9 Δεκ 2012

Κυριακή Ι΄Λουκά – Ο κίνδυνος της υποκρισίας


Αποστολικό ανάγνωσμα: Προς Γαλάτας δ΄ 22-27
Ευαγγελικό ανάγνωσμα: Λουκά ιγ΄ 10-17
«Εξ ημέραι εισίν εν αις δει εργάζεσθαι εν ταύταις ουν ερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μη τη ημέρα του Σαββάτου» (Λουκ. ιγ΄ 14).
Διαφορετική αντίληψη για την αργία του Σαββάτου έχουν οι τρεις πρωταγωνιστές του σημερινού ευαγγελίου. Ο Ιησούς και η συγκύπτουσα βρίσκονται μέσα στο πνεύμα και το γράμμα του Νόμου του Θεού, για τούτο και σήμερα βρίσκονται στη συναγωγή, στο χώρο δηλαδή της προσευχής και της λατρείας του Θεού. Στον ίδιο χώρο όμως θα βρεθεί και ο αρχισυνάγωγος αλλά και για τον ίδιο σκοπό, την προσευχή και τη λατρεία του Θεού.

Παρά το ότι ο σκοπός και των τριών είναι ο ίδιος εντούτοις στη συνέχεια διακρίνουμε μια ιδιαιτερότητα στην πράξη του καθενός. Ο Ιησούς παρά το ότι είναι ο ίδιος Θεός, εν τούτοις, επειδή είναι και άνθρωπος, θέλει μέσα από την πράξη του να μας αφήσει ένα τέλειο πρότυπο για να το μιμηθούμε. Μέσα από το παράδειγμα του μας τονίζει την αναγκαιότητα της λατρείας του Θεού, αλλά αυτή η λατρεία δεν πρέπει να είναι μια τυπική και στιγμιαία εκδήλωση. Αυτή η λατρεία πρέπει να είναι έκφραση ευσέβειας και αγάπης. Αυτή η λατρεία, που έχει σαν σκοπό τη συμφιλίωση του ανθρώπου με το Θεό, πρέπει να περνά ή να στοχεύει και στη συμφιλίωση με το συνάνθρωπο. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική συμφιλίωση με το Θεό, αν προηγουμένως δεν υπάρξει συμφιλίωση με το συνάνθρωπο. Ο Ιησούς είναι σαφής για τούτο επαναλαμβάνει και σήμερα στον καθένα από μας :«Όταν προσφέρεις το δώρο σου στο ναό κι εκεί θυμηθείς πως ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε εκεί μπροστά στο θυσιαστήριο του ναού το δώρο σου, και πήγαινε να συμφιλιωθείς πρώτα με τον αδελφό σου και ύστερα έλα να προσφέρεις το δώρο σου» (Ματθ. ε΄ 23-24). Ο άνθρωπος για να μπορέσει να προσευχηθεί πρέπει να είναι απαλλαγμένος από την κακία και τα πάθη. Για τούτο και στην κατ’ εξοχήν εκδήλωση της Χριστιανικής λατρείας, που είναι η Θεία λειτουργία επαναλαμβάνεται η προτροπή «εν ειρήνη του κυρίου δεηθώμεν». Ας προσευχηθούμε με ειρήνη, με εσωτερική γαλήνη, που υπάρχει μόνο όταν ο άνθρωπος είναι απαλλαγμένος από τα πάθη και ιδιαίτερα εκείνο της κακίας και της υποκρισίας.
Το δεύτερο πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στο σημερινό ευαγγέλιο είναι η συγκύπτουσα. Είχε βάσιμη δικαιολογία για να απουσιάσει από τη συναγωγή. Η δεκαοκτάχρονη κύρτωση της θα την δικαιολογούσε απόλυτα. Κι όμως, παρά το ότι είναι σωματικά και ψυχικά καταπονημένη, εν τούτοις αισθάνεται την ανάγκη να βρεθεί στον τόπο της λατρείας του Θεού για να εκπληρώσει το θρησκευτικό της καθήκον. Παραμερίζει τα πιθανά σχόλια του κόσμου για την κατάσταση του σώματος της. Παραμερίζει τα πιθανά σχόλια των άλλων ή και του εαυτού της. «Πηγαίνεις τόσο καιρό στη συναγωγή και γιατρειά δεν βλέπεις. Μείνε καλύτερα στο σπίτι σου. Άλλωστε είσαι δικαιολογημένη». Κι όμως παρά τα πιο πάνω εμπόδια, παρά την πιθανή απογοήτευση της που δεν εισακούστηκαν μέχρι σήμερα οι προσευχές της, εντούτοις επιμένει στο καθήκον της λατρείας του Θεού. Γι’ αυτήν η λατρεία του Θεού είναι καθήκον. Είναι εκδήλωση σεβασμού και αγάπης. Και σαν εκδήλωση αγάπης είναι απαλλαγμένη από την έννοια της συναλλαγής. Η λατρεία είναι πράξη ολοκληρωτικής αφοσίωσης και αγάπης. Μπορεί η συγκύπτουσα να μην πήγαινε στη συναγωγή για να βρει τα θεραπεία της. Ίσως μέσα από την προσευχή της να θεμελίωνε μια τέτοια ελπίδα για τη θεραπεία της. Και επειδή «η ελπίς ου καταισχύνει», (Ρωμ. ε΄ 5) η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει, τελικά δεν απογοητεύει ούτε τη συγκύπτουσα. Το «γύναι απολέλυσαι  της ασθενείας σου» ήταν η επιβράβευση της ευσέβειας καθώς της πίστεως και της ελπίδας της.
Το θαύμα, που ήταν συνδυασμός της συγκατάβασης του Θεού και της πίστεως και της αληθινής ευσέβειας της συγκύπτουσας, προκαλεί την οργή ενός τρίτου προσώπου που προβάλλει σήμερα πρωταγωνιστικά, εκείνο του αρχισυναγώγου. Αυτός που όφειλε πρώτος να χαρεί και να δοξάσει το Θεό για το θαύμα της θεραπείας μιας συνανθρώπου του, αντίθετα αγανακτεί. Αγανακτεί γιατί θεωρεί τη θεραπεία σαν αποτέλεσμα ανθρώπινης εργασίας. Είναι τόσο σκοτισμένες που δεν μπορεί να διακρίνει την υπερφυσική θεραπεία του Ιησού. Για τούτο επικρίνει τον κόσμο και έμμεσα τον Ιησού και την συγκύπτουσα σαν παραβάτη της αργίας του Σαββάτου. Είναι τόσο τυπικά προσκολλημένος στο γράμμα του νόμου που επικρίνοντας την σαν να περίμενε από αυτή να πει: «Ευχαριστώ αλλά σήμερα είναι Σάββατο και δεν επιτρέπεται να με θεραπεύσεις. Σήμερα είναι αργία, έλα αύριο για τη θεραπεία»!!
Ο αρχισυνάγωγος περιχαρακωμένος πίσω από την εντολή του Μωσαϊκού νόμου για την αργία του Σαββάτου είχε την ψευδαίσθηση ότι εκπλήρωνε το καθήκον προς το Θεό, αλλά και ότι προστάτευε την κοινωνία, ο Ιησούς όμως ξεσκέπασε την υποκρισία του αρχισυνάγωγου. Ένας άνθρωπος που θέτει τα ζώα, αλλά και το προσωπικό συμφέρον πάνω από την αγάπη προς τον άνθρωπο δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι αγαπά το νόμο του Θεού. Η αγάπη προς το Θεό συνυπάρχει με την αγάπη προς το συνάνθρωπο. Όπως θα πει ο Ιησούς και στο νομικό «εν ταύταις τοις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Ματθ. κβ΄40).
Αλλά και ο Απόστολος της αγάπης, ο Ιωάννης θα τονίσει ότι: «Όποιος δεν αγαπάει δε γνώρισε το Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη» (Α΄ Ιωάν. δ. 8). Αν ο «τύπος» που είναι το εξωτερικό περίβλημα του νόμου απομονωθεί από την ουσία, που είναι η αγάπη, τότε ο νόμος νεκρώνει. Κι ένας νόμος που στηρίζεται μόνο στον τύπο και αδιαφορεί για την ουσία τότε οδηγείται στην εκτροπή. Σταυροφορίες, θρησκευτικοί πόλεμοι, ιερά εξέταση, είναι μόνο μερικά από τα «δείγματα» αυτής της εκτροπής.
Αδελφοί μου, ο νόμος του Θεού, αιώνιος όπως πάντα βρίσκεται και σήμερα μπροστά μας. Μας καλεί να τον γνωρίσουμε μέσα από μια προσεκτική μελέτη. Ιδιαίτερα όμως μας καλεί να τον εφαρμόσουμε σωστά. Ακόμη μας καλεί να διακρίνουμε την ουσία από τον τύπο και σε καμιά περίπτωση να μην μετατρέψουμε τον τύπο σε αυτοσκοπό της ζωής μας. Ο τύπος τότε μόνο συμβάλλει στη σωτηρία όταν αδελφοποιηθεί με την αγάπη και εξισωθεί με τη θυσία μέσα από την πραγματική ελευθερία. Τύπος και ουσία αδελφοποιημένα με την αγάπη και τη θυσία και εκφρασμένα με ελευθερία, αποτελούν πραγματική εγγύηση της θρησκευτικής γνησιότητας. Μιας γνησιότητας που την έχουμε ανάγκη ιδιαίτερα σήμερα. Και τούτο γιατί σήμερα που η θρησκευτικότητα έχει ατονήσει και ο κίνδυνος της υποκρισίας είναι πιο έντονος χρειάζεται να γίνουμε περισσότερο πειστικοί προς τους γύρω μας μέσα από την πραγματική μας πίστη και ιδιαίτερα την ανυπόκριτη ζωή μας. Όλοι έχουμε αυτή τη δυνατότητα. Αυτή τη δυνατότητα ας την μετατρέψουμε σε απτή πραγματικότητα. Αμήν.
Θεόδωρος Αντωνιάδης – Εκκλησία Κύπρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου