3 Δεκ 2011

Κυριακή Ι΄Λουκά-«Ταύτην δε θυγατέρα Αβραάμ ούσαν… ουκ έδει λυθήναι… τη ημέρα του Σαββάτου;» (Λουκ. ιγ΄ 16)


«Ταύτην δε θυγατέρα Αβραάμ ούσαν… ουκ έδει λυθήναι… τη ημέρα του Σαββάτου;» (Λουκ. ιγ΄ 16)
Δυο καταστάσεις καταδίκασε με αποφασιστικότητα ο Ιησούς με τη διδασκαλία του. Η πρώτη είναι εκείνη της αμαρτίας και η δεύτερη είναι εκείνη της υποκρισίας. Όμως, στη συνέχεα, διαφοροποιεί τη θέση του έναντι των προσώπων που είναι εκφραστές αυτών των καταστάσεων.    
Έτσι, ενώ τον βλέπουμε να αποστρέφεται την αμαρτία, εν τούτοις δεν αποστρέφεται τον αμαρτωλό άνθρωπο. Αντίθετα τον αγκαλιάζει με αγάπη και τον προσκαλεί σε μετάνοια. Συναναστρέφεται με τους «αμαρτωλούς» αδιαφορώντας για τα σχόλια των επικριτών του ότι είναι «φίλος τελωνών και αμαρτωλών» (Λουκ. ζ΄24) και ότι «ούτος αμαρτωλούς προσδέχεται και συνεσθίει αυτοίς» (Λουκ ιε΄2).

 Απαντώντας δε στους επικριτές του θα πει ότι δεν ήρθε στον κόσμο για να καλέσει σε μετάνοια τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς. «Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλ’ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ θ΄13). Όμως, ενώ διαχωρίζει τους αμαρτωλούς από την αμαρτία, εν τούτοις δε διαχωρίζει τους υποκριτές από την υποκρισία. Και τούτο γιατί ο μεν αμαρτωλός αναγνωρίζει την ασθένειά του και αποδέχεται την προσφερόμενη θεραπεία, μέσω της μετάνοιας, ο δε υποκριτής όμως δεν αναγνωρίζει ασθένεια στον εαυτό του και άρα δεν μπορεί να αποδεχθεί και θεραπεία. Ο υποκριτής αντιλαμβάνεται λανθασμένα την αρετή, ο υποκριτής καταπιάνεται με τον τύπο και όχι την ουσία της αρετής, που είναι η αγάπη. Ο υποκριτής προσποιείται το σεβασμό προς το νόμο του Θεού και ότι αυτός ο σεβασμός εξαντλείται στην τυπική εφαρμογή των εντολών του Θεού, όπως έγινε σήμερα και με τον αρχισυνάγωγο ο οποίος αγανακτεί γιατί ο Ιησούς παραβίασε την εντολή της αργίας του Σαββάτου με τη θεραπεία της συγκύπτουσας.
Αυτή η αγανάκτηση υποκρύπτει δολιότητα και μίσος κατά τον Ιησού που έκανε τη θεραπεία και όχι σεβασμό στην ουσία της εντολής της αργίας του Σαββάτου. Ο αρχισυνάγωγος προσποιείται ζήλο και σεβασμό στην εντολή του Θεού για την εργασία και την αργία, ενώ το πραγματικό του κίνητρο είναι ο φθόνος κατά τον Ιησού, γιατί με τα θαύματα του προσείλκυε τους ανθρώπους. Παράλληλα με την αγανάκτηση του ο αρχισυνάγωγος για την παραβίαση της εντολής του νόμου του Θεού από τον Ιησού, έκρυβε τη δική του αδυναμία να θαυματουργήσει. Ακόμα αν η περί αργίας του Σαββάτου εντολή έπρεπε να εφαρμοστεί κατά γράμμα τότε, αφού αυτός είναι ο υπερασπιστής της εφαρμογής του νόμου του Θεού, πως γίνεται παραβάτης με το να επιτρέπει την παραβίαση της αργίας του Σαββάτου προσφέροντας στα ζώα τροφή και νερό; Αν για την αποτροπή της υλικής ζημιάς επιτρέπεται η παραβίαση της περί αργίας του Σαββάτου εντολής πόσο μάλλον για τη θεραπεία ενός ανθρώπου και μάλιστα μιας γυναίκας που, παρά το πρόβλημα υγείας που είχε, πήγε στη συναγωγή για να εκπληρώσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα.Μοναδικό κίνητρο της η αγάπη και ο σεβασμός προς το νόμο του Θεού.
Η αληθινή ευσέβεια, λοιπόν είναι πρώτιστα ευσέβεια αγάπης. Αγάπης προς το Θεό, όπως κάνει η συγκύπτουσα αλλά ισοδύναμα και αγάπης προς το συνάνθρωπο. Η μια αγάπη συνυπάρχει με την άλλη και δεν μπορεί να αποχωρισθεί με την άλλη  όπως τόνισε καθαρά ο Ιησούς στο νομικό. Έτσι απαντώντας στο ερώτημα του νομικού «ποια είναι  μεγαλύτερη εντολή στο νόμο» θα πει ο Ιησούς: «Ν’ αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου, με όλη τη ψυχή σου και με όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή» Και δεύτερη, το ίδιο σπουδαία μ’ αυτή: «Ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δυο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες» (Ματθ. κβ΄ 36-40). Μάλιστα, μέσα από την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, υπέδειξε ότι «πλησίον» είναι ο κάθε συνάνθρωπος, ακόμα και ο εχθρός.
Αυτή η πρόσκληση του Ιησού για υπέρβαση της αγάπης προς τον εαυτό μας αποτελεί την κορυφαία προσφορά προς την ανθρωπότητα. Έτσι όταν μας παρέδιδε την καινούργια εντολή μας έλεγε: «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς εγώ ηγάπησα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους. Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωά. ιγ΄34-35).
Όπως η αγάπη είναι γνώρισμα του Θεού έτσι και η αγάπη γίνεται το γνώρισμα των Χριστιανών. Και όχι μόνο. Αλλά η αγάπη οδηγεί στην αληθινή γνώση του Θεού. Κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη «Ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν ότι ο Θεός αγάπη εστίν» (Α΄ Ιωάν. δ΄ 8). Μάλιστα η αγάπη που είναι δώρο και προσφορά του Θεού προς τον άνθρωπο, βρίσκει την τέλεια έκφραση της όταν επιστρέφει σαν δώρο στο συνάνθρωπο.
Δυστυχώς αυτή τη μεγάλη αλήθεια της θρησκείας είτε δεν την συνειδητοποίησε ή και την αγνόησε ο αρχισυνάγωγος του σημερινού Ευαγγελίου. Έτσι εγκλώβισε τη θρησκεία σε καθορισμένους τύπους και αδιαφόρησε για την ουσία, που είναι το έλεος και η αγάπη.
Αυτό τον τύπο «ευσέβειας» καθιέρωσε κατά καιρούς ο άνθρωπος με αποτέλεσμα και τον ηθικό ξεπεσμό του. Έτσι, με την προσκόλληση στον τύπο μετέτρεψε την ευσέβεια από θεοφιλή σε θεομίσητη γιατί,  απογυμνώνοντας την από την αγάπη, την έντυσε με τον ψεύτικο μανδύα της υποκρισίας και την σταθεροποίησε στο πάθος και την εμπάθεια. Αυτό το είδος της ευσέβειας καταδίκασε απερίφραστα ο Ιησούς σαν επικίνδυνη εκδήλωση τόσο για εκείνον που την τροφοδοτεί, όσο και για τους γύρω του. «Γιατί, όπως είπε, κλείνετε στους ανθρώπους το δρόμο για τη βασιλεία των ουρανών. Ούτε εσείς μπαίνετε, ούτε το επιτρέπεται σε όσους θέλουν να μπουν… Αλίμονο σας γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές, γιατί μοιάζετε με τάφους ασβεστωμένους, που εξωτερικά φαίνονται ωραίοι, εσωτερικά όμως είναι γεμάτοι κόκαλα νεκρών και κάθε λογής ακαθαρσία. Έτσι κι εσείς εξωτερικά φαίνεστε ευσεβείς στους ανθρώπους κι εσωτερικά είστε γεμάτοι υποκρισία και ανομία» (Ματ κγ΄ 14 και 27-28).
Αδελφοί μου, όταν η ευσέβεια εκφράστηκε με λόγια και έργα τότε μεγαλούργησε. Αντίθετα, όταν η ευσέβεια περιορίστηκε στους τύπους, τότε προκάλεσε ανεπανόρθωτη ζημιά τόσο στους άλλους όσο και στους ίδιους.
Στο όνομα της έγιναν «ιεροί πόλεμοι» και η αντιχριστιανική «Ιερά εξέταση». Στο «όνομα» της αγανάκτησε σήμερα ο αρχισυνάγωγος. Στο «όνομα» της αγανακτούν και σήμερα πολλοί. Ίσως ανάμεσα τους να είναι και ο εαυτός μας. Ας προσέξουμε όλοι. Ο αγιασμός τόσο της Κυριακής όσο και του εαυτού μας περνά μέσα από την αληθινή ευσέβεια. Δηλαδή της αρμονίας ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις μας. Παρά την υπάρχουσα υποκρισία εντούτοις υπάρχει και στην εποχή μας πραγματική ευσέβεια. Αυτή ας αποκτήσουμε κι εμείς. Αμήν.      
 Θεόδωρος Αντωνιάδης – Μητρόπολη Πάφου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου