4 Νοε 2011

Πρωτοπρ. Θωμάς Βαμβίνης, Μελωδικό κήρυγμα γιά τούς «ακαθαίρετους πύργους»



Μελωδικό κήρυγμα γιά τούς «ακαθαίρετους πύργους»
του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη
Μιά στιγμιαία εντύπωση, ένα στιγμιαίο άγγιγμα τού μυαλού από ένα νόημα χρειάζεται κάποιες φορές πολλά λόγια γιά νά περιγραφή καί ακόμη περισσότερα γιά νά ερμηνευτή, χωρίς νά αποκλείεται τό ενδεχόμενο τής παρερμηνείας. Παρακάπτοντας τούς υπαρκτούς κινδύνους τής παρερμηνείας θά γίνη στήν συνέχεια προσπάθεια νά περιγραφή μιά τέτοια εντύπωση από τόν Όρθρο τής 16ης Οκτωβρίου, Κυριακής, εφέτος, τών αγίων Πατέρων «τών εν Νικαία συνελθόντων τό δεύτερον», όπως λέει τό συναξάρι τής ημέρας, στήν οποία συγκρότησαν τήν Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο, «κατά τών δυσσεβώς καί αμαθώς καί απερισκέπτως τήν Εκκλησίαν τού Θεού ειδωλολατρείν ειπόντων καί τάς σεπτάς καί αγίας εικόνας καταβαλλόντων». Δηλαδή, τήν Κυριακή αυτή γιορτάσαμε τήν μνήμη τής Οικουμενικής Συνόδου πού ορθοτόμησε τόν λόγο τής αληθείας τόν σχετικό μέ τήν τιμητική προσκύνηση τών ιερών εικόνων.

Μετά τήν αποδοχή τής Δεύτερης Συνόδου πού συνήλθε στήν Νίκαια τής Βιθυνίας ως Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου από σύνολη τήν Ορθόδοξη Εκκλησία (γεγονός πού επισφραγίσθηκε από τήν Ογδόη επί Μ. Φωτίου Οικουμενική Σύνοδο), οι Ιεροί Ναοί απολαμβάνουν πλέον τόν στολισμό τους. Έχουν «ανοιγμένα» στούς τοίχους καί τά προσκυνητάρια «τά βιβλία τών αγραμμάτων», τίς ιερές εικόνες, οι οποίες γιά τούς θεολογικά ενημερωμένους καί ευαίσθητους είναι ταυτόχρονα ιεροπρεπής στολισμός, αλλά καί χριστολογικό κήρυγμα. Είναι διακήρυξη τής θεανθρωπότητας τού Χριστού, τής μίας υπόστασης τού Θεού Λόγου «εν δύο φύσεσιν», πού μάς δίνει τήν δυνατότητα νά προσκυνούμε τόν Θεό, προσκυνώντας τήν εικόνα τού ανθρωπίνου προσλήμματός Του. Ακόμη, προσκυνούμε τόν Σταυρό, πάνω στόν οποίο νικήθηκε γιά εμάς ο διάβολος καί ο θάνατος, καθώς καί τίς εικόνες τής Παναγίας, τού Τιμίου Προδρόμου καί όλων τών φίλων τού Θεού, γιατί σ’ αυτούς κατοικεί ο Θεός διά τού Πνεύματός Του καί είναι τά πραγματικά μέλη τού Σώματος τού Χριστού, τής Εκκλησίας. Επίσης, προσκυνούμε τά ιερά Λείψανα τών Αγίων, γιατί η χάρη τού Θεού πού ενώθηκε μέ τήν ψυχή καί τό σώμα τους, δέν εγκαταλείπει τό σώμα τους μετά τόν θάνατο.
Τά Λείψανα τών Αγίων είναι δοχεία τής Χάριτος. Κι όλοι οι εγκαινιασμένοι ορθόδοξοι Ναοί έχουν πλουτισθή, από τόν εγκαινιασμό τους, μέ ιερά Λείψανα, πού αποτελούν τό θεμέλιό τους, «όντος ακρογωνιαίου αυτ[ών] Ιησού Χριστού». Μέσα σέ αυτούς τούς αγιασμένους χώρους, μέ τίς ιερές εικόνες καί τά άγια Λείψανα, όταν ακούγεται σεμνά καί μεγαλόπρεπα, καί προπαντός ευκρινώς, τό εμμελές κήρυγμα τής εκκλησιαστικής υμνωδίας, τότε ο εκκλησιαζόμενος γίνεται ικανότερος στό νά προσλαμβάνη τά μηνύματα τών αγίων ποιητών καί θεολόγων. Αυτήν τήν δυνατότητα δίνουν στό εκκλησίασμα οι ευλαβείς ιεροψάλτες, αυτοί πού συνδυάζουν τήν ευλάβεια μέ τό χάρισμα τής φωνής καί τήν επιστημονική γνώση τής ψαλτικής τέχνης. Στά χείλη τους η θεολογία γίνεται προσευχή, τό αποστολικό καί πατερικό κήρυγμα γίνεται ψαλμός μετανοίας καί ταυτόχρονα δοξολογικός ύμνος στόν Θεό.
Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον ιδιαίτερα τράβηξε τήν προσοχή μας η απόδοση τού γνωστού δοξαστικού τών αίνων, σέ πλάγιο τού τετάρτου, «Τών αγίων Πατέρων ο χορός...». Τό μέλος αναδείκνυε τά νοήματα. Μάς προσφέρθηκε σάν ένα εμμελές θεολογικό κήρυγμα, μέσα στήν πνευματικά γόνιμη ατμόσφαιρα πού δημιουργεί η εκκλησιαστική ψαλτική τέχνη. Θά καταγραφή, λοιπόν, όσο είναι δυνατόν, μιά από τίς θεολογικές εντυπώσεις πού δημιούργησε η ακρόαση τού δοξαστικού αυτού.
Στήν ροή τής υμνωδίας η πρώτη έντονη εντύπωση, πού διέγειρε τήν συνήθως νωχελική προσοχή, προήλθε (λίγο μετά από τό μέσον τού δοξαστικού) από τόν στίχο: «τής μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι». «Ακαθαίρετοι πύργοι» χαρακτηρίζονται από τόν υμνογράφο οι άγιοι Πατέρες καί «Μυστική Σιών» η Εκκλησία. Όμως, ποιά είναι στήν προκειμένη περίπτωση η σημασία τού επιθέτου «ακαθαίρετοι»; Ποιό είναι τό θεολογικό καί εκκλησιολογικό περιεχόμενό του; Τό επίθετο ακαθαίρετος αποδίδεται σέ αυτούς πού δέν μπορεί κάποιος νά τούς καταβάλη, νά τούς ανατρέψη, νά τούς ρίξη κάτω. Πύργος ακαθαίρετος είναι ο απόρθητος πύργος. Τούς αγίους Πατέρες, δηλαδή, σύμφωνα μέ τόν υμνογράφο, δέν μπορεί κανείς νά τούς καταβάλη, νά τούς ανατρέψη. Αυτοί αποτελούν τούς λογικούς απόρθητους πύργους τής Εκκλησίας.
Ποιά σχέση, όμως, έχει αυτή η υμνολογική άποψη μέ τήν εκκλησιαστική πραγματικότητα; Η εκκλησιαστική Ιστορία είναι γεμάτη από ταραχές καί αμφισβητήσεις. Πολλές φορές μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας αμφισβητήθηκαν, καί ακόμη εξορίσθηκαν καί φυλακίσθηκαν γιά τίς ορθόδοξες απόψεις τους, γιά τήν αυθεντικά ορθόδοξη θεολογία τους. Πολλές φορές φάνηκε ότι η Εκκλησία καταλήφθηκε από αιρετικούς, πού δηλητηρίαζαν τό πλήρωμά της μέ τίς αντιευαγγελικές διδασκαλίες τους.
Καί στίς μέρες μας, μετά από δύο-τρείς δεκαετίες άνθισης τών πατερικών μελετών, υπάρχουν ομάδες «μεταπατερικών» θεολόγων, οι οποίοι θεωρούν ότι οι «ακαθαίρετοι πύργοι» τής Εκκλησίας, οι άγιοι Πατέρες μας, δέν προσφέρουν πλέον «προστασία» στό πλήρωμα τής Εκκλησίας. Γι’ αυτό, όσοι τούς επικαλούνται, κατηγορούνται ότι κρατούν τήν ορθόδοξη θεολογία εγκλωβισμένη στά σχήματα τού παρελθόντος, ότι τήν εξωθούν στό περιθώριο τής σύγχρονης ζωής καί έτσι τήν αφήνουν εκτεθειμένη, χωρίς απαντήσεις, στίς προκλήσεις τού ραγδαία εξελισσόμενου κόσμου. Ούτε λίγο ούτε πολύ η μεταπατερική άποψη γιά τήν σύγχρονη θεολογία θεωρεί ότι οι Πατέρες τής Εκκλησίας δέν είναι διαχρονικά οι «ακαθαίρετοι πύργοι τής μυστικής Σιών». Ήταν μόνο γιά τήν εποχή τους καί γιά τό πολιτιστικό περιβάλλον μέσα στό οποίο έδρασαν.
Πρόφαση γιά τέτοιου είδους απορριπτικές αντιεκκλησιαστικές απόψεις δίνει η φανατική προσκόλληση στό «γράμμα τού νόμου», δηλαδή, ο συντηρητισμός πού αγνοεί τόν δυναμισμό τής Ιεράς Παραδόσεως. Πάνω σ’ αυτό τό θέμα μπορεί νά πή κανείς πολλά, όμως θά σταθούμε μόνο στό «βραχύ ρήμα» πού μάς μετέδωσε η ευκρινής καί σεμνά μελωδική απόδοση τού δοξαστικού τών αγίων Πατέρων, πού εκφράζει τήν εκκλησιαστική πραγματικότητα.
Οι άγιοι Πατέρες υμνούνται ως «οι ακαθαίρετοι πύργοι τής μυστικής Σιών». Έχει μεγάλη σημασία ο χαρακτηρισμός τής Εκκλησίας ως μυστικής. Δέν είναι ένας χώρος μυστικιστικών επιδόσεων, αλλά ένα Σώμα, τό Σώμα τού Χριστού, πού ζή «τό μυστήριον τής θεολογίας». Κάθε τί, λοιπόν, μυστικό είναι κρυμμένο από τούς πολλούς. Λίγοι τό γνωρίζουν. Η Εκκλησία, ως «μυστική Σιών», είναι άγνωστη στούς πολλούς. Αυτό είναι μιά πραγματικότητα. Είναι γνωστή μόνον στούς μυημένους. Όχι σέ κάποιους προορισμένους εκλεκτούς, αλλά σέ όλους εκείνους πού επιθυμούν ειλικρινά νά γνωρίσουν «τόν θεσμό» της καί νά ζήσουν μέσα σ’ αυτόν. Οι Πατέρες τής Εκκλησίας είναι μυσταγωγοί όλων τών «κεκλημένων» από τόν Θεό Πατέρα –ο Οποίος «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι»– τούς οποίους εισάγουν στήν ζωή τής Εκκλησίας. Οι άγιοι Πατέρες είναι «ακαθαίρετοι» διαχρονικά γι’ αυτούς πού ζούν τόν ανακαινισμό τής ύπαρξής τους μέσα στό Σώμα τής Εκκλησίας, γι’ αυτούς πού έχουν αποφασίσει καί έχουν ξεκινήσει μέ ελευθερία καί αγάπη τήν ασκητική πορεία από τήν δουλική υποταγή στά χαμερπή πάθη πρός τήν ελευθερία τών τέκνων τού Θεού. Γιά όλους τούς άλλους αποτελούν είτε έναν τελείως άγνωστο καί αδιάφορο γι’ αυτούς κόσμο, είτε ένα μουσειακό είδος, κατάλληλο μόνον γιά αρχαιολογικού τύπου μελέτες, είτε ένα προβληματικό υλικό, πού δέν μπορούν νά τό «βολέψουν», χωρίς προκρούστειες εγχειρίσεις, μέσα στίς θεωρητικές κατασκευές τού μυαλού τους, είτε, πιό συχνά, αποτελούν ένα εμπόδιο στίς επιλογές τού τρόπου τής ζωής τους.
Πάντως, γι’ αυτούς πού ζούν ολοκαρδίως στήν «μυστική Σιών», οι άγιοι Πατέρες είναι «μυρίπνοα άνθη τού Παραδείσου» καί «πάγχρυσα στόματα τού Λόγου». Μέσα από αυτούς μιλάει ο Χριστός καί ο λόγος τους αποπνέει οσμή τού Παραδείσου, «οσμή ζωής». Αυτοί αισθάνονται ότι η Σύνοδος τών αγίων Πατέρων περιποιεί μεγάλη τιμή στήν Νίκαια, στόν συγκεκριμένο γεωγραφικό της χώρο, γι’ αυτό αποτελεί τό καύχημά της, αλλά ακόμη, ότι είναι τό αγλάϊσμα, δηλαδή, τό κόσμημα καί όλης τής Οικουμένης.
Οι διατυπώσεις αυτές δέν είναι υπερβολικές ποιητικές εκφράσεις τής θερμής διαθέσεως τού υμνογράφου. Είναι η απτή εκκλησιαστική πραγματικότητα, η «ακαθαίρετη» αλήθεια μέ τήν οποία ζούν καί πορεύονται, εξελισσόμενα εν Χριστώ, τά μέλη τής Εκκλησίας. Αγλάϊσμα τής Οικουμένης είναι αυτοί πού έχουν (μιμούμενοι τόν Χριστό) πραότητα καί ταπείνωση, καί στήν απλή καί καθαρή καρδιά τους δέχθηκαν εγκάτοικο τόν Τριαδικό Θεό.
Αυτή η εγκατοίκηση είναι τό αγλάϊσμα όλης τής κτίσεως. Τήν πείρα αυτού τού γεγονότος εκφράζουν μέσα από τίς δογματικές καί ποιμαντικές διδασκαλίες τους οι άγιοι Πατέρες μας, γι αυτό είναι διαχρονικά «τής μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου