21 Οκτ 2012

Η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας


Η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας
Από τον Αθανάσιο Φώτο
Τα τελευταία χρόνια συχνά πυκνά έρχεται στο φως της δημοσιότητας o χωρισμός Πολιτείας και Εκκλησίας και η φορολόγηση της «αμύθητης» εκκλησιαστικής περιουσίας. Κύριοι εκφραστές της άποψης αυτής, ορισμένοι πανεπιστημιακοί του αριστερού χώρου, τακτικοί θαμώνες των σαλονιών του Κολωνακίου, συνεπικουρούμενοι από ομοϊδεάτες τους (όσον αφορά στο φρόνημα) δημοσιογράφους και άλλους αριστερούς, που με ευχαρίστηση τους φιλοξενούν στα τηλεοπτικά παράθυρα αλλά και στον έντυπο Τύπο, ως δήθεν «ειδήμονες» για να συζητήσουν το πιο πάνω θέμα.
Οι άνθρωποι αυτοί που δεν πάτησαν ποτέ στην εκκλησία, δεν άναψαν ένα κερί στη χάρη της Παναγιάς, δεν έριξαν πενήντα λεπτά στον δίσκο, δεν ασχολήθηκαν ποτέ με τα σοβαρά προβλήματα, που η τελευταία αντιμετωπίζει παρ’ όλα αυτά νομίζουν, ότι γνωρίζουν τα πάντα και θέλουν να έχουν άποψη στα βασικά της προβλήματα τα οποία στην ουσία τελείως αγνοούν και θελημένα ή αθέλητα τα παραποιούν και διαστρεβλώνουν.

Ομιλούν περί «αμύθητης» κινητής και ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας και για το «φαγοπότι» που γίνεται μέσα στους κόλπους της. Στήνουν τηλεδίκες με κατήγορους τους μεν και δικαστές τους δε, δικάζουν και καταδικάζουν, ερήμην του κατηγορουμένου, εκμεταλλευόμενοι την αδράνεια και την ατολμία της εκκλησίας, που για λόγους δικούς της δεν επιθυμεί ευθέως να αντιπαραταχθεί μαζί τους. Εντυπωσιάζουν με τα λεγόμενά τους την κοινή γνώμη και μεταπλάθουν τα πλήθη σε στρατιές θαυμαστών τους.
Η «αμύθητη» εκκλησιαστική περιουσία την οποία αναπαράγουν και αναμεταδίδουν κάθε λίγο και λιγάκι είναι φυσικό να προκαλεί το ενδιαφέρον του ταλαιπωρημένου και καταπονημένου λαού. Το θέμα προσφιλές. Εναγωνιώδες το ενδιαφέρον του κοινού. Μαγεύεται, παθιάζεται, συνωθείται και καθυποτάσσεται πάνω στο φλέγον αυτό θέμα. Πλάθει όνειρα αισιοδοξίας, όταν ακούει τα φανταχτερά συνθήματα «των διανοουμένων εκσυγχρονιστών», των «προοδευτικών» της αντιεκκλησιαστικής αριστεράς, ότι μπορεί και αυτός να γίνει συμμέτοχος μέρους του φιλέτου της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η θολή και νεφελώδης αυτή συνθηματολογία των προπαγανδιστών της αμύθητης εκκλησιαστικής περιουσίας γεννά και πολλά ερωτήματα, αν αυτές οι αναφορές τους είναι πράγματι αληθείς ή αναληθείς, τη στιγμή που δεν συνοδεύονται και από την αναγκαία εξήγηση, δηλαδή από κανένα πειστικό στοιχείο που να τεκμηριώνει και να αποδεικνύει τη βασιμότητα της άποψής τους.
Αν πράγματι υπάρχει αμύθητη εκκλησιαστική περιουσία, οφείλουν όσοι το υποστηρίζουν, να αποδείξουν με πληρότητα και ακρίβεια την έκτασή της, για να μπορεί αυτός που τους παρακολουθεί να σχηματίσει σαφή και ακριβή εικόνα, ώστε να καταλήξει σε ορθή κρίση και όχι να διατυπώνουν μομφές και αοριστολογίες, που δεν οδηγούν πουθενά παρά να εκθέτουν τους ιδίους. Αυτή η φιλολογία περί «αμύθητης» εκκλησιαστικής περιουσίας και η παραπληροφόρηση που γίνεται πρέπει κάποτε να λάβει τέλος.
Ο λαός, το πλήρωμα της εκκλησίας, έχει δικαίωμα να μάθει την αλήθεια. Οφείλει η εκκλησία να επιστρατεύσει τα πάγχρυσα στόματα του λόγου της και το νομικό της οπλοστάσιο, να βγει στα παράθυρα της τηλεόρασης και να αντιπαραταχθεί με τους «συκοφάντες» της, να δώσει λεπτομερέστατο απολογισμό της περιουσίας της, για να παύσει μια για πάντα αυτό το τροπάριο της ψευδολογίας και της ανευθυνότητας. Το πόρισμα το οποίο θα προκύψει από αυτήν την αντιπαράθεση να αποτελέσει την ασπίδα και το ακαταμάχητο όπλο της εναντίον των εχθρών της.
Η αναφορά του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, ότι η αμύθητη περιουσία της εκκλησίας την οποία επικαλούνται ορισμένοι, είναι μύθος, καίτοι αληθής, δεν έπεισε την κοινή γνώμη. Και αυτό γιατί δεν συνοδεύτηκε από επαρκή στοιχεία που να τεκμηριώνουν την άποψή του αυτή.
Το ότι δεν υπάρχει αμύθητη εκκλησιαστική περιούσια το γνωρίζουν όλοι αυτοί που είναι προσκολλημένοι στο άρμα της αριστεράς. Όπως επίσης γνωρίζουν ότι, σε όσες φορές η πολιτεία βρισκόταν σε δύσκολες καταστάσεις και είχε ανάγκη από χρήματα και γη και προσέφυγε στην εκκλησία, η τελευταία πάντοτε στάθηκε στο πλευρό της. Η εμμονή ορισμένων να καλλιεργούν αυτό το κλίμα σε τούτες τις δύσκολες ώρες που περνάει η Πατρίδα μας, εξυπηρετεί άλλους σκοπούς και στόχους που μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν. Έτσι οι δημοσιογραφικοί κάλαμοι δεν έπαψαν να ασχολούνται με το θέμα αυτό και να δίδουν τροφή στους εχθρούς της εκκλησίας να το κρατούν στην επικαιρότητα και να δυσφημίζουν το πρόσωπό της.
Ενώ γνωρίζουν, ότι η εκκλησία καταβάλλει τους φόρους που της αναλογούν καθώς και κάθε άλλη υποχρέωσή της που έχει έναντι της πολιτείας, όπως κάθε άλλο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου δικαίου, έρχονται με ψευδείς αναφορές και λέγουν, ότι η εκκλησία απολαμβάνει «καθεστώς μόνιμης φορολογικής ασυλίας». Και όλα αυτά για να σπιλώσουν το κύρος της, τη σεμνότητα και εντιμότητά της στα μάτια του λαού.
Αν πράγματι οι πανεπιστημιακοί και οι άλλοι (όπως παραπάνω αναφέρθηκαν), πονούσαν αυτόν εδώ τον τόπο, αν ενδιαφερόταν ειλικρινά για τη φορολόγηση των εισοδημάτων όλων των πολιτών, ανάλογα με τη φοροδοτική τους ικανότητα, θα έπρεπε να σηκώσουν αυτοί πρώτοι το φλάμπουρο, να γίνουν σταυροφόροι, πρωταγωνιστές και μπροστάρηδες, να αναλάβουν την ευθύνη και το κόστος του αγώνα και να συμβάλλουν με τις παρεμβάσεις τους για μια έντιμη και σωστή ενημέρωση των πολιτών γύρω από το σοβαρό αυτό πρόβλημα της φορολόγησης όλων μας προκειμένου να βρουν ανταπόκριση στην ευρεία μάζα του λαού και όχι να βάλλουν αποκλειστικά και μόνο κατά της εκκλησίας με βαριές, ψευδείς, ανυπόστατες, απαράδεκτες επιτιμήσεις, για να θίξουν, να σπιλώσουν, να μειώσουν το κύρος και την αίγλη της.
Η Εκκλησία, ως ζωντανός οργανισμός ανέκαθεν είχε περιουσία είτε από δωρεές των πιστών μελών της, είτε από δικές της αγορές, προκειμένου να οργανώσει το τεράστιο κοινωνικό και φιλανθρωπικό της έργο. Για το έργο της αυτό δεν άκουσα ποτέ από αυτούς που την αντιμάχονται να εκφέρουν ένα καλό λόγο για εκείνη. Είναι τυχαίο; Όχι φυσικά. Σκοπός και στόχος τους η βλάβη της. Η Εκκλησία, όπως αναφέρει ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, «είναι ένας ζωντανός οργανισμός που διαθέτει αστείρευτο πνευματικό πλούτο, μεγάλους θησαυρούς –θεολογικούς και πολιτιστικούς και δεν φοβάται ούτε απειλείται από κάποια φορολογία, μπορεί όμως να υπονομευθεί το φιλανθρωπικό της έργο. Και σήμερα εξακολουθεί να δέχεται την αγάπη και τον σεβασμό εκατομμυρίων ανθρώπων που προσφέρουν όχι απλώς χρήματα, αλλά την καρδιά τους και τη ζωή τους. Αυτός είναι ο ατίμητος πλούτος της που δεν μπορεί να φορολογηθεί. Η Εκκλησία έχει αυτό που είναι και δεν είναι αυτό που έχει».
* Ο Αθανάσιος Φώτος είναι δικηγόρος επί τιμή
Ελευθερία, Κυριακή, 21 Οκτωβρίου 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου