκπέμπεται μέ φωνητικά ὄργανα, οὔτε ὡς ἀέρα, πού ἡ γλῶσσα τόν κτυπᾶ ὡς χορδή, ἀλλά τήν νεύση καί ροπή τοῦ θείου θελήματος. Στήν 3η πάλι ὁμιλία του στήν ἑξαήμερο κάνει ἀνάλογες παρατηρήσεις. Προκειμένου νά ἑρμηνεύσει τόν στίχο: "καί εἶπεν ὁ Θεός γενη- θήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος..." (Γεν.1,6) διασαφηνίζει, ὅτι τό νά νομίζει κανείς ὅτι ὁ Θεός ἔχει στόμα καί γλῶσσα καί φωνητικά ὄργανα, γιά νά ἐξαγγείλει τή θέλησή του εἶναι ἀνόητο καί μυθῶδες. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀνθρωπομορφικές ἐκ- φράσεις, οἱ ὁποῖες πρέπει νά κατάνοηθοῦν θεοπρεπῶς, δηλαδή ὡς ἐκφράσεις τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐπί πλέον στόν λόγο του "Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου" προκειμένου νά ἑρμηνεύσει τήν φράση: "καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον" ἐπισημαίνει ὅτι ἡ λέξη "ἔπλασε" ὑποδηλώνει τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Τόσο δέ ὁ Βασίλειος ὅσο καί ἄλλοι Πατέρες καί συγ- γραφεῖς, ὅπως ὁ Εὐσέβειος Κασαρείας καί ὁ Ὡριγένης, ἐξηγοῦν περαιτέρω, ὅτι ἡ Γραφή ὁμιλεῖ μέ τέτοιο ἁπλοϊκό τρόπο, διότι ὁ ἄνθρωπος μόνο ἔτσι μπορεῖ νά καταλάβει. Μοιάζει μέ τό μικρό παιδί, πρός τό ὁποῖο πρέπει κανείς νά ὁμιλήσει σύμφωνα μέ τίς ἀντιληπτικές του δυνατότητες. Διαφορετικά δέν εἶναι δυνατόν νά κατανοήσει κάτι ἀπό τά θεῖα. Ἐπειδή ὅμως ὁ Χριστός μᾶς ἐδίδαξε ὅτι "Πνεῦμα ὁ Θεός", τότε εἶναι φανερό, ὅτι ὅλες οἱ ἀνθρωπομορφικές ἐκφράσεις πρέπει νά μεταφέρονται σέ θεοπρεπεῖς ἔννοιες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου