8 Δεκ 2012

Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος, Γιώργος Σαραντάρης: Ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος


Γιώργος Σαραντάρης: Ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος*
            Έτσι είναι ο τίτλος του βιβλίου μου για τον ποιητή και στοχαστή Γιώργο Σαραντάρη και έτσι θα επιχειρήσω να σας τον παρουσιάσω.      
Ο άνθρωπος Γιώργος Σαραντάρης:
            Θα περιγράψω, όσο συντομότερα μπορώ, τις καταβολές του. Η αρχοντική οικογένεια του πατέρα του, Δημητρίου Σαραντάρη, είχε καταγωγή από την ορεινή Αρκαδία και πιο συγκεκριμένα από την Τσακωνιά, που στους χάρτες των περασμένων αιώνων τη συνέχεαν με τη Λακωνία. Ο πρόγονος του ποιητή Κωνσταντίνος Σαραντάρης στα 1809 μετανάστευσε στην Ιταλία. Κατά μία εκδοχή εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο, από τη δική μου έρευνα προέκυψε πως μάλλον κατοίκησε στην Ανκόνα, όπου και ανέπτυξε μιαν εμπορική και ναυτιλιακή επιχείρηση. Έκτοτε η οικογένεια απέκτησε πλούτο και η έδρα της επιχείρησης μεταφέρθηκε στη Μπολόνια, όπως και η κατοικία της. Ο πατέρας του ποιητή, Δημήτριος Σαραντάρης, πήγε για εμπορικές εργασίες στην Κωνσταντινούπολη και εκεί γνώρισε, ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε την ωραιότατη Ματθίλδη Σωτήρου, η οικογένεια της οποίας καταγόταν επίσης από την Τσακωνιά, είχε μεταναστεύσει στην Βασιλεύουσα και είχε κάνει εκεί μεγάλη περιουσία. Καρπός του γάμου τους ήταν ο Γιώργος Σαραντάρης, που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 19 Απριλίου του  1908. Κατά τη συνήθεια της εποχής εν όψει της γέννας η Ματθίλδη έφυγε από την Μπολόνια και πήγε να γεννήσει κοντά στη μητέρα της και στις τέσσερις αδελφές της. Πέντε παιδιά είχε ο Σωτήρος και τα πέντε κορίτσια και ήταν περήφανος που και οι πέντε ήσαν όμορφες και παντρεύτηκαν ελληνόπουλα.

            Ο Γιώργος Σαραντάρης κληρονόμησε από την οικογένεια του την ελληνική του ιδιοπροσωπία και συνείδηση. Σημειώνω πως από την απελευθέρωση της Ελλάδος και μετά όλα τα άρρενα μέλη της οικογένειας Σαραντάρη υπηρέτησαν στον Ελληνικό Στρατό και διατήρησαν την ελληνική ιθαγένεια. Σημειώνω ακόμη πως η Μπολόνια, η Ανκόνα και το μικρό Μονταπόνε, μέρη όπου έμεινε η οικογένεια του ποιητή, δεν διέθεταν Ορθόδοξη Εκκλησία, ούτε ελληνικό σχολείο, αλλά όλοι τους μιλούσαν μεταξύ τους πάντα ελληνικά, διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις  με Έλληνες της ελεύθερης Ελλάδας, της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης και για προσωπικό επέλεγαν Έλληνες από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, το Λεωνίδιο, πρωτεύουσα της Τσακωνιάς.  Επίσης όταν, για να εξυπηρετούνται οι εμπορικές τους εργασίες, αποφάσισαν να κατασκευάσουν πλοίο επέλεξαν ναυπηγείο στο Γαλαξίδι. 
            Ο ποιητής λοιπόν από την οικογένεια του έμαθε να αγαπά την Ελλάδα και να είναι υπερήφανος ως Έλληνας. Η φιλοπατρία παρακίνησε τον Γιώργο Σαραντάρη μετά τις πανεπιστημιακές του σπουδές και το πτυχίο της Νομικής Σχολής  από το Πανεπιστήμιο της Ματσεράτα να έρθει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό. Αυτό συνέβη στα 1931, όταν ήταν 23 ετών. Τότε συνέχισε αυτοδίδακτος και έμαθε τα ελληνικά τόσο καλά, ώστε να αναδειχθεί σημαντικός ποιητής και εξαίρετος φιλοσοφικός στοχαστής. Αυτά έως τον Αύγουστο του 1940, όταν επιστρατεύθηκε μυστικά και απεστάλη στην πρώτη γραμμή του ελληνοϊταλικού μετώπου, όπου πέρασε τον χειμώνα πολεμώντας. Το ισχνό και ασθενικό του σώμα δεν άντεξε, αρρώστησε και στις 25 Φεβρουαρίου του 1941 απεβίωσε, σε ηλικία μόλις 33 ετών. Ο πρόωρος θάνατος του από τον ομότεχνο και φίλο του Οδυσσέα Ελύτη χαρακτηρίστηκε έγκλημα της στρατιωτικής γραφειοκρατίας σε βάρος του Σαραντάρη. Όπως έγραψε ο Νομπελίστας ποιητής μας στο βιβλίο του "Ανοιχτά χαρτιά" ο Σαραντάρης ήταν ένας καχεκτικός και με μεγάλη μυωπία διανοούμενος, που επειδή είχε τελειώσει Νομικά στην Ιταλία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην ανάκριση των αιχμαλώτων. Αλλά εκεί δεν υπήρχε θέση για τον Σαραντάρη, αφού υπηρετούσαν μόνο οι εκλεκτοί της γραφειοκρατίας…. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο ποιητής δέχθηκε αγόγγυστα να ανέβει τον Γολγοθά του και να θυσιαστεί για την Πατρίδα.
            Από μικρό παιδί ο Γιώργος Σαραντάρης έδειξε ότι διέθετε ιδιοφυία πνευματική και μια μεγάλη κλήση στη Λογοτεχνία και στον Φιλοσοφικό Στοχασμό. Από 16 ετών είχε μελετήσει τον Όμηρο, άλλους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, καθώς επίσης και πολλούς άλλους, του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Επίσης στην ηλικία αυτή έπαιζε άριστα σκάκι και συνέθετε σκακιστικά προβλήματα που δημοσιεύονταν σε περιοδικά της Ιταλίας. Στην ίδια ηλικία των 16 ετών ο ίδιος έγραψε πως ο θάνατος του Ανατόλ Φρανς συνέπεσε με το ξύπνημα του πάθους του για τη Λογοτεχνία. Λίγο αργότερα άρχισε να γράφει ποιήματα στον Ιταλικό Τύπο και κατέστη μέλος της Ιταλικής Εταιρείας Νέων Λογοτεχνών. 
            Όταν ήρθε, στα 1931, στην Ελλάδα, η ποίηση και ο φιλοσοφικός στοχασμός τον είλκυσαν ολοσχερώς, ψυχή τε και σώματι. Η πορεία του  στη λογοτεχνία απογοήτευσε τους γονείς του,  που τον πίεσαν να σπουδάσει Νομικά, με όραμα να έχει μια λαμπρή καριέρα ως διπλωμάτης στην Ελλάδα, αφού ήξερε τα ιταλικά και τα γαλλικά άψογα και τα γερμανικά σε πολύ καλό βαθμό. Διασώθηκε και δημοσιεύεται στο βιβλίο μου μέρος της αλληλογραφίας του με την μητέρα του Ματθίλδη, όπου φαίνεται πόσο ψυχικά τον πονούσαν τα γραφόμενα της. Της γράφει σε ένα του γράμμα:
            "Αγαπητή μαμά, έχεις μεγάλο δίκαιο που είσαι πειραγμένη μαζί μου, γιατί δεν σε σκέφτομαι όσο πρέπει όχι όμως για το ότι δεν επήρα ακόμη δουλειά, ή τουλάχιστο για τούτο το δεύτερο ζήτημα, δεν νομίζω πως πρέπει τόσο να είσαι φουρκισμένη μαζί μου. Δεν ξέρεις πόσο με πειράζει μαμά, όταν συλλογίζομαι πως κατά τη γνώμη σου είμαι ένας αργόσχολος, ένας άνθρωπος χωρίς συνείδηση των υποχρεώσεων του, ένας αναξιοπρεπής. Αν ένας άλλος έτσι μ' έκρινε δεν θα μ' έμελλε, αλλά εσύ, η μητέρα μου, ο άνθρωπος που όχι μονάχα μούδωκε τη ζωή, αλλά μου χάρισε κ' εκείνη την ευαισθησία, που είναι ίσως το πιο πολύτιμο δώρο του πνεύματος μου, ό,τι φέρνω μαζί μου στην κάθε δημιουργία μου; Από εσένα δεν μου αξίζει η μομφή πως δεν κάνω τίποτα".
Τον Σαραντάρη δεν ήταν δυνατό να τον χωρέσουν οι τέσσερις τοίχοι ενός γραφείου ή ανώφελες συζητήσεις και ενέργειες, αφού σε κάθε στιγμή της ζωής του σκεφτόταν, εμπνεόταν, μελετούσε, δημιουργούσε, έγραφε, έγραφε αδιάκοπα και όπου έβρισκε, από τα περιθώρια των εφημερίδων και την οπίσθια λευκή σελίδα προσκλήσεων ή προγραμμάτων έως τα κουτιά των τσιγάρων που άδειαζαν οι φίλοι του, αφού αυτός δεν κάπνιζε…Στην κοινωνία έζησε ως αναχωρητής. Πήγαινε σε συναντήσεις λογοτεχνών, ή σε συγκεντρώσεις πνευματικών ανθρώπων που φιλοσοφούσαν, όπως ήταν τότε η ομάδα των πνευματικά γερμανοτραφών Κανελλόπουλου, Τσάτσου, Θεοδωρακόπουλου και Δεσποτόπουλου. Όμως ποτέ δεν προχώρησε στην ένταξη του σε μία από αυτές, ποτέ δεν πήγε, όπως ο ίδιος έγραψε, σε "τσάγια και βεγγέρες της Κηφισιάς". Παρέμεινε πάντα ολιγαρκής στη ζωή του, ατημέλητος στην εμφάνιση του και ασυμβίβαστος στις αρχές του. Στα "Ανοιχτά Χαρτιά" ο Οδ. Ελύτης έγραψε:
            " Δεν έχω γνωρίσει, θάθελα να το διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του. Άπραγος, αδέξιος, ανίκανος για ο,τιδήποτε πρακτικό, ζούσε με το τίποτε και δεν του χρειαζότανε τίποτε άλλο έξω από την Ποίηση. Δηλαδή, το αντίθετο ακριβώς απ' αυτό που ονειρεύονται οι αστοί για τα παιδιά τους. Έτσι όμως είχε φτάσει ως το σημείο να μπορεί να υψώνει τα μεγάλα ασθενικά του μάτια ως τις Πλατωνικές Ουσίες. Η παρουσία του την εποχή εκείνη, νομίζω ήταν καίρια. Επί τέλους να κάποιος αδικημένος από τη φύση, φτωχός, ( Σημ. συγγρ. Έτσι θεωρούσαν τον άρχοντα οι ομότεχνοι του τότε), έρημος που έστρεφε το κάτοπτρο από την ύβρη της ζωής προς το θαύμα της. Και με πίστη, με αυτοπεποίθηση, με δύναμη που μόλις χωρούσε το λιγοστό του σώμα. Οι μέρες του ήταν γεμάτες εργασία. Ήταν οι πέτρες που χρησιμοποιούσε για να χτίσει την ηθική του προσωπικότητα - και αυτό είναι που του έδωσε το μεγάλο θάρρος να καταγγείλει την παρακμή και να αποτείνει προς τον θεοποιημένο Καβάφη το αγέρωχο ερώτημα < αγάπησες ποτέ σου μια Ρωξάνη;>, σ' ένα ποίημα βαρύ από νόημα, που κανείς, απ' όσο ξέρω, ίσαμε σήμερα δεν αξιώθηκε να σχολιάσει. Με όραμα την Ορθοδοξία και την <άλλη χαρά> το ασήμι αυτό που οι αγροίκοι της κριτικής μας το πήρανε για μπακίρι προσδοκούσε τα πάντα από τους νέους, που τους αλίευε γύρω από τις πανεπιστημιακές σχολές και τους ενθουσίαζε και ονειρευότανε να τους αντιπαραθέσει στητούς και περήφανους στην Ευρώπη".
            Το τέλος του ήταν οσιακό, όπως όλη η ζωή του. Όπως είναι το τέλος ενός ατόφιου Ορθόδοξου Χριστιανού. Το μαρτυρεί η αδελφή του Λέλα Σαραντάρη - Μιχοπούλου::
            "Το τέλος του ήταν πολύ κοντά. Εμείς, οι συγγενείς και οι φίλοι, περιτριγυρίζαμε το κρεβάτι του και κλαίγαμε βουβά. Μας είδε και με το γλυκύ του χαμόγελο, γεμάτος ειρήνη και πίστη, άρχισε εκείνος να μας παρηγορεί και να μας ενδυναμώνει, παροτρύνοντας μας να μην κλαίμε, διότι η ζωή δεν τελειώνει στον κόσμο αυτόν, διότι η ζωή είναι αιώνια και συνεχίζεται, διότι μετά τον θάνατο του θα ζήσει μιαν άλλη, μεγαλύτερη χαρά.              
Ο Γιώργος Σαραντάρης ως ποιητής
            Η ποίηση του Σαραντάρη, ως αποτέλεσμα της εργασίας ενός εξαίρετου ταλέντου και ως έκφραση των βιωμάτων του δεν έγινε δεκτή από τους συγχρόνους του και τους μετέπειτα τεχνοκριτικούς και  ιστορικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας Ο Μάριο Βίττι, ο Κ.Δ. Δημαράς και ο Λίνος Πολίτης ελάχιστα εκτίμησαν το έργο του. Απλά γιατί δεν τους ταίριαζαν τα μηνύματά του. Τον αντελήφθη κάπως ο Ανδρέας Καραντώνης, που, αν και διαφωνούσε με τη στάση του στη ζωή, μεταξύ των πρώτων τον παρουσίασε ως ποιητή στα "Ελληνικά Γράμματα", το λογοτεχνικό περιοδικό που εξέδιδε στη δεκαετία του 1930. Ο Καραντώνης ήταν ο Μέντορας όλων των τότε σημαντικών ποιητών μας, συμπεριλαμβανομένων των Σεφέρη και Ελύτη, και δέσποσε στα Γράμματα για δεκαετίες. Έγραψε λοιπόν στα 1951, με την ευκαιρία των δέκα ετών από τον θάνατό του ποιητή:
            "Ο Γιώργος Σαραντάρης, έχει ένα δικαίωμα, να θεωρείται ένας από τους προδρόμους του σύγχρονου ποιητικού μας λόγου. Όμως το δικαίωμα αυτό παραμένει στο μεγαλύτερο ποσοστό του, καθαρά τυπικό. Τυπικό, γιατί τα πρώτα ποιήματα του Σαραντάρη πέρασαν εντελώς απαρατήρητα. Μήτε οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για την άμεση επιβολή και την επικράτηση των μορφών της καινούργιας ποίησης, μήτε και η παρουσία του Σαραντάρη στάθηκε από την αρχή τόσο έντονη ώστε να δημιουργήσει μια κατάσταση. Κι έγινε αυτό το πρωθύστερο: η ποίηση του Σαραντάρη άρχισε να γίνεται αισθητή και να προσέχεται μονάχα όταν οι στίχοι του Σεφέρη και του Ελύτη δημιούργησαν την καινούργια ποιητική ατμόσφαιρα….Την ποιητική ουσία της αλήθειας του ανθρώπου γύρευε να αιχμαλωτίσει ο Σαραντάρης…Ποια να είναι, τάχα, η <ανθρώπινη αλήθεια> που εμψυχώνει τον ποιητικό κόσμο του Σαραντάρη; Θα μπορούσαμε να την ορίσουμε έτσι: ο άνθρωπος είναι αθάνατος, γιατί προικίστηκε με το Λόγο, που είναι Πνεύμα και Έκφραση μαζί. Με το Λόγο ζει ο άνθρωπος και πραγματοποιεί τη βούληση του πέρα από το θάνατο και τους περιορισμούς της ζωής. Χρέος έχουμε να καταπολεμήσουμε το θάνατο με την πίστη μας στην Αθανασία και με τη χαρά μας από την αιώνια αίσθηση της ζωής…Η τελευταία του λυρική συλλογή ποιημάτων <Στους φίλους μιας άλλης χαράς> καθώς και δυο μεγάλα του ποιήματα δημοσιευμένα το καλοκαίρι του 1940 στα <Νέα Γράμματα> αντανακλούν μια πνευματική και ψυχική ευδαιμονία…Νάταν άραγε αυτή η ευδαιμονία, το υπέρτατο άνθος που έδρεψε στο τέρμα της ως τότε πνευματικής του πορείας, ή το θριαμβευτικό εξάγγελμα μονάχα αυτής της <άλλης χαράς> που την ένιωθε να ξημερώνει μέσα του καθώς αγκάλιαζε ολοένα πιο σφικτά τον Σταυρό του Κυρίου; Ρώτημα που θα μείνει χωρίς απόκριση. Ωστόσο για ένα μπορούμε νάμαστε βέβαιοι: ο γνήσιος πνευματικός άνθρωπος, μ' ό,τι κι αν κάνει, όπου κι αν βρεθεί, ποτέ δεν κινδυνεύει να χαθεί. Κι ο Γιώργος Σαραντάρης, ο ποιητής κι ο στοχαστής, δεν χάθηκε για την πνευματική Ελλάδα, έστω κι αν έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που, πολεμώντας για την ελευθερία της Πατρίδας του, πέρασε στα Ηλύσια των ηρώων και των πνευμάτων".
            Προσθέτω ότι ο Σαραντάρης δεν χάθηκε για την πνευματική Ελλάδα ούτε στα 71 χρόνια από τη θυσία του και απόδειξη ότι είμαστε όλοι εμείς εδώ, παρόντες και μνημονεύοντας τον. Προσθέτω ακόμη πως έως τα 1961 οι μελέτες και οι δημοσιεύσεις για τον Σαραντάρη ήσαν περίπου πέντε, από το 1961 έως το 1991 περίπου δέκα και από τότε έως σήμερα πάνω από είκοσι! Δικαίως λοιπόν ο φίλος του Γιώργος Μαρινάκης και η ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα τον χαρακτήρισαν "Ο Μελλούμενος".
            Ένας ακόμη ιστορικός της λογοτεχνίας που κατάλαβε τον Σαραντάρη ήταν ο Δημ. Τσάκωνας, που έγραψε:
            " Ο Σαραντάρης έμεινε αγνός και αληθινός σε κάθε στιγμή του σύντομου βίου του. Δεν <λογοτέχνησε> για τέρψη, δεν <καλλιλόγησε>, αλλά προσπάθησε να μελουργήσει το αδιάλειπτο του όραμα και να μετουσιώσει σε γόνιμο στοχασμό τη ζωή του….".
            Ο Θεσσαλονικιός ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης έκανε παρέα με τον Σαραντάρη, όποτε αυτός πήγαινε στην Συμπρωτεύουσα και πήγαινε σχεδόν κάθε χρόνο, κατά την περίοδο της Έκθεσης. Ο Σαραντάρης εκτιμούσε περισσότερο τους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης από αυτούς των Αθηνών. Τους θεωρούσε πιο αγνούς, πιο πνευματικούς και είχε συνδεθεί μαζί τους            και όπου, όπως και όποτε μπορούσε βοηθούσε στην εξέλιξη τους. Περισσότερο είχε συνδεθεί με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και την αδελφή του, ποιήτρια Ζωή Καρέλλη και βέβαια με τον Τάκη Βαρβιτσιώτη. Συνεργαζόταν επίσης με τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης "Μακεδονικές Ημέρες" και το ιταλοελληνικό "Olimpo" και τους συντάκτες τους Βαφόπουλο, Δρίβα, Ωρολογά, Βασιλείου, Σπανδωνίδη, Δέλιο και άλλους.
            Σε άρθρο του, που δημοσιεύθηκε στα 1958 στο περιοδικό "Διαγώνιος",  ο Τάκης Βαρβιτσιώτης έγραψε για τον Σαραντάρη:
            " Για τον Σαραντάρη, που ήταν σφοδρός πολέμιος κάθε ωφελιμιστικής και ηδονιστικής αντίληψης, η ποίηση δεν αποτελούσε μια πρόσθετη τέρψη για την καλοπέραση των αστών, αλλά ένα μέσο, έναν αγώνα για να βιώσουμε την αλήθεια του ανθρώπου, μια λύση, τη μόνη δυνατή και σωτήρια λύση, το μόνο τρόπο να διαφύγουμε από την αθεράπευτη αθλιότητα της ανθρώπινης μοίρας, να νικήσουμε την αγωνία του θανάτου και τη βεβαιότητα του μηδενός, τη μόνη κατάφαση της αθανασίας…".
            Ο Γιώργος Σαραντάρης έκρινε το έργο των συγχρόνων του αλλά και παλαιοτέρων λογοτεχνών και φιλοσόφων, με βάση το ταλέντο τους και την προσφορά τους στην κουλτούρα, αλλά και από την πίστη τους στον Θεάνθρωπο Ιησού και τη στάση τους απέναντι στην ύπαρξη και στην ηδονή. Με βάση τις Αρχές του ο Σαραντάρης εκτίμησε το έργο και εμπνεύσθηκε από τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Ο ίδιος έγραψε σε σημείωμα του: " Ο Σολωμός είναι ο μεγαλύτερος νεοέλληνας ποιητής. Τούτο πανθομολογείται, αλλά δεν φτάνει. Νομίζω πως είμεθα ώριμοι …να ακολουθήσουμε το Σολωμό στα ζωντανά του στοιχεία όπου να βρούμε πως το πνεύμα του ένα με το λεγόμενο ελληνικό πνεύμα…". Και αλλού ο Σαραντάρης σημείωσε:: " Δεν μπορείς να νιώσεις την πνοή της σολωμικής ποίησης αν δεν νιώσεις ταυτόχρονα τι σημαίνει για τον Έλληνα το Μεσολόγγι…".
            Ο καθηγητής Μ.Γ. Μερακλής σημειώνει ότι οι ομοιότητες του Σαραντάρη με τον Σολωμό φτάνουν έως εντελώς εντυπωσιακές λεπτομέρειες. Και εξηγεί ότι η πρώτη και κύρια ήταν "ο κοινός αγώνας τους για την κατάκτηση της λησμονημένης μητρικής τους γλώσσας, ύστερα από πολύχρονη αποδημία". Και προσθέτει:
            " Ο Σαραντάρης ήταν ο ποιητής που είχε την ακριβή τύχη, αυτός μόνος, να φτάσει το Σολωμό και, σε μερικές στιγμές, να τον ξεπεράσει. Ο Σαραντάρης είναι ο μόνος που, μετά τον Σολωμό, έδωσε κατά τρόπο καλλιτεχνικά ακέραιο και στερεό, την εξαλλαγή του ανθρώπινου πόνου σε μεταφυσική δίψα. Ο Σολωμός μένει πάντα ο μάγος της μουσικής μέσα στην ποίηση, σ' αυτό δεν τον ξεπέρασε κανείς. Ο Σαραντάρης όμως μας δίνει πολλές φορές το ποιητικό μήνυμα πιο πνευματικά, πιο βαθιά, πιο σύγχρονα..".
Ο διανοούμενος Γιώργος Σαραντάρης
            Καθοριστική για τη διαμόρφωση της χειμαρρώδους, ευαίσθητης, συναισθηματικής και ιδιοφυούς προσωπικότητας του Γιώργου Σαραντάρη ήταν η επίδραση που του άσκησε το έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Φεοντόρ Ντοστογιέφσκι. Η αδελφή του Λέλα είχε εξομολογηθεί: " Ο Ντοστογιέφσκι από παιδί τον συγκλόνιζε. Τον θυμάμαι να μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα και να ρίχνεται στο κρεβάτι με λυγμούς, γιατί μόλις είχε διαβάσει κάτι σε ένα του βιβλίο".
Γράφει ο Σαραντάρης για τον Ντοστογιέφσκι:
            " Ανάμεσα στους ποιητές και πεζογράφους του περασμένου αιώνα μονάχα ο Ντοστογιέφσκι μεταδίδει μια βεβαιότητα αυτάρκειας σχετικά με τον κόσμο όπου κινείται η πνευματική ζωή του ατόμου. Έργα όπως ο Ηλίθιος, οι Δαιμονισμένοι, οι Αδελφοί Καραμάζοφ εμπεριέχουν καθαρώς φιλοσοφικά ερωτήματα και καθαρώς φιλοσοφικές απαντήσεις. Η στέρεη πίστη στον Θεό του Χριστιανισμού που κατέχει ο Ντοστογιέφσκι του επιτρέπει μια ευρύτητα θέας σε ό, τι υποστασιακά ενδιαφέρει τη συνείδηση του ατόμου, μοναδική στον αιώνα του. …Ο Ντοστογιέφσκι είναι μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας όχι μονάχα ο πιο μεγάλος, αλλά και ο μόνος επικός ποιητής της χριστιανικής πίστης…Σε ένα τετράδιο μου έγραψα πέρσι τούτο: Η Παιδεία μας πρέπει να αρχίσει από την Καινή Διαθήκη και τον Ντοστογιέφσκι".
Αντίθετα ο Σαραντάρης είναι αυστηρός με τους μεγάλους λογοτέχνες   και φιλοσόφους της Δύσης. Απαντώντας στον επηρεασμένο από τη Δυτική σκέψη Παναγιώτη Κανελλόπουλο σημείωσε:
"Δεν αρνούμαι τη συμβολή του Γκαίτε στη διαμόρφωση του τωρινού ευρωπαϊκού πολιτισμού ( και κατά συνέπεια στη διαμόρφωση και του δικού μας αποκτημένου πολιτισμού), αλλά απλώς αρνούμαι στη μορφή του γερμανού ποιητή ( όπως μπορεί κανείς να τη συμπεράνει από το έργο του και το βίο του) την ικανότητα να μας δώσει το πλαίσιο ενός καλύτερου και πιο αψηλού βίου…Εγώ λέγω χωρίς άλλο, ο Φάουστ είναι ένας ηδονιστής. Και ο Γκαίτε πίσω από αυτόν. Και όσοι ( Σημ ομιλ. όπως ο Κανελλόπουλος) ακολουθούν τον Γκαίτε στο μυθώδη βίο του, όσοι την ευτυχία του Γκαίτε θεωρούν ιδανικό.  Νομίζω πως ο Γκαίτε, όσον και ο Σαίξπηρ απομακρύνθηκαν τόσο από την πηγή του Χριστιανισμού που λησμόνησαν την ανάγκη της πίστης κι έτσι το έργο τους ουσιαστικά δεν μας βοηθάει να ανακαλύψουμε εκείνο τον εαυτό μας που περισσότερο ποθούμε, εκείνο τον εαυτό μας που μόνος, γι' αυτό είμαστε βέβαιοι, μπορεί να σώσει από την καταστροφή και να στηρίξει έναν κόσμο…".
Στο φιλοσοφικό του Δοκίμιο " Η παρουσία του ανθρώπου" ο Σαραντάρης τονίζει πάλι:
            " Η Δύση δεν κατανόησε ακόμα πως το πλάτος της δημιουργίας του Ντοστογιέφσκι δεν είναι κατώτερο από το πλάτος της δημιουργίας ενός Γκαίτε ή ενός  Σαίξπηρ - από μια άποψη προσωρινά αισθητική, …αλλά προ πάντων για να δημιουργήσουμε πολιτισμό ο Ντοστογιέφσκι είναι η άρνηση του Γκαίτε και του Σαίξπηρ, πως όποιος παραδέχεται σοβαρά τον Ντοστογιέφσκι δεν μπορεί να παραδεχτεί τον Γκαίτε και τον Σαίξπηρ, πως όποιος παραδέχεται την αλήθεια του Χριστού δεν μπορεί να παραδεχτεί άλλη αλήθεια".
            Με εφόδιο τη σκέψη του Ντοστογιέφσκι ο Σαραντάρης εμβάθυνε στη Χριστολογία μελετώντας την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Στο περιθώριο ενός απλού χαρτιού που διέσωσε η εξαδέλφη του Σαραντάρη Λούλα Μίχα - Καλοδίκη υπάρχουν κάποια γράμματα και αριθμοί, που δεν είναι τίποτε άλλο από χωρία της Καινής Διαθήκης και των Ψαλμών που αναφέρονται στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Στο ίδιο χαρτί υπάρχουν αντιγραμμένα αποσπάσματα από το κατά των αιρετικών Αρειανών κείμενο του Μεγάλου Αθανασίου, στο οποίο ο σπουδαίος Πατέρας της εκκλησίας τονίζει ότι ο Ιησούς είναι ένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, ομοούσιο και αχώριστο με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα. Ο Σαραντάρης μελέτησε επίσης, μεταξύ των άλλων,  κείμενα  του αυτοκράτορα Λέοντα του Σοφού, του Αγίου Γρηγορίου του Νύσσης και, από τους αρχαίους Έλληνες, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. 
Η αρνητική στάση του έναντι του ηδονισμού της Δύσης φαίνεται και από ένα σημείωμα του για την Γερμανική λογοτεχνία και φιλοσοφία, που είναι πολύ επίκαιρο και για την εποχή μας:
" Η Γερμανία, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, είναι Δύση. Η Δύση είναι κόρη του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, κι έχει παρεξηγήσει τη διδασκαλία του Χριστού. Ο Λούθηρος είναι ο θρησκευτικός πατέρας της Γερμανίας, αλλά από τον Λούθηρο η Γερμανία δέχεται μια πίστη που μπορεί να είναι εθνική πίστη, όχι όμως ταυτόχρονα δώρο σ' ολάκερη την ανθρωπότητα. Ο Καντ και ο Χέγκελ κατάγονται φανερά από τον Λούθηρο, πάνω στην επανάσταση του Λούθηρου οικοδομούν. Ο Σοπενχάουερ και ο Νίτσε είναι οι αντάρτες, αλλά άσκοποι αντάρτες. Η μοίρα της Γερμανίας είναι εκείνη που είναι, αυτοί δεν μπορούν να την αλλάξουν. Τους συνδέει με τον Καντ και τον Χέγκελ η ίδια έλλειψη ουσιαστικής αγάπης προς την ανθρωπότητα, η ίδια ριζική απιστία προς την ανθρωπότητα σαν κοινότητα όλης της γης. Η Γερμανία έχει μεγάλους ονειροπόλους κι αυτοί είναι σήμερα οι δημιουργοί της που τραβάνε περισσότερο τη συμπάθεια έξω από τα σύνορα της Γερμανίας, λ.χ. ένας Χέλντερλιν, ένας Νοβάλις. Και στους δύο χαίρεσαι τη μακρόθυμη ευλάβεια προς το ιδανικό τους. Αλλά ποιο ιδανικό τους; Κατά βάθος το ίδιο ιδανικό ενός Λούθηρου, ενός Καντ. Ο θνητός άνθρωπος, μια εφήμερη παρουσία, μια παρουσία που αποκλείει να ονειρευτούμε, να συλλογιστούμε, να πιστέψουμε στην ανθρωπότητα σαν κοινότητα όλων των ανθρώπων".
Ένα άλλο σημείο για τη Δύση από το ίδιο φιλοσοφικό του Δοκίμιο δείχνει ότι ως μεγαλωμένος σ' αυτήν δεν είχε οποιοδήποτε σύμπλεγμα έναντι της και ότι ως γνήσιος πνευματικός άνθρωπος πρόβλεψε από το 1938 τη σημερινή κρίση που διέρχεται:
" Χρειάζεται η Δύση να μας μάθει κάτι περισσότερο από τον τεχνικό πολιτισμό; Ερωτώ τούτο, γιατί δεν βρίσκω τίποτε άλλο ουσιαστικό να μας μάθει η χτεσινή και η σημερινή Δύση. Στον πνευματικό πολιτισμό όταν κανείς δεν κατέχει πίστη, είναι σα να μην κατέχει τίποτε. Η Δύση δεν κατέχει τίποτε, μήτε για τον εαυτό της. Οι παραδόσεις της είναι άχρηστες. Τον τεχνικό της πολιτισμό δεν μπορεί να τον φυλάξει για να κατορθώνει πάντοτε να μας τον μαθαίνει αυτή. Ο τεχνικός πολιτισμός καλύπτει σιγά-σιγά τη γη, παύει μέρα με την ημέρα να είναι προνόμιο της δύσης, που δεν μπορεί να αντιταχθεί σε τούτη τη μοίρα της. Η Δύση ολοένα φθείρεται και εφόσον δεν πιστεύει και δεν μπορεί να πιστέψει στον άνθρωπο, ανταποκρίνεται σε ένα νόμο υπέρτατης δικαιοσύνης η αναπόφευκτη παρακμή της. Δεν λέμε πως η Δύση σβύνει, αλλά περιορίζεται η σημασία της. Είναι απόλυτα αδύνατο να οδηγήσει σήμερα την ανθρωπότητα η Δύση. Και όχι για κανένα άλλο πιο επιφανειακό λόγο, αλλά γιατί, από αιώνες τώρα, έπαψε να πιστεύει στον άνθρωπο…".
Στο φιλοσοφικό του δοκίμιο "Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης", το οποίο ο Σαραντάρης ολοκλήρωσε τον Μάϊο του 1937 είναι κατά του μαρξισμού και του φροϋντισμού, που, όπως γράφει, γεννήθηκαν από έναν αχαλίνωτο ηδονισμό:
   " Ο μαρξισμός και ο φροϋντισμός είναι θεωρίες που θυσιάζουν τον άνθρωπο στο θάνατο και δεν το γνωρίζουν. Είναι διαστροφές που γεννήθηκαν από έναν αχαλίνωτο ηδονισμό. Στην επιφάνεια χαρίζουν το μίσος, στο βάθος την πεποίθηση του θανάτου. Η ηδονή του θανάτου, του θανάτου όλου του κόσμου τις διατρέχει".
            Ο Σαραντάρης στην φιλοσοφία του είναι σαφής:
            "Για μας η πίστη στον Θεάνθρωπο οφείλει να είναι το ιδανικό όλων των εποχών. Πάνω σε τούτο σχεδόν δεχόμαστε συζήτηση". Αυτό τον κάνει να είναι τελείως αντίθετος με το ρεύμα του υπερρεαλισμού που κυριαρχούσε απολύτως στην εποχή του. Ουσιαστικά αυτό ξεκίνησε με το Μανιφέστο του Μπρετόν το 1924 και απογειώθηκε κατά τη δεκαετία του 1930. Στην Ελλάδα πρώτος εισήγαγε το κίνημα ο Ανδρέας Εμπειρίκος το 1935 και αυτός έκανε για πρώτη φορά τη χρήση του όρου "σουρεαλισμός". Σε διεθνές επίπεδο επρόκειτο για ένα επαναστατικό κίνημα που είχε βάση του την ηδονή, και τον μαρξισμό. Μάλιστα στα 1938 οι ποιητές Αραγκόν και Ελυάρ εντάχθηκαν στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Νωρίτερα, στα 1930, οι Νταλί και Μπουνουέλ γύρισαν ταινία, με την οποία πρόβαλαν την ηδονή και την ερωτική επιθυμία ως καταλύτη ανατροπής της αστικής καλής συμπεριφοράς, αισχρολόγησαν σε βάρος του Ιησού Χριστού  και χλεύασαν τον Πάπα. Αντίθετα η επίδραση στην ταινία τους του "θείου", όπως τον αποκαλούσαν οι σουρεαλιστές τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Ο Σαραντάρης προσπαθεί να πείσει τον νεότερο του στην ηλικία Ελύτη,  να αποσπασθεί από τον σουρεαλισμό και αυτός του απαντά με επιστολή του, ενώ ο Σαραντάρης βρισκόταν στο σπίτι του στην Ιταλία για την κηδεία του πατέρα του, και του γράφει ότι τον αρνείται μεν γιατί είδε ότι δεν οδηγεί πουθενά, αλλά του εξηγεί ότι μοιραίως έπρεπε να περάσει από αυτόν, αλλιώς θα ήταν καταδικασμένος να μένει πάντα πίσω του και κάθε φορά το φάσμα του να τον τρομάζει και να τον εμποδίζει.
Αρνητικοί με τη Δύση ήσαν ο Σαραντάρης και οι σουρεαλιστές καλλιτέχνες. Όμως ο Σαραντάρης θέλησε αυτή να επιβιώσει μπολιασμένη με την πνευματικότητα της Ορθοδοξίας, ενώ οι σουρεαλιστές θέλησαν και επιχείρησαν με τη δουλειά τους να καταστρέψουν τις δομές της και να δημιουργήσουν μια ξεκάθαρη υλιστική, ηδονιστική, άθεη και μαρξιστική Δυτική κοινωνία.
Επίλογος
Ο Σαραντάρης ήταν μια φυσιογνωμία για τα ελληνικά μας γράμματα. Έκαμε τομή στη νεοελληνική ποίηση και πρωτοτύπησε στον στοχασμό, δίνοντας χαρακτηριστικά φιλοσοφικά δοκίμια χριστιανικού υπαρξισμού. Όπως έγραψε ο Δημ. Τσάκωνας πολλοί δεν πλησίασαν τον Σαραντάρη, γιατί φοβήθηκαν μήπως η πρωτοτυπία εκείνου αποκαλύψει πιο πολύ ( στα ίδια τους τα μάτια) την κοινοτοπία του δικού της λόγου. Και πρόσθεσε ο ίδιος:
            "Όσοι κάθονται άνετα και ξένοιαστα δεν θέλουν να χάσουν την ισορροπία που επικρατεί στην πνευματική τους νωθρότητα. Αλλά και από τους λίγους κι άξιους οι περισσότεροι θα αποφύγουν να πλησιάσουν τον Σαραντάρη, γιατί δεν τους μοιάζει στην άξια, έστω, ατομικότητα τους".
Με το βιβλίο μου για τον Σαραντάρη προσπάθησα με τρόπο απλό να προβάλω αυτόν τον σημαντικό άνθρωπο, ποιητή και στοχαστή. Αυτό εκδόθηκε σε μια πολύ δύσκολη εποχή για εμάς, τους Έλληνες, και αποτελεί μιαν άμεση προσωπική αντίδραση σε όσα δικοί και ξένοι μας επιβάλλουν. Ο Έλληνας δεν είναι αυτός, όπως τον κατάντησαν σήμερα,  στην επαχθέστατη ανυποληψία. Έλληνας είναι ο Σαραντάρης, ο Σολωμός, ο Μακρυγιάννης, ο Ζαμπέλιος, ο Παπαδιαμάντης, ο Παύλος Μελάς, ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης, ο γιατρός και σωτήρας της ανθρωπότητας Γεώργιος Παπανικολάου.  Έλληνες είμαστε όλοι εμείς, που στην Ελλάδα και εκτός των συνόρων της, εργαζόμαστε τίμια και με τις ικανότητες μας και την εργατικότητα μας δημιουργήσαμε πέτρα - πέτρα και χρόνο με τον χρόνο  ένα σημαντικό πολιτισμικό οικοδόμημα, άξιο  σεβασμού και τιμής από όλο τον κόσμο.  Αυτό το δημιούργημα κατέστρεψαν σε ελάχιστα χρόνια οι αλόγιστες και ανεύθυνες πολιτικές ενός άδικου, αδηφάγου και σπάταλου κράτους και μια καταδικαστική καταναλωτική, υλιστική και ηδονιστική νοοτροπία, που έντεχνα καλλιεργήθηκε σε όλους μας.
            Στη ζωή μου έμαθα πως είναι μεγάλη αρετή η διάκριση στη ζωή μας, να μπορούμε δηλαδή να διακρίνουμε το καλό από το κακό, το ευτελές από το ακριβό, το όμορφο από το χυδαίο, το σημαντικό από το ασήμαντο, τον ηθικό από το φαύλο. Έμαθα επίσης πως είναι σημαντικό στη ζωή μας να διαχειριζόμαστε σωστά τον χρόνο μας, να διατρίβουμε στα ωφέλιμα για τις ψυχές μας και να αποκρούουμε τα ζημιογόνα. Τέλος έμαθα πως μας βοηθάει στην πορεία της ζωής μας να έχουμε πρότυπα - οδοδείκτες. Για εμένα ένα τέτοιο πρότυπο και οδοδείκτης είναι ο Γιώργος Σαραντάρης. Πίστη μου είναι πως στην παγκοσμιοποίηση, στον κοσμοπολιτισμό, στον συγκρητισμό και στην προσπάθεια μετατροπής μας σε άμορφη εύπλαστη μάζα, χωρίς ρίζες, χωρίς παράδοση, χωρίς ταυτότητα, χωρίς πατρίδα, χωρίς αρχές και αξίες νομίζω μας χρειάζεται ένα πρότυπο πνευματικού ανθρώπου, όπως είναι ο Γιώργος Σαραντάρης.-  

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΖΗΣΙΜΟ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟ
ΚΑΙ ΤΑ " COLLECTANEA"ΤΟΥ
ΓΙΑ ΤΟΝ Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ
(Εκδ. Δόμος, 2η έκδ., Αθήνα, Σεπτέμβριος 2009)
Για τον Σεφέρη:
" Ο Σεφέρης, θα έλεγα πως έχει σαν ένα ποδόφρενο ή αμπόδισμα στη φύση του, στην ιδιοσυγκρασία του, και επομένως στον τρόπο που βλέπει τον κόσμο μέσα από το έργο του. Έχει τη φρονιμάδα της δυσπιστίας, όχι τη δυσπιστία της φρονιμάδας (κάτι διαφορετικό). Είναι πρώτα δύσπιστος και έπειτα φρόνιμος, όχι το αντίθετο. Δεν μπορεί να έχει πίστη.
Μοναχά ο Σαραντάρης το κατάλαβε αυτό και το διατύπωσε γραφτά. Κανένας άλλος.
                                                                                                            (249-σελ. 124)
" …a mind so fine that no idea could violate it" - παίρνω τη θαυμάσια φράση του T.S.Elior ("The egoist", Γενάρης 1918) και συλλογίζομαι πόσο, αλήθεια, ταιριάζει ή προσαρμόζεται στο πνεύμα του δικού μας Γιώργου Σαραντάρη, για τον οποίο θα πρέπει κάποτε να ξαναπιάσω και να αποτελειώσω τη μελέτη εκείνη, την αφιερωμένη στον Γ.Α. Σαρεγιάννη, που άρχισα το 1962. Τη φράση την ψάρεψα μέσα στο βιβλίο του Hugh Kenner The Pound Era, 1971, που μου χάρισαν τελευταία (ένας φίλος από τον Καναδά) όταν διάβασαν το Από την Πίζα στην Αθήνα, 1987. Πραγματικά πρέπει να είσαι πνεύμα διαλεχτό για να μην μπορούν να σε χαλάσουν ή να σε βεβηλώσουν οι ιδέες, ας νομίζουν οι περισσότεροι πως με ιδέες και με τις λεγόμενες ιδεολογίες γίνεται κανένας άνθρωπος πνευματικός. Ο Γ. Σαραντάρης στάθηκε πνεύμα απρόσβλητο από αυτήν την πλάνη".
                                                                                                            (481-σελ. 244)
"…Μπορεί να γελιέμαι, αλλά μοιάζει να μην είχε μεγάλη τύχη στην Ελλάδα η σκέψη του Σαραντάρη δυο φορές ως τώρα: και όταν την πρωτοπαρουσίασε ο ίδιος στο ελληνικό κοινό με τα δημοσιεύματα του και όταν - πάει κάμποσος καιρός - δοκίμασα, χρόνια αργότερα, να την παρουσιάσω ή αναπτύξω στο ίδιο κοινό με μια πλουσιότερη προοπτική και να την εντάξω μέσα στη γενικότερη σύγχυση και ασυναρτησία < της σήμερον απροσδιορίστου εποχής> (Παπαδιαμάντης). Όποια τύχη έλαβαν μακροπρόθεσμα τότε τα γραφόμενα του, την ίδια τύχη βλέπω να λαβαίνουν -βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον- τα γραφόμενα μου τώρα γι' αυτόν. Ωστόσο μια σκέψη δεν κρίνεται από την τύχη που λαβαίνει, καλή ή κακή, αλλά από τη βαρύτητα της. Και στο σημείο αυτό, νομίζω, πάντα να είναι κανένας αισιόδοξος ή να προσμένει το καλύτερο από τις ερχόμενες νεότερες γενιές. Υπομονή".
                                                                        ( 1054-σελ. 619-620)
   " Σε φιλικό σπίτι, πάει καιρός, παρακολούθησα ένα documentaire. Επιδέξιος (και τυχερός) επαγγελματίας φωτογράφος -κρυμμένος σε καίριο σημείο- απαθανάτισε, από κάποιο μέρος της Αφρικής, την ακόλουθη σκηνή: ένα κοπάδι (σαν) ζαρκάδια με ολόισια κέρατα, σταματάει μπροστά σε ένα ποτάμι, που έχουν λιγοστέψει τα νερά του, με διάθεση να περάσει αντίκρυ. Το πρώτο ζώο αρχίζει να εξετάζει την ποταμιά, να στρέφει τα μάτια δεξιά και αριστερά στον όχτο, να οσφρίζεται τον αέρα, να μπαίνει στο νερό πρώτα με τα δυο ποδάρια, να δείχνει αναποφάσιστο, να κοντοστέκεται κάμποση ώρα δύσπιστα, και, τέλος, να ξεκινάει ανυποψίαστο για το πέρασμα. Το υπόλοιπο κοπάδι ακολουθάει αδίσταχτα το μπροστάρικο ζωντανό και, καθώς τα ζαρκάδια, ένα ένα, βουτάν στον ποταμό αντίκρυ, θέαμα τρομερό -TERRIBILE VISU- (καθώς μαθαίναμε στο σχολειό)- σμάρια κροκόδειλοι προβάλλουν από παντού μέσα στο νερό, ξαφνικά, και αρχίζουν να κομματιάζουν, ένα ένα, τα πανέμορφα ζωάκια, που τα βλέπομε να αργοβουλιάζουν, λίγο λίγο, με τελευταία τα κέρατα, μέσα στο νερό, σέρνοντας μικρές γοερές φωνές, κρεουργημένα από τις διπλές σειρές τα κοφτερά πριόνια των σαγονιών, που δεν παύουν να ανοιγοκλείνουν μακάβρια ή (για να χρησιμοποιήσω μια διπλή παρήχηση) δεν παύουν να ανοιγοκλείνουν ακούραστα/ακόρεστα. Μέσα στη γενικευμένη χλαπαταγή του παράλληλου αγώνα για την ύπαρξη, το ποτάμι βάφτηκε κόκκινο, πορφυρό.
                        Τη φρίκη αυτή -για τον άνθρωπο φρίκη- νηφάλια μας δίδαξε να τη στοχαζόμαστε ή να την καταλαβαίνουμε ο μεγάλος Δαρβίνος και δεν έχομε σήμερα παρά να θυμηθούμε ορισμένες από τις καθιερωμένες εκφράσεις, που βάζουν κάποια τάξη στο απέραντο πανόραμα της εξέλιξης μέσα στο χώρο και στο χρόνο απάνω στη γη, τις εκφράσεις και τις φράσεις  evolution by natural selection ή struggle for life ή survival of the fittest. Φρίκη για τον άνθρωπο το θέαμα που αντίκρυσα και ξεχωρισμός μας -στην επιφάνεια- από τη σκηνή της Αφρικής ή από αυτό που ονομάζομε φύση, και συνάμα επαλήθεψη-στο βάθος- της σαρανταρικής πιστοποίησης (αλήθεια πόσοι κατάλαβαν το Σαραντάρη, Έλληνες και ξένοι;) πως "η φύση ανήκει στο Θεό σαν κάτι δικό του, ενώ ανήκει σ'εμάς σαν κάτι που μας είναι ξένο" ( βλέπε Δοκίμιο λογικής στη θεωρία του απόλυτου και του μη απόλυτου (1939) σελ.22). Ξένο με τις δυο σημασίες, ξένο και παράξενο ή αλλόκοτο μαζί, τουλάχιστον από τότε που ο Λινναίος βάφτισε Homo sapiens τον πρόγονό μας, όπως αυτός παρουσιάζεται, με ουσιαστικά συμπληρωμένο τον εγκέφαλό του, εδώ και εκατόν πενήντα περίπου χιλιάδες χρόνια, που σημαίνει πριν από την ανάπτυξη -πολύ αργότερα- της γλώσσας, της μαγειρικής, της γεωργίας, της τέχνης, με μια λέξη, του πολιτισμού. Αυτά όλα, θρησκεία, φιλοσοφία, τέχνες, επιστήμες: ο πολιτισμός -μαζί με την πιστοποίηση πως η φύση (με τη σκηνή της Αφρικής) "ανήκει σ' εμάς σαν κάτι που μας είναι ξένο" (Σαραντλάρης)- παρουσιάζονται, λίγο πολύ συμπληρωμένα, μοναχά τα τελευταία δέκα χιλιάδες περίπου χρόνια, διάρκεια σχεδόν αστεία ή στιγμιαία απέναντι στην προοπτική της εξέλιξης, που εκείνη μετράει με εκατομμύρια χρόνια. Πριν από το μικροσκοπικό αυτό χρονικό διάστημα δεν μπορούμε να πιστοποιήσουμε τίποτα. Αναγυρεύουμε στα σκοτεινά. Βρισκόμαστε πριν από τη σημερινή οπτική γωνιά μας. Η σημερινή προοπτική μας αρχίζει από την πιστοποίηση πως η φύση "ανήκει σ' εμάς σαν κάτι που μας είναι ξένο" (Σαραντάρης). Και ο ξεχωρισμός μας από τη φύση, πρέπει να υποθέσομε, γινόταν πάντα μέσα στο μικροσκοπικό αυτό χρονικό διάστημα των δέκα χιλιάδων περίπου χρόνων. Δεν είναι σημερινός. Αποτροπιασμό μας προκαλούσε πάντα η σκηνή στον ποταμό της Αφρικής, μαζί με την αδιαφορία της φύσης για την ανελέητη αλληλοφθορά της ζωής….Τη σκηνή της αφρικής δεν μπορούμε να τη συνηθίσομε σαν κάτι δικό μας, αλλά μοναχά "σαν κάτι που μας είναι ξένο" (Σαραντάρης), με τις δυο σημασίες. Με κάθε τρόπο θέλομε από τότε να βγούμε από τη ρηξικέλευθη δαρβινική φρασεολογία ή νομοτέλεια. Να ανοίξομε έναν άλλο δρόμο για τον άνθρωπο: με τη γλώσσα, τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, την επιστήμη, την τέχνη, με μια λέξη, τον λεγόμενο πολιτισμό".  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου