7 Δεκ 2011

Αρχιμ. Αυγουστίνος Γ. Μύρου, Ορθοδοξία και αίρεση στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας


ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΗ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Αρχιμ. Αυγουστίνου Γ. Μύρου, Δρος Θ., Ιεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης
    Oπως παντοτε συμβαίνει για κάθε συ­νειδητή ανθρώπινη πράξη, έτσι και πίσω από τον τρόπο με τον οποίο ρυθμί­ζονται οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολι­τείας κρύπτεται μία συγκεκριμένη φιλο­σοφία, η οποία απορρέει είτε από την Ορθόδοξη Πίστη, είτε από την αιρετική πίστη, είτε ακόμη και από την απιστία και αθεΐα. Γι' αυτό είναι ιδιαίτερα σημα­ντικό, όσοι τοποθετούνται στο ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας, να ομολογούν με ειλικρίνεια το υπόβαθρο της πίστεως και της φιλοσοφίας, όπου στηρίζονται για να τοποθετηθούν.
Η Ορθόδοξη Διδασκαλία, όπως για όλα τα ζητήματα, έτσι και γι' αυτό που εδώ μας απασχολεί, έχει τις δικές της εκπεφρασμένες θέσεις, οι οποίες στηρί­ζονται στην αποκεκαλυμμένη Πίστη του Χριστού. Οι θέσεις αυτές εξαρτώνται πρωτίστως από την απάντηση που δίνει στο βασικό ερώτημα, τι είναι η Εκκλησία και τι η Πολιτεία. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Διδασκαλία, και οι δύο εξου­σίες έχουν κοινή την προέλευσή τους, Αυτόν τον εν Τριάδι Θεό. Ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου Παύλου είναι κατηγορηματικός. «Ου γαρ εστιν εξου­σία ει μη υπό Θεού. Αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισί» (Ρωμ. 13,1). Υπάρχει όμως η μεταξύ τους δια­φοροποίηση ως προς την ουσία και τα όριά τους. Η Εκκλησία είναι το αθάνα­το θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού (Μτθ. 16,18 και Εφ. 1,23), ενώ η Πολι­τεία είναι ένας ληξιπρόθεσμος εγκόσμιος Οργανισμός (Μτθ. 12,25). Έχουν επίσης και κοινή αποστολή, τη βοήθεια στον άνθρωπο, που είναι το πλάσμα του Θε­ού. Στο σημείο αυτό υπάρχει και άλλη διαφοροποίηση. Η μεν αποστολή της Πολιτείας εξαντλείται στην εξασφάλιση και διατήρηση εγκοσμίων αγαθών, όπως είναι η ασφάλεια, η τάξη, η δίκαιη απο­νομή των υλικών αγαθών, που επιβάλλε­ται με την κοσμική δύναμη (Ρωμ. 13,4­7), ενώ η αποστολή της Εκκλησίας εντο­πίζεται κυρίως στην πνευματική καλ­λιέργεια για τη σωτηρία του ανθρώπου, η οποία ασκείται με πνευματικά μέσα (Μτθ. 20,25,28). Επειδή όμως οι δύο κό­σμοι, ο υλικός και ο πνευματικός, είναι αλληλένδητοι ως έργα του ιδίου αληθι­νού Θεού, η Εκκλησία, ως εκφραστής του θελήματος του Θεού, έχει λόγο και για τους δύο, τον οποίο λόγο οφείλουν να αποδέχονται όσοι έχουν ελεύθερα επιλέξει να είναι χριστιανοί.

Κάθε σκέψη για χωρισμό μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας προϋποθέτει άλλη, μη Ορθόδοξη πίστη, τόσο για το τι είναι η Εκκλησία και τι η Πολιτεία, όσο και για τις μεταξύ τους σχέσεις. Εκτός από την αθεΐα, μόνον η αίρεση ευνοεί τον χωρισμό και την τελείως ανεξάρτητη πο­ρεία τους.
Δεν είναι δε καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το σύστημα χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας έχει την αρχή του σε λαούς με έντονη την παρουσία Προτεσταντικών Ομολογιών, όπως είναι οι Ηνωμένες Πο­λιτείες της Αμερικής, η Ιρλανδία, η Γαλ­λία, το Βέλγιο, πόλεις της Ελβετίας κ.α. Το σύστημα αυτό είναι συνεπές με την προτεσταντική θεολογία, σύμφωνα με την οποία τόσον η Εκκλησία, όσο και η Πολιτεία αποτελούν ανθρωποκεντρικούς Οργανισμούς, που αντλούν την ισχύ και την εξουσία τους από τα ανθρώπινα μέλη τους.
Σύμφωνα με την αιρετική αυτή θε­ολογία η Εκκλησία δεν είναι το Σώμα του ενανθρωπήσαντος Χριστού, αλλά κοινω­νία ανθρώπων, τους οποίους συνενώνουν κοινές θρησκευτικές ανάγκες. Επομένως η Εκκλησία δεν είναι διαφορετική από την Πολιτεία, ούτε στην ουσία της, ούτε στα όριά της, αφού και εκείνη είναι ανθρώπινος οργανισμός. Η διαφοροποί­ηση των δύο εξουσιών εντοπίζεται στους απόλυτα διαχωρισμένους τομείς ευθύνης της κάθε μιας, στον υλικό και εγκόσμιο για την Πολιτεία και στον πνευματικό και υπερκόσμιο για την Εκκλησία. Είναι ολοφάνερη έτσι η αιρετική διαφοροποίη­ση από την αντίστοιχη Ορθόδοξη τοποθέ­τηση.
Αυτή η αντίληψη έχει τις ρίζες της στην αιρετική διδασκαλία του δυαλισμού, σύμφωνα με την οποία η πραγματικότη­τα χωρίζεται σε στεγανά διαμερίσματα, σ' αυτό των υλικών και εγκοσμίων, και σ' εκείνο των πνευματικών και επουρανίων. Επομένως, κατ' αυτούς, και η κάθε εξου­σία στον τομέα ευθύνης της είναι επαρκής και δεν χρειάζεται την στενή συνεργασία με την άλλη.
Ιστορικά η εξέλιξη του χωρισμού Εκ­κλησίας και Πολιτείας ευνοήθηκε από την πικρή εμπειρία που είχαν οι λαοί αυτοί από τις αυθαιρεσίες άλλης αιρέσεως, αυτής του Παπισμού, ο οποίος οδηγήθηκε στο άλλο άκρο και θέλησε να συγκέντρωσε μαζί με την πνευματική και την κοσμική εξουσία στους πνευματι­κούς πατέρες της Εκκλησίας, με όλα τα τραγικά επακόλουθα και τα ανατριχια­στικά εγκλήματα του Μεσαίωνα. Αντίθετα, στο ελληνικό Γένος η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν βρέθηκε διεκδικήτρια της κοσμικής εξουσίας. Ήταν πά­ντοτε η συμπαραστάτρια στα καλά έργα της Πολιτείας, και γενικά υπήρξε η πνευ­ματική τροφός του Γένους. Στα χίλια χρόνια της χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ρωμιοσύνης, παρά τις μεμονωμένες εξαιρέσεις, συμπορεύθηκε με την Πολι­τεία σε μία θαυμαστή σχέση συναλληλίας και αλληλοπεριχώρησης, όπως ακριβώς υπαγόρευε η Ορθόδοξη θεολογία. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία έσωσε κυριολεκτικά το ελληνικό Γένος. Τετρακόσια ολόκληρα χρόνια δεν υπήρχε καν ελληνική Πολιτεία. Υπήρχε μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία με αμέτρητες θυσίες σήκωσε στους ώμους της όλο το βάρος του σκλαβωμένου λα­ού, τον οποίο και διατήρησε, ώστε μετά την απελευθέρωση να μπορεί να επανι­δρυθεί η ελληνική Πολιτεία.
Είναι φανερό ότι για να υποστηρίξει κάποιος σοβαρά τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας στην πατρίδα μας, όπως αυτός με πάθος προβάλλεται και επι­διώκεται στις ημέρες μας, πρέπει να αρνηθεί πρώτα την Ορθόδοξη θεολογία μαζί με την ιστορία μας, και ύστερα να εγκολπωθεί την αιρετική θεολογία και να δικαιώσει την ιστορία των αιρέσεων.
Περιοδικό ‘ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ’ Οκτώβριος 2011 - Τεύχος 9

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου