4 Ιαν 2013

Αρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Επικήδειος στην εξόδιο ακολουθία της μοναχής Ιουστίνας της Ι. Μ. Αγίου Στεφάνου Μεγάλου Μετεώρου


2  Ἰανουαρίου 2013-  Ἱερά Μονή Ἁγίου Στεφάνου
"Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς,
Συ­νη­θί­ζε­ται σέ ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις, οἱ ἐ­πι­κή­δει­οι λό­γοι νά πλέ­κουν τό ἐγκώ­μιο καί νά μι­λοῦν γιά τήν ἀ­ξί­α καί τίς ἀ­ρε­τές τοῦ ἐ­κλι­πόν­τος, ὡραιοποι­ών­τας κά­ποι­ες φο­ρές κα­τα­στά­σεις καί γε­γο­νό­τα.
Στήν πε­ρί­πτω­ση, ὅ­μως, τῆς προ­σφι­λέ­στα­της ἀ­δελ­φῆς μας μο­να­χῆς Ἰουστίνας, δέν μπο­ρεῖ κα­νείς πα­ρά νά μι­λή­σει μέ τήν γλώσ­σα τῆς κα­θα­ρῆς ἀλήθειας, τήν γλώσ­σα τῆς ντομ­προ­σύ­νης καί τῆς ἀ­νε­πι­τή­δευ­της πραγματικό­τη­τας. Θά πρέ­πει νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει μό­νο στα­ρά­τα λό­για καί εὐ­θεῖ­ες κουβέν­τες, ὅ­πως στα­ρά­τη, εὐ­θεί­α καί ἀ­λη­θι­νή ὑ­πῆρ­ξε πάν­το­τε ἡ ζωή καί ἡ δρα­στη­ρι­ό­τη­τά της.
Μιά ζω­ή, πού ἀ­πό τό ξε­κί­νη­μά της ἀ­κό­μη, τῆς ἐ­πε­φύ­λα­ξε πολ­λές δυ­σκο­λί­ες καί ἀν­τι­ξο­ό­τη­τες, οἱ ὁ­ποῖ­ες τήν ἔ­κα­ναν πάν­το­τε πιό γεν­ναί­α καί πιό ἀποφασι­στι­κή.
Γεν­νη­μέ­νη τό 1956 σέ ἕ­να ἀ­πό τά πλέ­ον δυ­σπρό­σι­τα καί ὀ­ρει­νά χω­ριά τῶν Ἀ­γρά­φων, τήν Στε­φα­νιά­δα Καρ­δί­τσης, κον­τά στήν Πα­να­γί­α τήν Σπηλιώτισσα, στά ὅ­ρια τῶν νο­μῶν Καρ­δί­τσης, Αἰ­τω­λο­α­καρ­να­νί­ας καί Ἄρτης, στό σύ­νο­ρο με­τα­ξύ οὐ­ρα­νοῦ καί δυ­σθε­ώ­ρη­των βου­νο­κορ­φῶν, ἔφερε ἔν­το­νο τό ἀ­πο­τύ­πω­μα τῆς ὀ­ρε­σί­βιας κα­τα­γω­γῆς της.

Γυ­ναί­κα λε­βέν­τισ­σα, πε­ρή­φα­νη, σκλη­ρο­τρά­χη­λη, ἀ­τρό­μη­τη καί δυ­να­μι­κή, μέ κο­φτε­ρο μυα­λό καί ἀ­ε­τή­σιο μά­τι, πού ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται καί πα­ρα­κο­λου­θεῖ τά πάν­τα. Σκλη­ρα­γω­γη­μέ­νη καί ἐρ­γα­τι­κή ἀ­πό τά παι­δι­κά της ἀ­κό­μη χρό­νια, ὅταν δού­λευ­ε χει­ρω­να­κτι­κά στίς ἀ­γρο­τι­κές καί κτη­νο­τρο­φι­κές ἐρ­γα­σί­ες τοῦ χω­ριοῦ της. Λά­τρης τῆς ὑ­παί­θρου καί τῆς φύ­σε­ως δέν ἔ­παυ­ε νά τήν ἀνακαλύ­πτει, νά τήν ἀ­πο­λαμ­βά­νει καί νά ταυ­τί­ζε­ται μα­ζί της.
Βγαλ­μέ­νη θαρ­ρεῖς ἀ­πό τό πα­ρελ­θόν, πα­ρό­τι σύγ­χρο­νη καί μέ ἀ­να­ζη­τή­σεις, θύ­μι­ζε τίς ἄλ­λες γεν­ναῖ­ες, ἐ­πί­σης, ὀ­ρε­σί­βι­ες ἑλ­λη­νί­δες γυ­ναῖ­κες τοῦ 40, τίς ἠπει­ρώ­τισ­σες, ἔ­τσι ὅ­πως μᾶς τίς πα­ρου­σιά­ζει ἀ­πα­ρά­μιλ­λα ὁ Ἄγ­γε­λος Τερζάκης πε­ρι­γρά­φον­τας τήν ἡ­ρω­ι­κή ἠ­πει­ρώ­τισ­σα γυ­ναί­κα: «Τό ἀν­θρώ­πι­νο αὐ­τό πλά­σμα, γρά­φει, ἔ­χει πά­ρει ἀ­πά­νω του κά­τι ἀ­πό τήν στέ­γνα τοῦ τοπίου, τοῦ κα­τά­γυ­μνου βρά­χου, πού τόν σκουν­τᾶς μέ τό πό­δι σου καί τσακ­μα­κί­ζει. Σοῦ λέ­ει κα­λη­μέ­ρα ἡ Ἠ­πει­ρώ­τισ­σα [καί ἡ Ἀ­γρα­φι­ώ­τισ­σα προσθέ­του­με ἐ­μεῖς] καί ἡ κου­βέν­τα της εἶ­ναι κο­φτή, σάν πρό­σταγ­μα. Ἔ­χει μιά παρ­θε­νιά ἀ­προ­σπέ­λα­στη, ὅ­πως ἡ ζω­ή της εἶ­ναι σκλη­ρή κι’ ἀ­μί­λη­τη».
Σέ ἠ­λι­κί­α μό­λις 12 ἐ­τῶν βι­ώ­νει τήν τρα­γι­κή ἀ­πώ­λεια τοῦ πα­τέ­ρα της. Στήν δύ­σκο­λη αὐ­τή φά­ση τῆς ζω­ῆς της τήν βο­η­θᾶ ἀ­πο­φα­σι­στι­κά ὁ δά­σκα­λός της στό χω­ριό Ἀρ­γύ­ρης Πα­παρ­γύ­ρης, ὁ με­τέ­πει­τα π. Μάρ­κελ­λος Κα­ρα­καλ­λι­νός, γνω­στός καί ἐ­νά­ρε­τος μο­να­χός, ἐρ­γά­της τῆς νο­ε­ρᾶς εὐ­χῆς, πού ἐ­κοι­μή­θη πρό ἐ­τῶν, ἐ­πί­σης, ἀ­πό καρ­κί­νο.
Αὐ­τός φρον­τί­ζει γιά τήν με­τά­βα­ση καί τήν πα­ρα­μο­νή της, μα­ζί μέ τήν ἀδελφή της Θε­ο­δο­σί­α, στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη καί στό σπί­τι τῆς εὐ­σε­βοῦς οἰκογε­νεί­ας τοῦ ἀ­εί­μνη­στου πα­νε­πι­στη­μια­κοῦ κα­θη­γη­τοῦ τῆς ἰ­α­τρι­κῆς Σπυρί­δω­νος Μα­κρῆ, ὁ ὁ­ποῖ­ος στά­θη­κε γι’ αὐ­τήν ἀ­λη­θι­νός πα­τέ­ρας στήν θέση τοῦ τό­σο πρό­ω­ρα ἐ­κλι­πόν­τος. Ἐ­κεῖ ἔ­ζη­σε καί ἐρ­γά­στη­κε γιά δέ­κα καί πλέ­ον ἔ­τη ἀ­σχο­λού­με­νη κυ­ρί­ως μέ τήν ἀ­να­τρο­φή τῶν ἕ­ξι εὐ­λο­γη­μέ­νων παιδι­ῶν τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας τοῦ Σπυρίδωνος καί τῆς Ἐλευθερίας Μακρῆ, προσφέ­ρον­τάς τους πη­γαί­α καί ἀ­νε­ξάν­τλη­τη στορ­γή καί φρον­τί­δα γιά τήν ὁ­ποί­α τῆς ἐκ­δή­λω­ναν τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη τους μέ­χρι καί τίς τε­λευ­ταῖ­ες ἡμέρες, πού τήν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν ἤ ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­σαν μα­ζί της στό νο­σο­κο­μεῖ­ο.
Ἕ­να χρό­νο πρίν τήν ἀ­να­χώ­ρη­σή της γιά τό μο­να­στή­ρι βί­ω­σε γιά μί­α ἀ­κό­μη φο­ρά τήν τρα­γι­κή ἀ­πώ­λεια καί τοῦ δεύ­τε­ρου πα­τέ­ρα της μέ τήν ἐκ­δη­μί­α τοῦ ἀ­εί­μνη­στου Σπυ­ρί­δω­νος Μα­κρῆ.
Στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου προσῆλ­θε ὡς δό­κι­μη μο­να­χή τό 1979, ἐ­πί μα­κα­ρι­στῆς Γε­ρον­τίσ­σης Ἀ­γα­θο­κλή­της, ἡ ὁ­ποί­α καί τήν εἰ­σή­γα­γε στήν μαθη­τεί­α τῆς μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς. Ἐ­νῶ ἦ­ταν νε­α­ρή δό­κι­μη ἀ­κό­μη, ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή, ἐ­κτι­μών­τας τά πλού­σια καί πο­λυ­ποί­κι­λα χα­ρί­σμα­τά της, τήν ἀ­γά­πη της γιά τόν Θε­ό, τόν ἁ­γι­α­σμέ­νο με­τε­ω­ρί­τι­κο χῶ­ρο καί τό μο­να­στή­ρι της, τήν ἰδιαίτε­ρη εὐ­φυί­α της καί τήν ἀ­πα­ρά­μιλ­λη ἐρ­γα­τι­κό­τη­τά της, τῆς ἀ­νέ­θε­σε πολ­λά, δύ­σκο­λα καί ση­μαν­τι­κά δι­α­κο­νή­μα­τα, στά ὁ­ποί­α πάν­το­τε ἀνταποκρι­νό­ταν μέ συ­νέ­πεια καί ἐ­πι­τυ­χί­α.
Με­τά τήν ἐκ­δη­μί­α τῆς μα­κα­ρι­στῆς Γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γα­θο­κλή­της καί τήν ἐκλογή τῆς μα­κα­ρι­στῆς Γε­ρόν­τισ­σας Χρι­στο­νύμ­φης ὡς ἡ­γου­μέ­νης, συνδέθηκε μα­ζί της μέ ἰ­δι­αί­τε­ρα με­γά­λη ἀ­γά­πη καί προ­σή­λω­ση καί τήν διεκό­νη­σε μέ πε­ρισ­σή φρον­τί­δα καί ἀ­φο­σί­ω­ση στήν ἑξα­ε­τή ἐ­πώ­δυ­νη ἀσθένειά της μέ­χρι τήν ἐκ­δη­μί­α της.
Ἡ ἀ­νά­δει­ξη τῆς μα­κα­ρι­στῆς Γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γά­θης στήν ἡ­γου­με­νί­α τῆς Μο­νῆς βρῆ­κε τήν ἀ­δελ­φή Ἰ­ου­στί­να ὤ­ρι­μη πνευ­μα­τι­κά καί στε­ρι­ω­μέ­νη πιά μέ­σα στό μο­να­στή­ρι, ἕ­τοι­μη νά συ­νε­χί­σει ἀ­κό­μη πιό ἐ­νερ­γη­τι­κά τόν ἀ­πο­φα­σι­στι­κό καί ἐ­ξέ­χον­τα ρό­λο της στήν πο­ρεί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς.
Πα­ρό­τι οὐ­δείς ἀ­ναν­τι­κα­τά­στα­τος, κα­τά τό κοι­νῶς λε­γό­με­νο, δέν παύ­ουν κά­ποι­οι ἄν­θρω­ποι νά ξε­χω­ρί­ζουν καί νά δι­α­κρί­νον­ται στό βί­ο τους μέ τρόπο τέ­τοι­ο πού νά ση­μα­δεύ­ουν καί νά σφρα­γί­ζουν μο­να­δι­κά καί ἀνεξίτηλα τήν πο­ρεί­α καί τό ἔρ­γο τους. Εἶ­ναι αὐ­τοί πού λέ­με ὅ­τι χα­ράσ­σουν δρό­μο, δί­νουν βη­μα­τι­σμό, γρά­φουν ἱ­στο­ρί­α, ἀ­νοί­γουν δι­κό τους κε­φά­λαι­ο.
Ἕ­να τέ­τοι­ο σπου­δαῖ­ο κε­φά­λαι­ο ἔ­κλει­σε σή­με­ρα. Ἕ­νας στύ­λος κα­τέρ­ρευ­σε, μί­α δρῦς ἔ­πε­σε, μιά ἱ­στο­ρί­α λαμ­πρή συμ­πλή­ρω­σε τόν κύ­κλο της. Καί εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἕ­να ση­μεῖ­ο το­μῆς, γιά τήν σύγ­χρο­νη ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, ἡ ἐκ­δη­μί­α τῆς ἀ­δελ­φῆς μας Ἰ­ου­στί­νας, σέ συ­νέ­χεια καί μέ τήν ἐκ­δη­μί­α τῆς μα­κα­ρι­στῆς Γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γά­θης, πού προ­η­γή­θη­κε.
Τέ­μνε­ται σή­με­ρα ἐ­δῶ ἡ ἀ­να­δη­μι­ουρ­γι­κή πο­ρεί­α τρι­ῶν καί πλέ­ον δε­κα­ε­τι­ῶν, πού χά­ρη στήν στε­νή καί ἀ­γα­στή συ­νερ­γα­σί­α τῆς μα­κα­ρι­στῆς Γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γά­θης, ὡς ἡ­γου­μέ­νης, καί τῆς μα­κα­ρι­στῆς ἀ­δελ­φῆς Ἰ­ου­στί­νας, ὡς ἡγουμενο­συμ­βού­λου, ἀ­πέ­φε­ρε, μέ τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, τήν εὐ­λο­γη­μέ­νη ἀνασυγ­κρό­τη­ση τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς σέ ὅ­λους τούς το­μεῖς, πνευ­μα­τι­κό, λειτουργικό, δι­οι­κη­τι­κό, δι­α­χει­ρι­στι­κό καί κτι­ρια­κό.
Στό ἐ­πί­πε­δο αὐ­τό ὑ­πῆρ­ξε συ­νο­δοι­πό­ρος καί συμ­μέ­το­χος καί ἡ νέ­α Καθηγου­μέ­νη τῆς Μο­νῆς, Γε­ρόν­τισ­σα Χρι­στο­νύμ­φη, πού τήν τε­λευ­ταί­α ὁκτα­ε­τί­α δι­α­κο­νοῦ­σε ὡς ἡ­γου­με­νο­σύμ­βου­λος στήν Μο­νή ἀ­πό κοι­νοῦ μέ τήν ἀ­δελ­φή Ἰ­ου­στί­να, τήν ὁ­ποί­α ἀ­πό τά νε­α­νι­κά της χρό­νια εἶ­χε ὡς πρό­τυ­πο μο­να­χῆς καί τήν ἀ­κο­λου­θοῦ­σε στήν αὐ­τα­πάρ­νη­ση καί τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἀφι­έ­ρω­ση στήν δι­α­κο­νί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς καί τοῦ ἁ­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κου χώ­ρου.
Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται ἡ πνευ­μα­τι­κή ἐρ­γα­σί­α πού ἐ­πί τό­σα χρό­νια ἐ­πι­τε­λεῖ­το στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή ἀ­πό τά ὡς ἄ­νω συγ­κε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα. Ὅ­τι δηλα­δή ἡ ἀ­δελ­φό­τη­τα τῆς Μο­νῆς κα­τά­φε­ρε, ὄ­χι μό­νο νά ἀν­τέ­ξει, χω­ρίς κλυ­δω­νι­σμούς, τό με­γά­λο πλήγ­μα τῆς δι­πλῆς ἀ­πώ­λειας σέ πο­λύ μι­κρό χρονι­κό δι­ά­στη­μα, τό­σο τῆς ἁ­γι­α­σμέ­νης μα­κα­ρι­στῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἀ­γά­θης, ὅ­σο καί τῆς δυ­να­μι­κῆς μα­κα­ρι­στῆς ἀ­δελ­φῆς Ἰ­ου­στί­νας, ἀλ­λά συ­νε­χί­ζει μέ ἀκό­μη με­γα­λύ­τε­ρη θέρ­μη τήν ἀ­να­γεν­νη­τι­κή πνευ­μα­τι­κή της πο­ρεί­α, ὑ­πό τήν κα­θο­δή­γη­ση τῆς νέ­ας σε­μνῆς καί δι­α­κρι­τι­κῆς ἡ­γου­μέ­νης Χρι­στο­νύμ­φης διατη­ρών­τας στό ἀ­κέ­ραι­ο τήν συ­νε­κτι­κό­τη­τα καί τήν ἀ­δι­α­τά­ρα­κτη ἑ­νό­τη­τά της.
Θά θέ­λα­με νά στα­θοῦ­με ἰ­δι­αι­τέ­ρως στόν ρό­λο καί τήν συμ­βο­λή τῆς μα­κα­ρι­στῆς ἀ­δελ­φῆς Ἰ­ου­στί­νας, πού λό­γῳ καί τῆς ἐ­πι­βα­ρυ­μέ­νης ὑ­γεί­ας τῆς Γερόντισ­σας Ἀ­γά­θης, ἦ­ταν αὐ­τή πού λει­τουρ­γοῦ­σε ὡς κα­τα­λύ­της, πού συμπλή­ρω­νε τό κά­θε κε­νό, πού ἦ­ταν καί ὑ­πο­τα­κτι­κή καί σύμ­βου­λος καί παρα­μά­να, ἦ­ταν ὁ ἀ­τσα­λέ­νιος βρά­χος, ὁ ἀ­κοί­μη­τος φρου­ρός, ὁ ἀ­νύ­στα­κτος φύ­λα­κας.
Ὑ­πῆρ­ξε στήν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α ὁ ἄν­θρω­πος γιά ὅ­λες τίς δου­λει­ές. Τά ἐ­ξαι­ρε­τι­κά προ­σόν­τα της, ὁ ζῆ­λος, ἡ ἀν­το­χή της, ἡ ἐκ­πλη­κτι­κή ἐρ­γα­τι­κό­τη­τά της καί ἡ συγ­κι­νη­τι­κή αὐ­το­θυ­σί­α της τήν εἶ­χαν ἀ­να­δεί­ξει σέ ἕ­να πο­λύ­τι­μο πολυεργαλεῖ­ο τῆς Μο­νῆς, κα­θώς ἀ­πό τά χέ­ρια της περ­νοῦ­σαν τά πάν­τα.
Ἔ­βα­ζε πλά­τη παν­τοῦ καί κυ­ρί­ως στά δύ­σκο­λα. Δέν τήν φό­βι­ζαν οἱ εὐ­θύ­νες καί δέν ἀρ­νι­ό­ταν πο­τέ νά τίς ἐ­πω­μι­σθεῖ καί νά τίς ἀ­να­λά­βει. Ἦ­ταν ἄνθρωπος τῆς ἀ­πό­λυ­της συ­νέ­πειας, τῆς πρω­το­βου­λί­ας καί τῆς πρωτοπορίας. Δι­έ­θε­τε ὀ­ξυ­δέρ­κεια, εὐ­στρο­φί­α καί δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα. Ἔ­βλε­πε μπρο­στά, ὀ­ρα­μα­τι­ζό­ταν καί σχε­δί­α­ζε. Συ­νέ­βα­λε τά μέ­γι­στα στήν ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση τοῦ ἔμ­ψυ­χου δυ­να­μι­κοῦ τῆς Μο­νῆς, ἀ­να­δει­κνύ­ον­τας στό ἔ­πα­κρο τά χαρίσμα­τα καί τίς δυ­να­τό­τη­τες ὅ­λων τῶν ἀ­δελ­φῶν. Τήν συ­νεῖ­χε πραγματικά ἡ φρον­τί­δα καί ἡ ἀ­γω­νί­α της γιά τήν κα­λή λει­τουρ­γί­α τῆς Μονῆς καί γιά τήν ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση τῶν ἀ­δελ­φῶν καί φρόν­τι­ζε νά προ­λά­βει καί νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει τόν κά­θε κίν­δυ­νο καί τήν κά­θε δυ­σκο­λί­α.
Ἦ­ταν ἰ­δι­αί­τε­ρα σκλη­ρή καί αὐ­στη­ρή μέ τόν ἑ­αυ­τό της, πο­λύ ἀν­θε­κτι­κή στόν πό­νο καί τόν σω­μα­τι­κό κό­πο, μέ ἀ­νε­ξάν­τλη­τα ἀ­πο­θέ­μα­τα ψυ­χι­κῆς καί σωμα­τι­κῆς ἀν­το­χῆς, φτι­αγ­μέ­νη θά 'λε­γε κα­νείς ἀ­πό σί­δε­ρο.
Πα­ρά τήν πλη­θώ­ρα τῶν εὐ­θυ­νῶν καί τῶν δρα­στη­ρι­ο­τή­των της, δέν ἔ­παυ­ε νά δί­νει προ­τε­ραι­ό­τη­τα στήν προ­σευ­χή καί τήν με­λέ­τη καί ἦ­ταν ἄ­κρως φιλα­κό­λου­θη. Ἀ­κό­μη καί με­τά ἀ­πό ἐ­ξαν­τλη­τι­κές ἤ καί ὁ­λο­νύ­κτι­ες ἐρ­γα­σί­ες ἔδι­νε πάν­το­τε ἀ­πό τήν ἀρ­χή τό πα­ρόν στήν πρω­ι­νή ἀ­κο­λου­θί­α ὄν­τας ἰδιαίτε­ρα αὐ­στη­ρή στό ζή­τη­μα τῆς κα­θυ­στε­ρή­σε­ως στήν προ­σέ­λευ­ση σ’ αὐ­τήν.
Ἐ­πε­δεί­κνυ­ε ἰ­δι­αί­τε­ρο ζῆ­λο καί ἐν­θου­σια­σμό στούς ἀ­γῶ­νες γιά τήν προάσπιση τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας καί τῶν ἐ­θνι­κῶν μας δι­καί­ων καί συμ­με­τεῖ­χε ἐ­νερ­γά καί μέ ὅ­λη της τήν καρ­διά σέ κά­θε ἀ­νά­λο­γη πρωτοβουλία καί προ­σπά­θεια. Ὑ­πῆρ­ξε μιά αὐθεντική ἑλ­λη­νί­δα ὀρ­θό­δο­ξη μο­να­χή μέ ἀκ­μαῖ­ο ὀρ­θό­δο­ξο ὁ­μο­λο­για­κό καί ἐ­θνι­κό φρό­νη­μα.
Ἡ πο­λυ­σχι­δής καί πο­λυ­ε­τής δρα­στη­ρι­ό­τη­τά της, τήν ὁ­ποί­α πε­ρι­γρά­ψα­με, ὁρ­μώ­με­νη βε­βαί­ως πάν­το­τε ἀ­πό τόν ζῆ­λο καί τήν ἀ­γά­πη της γιά τήν Μο­νή τῆς με­τα­νοί­ας της, δέν ἔ­παυ­ε νά τῆς στε­ρεῖ τό ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κό δό­σι­μο τῆς καρ­διᾶς της καί ὅ­λου τοῦ ἑ­αυ­τοῦ της στόν πο­λυ­πό­θη­το Νυμ­φί­ο της.
Λί­γους μό­λις μῆ­νες πρίν τήν δι­ά­γνω­ση τῆς σο­βα­ρό­τα­της ἀ­σθέ­νειάς της αἰσθα­νό­ταν πο­λύ ἔν­το­να μέ­σα της τήν κό­πω­ση καί τόν κο­ρε­σμό τῆς πολυετοῦς προ­σφο­ρᾶς της. Ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε δι­α­κα­ῶς νά ἀ­πεγ­κλω­βι­σθεῖ ἀ­πό τίς δι­οι­κη­τι­κές μέ­ρι­μνες καί τίς φρον­τί­δες, ἀ­πό τίς ποι­κί­λες πι­έ­σεις καί τίς δοκιμα­σί­ες τίς ὁ­ποῖ­ες ὑ­φί­στα­το.
Καί ὁ καρ­δι­ο­γνώ­στης Κύ­ριος τῆς χά­ρι­σε αὐ­τό πού τό­σο πο­θοῦ­σε προσφέρον­τάς της τό με­γά­λο δῶ­ρο τῆς ἀ­σθε­νεί­ας της, τόν ἅ­γιο καρ­κί­νο, ὅ­πως χαρα­κτη­ρι­στι­κά τό­νι­ζε ὁ μα­κα­ρι­στός ἅ­γιος Γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος.
Τήν εἴ­δη­ση τῆς ἀ­σθε­νεί­ας της, πα­ρά τήν δυ­σμε­νέ­στα­τη πρό­γνω­σή της, τήν ἀν­τι­με­τώ­πι­σε μέ ἀ­πα­ρά­μιλ­λη ψυ­χραι­μί­α, θάρ­ρος, καί ἀ­πό­λυ­τη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στόν Θε­ό. Τήν θε­ω­ροῦ­σε δῶ­ρο καί εὐ­έρ­γε­τη­μα ἀ­πό τόν Θε­ό καί πραγματικά ἔ­τσι λει­τούρ­γη­σε γιά τήν πνευ­μα­τι­κή της πο­ρεί­α.
Ἡ ἀ­σθέ­νειά της στά­θη­κε ἡ ἀ­φορ­μή τῆς πλή­ρους καί ρι­ζι­κῆς καί ἐνσυνείδητης με­τα­στρο­φῆς της. Θε­ω­ροῦ­με ἰ­δι­αί­τε­ρα εὐ­τυ­χή καί εὐεργετημένο τόν ἑ­αυ­τό μας, πού εἴ­χα­με τήν εὐ­και­ρί­α νά ζή­σου­με ἀ­πό πο­λύ κον­τά ὅ­λη τήν δι­ε­τή δο­κι­μα­σί­α τῆς ἀ­σθε­νεί­ας της. Γί­να­με ἔ­τσι μάρ­τυ­ρες τῆς γνή­σιας καί συν­τρι­πτι­κῆς με­τά­νοι­άς της, πού συ­νο­δεύ­τη­κε μέ γε­νι­κή καί συνε­χή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, ἀλ­λά καί συ­νει­δη­τή ἀ­πο­κο­πή ἀ­πό κά­θε τί πού τήν ἀπο­σποῦ­σε ἀ­πό τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἀ­φι­έ­ρω­σή της στόν Νυμ­φί­ο της Χρι­στό.
Σέ μιά σει­ρά πνευ­μα­τι­κῶν συ­ζη­τή­σε­ων μα­ζί της, κα­θώς καί λα­τρευ­τι­κῶν εὐκαι­ρι­ῶν, Θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες, εὐ­χέ­λαι­α, ἁ­για­σμούς, πα­ρα­κλή­σεις, διαπιστώνα­με συ­νε­χῶς τήν ἀ­νο­δι­κή της πο­ρεί­α, τήν δια­ρκή ἐ­πα­φή της μέ τόν οὐ­ρα­νό, μέ τούς Ἁ­γί­ους. Ἡ ζω­ή της ἔ­γι­νε μιά συ­νε­χής προ­σευ­χή, μί­α ἀτέ­λει­ω­τη πύ­ρι­νη δο­ξο­λο­γί­α στόν Ἅ­γιο Τρι­α­δι­κό Θε­ό. Εἶ­χε συ­νε­χῶς στό στό­μα της καί στήν καρ­διά της τό «δό­ξα Σοι ὁ Θε­ός», τό «δό­ξα τῶ Πα­τρί καί τῶ Υἱ­ῶ καί τῶ Ἁ­γί­ω Πνεύ­μα­τι». Ἀ­κό­μη καί τήν πα­ρα­μο­νή τῆς ἐκ­δη­μί­ας της, τήν Δευ­τέ­ρα τό πρω­ί, πού τήν ἐ­πι­σκε­φθή­κα­με στό νο­σο­κο­μεῖ­ο καί μετέλα­βε γιά τε­λευ­ταί­α φο­ρά τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων, κα­θώς τῆς λέ­γα­με «δό­ξα τῶ Θε­ῶ» ἀν­τα­παν­τοῦ­σε, μέ τήν ἐ­λά­χι­στη φυ­σι­κή δύ­να­μη πού τῆς ἀπέ­με­νε, «δό­ξα τῶ Θε­ῶ», χί­λι­ες δό­ξες τῆς λέ­γα­με, χί­λι­ες δό­ξες ἀν­τα­παν­τοῦ­σε!
Σέ ὅ­λα τά νο­σο­κο­μεῖ­α πού νο­ση­λεύ­τη­κε ἄ­φη­σε μέ τήν εὐ­γέ­νεια καί τήν καρτε­ρι­κό­τη­τά της, ἄ­ρι­στες ἐν­τυ­πώ­σεις στούς για­τρούς, στίς νο­ση­λεύ­τρι­ες καί τούς συ­να­σθε­νεῖς της. Θά θέ­λα­με στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό νά εὐ­χα­ρι­στή­σου­με ἐκ καρ­δί­ας τούς Δι­ευ­θυν­τές τῆς Χει­ρουρ­γι­κῆς καί τῆς Ὀγ­κο­λο­γι­κῆς Κλι­νι­κῆς τοῦ Νο­σο­κο­μεί­ου Metropolitan Πει­ραι­ῶς, τούς κυ­ρί­ους Γρη­γό­ριο Τσι­ῶ­το καί Χρί­στο Χρι­στο­δού­λου, πού ἀ­φι­λο­κερ­δῶς, μέ ἄ­ρι­στη ἐ­πι­στη­μο­νι­κή φρον­τί­δα, ἀλ­λά καί μέ πλού­σια καί πη­γαί­α ἀ­γά­πη καί στορ­γή, στά­θη­καν δί­πλα της καί τῆς προ­σέ­φε­ραν, μέ τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, μί­α δι­ε­τή πα­ρά­τα­ση μέ ποι­ό­τη­τα ζω­ῆς καί τήν δυ­να­τό­τη­τα συμ­με­το­χῆς στό πρό­γραμ­μα τῆς Μο­νῆς, ὥ­στε νά δο­ξά­ζει τόν Θε­ό, νά προ­σφέ­ρει καί νά δέ­χε­ται τήν ἀ­γά­πη τῆς Γε­ρόν­τισ­σας καί τῶν ἀ­δελ­φῶν.  
Ἄς εἶ­ναι δο­ξα­σμέ­νο τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἁ­γί­ου Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ μας, πού γνω­ρί­ζει καί με­τέρ­χε­ται ἀ­πεί­ρους καί θαυ­μα­στούς τρό­πους γιά τήν σω­τη­ρί­α τῶν ψυχῶν μας. Λυ­πού­μα­στε μέν γιά τόν ἀ­πο­χω­ρι­σμό μας, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να χαι­ρό­μα­στε ἰ­δι­αί­τε­ρα καί δο­ξά­ζου­με τόν Θε­ό, πού ἔ­φυ­γε τό­σο κα­λά προετοι­μα­σμέ­νη γιά τήν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα μας. Δό­ξα τῶ Πα­τρί καί τῶ Υἱ­ῶ καί τῶ Ἁ­γί­ω Πνεύ­μα­τι!
Εὐ­χό­μα­στε τήν πα­ρά Κυ­ρί­ου πα­ρη­γο­ρί­α, στήν Γε­ρόν­τισ­σα καί τίς ἀ­δελ­φές τῆς Μο­νῆς, κα­θώς καί στούς κα­τά σάρ­κα συγ­γε­νεῖς τῆς μα­κα­ρι­στῆς ἀδελφῆς Ἰ­ου­στί­νας, τήν κα­λή της μη­τέ­ρα, τήν κυ­ρά Μα­ρί­α, τήν σε­μνή καί πι­στή ἀ­δελ­φή της Θε­ο­δο­σί­α καί τά ἀγαπημένα της ἀ­νή­ψια.
Τέ­λος στήν προ­σφι­λέ­στα­τη μα­κα­ρι­στή ἀ­δελ­φή μας Ἱ­ου­στί­να εὐ­χό­μα­στε ὁλό­ψυ­χα ὁ Θε­ός νά ἀ­να­παύ­σει, διά πρε­σβει­ῶν τῶν προ­στα­τῶν τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς, Ἁ­γί­ου Πρω­το­μάρ­τυ­ρος καί Ἀρ­χι­δι­α­κό­νου Στε­φά­νου καί τοῦ Ἁ­γί­ου Ἱε­ρο­μάρ­τυ­ρος Χα­ρα­λάμ­πους τοῦ θαυ­μα­τουρ­γοῦ, κα­θώς καί τῶν κτι­τό­ρων, ὁ­σί­ων Ἀν­τω­νί­ου καί Φι­λο­θέ­ου τῶν Με­τε­ω­ρι­τῶν, τήν εὐλογημένη ψυ­χή της «ἐν χώ­ρᾳ ζών­των καί ἐν σκη­ναῖς δι­καί­ων».
Αἰ­ω­νί­α της ἡ μνή­μη". 
Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου