30 Οκτ 2011

«Μεταπατερική», «Βαπτισματικὴ» και Ευχαριστιακὴ» θεολογία: τα όπλα γιὰ την άλωση της ορθοδοξίας


ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ  ΤΗ ΒΡΑΒΕΥΣΗ  ΤΟΥ κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ  ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΘΕΟΛ. ΣΠΟΥΔΩΝ ΒΟΛΟΥ

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΣΤΗΝ ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗ
ΤΗΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
ΕΝ ΑΓΑΣΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ

«Μεταπατερική», «Βαπτισματικὴ» καὶ Εὐχαριστιακὴ» θεολογία:
τὰ ὅπλα γιὰ τὴν ἅλωση τῆς ὀρθοδοξίας


Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ μπορεῖ νὰ ἀναγνωσθεῖ ὡς μία ἀντι-εἰσήγηση στὰ ὅσα δοξολογικὰ ἐλέχθησαν γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα, στὸ Διεθνὲς Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο ποὺ διοργάνωσε ἡ Θεολογικὴ Ἀκαδημία Βόλου πρὸς τιμὴν τοῦ κ. Ζηζιούλα. Αὐτὸ τὸ συνέδριο σηματοδοτεῖ μιὰ ἐσχάτη ἔκπτωση τῶν ὀρθοδόξων (κληρικῶν καὶ λαϊκῶν), καθόσον τιμήθηκε ὁ πρωτοπόρος τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ δεξὶ χέρι τοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου, μὲ τὴν παρουσία 10 περίπου ἐπισκόπων.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀνακοινώθηκε τὸ Συνέδριο καὶ στὴν προσπάθεια νὰ παρατεθοῦν, ἀπὸ τὴ μιά, οἱ πιὸ ἀντιπροσωπευτικὲς κακόδοξες θέσεις τοῦ κ. Ζηζιούλα καὶ τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ κριτικὲς ἀπόψεις ὅσων ἀντικρούουν τὶς τοποθετήσεις τους αὐτές, σχηματίστηκε ἕνα μεγάλο κείμενο. Τὸ δημοσιεύουμε σὲ δύο συνέχειες (Α΄ καὶ Β΄ Μέρος) προτάσσοντας ἐπιγραμματικὰ τὰ ἐπὶ μέρους θέματα ποὺ μὲ αὐτὸ θίγονται.
Ἡ συγκέντρωση τοῦ ὑλικοῦ ἐλπίζω νὰ δώσει ἀφορμὴ στοὺς εἰδικούς, νὰ ἀσχοληθοῦν ἐπισταμένως μὲ τὸ καίριο αὐτὸ θέμα τῆς διακινήσεως αἱρετικῶν δοξασιῶν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ «ὀρθόδοξο» ἐπίσκοπο, στὸν ὁποῖο, ἀντὶ νὰ γίνουν συστάσεις νὰ ἀποκηρύξει τὶς αἱρετικὲς θέσεις του, οἱ συνεπίσκοποί του τὸν βραβεύουν!!!


Α΄ Μέρος
Πρόθεσή αὐτῆς τῆς ἐργασίας εἶναι νὰ παρουσιασθοῦν στὸ θεολογικὸ κόσμο καὶ στὸ εὐρύτερο κοινό, κάποιες ἀπὸ τὶς θέσεις τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου, ἡ σύνθεση τῶν ὁποίων ἀποκαλύπτει ὅτι ἕνας –κατὰ τεκμήριον ὀρθόδοξος– Ἱεράρχης δὲν θεολογεῖ πατερικά, ἀλλὰ (ὅπως ὁ καθηγητὴς Φαράντος ἔδειξε) «τὸ ὄργανον καὶ τὸ κριτήριον τοῦ θεολογεῖν διὰ τὸν κ. Ζηζιούλα εἶναι ἡ λογική, εἰδικώτερον δὲ ἡ ἐπιστημονικὴ λογική. Ὁ κ. Ζηζιούλας ἀποφεύγει ἐπιμελῶς νὰ ἐργάζεται μὲ θεολογικὰς ἐννοίας καὶ κατηγορίας, ὅπως θεία ἀποκάλυψις, Ἁγία Γραφὴ καὶ Ἱερὰ Παράδοσις, ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων, αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας, πίστις κλπ.». Καὶ ὅταν χρησιμοποιεῖ αὐτὲς τὶς ἔννοιες, «οὐδένα, σχεδόν, ρόλον παίζουν εἰς τὸν θεολογικόν του στοχασμόν».
Οὐσιαστικὰ ὁ Περγάμου ἀπαιτεῖ, κατὰ τὸν Φαράντο, ὅταν ὁμιλοῦμε θεολογικά, νὰ διατυπώνουμε τὶς ἀπόψεις μας «μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μὴν προσκρούσωμε σὲ λογικὲς ἀντιφάσεις καὶ σὲ βασικὰ ἐπιστημονικὰ δεδομένα»[1]. Δηλαδή, ὁ Περγάμου θεολογώντας, ἐπαναλαμβάνει σὲ ἄλλη συχνότητα τὴν θεολογικὴ μέθοδο τοῦ Βαρλαάμ, στὴν ὁποία ὡς γνωστὸν ἐναντιώθηκε καὶ πολέμησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Μὲ τὴν «θεολογία» αὐτή, ὁ ἄνευ ποιμνίου Μητροπολίτης Περγάμου καὶ μὲ αἰχμὴ τοῦ δόρατος στὴν Ἑλλάδα 4-5 ὁμοϊδεάτες του οἰκουμενιστὲς μητροπολίτες καὶ κάποιους θεολόγους, καὶ μὲ κέντρο ἐξόρμησης τὴν «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου», ἐπιτυγχάνουν τὴν σαλαμοποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἢ (μὲ σύγχρονους ὅρους) τῆς «Βήμα πρὸς Βήμα», «Τμηματικῆς Προσέγγισης» τῶν ὀρθοδόξων πληθυσμῶν, μὲ σκοπὸ τὴν ἀποδόμηση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης. Ἡ μέθοδος αὐτὴ χρησιμοποιεῖται σήμερα ἀπὸ τοὺς παγκοσμιοποιητὲς γιὰ νὰ οἰκοδομήσουν τὴ Νέα Παγκόσμια Τάξη, ἐπειδὴ δυσκολεύονται νὰ ἐπιβληθοῦν μονομιᾶς στοὺς λαοὺς τῆς γῆς. Ἔτσι οἱ διάφορες ὁμάδες ποὺ ὑπηρετοῦν αὐτοὺς τοὺς σκοτεινοὺς κύκλους, καταφέρνουν νὰ ἐπιτύχουν εὐνοϊκὲς γιὰ τοὺς σκοπούς τους νομοθετικὲς ρυθμίσεις, ἐπηρεάζοντας μέσῳ ἐμπίστων προσώπων καὶ καταλλήλως διατυπωμένων θεμάτων ὀργανισμούς, πανεπιστημιακὲς μονάδες, οἰκονομικοὺς φορεῖς, κυβερνήσεις κ.λπ. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνουν προοδευτικά, «κομμάτι-κομμάτι, συνθήκη μὲ συνθήκη, νόμο μὲ νόμο, θεσμὸ μὲ θεσμὸ καὶ ὀργανισμὸ μὲ ὀργανισμό», χωρίς νὰ ἀποκαλύπτουν παρὰ κάποιες πτυχὲς τοῦ σχεδίου τους· ἔτσι δὲν γίνεται κἀν ἀντιληπτὸς ἀπὸ τοὺς περισσότερους ὁ τελικός τους στόχος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διαβρώνουν τὰ πάντα καὶ νὰ ἐπιβάλλουν τὸ σκοπό τους.
Βέβαια στὸν Ὀρθόδοξο κόσμο ἡ μέθοδος αὐτὴ εἶναι ἐν μέρει γνωστή, ἀφοῦ ἐπὶ αἰῶνες ἐφαρμόζεται ἀπὸ τὸ Βατικανὸ μὲ σκοπὸ τὴν ὑποταγὴ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας στὸν Πάπα. Σήμερα, ὅμως, στὰ πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει τελειοποιηθεῖ, διότι ἔχουν βρεθεῖ ἐκεῖνοι ἐκ τῶν ὀρθοδόξων, ποὺ τὴν ὑλοποιοῦν, καὶ οἱ ὁποῖοι «Βῆμα πρὸς Βῆμα» καὶ μὲ τρόπο ποὺ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνυποψίαστους πιστοὺς δὲν τὴν ἀντιλαμβάνονται, ἀποδομοῦν καὶ ὑπονομεύουν πτυχὲς τῆς Πίστεως ἢ τῆς Παραδόσεως, φαινομενικὰ μικρῆς σπουδαιότητας καὶ ἄσχετες μεταξύ τους. Ὅταν, ὅμως, συνδυαστοῦν ὅλα αὐτὰ μεταξύ τους, ἀποκαλύπτεται ὡς ἄλλος πίνακας παζλ, ἡ σκοπιμότητα καὶ ὁ στόχος: ἡ ἐπιβολὴ τοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πρὶν τὴν ἐπικράτηση καὶ τὴ λατρεία τοῦ Ἀντίχριστου.


ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Ἑστίες οἰκουμενισμοῦ στὴν ἄλλοτε ὀρθόδοξη Ἑλλάδα εἶναι πολλές. Μπορεῖ κανεὶς νὰ τὶς ἀναζητήσει σὲ μητροπολιτικὰ μέγαρα, πνευματικοὺς καθοδηγητὲς καὶ νεο-μετα-πατερικοὺς θεολόγους. Ἡ φωλιά, ὅμως, ὅπου ἐκκολάπτεται τὸ αὐγὸ τοῦ φιδιοῦ (καὶ φαρμακερὸ φίδι εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός), εἶναι ἡ φιλοξενούμενη ἀπὸ τὸν «ὀρθόδοξο» μητροπολίτη Δημητριάδος «Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου». Γιὰ τὸ ρόλο τῆς Ἀκαδημίας Βόλου καὶ τοῦ κ. Ζηζιούλα ἔχουν μιλήσει πολλοί. Στὴν παράγραφο αὐτὴ θὰ ἐξετάσουμε δι’ ὀλίγων τὸ νεόπλασμα τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας, τὸ ὁποῖο δυστυχῶς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, καλλιεργεῖται «ἐπιτυχῶς» διὰ τοὺς οἰκουμενιστὲς στὴν Θεολογικὴ Ἀκαδημία Βόλου. Θὰ μεταφέρουμε, λοιπόν ἐδῶ εἰσαγωγικά, ἕνα χαρακτηριστικὸ κείμενο, ἀπὸ ἄρθρο τοῦ μητροπολίτη Ναυπάκτου, γιὰ τὸ πῶς ἐννοοῦν τὴν μεταπατερικὴ θεολογία κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐκφραστές της.
«Ὀρθόδοξος καθηγητὴς Πανεπιστημίου βιβλικῆς θεολογίας τοῦ Ἐξωτερικοῦ ποὺ ἔχει ἐπηρεασθῆ κατὰ πολὺ ἀπὸ προτεσταντικὲς ἰδέες, ὑποστήριζε ὅτι, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, οἱ Πατέρες εἶναι τὰ σύννεφα ποὺ καλύπτουν τὸν ἥλιο, ὁπότε πρέπει νὰ ἀπομακρύνουμε τὰ σύννεφα γιὰ νὰ φωτισθοῦμε ἀπευθείας ἀπὸ τὸν Χριστό! Κάτω ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀντορθόδοξη (καὶ ἀλλοπρόσαλλη) λογικὴ «δημιουργήθηκαν οἱ ὅροι “νεοπατερικὴ” καὶ “μεταπατερικὴ” θεολογία. Στὴν ἀρχὴ δειλὰ ἐμφανίσθηκε ὁ πρῶτος ὅρος –νεοπατερικὴ– μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνονται ἁπλῶς τὰ κείμενα τῶν Πατέρων, ἀλλὰ νὰ ἐντοπίζεται τὸ “πνεῦμα” τους καὶ νὰ μεταφέρεται στὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς μας, νὰ ἐξετάζεται, δηλαδή, πῶς θὰ ὁμιλοῦσαν οἱ Πατέρες γιὰ σύγχρονα ζητήματα» (Βλάχου Ἱεροθέου, μητροπ. Ναυπάκτου, Ἡ Βαπτισματικὴ Θεολογία).
Δυστυχῶς οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι καμώνονται πὼς δὲν γνωρίζουν, πὼς αὐτὸ ἀνέκαθεν ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, στηριζόμενοι, ὅμως, μὲ ἀπέραντο σεβασμὸ στὴν ὁμοφωνία τῶν πρὸ αὐτῶν Ἁγίων καὶ μὴ μεταβάλλοντες «ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία» ἀπὸ τὴν διδασκαλία τους καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς νεο-πατέρες, οἱ ὁποῖοι μὲ πρόσχημα τὴν θέση ὅτι: «δὲν μᾶς κατανοοῦν οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι καὶ ἄρα πρέπει νὰ μιλήσουμε στὴν γλῶσσα τους», δὲν προσφέρουν ἁπλῶς μὲ νέο τρόπο τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα, ἀλλὰ ἀλλοιώνουν τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μάλιστα σκοπίμως, στὰ πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Καὶ ἐνῶ κατεφέρονταν κατὰ τοῦ δυτικότροπου «εὐσεβισμοῦ», πέτυχαν τελικὰ νὰ ἐπαναφέρουν ἀπὸ τὸ παράθυρο ὅ,τι δυτικὸ πολέμησαν καὶ προσπάθησαν νὰ τὸ βγάλουν ἀπὸ τὴν πόρτα. Αὐτοὶ δηλαδή ποὺ ὀλοφύρονται γιὰ τὴν ἐπὶ αἰῶνες εὑρισκόμενη ἐν «βαβυλωνίᾳ αἰχμαλωσίᾳ» Ὀρθοδοξία (γιὰ νὰ μᾶς πείσουν γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία τους), ἔπεσαν θύματα τῆς παγίδας ποὺ ἀριστοτεχνικὰ τοὺς ἔστησαν παπικοὶ καὶ προτεστάντες, καὶ ἔκτοτε ἐργάζονται γιὰ λογαρισμὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διὰ μέσου τῶν ἀντιπατερικῶς διεξαγομένων θεολογικῶν Διαλόγων, τῶν συμπροσευχῶν, τῶν σεμιναρίων, κ.λπ. Μόλις πρὶν 10 μέρες μάλιστα, οἱ ἐν Ἑλλάδι Οἰκουμενιστὲς ἀνακοίνωσαν (μὲ ὁρμητήριο τὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου καὶ τὶς εὐλογίες τοῦ μητροπολίτη Δημητριάδος Ἰγνάτιου) ὅτι συνεργάζονται μὲ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» (ΠΣΕ) γιὰ τὴν ἔκδοση συλλογικοῦ τόμου, ὁ ὁποῖος θὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς οἰκουμενικῆς (δηλ. τῆς οἰκουμενιστικῆς) θεολογίας στὸν ὀρθόδοξο χῶρο[2].
Συνειδητοποιεῖ πλέον, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ κανείς, ὄχι χωρὶς θλίψη, ὅτι μὲ τὴν μεταπατερικὴ θεολογία οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἐξουδετερωθεῖ, δὲν χρησιμοποιοῦνται τὰ πατερικὰ κείμενα ἀπὸ τοὺς νεοπατερικοὺς-νεορθόδοξους-μετανεωτερικοὺς θεολόγους σύμφωνα μὲ τὴν περὶ τῆς «συμφωνίας τῶν Πατέρων» ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀλλὰ χρησιμοποιοῦνται μόνο γιὰ νὰ παραπλανήσουν ἢ γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς οἰκουμενιστικὲς ἰδέες τους καὶ πρακτικές.
Ὡς ἐκ τούτου «ἡ μεταπατερικὴ καὶ συναφειακὴ θεολογίας, εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἕναν συγκρητισμό, ὄχι μόνον στὸν τρόπο ζωῆς, ἀλλὰ καὶ στὴν ἔκφραση τῆς πίστεως. Ἀμφισβητεῖται μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο στὴν πραγματικότητα ἡ ὁριοθέτηση τῆς πίστεως, τὴν ὁποία ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες, δηλαδὴ ἀποδομεῖται ὁλόκληρη ἡ θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων» (Βλάχου Ἱεροθέου, μητροπ. Ναυπάκτου, Ἡ Βαπτισματικὴ Θεολογία).
«Ὁ ἄνθρωπος, τώρα, ποὺ εἰσήγαγε τὸν ὅρο (“μεταπατερικὴ θεολογία”) εἶναι ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὅπως μαρτυρεῖται στὸ περ. “Θεολογία”, τόμος 81 τοῦ 2010, ἀφιερωμένος στὸν Φλωρόφσκυ, ὅπου μεταφράζεται γιὰ πρώτη φορὰ ἡ ὁμιλία τοῦ π. Γεωργίου, ἡ ὁποία ἐκφωνήθηκε στὰ 1948, στὰ ἐπίσημα ἐγκαίνια  τοῦ Ἁγίου Βλαδίμηρου στὴν Ν.Υ. Ὁ π. Φλωρόφσκυ ὁμολογεῖ: “Βρισκόμαστε ἴσως στὶς παραμονὲς μιᾶς νέας θεολογικῆς σύνθεσης –θὰ ἔλεγα μιᾶς νεο-πατερικῆς σύνθεσης. Ἡ θεολογικὴ παράδοση πρέπει νὰ ἑνοποιηθεῖ ἐκ νέου”»[3]. Καὶ πρέπει (συνεχίζει) νὰ ἑνοποιηθεῖ, «ὄχι ἁπλῶς μὲ τὴν μορφὴ τῆς ἀνακεφαλαίωσης ἢ τῆς συσσώρευσης. Αὐτὴ φαίνεται ὅτι χρειάζεται νὰ εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἄμεσες προτεραιότητες τῆς Ἐκκλησίας σήμερα. Καὶ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ἀσφαλὴς ἀφετηρία γιὰ τὴ θεραπεία τῆς χριστιανικῆς διάσπασης. Ἡ οἰκουμενικὴ συνεργασία στὸ χῶρο τῆς θεολογίας εἶναι ἤδη γεγονός. Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Προτεστάντες θεολόγοι συνεργάζονται σὲ πολλοὺς τομεῖς. Πρέπει καὶ οἱ ὀρθόδοξοι νὰ συμμετάσχουν»[4].
«Ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἰω. Ζηζιούλας τὴν ἰδέα τοῦ π. Φλωρόφσκυ προκύπτει κάτι πολὺ φτωχό, σὲ σχέση μὲ τὴν ἀπειλὴ ποὺ κρύβει ἡ ὀνομασία της. “Ἡ νεοπατερικὴ σύνθεση ὑφίσταται μέσα στὰ πλαίσια μιᾶς ἀναβιώσεως τῆς ἐννοίας καὶ τῆς ἐμπειρίας τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὑπῆρξε πρὸ τοῦ Σχίσματος. Τὰ δύο αὐτὰ πράγματα εἶναι συνυφασμένα. Νεοπατερικὴ σύνθεση καὶ ἐπανεύρεση τῆς καθολικότητας δὲν μποροῦν νὰ ἀποχωριστοῦν”. Ὁ στόχος τῆς ἐπανένωσης τίθεται καὶ στὶς δύο Ἐκκλησίες, ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ λογικὴ τῆς Χριστιανικῆς ἱστορίας. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν λογικὴ ἐκπηγάζει ἡ οἰκουμενικὴ ἰδέα»[5].
Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει ὁ Φλωρόφσκυ: «Εἶναι πολὺ σημαντικὴ ἡ ἐπιστροφὴ τῶν φιλοσόφων στην Ἐκκλησία, καὶ ἡ προσπάθειά τους νὰ ἑρμηνεύσουν ἐκ νέου μὲ ἀκρίβεια τὴν πατερικὴ παράδοση μὲ συγχρόνους ὅρους, νὰ ἐπαναδιατυπώσουν τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὡς μία πλήρη φιλοσοφία ζωῆς... Ἡ μονίμη κληρονομία αὐτῆς τῆς σχολῆς (τῶν Ρώσων φιλοσόφων) δὲν εἶναι οἱ ἰδιότυπες ἀντιλήψεις τους, ἀλλὰ κυρίως ὁ σκοπός τους: νὰ δείξουν καὶ νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἐπιμείνει μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν παραδοσιακὴ πίστη καὶ στὴν Ἐκκλησία τῶν Πατέρων, χωρὶς νὰ κάνει κανένα συμβιβασμὸ ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἐλευθερία τῆς σκέψης του καὶ χωρὶς να προδώσει τὶς ἀναγκες καὶ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ σύγχρονου κόσμου»[6]. «Γιὰ τὸν Φλωρόφσκυ ὁλόκληρη ἡ Πατερική μας παράδοση ἀνήκει στὸν διχασμό. Ἡ παλαιοπατερικὴ παράδοση εἶναι αἰτία τοῦ σχίσματος. Νεοπατερικὴ θεολογία σημαίνει ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ»[7].
Μὲ ἐφαλτήριο αὐτὴν τὴν «θεολογία» τοῦ Φλωρόφσκυ ὁ κ. Ζηζιούλας, συνέχισε θεολογώντας φιλοσοφικά. Ἡ καθαρὴ Πατερικὴ θεολογία –καὶ μὲ τὰ λόγια, καὶ τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων– ἐνοχλεῖ· δὲν εἶναι εὐκολομεταχείριστο ὅπλο στὰ χέρια τῶν οἰκουμενιστῶν. Ἐπειδὴ οἱ τοιοῦτοι, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, «τεχνολογοῦσι» φιλοσοφοῦντες καὶ «οὐ θεολογοῦσι, ἡ τοῦ κόσμου σοφία τὰ πρωτεῖα φέρεται, παρωσαμένη τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ»[8]. Γι’ αὐτὸ ζητᾶ μαζὶ μὲ τὸν Φλωρόφσκυ, τὴν ἐπιστροφὴ τῶν φιλοσόφων στὴν Ἐκκλησία. Οὐδεμία, λοιπόν, ἀναφορὰ στὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἧς ἀπεσκίρτησαν. Πλήρης ἀπουσία τῆς πρακτικῆς τῆς Μετανοίας, μόνης ὁδοῦ ἐπανόδου τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία. Διαγραφὴ τῆς λέξεως «αἵρεση» καὶ «αἱρετικοί». Ἔτσι ἐννοεῖ ὁ κ. Ζηζιούλας τὴν «ἐπαναδιατύπωση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας». Μὲ τὸν ἐξοστρακισμὸ ἐκείνων τῶν ἐννοιῶν ποὺ ἐμποδίζουν τὴν ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν», ὅπως οἱ νεο-πατέρες τὴν φαντάζονται: ἕνωση παρὰ τὴν διαφορετικότητα καὶ ἑτερότητα στὴν Πίστη!
Ἂς δοῦμε, ὅμως, μερικὲς θέσεις τοῦ κ. Ζηζιούλα καὶ τῶν σὺν αὐτῷ γιὰ τὴν μεταπατερικὴ θεολογία.
Γράφει ὁ κ. Ζηζιούλας: «Ἡ “νέα πατερικὴ σύνθεση” ποὺ προτείνει ὁ Φλωρόφσκυ, εἶναι στὴν οὐσία μιὰ ἀνασύνθεση τῆς Πατερικῆς θεωρήσεως τοῦ κόσμου μὲ ἀφετηρία καὶ ἐπίκεντρο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐν ὄψει τῶν προκλήσεων ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ θεολογία σὲ μιὰ συγκεκριμένη ἐποχή... Ὁ Φλωρόφσκυ ἐπιμένει ὅτι ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση εἶναι, ὅπως τὶς ὀνομάζει ἐκεῖ, δύο “σιαμαῖες ἀδελφές”. Δὲν μπορεῖ ὁ χειρουργὸς νὰ πετύχει τὴν ἀποκόλλησή τους μὲ κανένα τρόπο, χωρὶς νὰ καταστρέψει τόσο τὴ μία ὅσο καὶ τὴν ἄλλη. Καὶ ἀναλύει γιατὶ ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση ξεκίνησαν μαζί, πῶς γεννήθηκαν καὶ πῶς ἡ μία χωρὶς τὴν ἄλλη δὲν μπορεῖ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας.  (...)Ἐξ αἰτίας τῆς συμπεριφορᾶς τῆς Δύσεως, οἱ “σιαμαῖες ἀδελφές”, ἡ Ἀνατολὴ καὶ Δύση ἀκολούθησαν αὐτόνομους δρόμους καὶ ἀνέπτυξαν μία συνείδηση αὐταρκείας»[9].
Τέλος, ὑπάρχει μιὰ “ὁμολογιακὴ” ἀντίληψη περὶ ὀρθοδοξίας, ἕνας στεῖρος ἀντιδυτικισμός, ποὺ ἀγνοεῖ ὅτι ἐπὶ ἐννέα αἰῶνες Ἀνατολὴ καὶ Δύση ἦταν μία Ἐκκλησία, καὶ ὅτι τώρα πρέπει νὰ γίνουν πάλι μία. Ἡ ἔξοδος τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν αὐτάρκειά της, ποὺ ἀναπτύχθηκε μετὰ τὸ σχῖσμα εἶναι σημαντικὸ μήνυμα τοῦ Φλωρόφσκυ. Ἡ καθολικότητα[10] τῆς Ἐκκλησίας προϋποθέτει τὴν ἐπανεύρευση τῆς ἑνότητας Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως ποὺ ὑπῆρχε στὴν πρώτη χιλιετία»[11].
Προϋπόθεση γιὰ νὰ ἔχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καθολικότητα, λοιπόν, εἶναι ἡ ἑνότητα ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν διὰ συμβιβασμῶν καὶ ἀπὸ κοινοῦ ὑποχωρήσεων, χωρὶς τὴν ἐπιστροφὴ τῶν τελευταίων στὴν Ἀλήθεια τῆς Μίας Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ἐμμένουσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀκολούθησε (κατὰ τὸν Ζηζιούλα) «αὐτόνομο δρόμο» καὶ «συνείδηση αὐταρκείας» καὶ δὲν ἔχει τὴν «καθολικότητα». Μόνο ἂν ἀρνηθεῖ τὴν αὐτάρκειά της (δηλ. τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη) καὶ δείξει ἀνεκτικότητα ἢ συμβιβασθεῖ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ Ρώμη ἀκολουθεῖ νόμιμα μιὰ ἄλλη χριστιανικὴ παράδοση στὰ πλαίσια τῆς ἑτερότητας, τότε θὰ ἀποκτήσει καὶ πάλι τὴν «καθολικότητά» της. Δηλ. χωρὶς τὴν ἑνότητα μὲ Παπικοὺς καὶ χωρὶς Πρώτη κορυφὴ τὸν Πάπα, δὲν ἔχουμε καθολικότητα!
Διερωτᾶται εὐλόγως κανείς, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά: Σε ποιά «ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία» στηρίζονται καὶ ποιά ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία ἐκφράζουν ὅλες αὐτὲς οἱ θέσεις; Γράφει ὁ καθηγητὴς Κορναράκης: «Τί σημαίνει πράγματι «ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία»; Ἄν, «ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία» δὲν σημαίνει τὴν κατασταλαγμένη στὰ πατερικὰ κείμενα καὶ στοὺς ὅρους καὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων θεολογικὴ-φωτιστικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ σημαίνει αὐτὸς ὁ μετανεωτερικὸς ὅρος τῆς "σύγχρονης" θεολογίας; Μήπως τὸ δικαίωμα νὰ στοχάζεται κάποιος θεολογικῶς, ἐκτὸς τῶν θεολογικῶν δεδομένων τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως; Μήπως «ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας», στὴ μετανεωτερικὴ γλῶσσα, εἶναι ἡ αὐθαίρετη, ὑποκειμενικὴ ἔκφραση τοῦ κάθε θεολόγου στοχαστοῦ;
»Ὁπωσδήποτε, ὅμως, τὸ εἶδος καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐπαναδιατυπώσεως τῆς ὅλης θεολογίας ἀπὸ τὸν Περγάμου κ. Ζηζιούλα, ἔχει ἤδη κριθεῖ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν πατερικῶν κειμένων τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καὶ δείχνει νὰ ἐμφανίζει τὴν ἴδια μετανεωτερικὴ γραφὴ κειμένων «νεορθοδόξων», στὰ ὁποία γίνεται μὲν πληθωρικὴ μνεία τῶν ὅρων «πατέρες», «πατερικὴ θεολογία», «ὀρθοδόξη παράδοση», χωρὶς ἐν τούτοις, ὅσα «πατερικὰ» λέγονται καὶ γράφονται, νὰ στηρίζονται σὲ οἰκεῖα πατερικὰ κείμενα, ὥστε νὰ ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν πραγμάτων ἡ γνησιότητα τῆς πατερικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ γράφοντος ἢ τοῦ λέγοντος!»[12].
Σήμερα ἡ Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου τίμησε τὸν κ. Ζηζιούλα, ἀνταποδίδοντας ὅσα, σὲ ὁμιλία του τὸ 2008 ὁ κ. Ζηζιούλα εἶχε πεῖ γιὰ τὴν Ἀκαδημία: Τότε, μὲ θέμα «Εὐχαριστία καὶ Κόσμος» ἔλεγε: «...Διαπιστώνω ὅτι ἡ Ἀκαδημία αὐτὴ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸν κόπο καὶ τὴν ἐμπνευσμένη ἡγεσία τοῦ Σεβασμιωτάτου, ὄχι μόνο ρίζωσε, ἀλλὰ ἀποτελεῖ πλέον μία πραγματικὴ ἐλπίδα γιὰ τὸν τόπο μας. Ζοῦμε σὲ μία ἐποχὴ θεολογικῆς συγχύσεως, ἐνίοτε δὲ καὶ θεολογικῆς ἀφασίας, ἰδιαιτέρως στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ ἔλεγα ὅτι τούτη ἡ Ἀκαδημία ἐκπέμπει ζωντανὸ θεολογικὸ λόγο, ποὺ δεν εἶναι ὁ συνήθης ξύλινος λόγος τοῦ παρελθόντος, ὁ στεῖρος λόγος —γιατὶ δυστυχῶς καὶ ἡ θεολογία ἔχει γίνει καὶ αὐτὴ ἐν πολλοῖς ξύλινος λόγος— ἀλλὰ ἕναν λόγο ζωντανό που μιλάει στους προβληματισμοὺς τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὡς θεράπων τῆς θεολογίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὸν Σεβασμιώτατο Ἅγιο Δημητριάδος καὶ στοὺς συνεργάτες του, γιατὶ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ Ἀκαδημία»!




ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Καὶ ἐρχόμαστε στὴν ἐξέταση μιᾶς θέσεως –θεμελιακῆς ἀξίας γιὰ τοὺς οἰκουμενιστές, τὴ γνωστὴ «Βαπτισματικὴ Θεολογία», ποὺ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ αἵρεση. Τί εἶναι, λοιπόν, ἡ «Βαπτισματικὴ Θεολογία», ποιά σκοπιμότητα τὴν ἐπέβαλε καὶ ποιός εἶναι ὁ ρόλος τοῦ μητροπολίτη Περγάμου, κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα;
Εἶναι πασίγνωστη ἡ φράση τοῦ ἀπ. Παύλου πὼς στὴν Μία Ἐκκλησία, ὑπάρχει «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα, εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων» (Ἐφ. 4, 5). Τὴν διδασκαλία αὐτὴ τοῦ Εὐαγγελίου ἀναιρεῖ ὁλοτελῶς καὶ (διὰ τοῦ κ. Ζηζιούλα) ἡ «Βαπτισματικὴ Θεολογία», ἀφοῦ -σύμφωνα μὲ αὐτὴν- τὸ βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο, ὄχι μόνο ὅταν τελεῖται ἀπὸ ὀρθόδοξο ἱερέα, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ὅταν τελεῖται ἀπὸ αἱρετικό. Μόνη προϋπόθεση ποὺ θέτουν οἱ οἰκουμενιστές, εἶναι τὸ Βάπτισμα νὰ τελεῖται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γράφει σχετικὰ ὁ Περγάμου: «Τὸ Βάπτισμα δημιουργεῖ ἕνα ὅριον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Τὸ Βάπτισμα, Ὀρθόδοξον ἢ μή, ὁριοθετεῖ τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποια περιλαμβάνει Ὀρθοδόξους καὶ ἑτεροδόξους. Ὑφίστανται βαπτισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας» καὶ «ἐκτὸς βαπτίσματος δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία». Ἀντιθέτως, «ἐντός τοῦ βαπτίσματος, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχη μία διάσπασις, μία διαίρεσις, ἕνα σχίσμα, δυνάμεθα νὰ ὁμιλῶμεν διὰ Ἐκκλησίαν». Ἄρα, μέσα στὰ βαπτισματικὰ ὅρια ὁ κ. Ζηζιούλας, στοιβάζει Ὀρθοδόξους καὶ αἱρετικούς, πολλὰ βαπτίσματα (ὅσες καὶ οἱ αἱρετικὲς “ἐκκλησίες”), πολλὲς πίστεις καὶ πολλοὺς θεούς, ἀφοῦ οἱ αἱρετικὲς ὁμολογίες τῆς Δύσεως, ἔχουν διαφορετικὴ ἄποψη γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ Μυστήριά της, ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἔχουν οἱ Ὀρθόδοξοι! Καὶ βέβαια δι’ αὐτῆς τῆς θεωρίας, παραβαίνονται κατάφορα πολλοὶ Ἱ. Κανόνες.
Πράγματι, αὐτὴ ἡ διατύπωση, μόνο ἀπὸ ἄγευστο τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης θεολόγο θὰ μποροῦσε νὰ διατυπωθεῖ ἢ ἀπὸ κάποιον ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ «διευκολύνει» τοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες στὴν ἐμπέδωση καὶ ἐπικράτηση στὸν ὀρθόδοξο χῶρο τῆς οἰκουμενιστικῆς ἰδεολογίας. Καὶ τὸ Βατικανό, ἀφοῦ γιὰ κάποια χρόνια κυκλοφόρησε αὐτὴ ἡ διαλυτικὴ ἰδεολογία περὶ βαπτισματικῆς θεολογίας, χωρὶς νὰ τύχει σοβαρῆς ἀντίδρασης ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς, προχώρησε στὴν περαιτέρω πρώθηση τῶν σχεδίων του.
«Τὸν Μάϊο τοῦ 2002 ξεκίνησε ἀπὸ τὸν Πρόεδρο τοῦ Παπικοῦ Συμβουλίου γιὰ τὴν προωθήση τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν, καρδινάλιο Βάλτερ Κάσπερ, ἡ πρωτοβουλία, νὰ ἀσχοληθοῦν στὰ ἐπισκοπικὰ συμβούλια μὲ τὸ θέμα τοῦ βαπτίσματος καὶ τὴν οἰκουμενικὴ σημασία τῆς ἀμοιβαίας ἀλληλο-ἀναγνώρισης του, καθὼς καὶ νὰ ὑπογραφοῦν μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἀντίστοιχες συμφωνίες. Τὸ Γερμανικὸ Ἐπισκοπικὸ Συμβούλιο ἀποδέχθηκε αὐτὴν τὴν πρωτοβουλία ἀπὸ τὴ Ρώμη» καὶ μὲ συμμετοχὴ πολλῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἕνωσης τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴ Γερμανία (KOKiD) ὑπογράφτηκε κείμενο ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσης τοῦ βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο μεταξὺ ἄλλων λέγει: «Ὡς ἕνα σύμβολο τῆς ἑνότητας ὅλων τῶν Χριστιανῶν, τὸ βάπτισμα μᾶς συνδέει μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό... Καὶ παρ’ ὅλες τὶς διαφορὲς στὴν ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὑφίσταται μεταξύ μας μία βασικὴ συμφωνία ὡς πρὸς τὸ βάπτισμα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναγνωρίζουμε κάθε βάπτισμα ποὺ ἔχει τελεστεῖ κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἰησοῦ, στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὴν συμβολικὴ πράξη τῆς καταδύσης στὸ νερὸ ἢ τῆς ἐπίχυσης μὲ νερό, καὶ χαιρόμαστε γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ βαπτίζεται. Αὐτὴ ἡ ἀμφίδρομη ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ἐκφράζει τὸν θεμελιωμένο στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δεσμὸ τῆς ἑνότητας»[13].
Ἔτσι ὁ κ. Ζηζιούλας, ἀντὶ ὡς ἐπίσκοπος «νὰ ἐλέγχει τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ τοὺς νουθετεῖ, μήπως ἤθελαν καταλάβουν καὶ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν πλάνην των», –ὅπως ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει στὸ Πηδάλιο (σελ. 51), ἀντὶ νὰ ἀποφεύγει ὄχι μόνο τὶς συμπροσευχὲς μὲ μὲ αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τὶς κοινὲς ἐμφανίσεις καὶ συνεστιάσεις, –ὅπως οἱ Πατέρες καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἔχουν νομοθέτησει, ὁ κ. Ζηζιούλας ὡς ἕνας μικρὸς πάπας κι αὐτός, τολμᾶ ἀπὸ καθέδρας διδασκαλικῆς νὰ «ἐπικυρώνει» τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καὶ ἔτσι νὰ ἀναβαθμίζει τὶς κοινότητές τους σὲ «ἐκκλησίες»!
Ἀσφαλῶς, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἀποτελεῖ ὕβρι κατὰ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ γιὰ «ἓν βάπτισμα» ποὺ πραγματοποιεῖται μόνο ἐντὸς τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας. Στὸ ζήτημα δὲ αὐτό, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, π.χ., σαφῶς θεωροῦσε τὴν ὀρθὴ πίστη ὡς ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἐκπληρώση ἑνὸς γνησίου βαπτίσματος. Τὰ λόγια του περιεκτικὰ ἐκφράζουν τὴν πατερικὴ ὁμοφωνία: «Διὰ τοῦτο γοῦν καὶ ὁ Σωτὴρ οὐκ ἁπλῶς ἐνετείλατο βαπτίζειν», ἀλλὰ πρῶτα εἶπε «μαθητεύσατε» καὶ ὕστερα «βαπτίζετε εἰς ὄνομα Πατρός, καὶ Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος, ἵν’ ἐκ τῆς μαθήσεως ἡ πίστις ὀρθὴ γένηται, καὶ μετὰ πίστεως ἡ τοῦ βαπτίσματος τελείωσις προστεθῇ. Πολλαὶ γοῦν καὶ ἄλλαι αἱρέσεις λέγουσαι τὰ ὀνόματα μόνον, μὴ φρονοῦσαι δὲ ὀρθῶς, ὡς εἴρηται, μηδὲ τὴν πίστιν ὑγιαίνουσα ἔχουσαι, ἀλυσιτελὲς (=χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα) ἔχουσι καὶ τὸ παρ' αὐτῶν διδόμενον ὕδωρ, λειπόμενον εὐσεβείᾳ ὥστε καὶ τὸν ραντιζόμενον παρ' αὐτῶν ρυπαίνεσθαι μᾶλλον ἐν ἀσεβείᾳ ἢ λυτροῦσθαι» (Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ τῶν Ἀρειανῶν 2, 42-43, PG 26, 237B).
Εἶναι εὔκολο νὰ βροῦμε, ποιοί πρῶτοι μίλησαν περὶ «Βαπτισματικῆς θεολογίας», ἀφοῦ αὐτὴ ἔχει ἀγγλικανικὲς καταβολές, προωθήθηκε δὲ καὶ ἀπὸ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, ὡς θεωρία περὶ τῆς «βαπτισματικῆς ἑνότητας». Ἄρα, λοιπόν, Ἀγγλικανοὶ καὶ Βατικανὸ προηγήθηκαν, ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο καὶ ἀποτέλεσαν τὴ βάση, πάνω στὴν ὁποία στηρίχτηκαν (καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐμολύνθησαν) οἱ ἀενάως διαλεγόμενοι μετὰ τῶν αἱρετικῶν «ὀρθόδοξοι» οἰκουμενιστές, γιὰ νὰ λανσάρουν τὴν –μὲ ὀρθόδοξο ἐπικάλυμμα– «βαπτισματικὴ θεολογία». Ἔτσι ὡς «μηδήσαντες», βάλθηκαν συστηματικὰ νὰ ἀλλοιώσουν μὲ ὕπουλο τρόπο τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ὥστε νὰ ἐξυπηρετεῖ καλύτερα τοὺς οἰκουμενιστικοὺς στόχους κυρίως τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἀπορρόφηση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Καὶ ἔχει λίγη σημασία ἂν τοῦτο ἔγινε καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ Πάπα ἢ ἦταν ἀποτέλεσμα τοῦ συμφυρμοῦ Ὀρθοδόξων μὲ Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι, ἡ ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν, συνεπάγεται καὶ τὴν de facto ἀναγνώριση τῶν «ἐκκλησιῶν» τους. Ἡ Μία  καὶ Ἁγία Ἐκκλησία, λοιπόν, κατὰ τοὺς οἰκουμενιστές, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους περιλαμβάνει και κάθε καρυδιᾶς αἱρετικὸ καρύδι. Οὐσιαστικὰ ἡ «Βαπτισματικὴ θεολογία» τινάζει στὸν ἀέρα τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καὶ πετάει στὰ σκουπίδια τοὺς αἱματηροὺς ἀγῶνες ποὺ ἔδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Καὶ διὰ τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», λοιπόν, «δίνεται ἡ ἐσφαλμένη καί βλάσφημη ἐντύπωση ὅτι διαψεύδεται ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι τὰ ἀποκομμένα ἀπὸ τὴν ἄμπελο κλήματα δὲν μποροῦν νὰ φέρουν καρπό», ἀφοῦ ὁ κ. Ζηζιούλας καὶ σύμπαντες οἱ Οἰκουμενιστὲς διαβεβαιώνουν «ὅτι παρὰ τὶς αἱρετικὲς ἀποκλίσεις τους οἱ Ρωμαιοκαθολικοί συνιστοῦν Ἐκκλησία καί ὅτι ἔχουν γνήσια μυστήρια. Εἶναι θεολογικῶς ἀλλά καί λογικῶς ὄντως παράδοξο, πῶς οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν δέν ἀντιλαμβάνονται τό κολοσσιαῖο δογματικό σφάλμα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν γιὰ τὸν κτιστὸ χαρακτήρα τῶν μυστηρίων τους»[14].
Βέβαια ὁ κόπος τοῦ κ. Ζηζιούλα καὶ τῶν συνοδοιπόρων του δὲν ἔμεινε ἄκαρπος. Καρποφόρησε καρποὺς πικρίας[15]. Ἡ περὶ «βαπτισματικῆς θεολογίας» αἱρετικὴ δοξασία ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστᾶ, ἀφοῦ υἱοθετήθηκε καὶ περιελήφθη στὴν «Συμφωνία τοῦ Μπάλαμαντ», τὴν ὁποία ἀποδέχτηκαν ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Στὸ κείμενο αὐτὸ διαβάζουμε περὶ τοῦ «κοινοῦ βαπτίσματος»: «Ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς (Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ Ὀρθόδοξους) ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐνεπιστεύθη στὴν Ἐκκλησία Του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχὴ στὰ ἴδια μυστήρια, ...δὲν δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας. Στὰ πλαίσια αὐτὰ εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμὸς ἀποκλείεται». Ἀλλὰ καὶ ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀποδέχτηκε ἐμπράκτως τὴν αἵρεση αὐτὴ σὲ «Κοινὸ Ἀνακοινωθὲν» μετὰ τοῦ Πάπα Ἰωάννη-Παύλου τοῦ Βʹ (29//6/95), μὲ τὴν ἑξῆς δήλωση: «...Παρακινοῦμε τοὺς πιστούς μας, Καθολικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους, νὰ ἐνισχύσουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀδελφότητας, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὸ ἕνα βάπτισμα». Καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας» συνεχίστηκε καὶ ἀπὸ ἄλλους «ὀρθόδοξους» ἐπισκόπους καὶ κοινότητες.
Ἄξιος τοῦ κόπου αὐτοῦ ὁ Μητροπολίτης Περγάμου. Γι’ αὐτὲς καὶ ἄλλες παρόμοιες ὑπηρεσίες τιμᾶ αὐτὸ τὸ τριήμερο ἡ Ἀκαδημία καὶ ἡ Μητρόπολη Δημητριάδος «τὸν βετεράνο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ κλασσικὸν παράδειγμα ὀρθοδόξου ἐκφυλισθέντος ἐκκλησιολογικῶς, διὰ τῆς συμμετοχῆς του εἰς τὴν λεγομένην Οἰκουμενικὴν Κίνησιν» (Καθηγητὴς Ἰω. Κορναράκης). Οἱ Ἅγιοι, ὅμως, ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν διατήρηση τῆς Πίστεως, ἐθλίβησαν βλέποντας μέσα στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ νὰ τιμῶνται οἱ ὑποστηριχτὲς αἱρετικῶν διδασκαλιῶν.
Ἔτσι, λοιπόν, ἡ «βαπτισματικὴ θεολογία» ἀποτελεῖ ἔκφραση μιᾶς ἄλλης, εὐρύτερης αἱρετικῆς θέσεως, τῆς «θεωρίας τῶν κλάδων» καὶ τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν».
Χωρὶς τύψεις καὶ χωρὶς αἰδῶ, βρέθηκαν ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ ἱεράρχες, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Περγάμου, οἱ ὁποῖοι –καταλύοντες «τὰ ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες»– υἱοθέτησαν τὴν «θεωρίαν τῶν κλάδων» καὶ τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν». Δὲν ντράπηκαν νὰ ἀποδεχθοῦν (ἐναντιούμενοι σὲ ὅλη τὴν ὀρθόδοξη παράδοση) ὅτι οἱ δύο «ἀδελφὲς –πλέον κατ’ αὐτοὺς– Ἐκκλησίες», ἔχουν «τὴν ἴδια Παράδοση, τὴν ἴδια Πίστη καὶ τὸ ἴδιο Βάπτισμα, ἔστω καὶ ἐὰν ὑπάρχουν μεταξύ τους μερικὲς διαφορές»!!! Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ κείμενο τοῦ Μπάλαμαντ ἐπανειλημμένως ὑποστηρίζεται ἡ ἄποψη: «Θεωροῦμεν τὴν ἀμοιβαίαν ταύτην ἀναγνώρισιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀντότητος τοῦ βαπτίσματος, παρὰ τὰς διαιρέσεις ἡμῶν, πλήρως σύμφωνον πρὸς τὴν ἀέναον διδασκαλίαν ἀμφοτέρων τῶν ἐκκλησιῶν» (εἰς Βλάχου Ἱεροθέου, μητροπ. Ναυπάκτου, Ἡ Βαπτισματικὴ Θεολογία).
Ὅλες, ὅμως, αὐτὲς οἱ περὶ “βαπτισματικῆς θεολογίας” «προτάσεις καὶ τὰ συμπεράσματα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅλον Συμφωνηθὲν Κείμενον, ἀντιπροσωπεύουν Δυτικὸν σκεπτικισμόν. Ἡ ἀποδοχή των ὑπὸ Ὀρθοδόξων θεολόγων σημαίνει μᾶλλον σκόπιμον προδοσίαν τῶν ὀρθοδόξων θέσεων καὶ ὑποταγὴν εἰς τὰς δυτικὰς οἰκουμενιστικὰς προοπτικάς!» συμπεραίνει ὁ καθηγητὴς π. Γεώργιος Δράγας (Εἰς Βλάχου Ἱεροθέου, μητροπ. Ναυπάκτου, Ἡ Βαπτισματικὴ Θεολογία).
Ἀλλὰ οἱ αἱρετικὲς θέσεις τοῦ κ. Ζηζιούλα δὲν σταματοῦν ἐδῶ. Ὁ Περγάμου θεωρεῖ ἐπὶ πλέον, ὅτι «ἡ Ἐκκλησία, περιλαμβάνουσα Χριστιανοὺς Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, εἶναι ”ἀοράτως ἡνωμένη” (μὲ τοὺς αἱρετικούς), καὶ πιστεύει στὴν θεολογία τῶν “δύο πνευμόνων”», τὴν ὁποίαν σημειωτέον ἐφεῦρε τὸ Βατικανὸ πρὸς ἅλωσιν τῆς ὀρθοδοξίας. Ἀπευθυνόμενος, λοιπόν, ὁ κ. Ζηζιούλας «πρὸς τὸν Πάπα Ἰωάννη Παῦλο B' (τὸ 1998), ἐτόνιζε τὴν ἀνάγκη ”ἐπιταχύνσεως τῆς διαδικασίας ἀποκαταστάσεως τῆς πλήρους κοινωνίας ἡμῶν [ὀρθοδόξων-παπικῶν]... Ὡς εὐστόχως ἐξέφρασε τοῦτο ἡ Ὑμετέρα Ἁγιότης (συνέχιζε ὁ Περγάμου), ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύσις ἀποτελοῦν τοὺς δύο πνεύμονας διὰ τῶν ὁποιων ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία. Ἡ ἑνότης αὐτῶν εἶναι οὐσιώδης διὰ τὴν ὑγιᾶ ζωὴν τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας“»[16]. Δύο πνεύμονες, δύο καρδιές. Καὶ τὸ ρόλο τῆς κεφαλῆς ποιός θὰ τὸν παίξει; Οἱ σχεδιασμοί-συμφωνίες λέγουν: ὁ Πάπας!
Ποιός δὲν κατανοεῖ ὅτι μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ κ. Ζηζιούλας κηρύσσει «ἕτερον Εὐαγγέλιον»; Ποιός δὲν ἀνησυχεῖ καὶ δὲν θλίβεται, συνειδητοποιώντας ὅτι μὲ τὴν υἱοθέτηση τῆς «Βαπτισματικῆς Θεολογίας» καὶ τῆς «θεωρίας τῶν κλάδων» καὶ τῶν «δύο πνευμόνων» ἀχρηστεύονται καὶ διαγράφονται χιλιάδες σελίδες ἀπὸ τὰ Πατερικὰ κείμενα, διὰ τῶν ὁποίων οἱ Πατέρες καταπολέμησαν τὶς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν; Ποιός δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀπροκάλυπτα ὁ Περγάμου ἀποδέχεται ὅτι ἡ μάνα του ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἄρρωστη, συκοφαντώντας την ἀσπλάχνως, ἀφοῦ προϋπόθεση νὰ καταστεῖ ὑγιὴς εἶναι ἡ ἕνωσή της μὲ τὴν Παπικὴ Ἐκκλησία;
Καὶ οἱ Ἕλληνες ἐπίσκοποι (καὶ ὄχι μόνο αὐτοί), βλέπουν τοὺς διπλωματούχους οἰκουμενιστὲς νὰ διαλύουν τὴν Ἐκκλησία καὶ μένουν ἀπαθεῖς, ὡσὰν νὰ μὴν ἄκουσαν ποτέ τους ὅτι πρώτιστο καθῆκον τοῦ ἐπισκόπου (ἂν δὲν τὸ αἰσθάνονται ὡς χρέος ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους) εἶναι ἡ καταγγελία καὶ ἡ ἐκδίωξη τῶν αἱρετικῶν. Αὐτοί, ὅμως, δὲν ἐκδιώκουν τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ ἐπιτρέπουν τὴν Ἕνωση μαζί τους τῇ εὐλογίᾳ τοῦ ἀρχηγέτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου καὶ τοῦ θεωρητικοῦ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ Ζηζιούλα. Ἀκόμα κι ἐδῶ ἄλλαξαν τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση περὶ ἐπισκόπου, διότι τώρα ἔχουν ἀναλάβει ἄλλο καθῆκον, ὅπως εὔγλωττα τὸν παρουσίασε ὁ μητροπολίτης τῆς Ἀκαδημίας Βόλου Ἰγνάτιος: «Τὸ κατεξοχὴν καθῆκον καὶ ἔργο τοῦ κάθε Ἐπισκόπου» εἶπε –καὶ αὐτὸ διδάσκει ὁ κ. Ἰγνάτιος διὰ τῶν ἔργων του– δὲν εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ τὸ «νὰ διακονεῖ τὸ μυστήριο τῆς Ἑνότητος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ! Τὴν Ἑνότητα Κλήρου καὶ Λαοῦ»![17] Καὶ πῶς ὑπηρετεῖ ὁ κ. Ἰγνάτιος τὴν ἑνότητα κλήρου καὶ λαοῦ; Ἐξυπηρετώντας στὴν περαιτέρω ἔξαρση τοῦ κληρικαλισμοῦ καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Πάπα! Αὐτὸ στὴν γλῶσσα τῶν ἁγίων Πατέρων δὲν λέγεται προσπάθεια ἑνοποίησης, ἑνότητα, ἀλλὰ σκόπιμη σπορὰ ζιζανίων, παραπλάνησης καὶ διαίρεση τοῦ λαοῦ.
Ἐδῶ νὰ σημειώσουμε μία χλιαρή ἐξαίρεση: τὸν μητροπολίτη Ναυπάκτου, ὁ ὁποῖος ναὶ μὲν ἔγραψε κατὰ τῶν αἱρετικῶν θεολογιῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἔμμεσα κατὰ τῆς Ἀκαδημίας Βόλου, ἀλλὰ (γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστήσει κανένα) ἔκανε καὶ δύο εἰσηγήσεις σ’ αὐτὴν τὴν Ἀκαδημία!




ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ  ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

Μέχρι σήμερα οἱ πολλοὶ γνώριζαν ὅτι ὁ μητροπολίτης Περγάμου εἶναι ὑποστηρικτὴς τῆς αἱρετικῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας» καὶ τῆς «θεωρίας τῶν κλάδων». Οἱ καθηγητὲς ὅμως,  Ἀνδρ. Θεοδώρου, Μ. Φαράντος, Ἰω. Κορναράκης, π. Δημ. Μπαθρέλλος, Χρ. Σταμούλης κ.ἄ., διακρίνουν στὸ ἔργο του ὑπερβολὲς καὶ μιὰ ἄλλη αἵρεση –ἀπομίμηση τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας»– τὴν αἵρεση τῆς «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογίας», διὰ τῆς ὁποίας ὁ κ. Ζηζιούλας κατακτᾶ ἐπάξια τὸν δυσώνυμο τίτλο τοῦ θεωρητικοῦ σχεδιαστοῦ καὶ «ἀρχιτέκτονα» τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν ἐπί μέρους πτυχῶν της, (ὅπως θὰ φανεῖ παρακάτω) μὲ ἀποκορύφωση τὴν ἀνάδειξη τοῦ οἰκουμενικοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα! Σημαντικὰ στοιχεῖα πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση μᾶς δίδει καὶ ὁ Σταῦρος Νικολαΐδης, συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Τὸ ὑποκείμενο ἐκκλησιάζεται».
Ἀπὸ ἀρκετὰ κείμενα περὶ «Εὐχαριστιακῆς Ἐκκλησιολογίας», ἐπελέγει ἕνα ἐκτεταμένο ἀπόσπασμα ἀπὸ ἄρθρο τοῦ καθηγητῆ Χρυσόστομου Σταμούλη («Ἄσκηση καὶ Εὐχαριστία»), στὸ ὁποῖο δίνονται ἐπαρκεῖς ἐξηγήσεις γιὰ τὸ θέμα. Γράφει ὁ κ. Σταμούλης:
«Ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία θεωρεῖ ὅτι ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ προτεραιότητα βρίσκεται στὴν Εὐχαριστία, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἡ μοναδικὴ ἔκφραση ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας... Ἡ διάθεση τῶν εἰσηγητῶν τῆς εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας (ἦταν) νὰ προφυλάξουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ ἀπολυτοποιήσεις, ὑπερβολὲς καὶ ἐκτροπές, ποὺ ἀλλοιώνουν τὸν τρόπο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος... Ἡ ἐξέλιξη ὅμως τῶν πραγμάτων καὶ οἱ διορθώσεις ποὺ ἀκολούθησαν φαίνεται ὅτι γέννησαν ἄλλες ὑπερβολὲς καὶ ἄλλες ἀπολυτοποιήσεις.
»Μὲ τὴν “διόρθωση” τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, καὶ ὅλων ὅσοι τὸν ἀκολούθησαν, φθάσαμε σὲ μία ἐκκλησιολογία ὅπου δὲν ὑπάρχει θέση οὔτε γιὰ ἱερέα, ἀλλὰ οὔτε καὶ γιὰ λαϊκό. Μία εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία ποὺ ταυτίζει τὸν ἐπισκοπο μὲ τὴν εὐχαριστία σὲ χῶρο ἐκστατικό, ὅπου ἀγνοεῖται τόσο ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα καὶ ἡ κοινωνία, παρόλο τὸν λεκτικὸ ὑπερτονισμό τους, ὅσο καὶ ἡ φύση καὶ ἡ ἱστορία.  Τούτη ἡ ἐκστατικότητα, ἄλλωστε, ἐμφανίζεται σὲ ὅλο σχεδὸν τὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα, καθὼς διατρέχει μὲ τὴν ἴδια ἔνταση Τριαδολογία (ὀντολογικὴ προτεραιότητα τοῦ Πατέρα), Χριστολογία καὶ ἀνθρωπολογία (διαλεκτικὴ φύσεως καὶ προσώπου), ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὴ τὴν κτισιολογία (ὁ καινὸς κόσμος μοιάζει μὲ ἕναν κόσμο μεῖον τὴ φύση του). Ἄμεσο ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν παραπάνω ἡ ἰδεολογικοποίηση τῆς πίστης καὶ ἡ ἀφαίρεση τοῦ πραγματικοῦ νοήματος τῆς ζωῆς.
»Κλασικὰ παραδείγματα ὑπερβολῶν καὶ ἀπολυτοποιήσεων, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ὑπερτιμήσῃ τοῦ ἐπισκόπου ἐντὸς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας..., ἀποτελοῦν τόσο ἡ περὶ Ἀντιμηνσίου ὅσο καὶ ἡ περὶ εὐθύνης τῶν ἐπισκόπων καὶ προσφορᾶς τῆς Εὐχαριστίας θεωρίες τοῦ Μητρ. Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα.
»Σύμφωνα μὲ τὴν πρώτη, “τὸ Ἀντιμήνσιο, μὲ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ τοπικοῦ Ἐπισκόπου …δηλώνει τὸν ἐπισκοποκεντρικὸ χαρακτῆρα τῆς Ἐνοριακῆς Εὐχαριστίας”. Καθαρὴ ἀπαντήση σὲ αὐτὸ τὸ θέμα δίνει ὁ Ἰ. Φουντούλης, (ὁ ὁποῖος) ...μὲ ἔμφαση σημειώνει: “Προσφάτως ἀναπτύχθηκε μία περιέργη θεολογία γύρω ἀπὸ τὰ ἀντιμήνσια. Θεωρήθηκαν ὅτι εἶναι ἄδεια τοῦ ἀρχιερέως στὸν ἱερέα γιὰ τὴν τελέση τῆς θείας εὐχαριστίας, ὅτι κάθε ἀρχιερέας στὴν ἐπαρχία του ἐκδίδει τὰ δικά του προσωπικὰ ἀντιμήνσια, ὅτι ὁ ἱερεὺς ἀσπάζεται τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἀρχιερέως πρὸς ἔνδειξη κοινωνίας καὶ ὑποταγῆς... Αὐτὰ ὅλα, τὸ λιγότερο εἶναι ἀναπόδεικτα, ἀφοῦ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς χρησιμοποιοῦν ἀντιμήνσιο... καὶ τὸ ἀσπάζονται ὡς ἁγία τράπεζα, καὶ φυσικὰ δεν ἀσπάζονται τὴν ὑπογραφή τους...”.
»Σύμφωνα μὲ τὴ δεύτερη θεωρία, “στὴν εὐχαριστιακὴ συνάξη ὑπάρχουν οἱ προεστῶτες καὶ προσφέροντες τὴν Εὐχαριστίαν ἀφ’ ἑνός, καὶ οἱ ἀνταποκρινόμενοι διὰ τοῦ “Ἀμὴν” ἀφ’ ἑτέρου. …Ὅπως στὴν Εὐχαριστία δὲν νοεῖται νὰ ἡγοῦνται οἱ λαϊκοί, ἔτσι καὶ στὴν ὅλη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας οἱ λαϊκοὶ ἀποτελοῦν τὸ “ποίμνιον”, τὸ ὁποῖον ἀκολουθεῖ τὸν ποιμένα, ἄσχετα ἂν ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ “ποίμνιον λογικόν” διατηρεῖ πάντοτε τὸ δικαίωμα νὰ ἐκφράζει τὴν γνώμην του ἐπὶ ὅλων τῶν θεμάτων, ποὺ ἀφοροῦν στὴν Ἐκκλησία, ἀφήνοντας ὅμως τὴν τελικὴ εὐθύνη στοὺς ποιμένες του, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ λογοδοτήσουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ” (Ἰ. Ζηζιούλα, Θεία Εὐχαριστία καὶ Ἐκκλησία...).
»Δεν χώρα ἀμφιβολία, ὅτι μία τέτοια θέση ποὺ ἀγνοεῖ ὅτι ἡ προσφορὰ εἶναι προσφορὰ ὁλάκερου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ ὄχι μόνο τῶν προεστώτων,  ἀφαιρώντας ταυτόχρονα τὴν εὐθύνη ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τὴν ὁποία ἀναγνωρίζει μόνο στοὺς ποιμένες, –λὲς καὶ ὁ λαὸς δὲν θὰ δώσει λόγο γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ποιμένες του–, ἀποτελεῖ πράξη ἀποδόμησης τῆς Ἐκκλησίας, πράξη διαίρεσης τοῦ κοινοῦ σώματος, τὰ μέλη τοῦ ὁποίου ἀποκαλύπτοντας τὴν προσωπική τους ἐλευθερία καὶ εὐθύνη  ἀναφέρουν κοινὴ τὴ θυσία, κοινὴ τὴν προσφορά, κοινὴ τὴν εὐχαριστία.
»Κοντὰ σὲ αὐτὰ ἀξίζει κανεὶς νὰ προσθέσει καὶ τὴν ἄρνηση τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου νὰ δεχθεῖ τὴν ἐνορία ὡς καθολικὴ ἐκκλησία. Γράφει σχετικά: “Ὅλα αὐτὰ ἐνέχουν ἰδιαίτερη σπουδαιότητα γιὰ τὴν ἐκκλησιολογία. Ὑποδηλοῦν ὅτι ἡ Εὐχαριστία τῶν Ἐνοριῶν δὲν εἶναι αὐτοτελὴς καὶ αὐτόνομος, ἀλλὰ προέκταση τῆς εὐχαριστίας τοῦ Ἐπισκόπου, καὶ ὅτι συνεπῶς ἡ ἐνορία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ “καθολικὴ ἐκκλησία”, ὅπως εἶναι ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία ἑνωμένη περὶ τὸν ἐπισκοπό της. Ἡ ἀντίθετη ἄποψη ποὺ ὑπεστηρίχθη ἀπὸ τὸν Atanasiev καὶ τὸν Schmemann ἀναιρεῖ πλήρως τὸν ἐπισκοποκεντρικὸ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ καθιστᾶ τὸν Ἐπισκοπο μὴ ἀναγκαῖον ὅρον γιὰ τὴν καθολικότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν μάλιστα θεωρηθεῖ ἡ Εὐχαριστία ὡς ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας (ἀφοῦ μποροῦμε νὰ ἔχουμε πλήρη Εὐχαριστία χωρὶς τὸν Ἐπίσκοπο στὴν ἐνορία, ἄρα μποροῦμε νὰ ἔχουμε καὶ πλήρη Ἐκκλησία χωρὶς αὐτὸν)” (Ι. Ζηζιούλα, Θεία Εὐχαριστία καὶ Ἐκκλησία, σ. 44-45)[18].
Ἡ κατάστρωση βέβαια, τοῦ μακρόπνοου αὐτοῦ σχεδίου γιὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀνήκει στὸ Βατικανὸ καὶ τὶς συνεργαζόμενες μαζί του ὀργανώσεις. Εἶναι φανερὸ ὅμως, πὼς ὁ κ. Ζηζιούλας θέλησε νὰ ἐργασθεῖ γιὰ τὴν ἐπιτυχία του, θέλησε νὰ ἐξυπηρετήσει ἀλλότριους αἱρετικοὺς σκοπούς, δόθηκε σ’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ «ψυχῇ τε καὶ σώματι» καὶ οἰστρηλατεῖται ἀπὸ τὸ μεγάλο σχέδιο μιᾶς παγκοσμιοποιημένης –κατ’ ὄνομα– χριστιανοσύνης, ἀδιαφορώντας ἂν ἀπ’ αὐτὴ θὰ λείπει τὸ ὀρθόδοξο Πνεῦμα καὶ ἡ Ζωή. Δυστυχῶς, ἡ «βαπτισματικὴ θεολογία», ἡ «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» καὶ ἡ ἀποδοχὴ ἑνὸς ὀρθοδοξοποιημένου Πρωτείου (τὶς ὁποῖες μὲ ὀρθόδοξα ὑλικὰ ἀποδέχτηκε νὰ κατασκευάσει ὁ κ. Ζηζιούλας, ἀκριβῶς γιὰ νὰ παραπλανήσει τοὺς Ὀρθοδόξους), ἔχουν τὸ ἑξῆς (ἐπιθυμητὸ ἐξ ἄλλου γιὰ τοὺς οἰκουμενιστὲς) πλεονέκτημα. Ἔχουν τέτοια ἐλαστικότητα καὶ γενικότητα, ὥστε νὰ ταιριάζουν καὶ νὰ μποροῦν νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ἀπὸ ὅλες τὶς χριστιανικὲς «ἐκκλησίες», δηλαδὴ τὶς αἱρετικὲς κοινότητες καὶ ὁμολογίες τῆς Δύσεως καὶ ἰδίως τὸ Βατικανό. Καὶ λίγο περαπέρα, γιὰ ὅλες τὶς θρησκεῖες.
Κατὰ τὸν καθηγητὴ Δογματικῆς Μ. Φαράντο: «Ὁ κ. Ζηζιούλας σπανίως διακρίνει “ἰδιαιτερότητες” ἐντὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως π.χ. Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἢ θεολογία, λατινικὴ ἢ προτεσταντικὴ “ἐκκλησία” ἢ θεολογία κλπ. Συνήθως ὁμιλεῖ περὶ «χριστιανικῆς» ἐκκλησίας[19], θεολογίας, παραδόσεως κλπ.». Εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς σκοπιμότητος, ἡ ὁποία κρύπτεται πίσω ἀπὸ αὐτήν του τὴν προτιμήση τὸ ὅτι, ἐνῶ στὴν σελ. 57 τῆς ἑλληνικῆς ἐκδόσεως τοῦ βιβλίου του ἀναφέρει «περὶ “Δυτικῆς Ἐκκλησίας”, εἰς τὸ ἀγγλικὸ ὑπάρχει: The church», παραλείπεται δηλ. ἡ λέξη “Δυτική”. «Εἰδικώτερον περὶ «Ὀρθοδοξίας» ἀναφέρεται μόνον εἰς τὸ πρῶτο κείμενο, τὸ καὶ παλαιότερο (1967), τοῦ βιβλίου του. Ὁ ἀναγνώστης ἀντιλαμβάνεται, ἀσφαλῶς, διὰ ποῖον ἰσχύει ἡ κριτικὴ αὐτὴ καὶ «ἡ σοβαρὴ ἀλλαγὴ συνειδήσεως»: οὐχὶ διά τινα θεολόγον, ἀλλὰ δι' αὐτὴν ταύτην «τὴν Ἐκκλησίαν», τὴν Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν!»[20].
Ἐπὶ πλέον, συνεχίζει ὁ Φαράντος, «ἡ ὑπὸ τοῦ κ. Ζ. ἀποδοχὴ “ἑνιαίας πραγματικότητος”, “μέχρι ταυτισμοῦ... φυσικοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ”, φαίνεται νὰ ἔχει ὡς αἰτίαν καὶ τὴν συγκεχυμένην ὁρολογίαν, τὴν ὁποίαν χρησιμοποιεῖ προκειμένου νὰ ἀποδώσει τὸ Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅταν λέγει: “Ἡ Εὐχαριστία εἶναι... αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὅλος Χριστός”, “τὸ ὅλο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ”(20, 21) κλπ. Τοιαύτας ἐκφράσεις χρησιμοποιοῦν ὅλαι αἱ χριστιανικαὶ “ἐκκλησίαι” διὰ καὶ κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς Εὐχαριστίας των, προκειμένου νὰ δηλώσουν τὴν “παρουσίαν” τοῦ Χριστοῦ “ἐν τῷ μέσῳ” τῆς κοινότητος των. Δὲν ἀμφισβητῶ τὴν ἀλήθειαν τῶν ἐκφράσεων τούτων, ἐπισημαίνω, ὅμως, ὅτι εἰς τὴν δογματικὴν γλῶσσαν τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας ἡ “παρουσία τοῦ Χριστοῦ” εἰς τὸ Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας προσδιορίζεται μόνον διὰ τῆς φράσεως: “σῶμα καὶ αἷμα Χριστού”, καὶ δι' οὐδεμιᾶς περαιτέρω. Ἡ ὁρολογία αὐτὴ ἔχει μεγάλην σημασίαν διὰ τὴν ὀρθόδοξον θεολογίαν τῶν “ἑνώσεων” καὶ τῶν “διακρίσεων’, ἥτις δὲν γνωρίζει ὁρολογίαν τῶν ”ταυτίσεων” καὶ “συμβολισμῶν”»[21].
Σημάτης Παναγιώτης
(Ἀκολουθεῖ τὸ Β΄ Μέρος)


[1] Μ. Φαράντου, Οἰκουμενισμὸς ἢ Ὀρθοδοξία; Ἡ κρίση τῆς θεολογίας τοῦ Ἰω. Ζηζιούλα.
[2] http://amethystosbooks.blogspot.com/2011/10/blog-post_6363.html
[3] http://amethystosbooks.blogspot.com/2011/10/blog-post_30.html
[4] Φλωρόφσκυ Γ., Ἡ κληρονομιὰ καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ὀρθόδοξης Θεολογίας, περ. «Θεολογία», τ. 81, 4/2010, σελ. 29. – Ὁ π. Γ. Φλωρόφσκυ «δικαιολογοῦσε τὴν παρουσία τῶν ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε., …ὡς ἄμεσο καθῆκον…νὰ καταθέτει ἀδιάκοπα τὴ μαρτυρία της παντοῦ, …ἐπειδὴ ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό της ὡς τὸν φύλακα τῆς πίστεως καὶ τῆς Παραδόσεως» (Deseille Πλακίδα, Ἡ Πορεία μου πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία,  ἐκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, 1999, σ. 121-122. «”Δὲν θὰ ἦτο –ἔγραφε ὁ Φλωρόφσκυ- μία παράλογος κατάστασις, ἐὰν οἱ χριστιανοὶ ἠδύναντο νὰ ἔχουν συμφωνίαν εἰς πράγματα ἐγκόσμια, τὰ ὁποῖα ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως εἶναι ἐπουσιώδη καὶ ὅμως νὰ διαφωνοῦν εἰς πράγματα οὐσιώδη καὶ πνευματικά; Δὲν θὰ ὑπεδήλωνε ὅτι ὅλαι αἱ δογματικαὶ ἢ ὁμολογιακαὶ διαφωνίαι εἶναι ἄνευ οὐδεμιᾶς ζωτικῆς σπουδαιότητος;” Ὅταν εἶδαν (ὅμως, οἱ Φλωρόφσκυ, Μπρατσιώτης, κ.ἄ.) τὴν αὐξανομένην ἀδιαφορίαν καὶ μάλιστα τὴν ἀποδοκιμασίαν αὐτῆς τῆς δογματικῆς προσεγγίσεως  μεταξὺ τῶν ἑτεροδόξων,  καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Ἀθηναγόρου, ἀπεσύρθησαν ἀπ’ αὐτὴν τὴν κίνησιν» Καβαρνοῦ Κ., Μελέτη περὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, 1997, σελ. 22-24, 53-54.
[5] http://amethystosbooks.blogspot.com/2011/10/blog-post_30.html
[6] Φλωρόφσκυ Γ., Ἡ κληρονομιὰ καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ὀρθόδοξης Θεολογίας, περ. «Θεολογία», τ. 81, 4/2010, σελ. 27.
[7] http://amethystosbooks.blogspot.com/2011/10/blog-post_30.html
[8] Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολές, «Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καὶ ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ δύσει».
[9] Ζηζιούλα Ἰω., π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ὁ Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος, περ. «Θεολογία», τ. 81, 4/2010, σελ. 42, 44).
[10] Καὶ ἄλλος φίλος τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας γράφει: «Ἡ νεοπατερικὴ σύνθεση γιὰ τὸν Φλωρόφσκυ, εἶναι ἀδιαχώριστη ἀπὸ μιὰ ἀνανεωμένη ἐμπειρία τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἔχει μιὰ ἱστορικὴ ἔγνοια καὶ πορεία καὶ μιὰ ζωντανὴ συνείδηση τῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία, ἡ καθολικότητα εἶναι ἀντίθετο τῆς αὐτάρκειας καὶ τῆς ἐπαρχιακῆς ἀναδίπλωσης. Σημαίνει ἕνα εἶδος ἐξάρτησης μεταξὺ τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς χριστιανικῆς Δύσης» (Μ. Stavrov, Kριτήρια τῆς Νεοπατερικῆς Σύνθεσης τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, περ. «Θεολογία», τ. 81, 4/2010, σελ. 51).
[11] Ζηζιούλα Ἰω., π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ὁ Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος, περ. «Θεολογία», τ. 81, 4/2010, σελ. 46.
[12] Κορναράκη Ἰω., «Κριτικὴ στὶς θέσεις «περὶ προσώπου» τοῦ Περγάμου κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα.
[13] Νικολαΐδη Σταύρου, Τὸ Ὑποκείμενο Ἐκκλησιάζεται.
[14] Τσελεγγίδη Δημ., Αἱ ἐσφαλμέναι θεολογικαὶ προϋποθέσεις διὰ τὸ Πρωτεῖον τοῦ Πάπα.
[15] Καὶ ὁ Κύριος λέγει: «οὐ δύναται ...δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν... ἄραγε ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς» (Ματθ. 7· 16, 20).
[16] Περ. «᾿Επίσκεψις», ἀριθ. 559/31.7.1998.
[17] Περ. Ἱ. Μητροπόλεως Δημητριάδος “Πληροφόρηση”, Δεκ. 2006.
[18] Χρυσόστομου Σταμούλη, Ἄσκηση καὶ Εὐχαριστία.
[19] «Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ χαρακτηρίστηκαν ἀπὸ τὸν κατεξοχὴν θεολόγο τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ὡς Ἀρειανοὶ καὶ ὡς Πνευματομάχοι, ἐπειδὴ ἀρνοῦνται τὸν ἄκτιστο χαρακτῆρα τῆς θείας Χάριτος. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, ὡς θεοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἐκείνη ποὺ νοηματοδοτεῖ σωτηριολογικῶς τὴν Ἐκκλησία ὡς Θεανθρώπινο σῶμα. Εἶναι ἐκείνη, ποὺ προσδίδει τὸ σωτηριολογικὸ χαρακτῆρα σ' ὅλα τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάνει κατανοητὸ τὸν ἐκκλησιολογικὸ χαρακτῆρα τῆς ἱερωσύνης. Ἀρνούμενοι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ δογματικῶς τὸν ἄκτιστο χαρακτῆρα τῆς μεταδιδομένης Χάριτος τῆς ἱερωσύνης, ἀδειάζουν κυριολεκτικὰ τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀρνοῦνται οὐσιαστικὰ στὴν πράξη τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή, διατηρώντας ἁπλῶς τὴν τυπικὴ ἐξωτερικὴ συνέχεια μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Ἔτσι, ὅταν ἀναγνωρίζουν οἱ Ὀρθόδοξοι τὴν κτιστὴ ἱερωσύνη καὶ τὰ μυστήρια τῶν Δυτικῶν, συγχέουν στὴν πράξη τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο. Ἄλλωστε, χωρὶς τὴν ἄκτιστη θεοποιὸ Χάρη κενώνεται οὐσιαστικὰ ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἐργαστήριο πραγματικῆς γεφυρώσεως τοῦ χάσματος ἀνάμεσα στὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο, ἀλλὰ ἀκυρώνεται καὶ ὁ σκοπός της γιὰ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου...» (Τσελεγγίδη Δημ., Ἡ Σημασία τοῦ Δόγματος στοὺς Διαλόγους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα).
[20] Φαράντου Μ., Οἰκουμενισμὸς ἢ ὀρθοδοξία; Ἡ κρίση τῆς θεολογίας τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα. –Καὶ συνεχίζει ὁ Φαράντος, παραθέτωντας φράσεις τῆς ὑπὸ τοῦ κ. Ζηζιούλα κριτικῆς «κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς θεολογίας της»: «“Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ ἡ θεολογία της ὑπῆρξαν σὲ μεγάλο βαθμὸ ὑπεύθυνες γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος στὴν ἐποχή μας”, καὶ ἔχουν “μὲ κάποιο τρόπο ὁδηγήσει τὸν κόσμο στὴν παροῦσα κρίση του” (σελ. 67, 69). “Ἡ θεολογία καὶ ἡ Ἐκκλησία” “συνέβαλαν ἀποφασιστικά... στὴν ἀνθρωποκεντρικὴ καὶ λογικοκρατούμενη ἀντιλήψη τοῦ κόσμου” (σελ. 46, 56). “Ἡ χριστιανικὴ θεολογία στὴν ἐποχή μας ἔχει δεῖ ἀρνητικὰ τὸν πολιτισμό, τὴν ἐπιστήμη κ.λπ.” (68), καί, παρὰ ταῦτα, “εἶναι συνυπεύθυνη μὲ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνολογία γιὰ τὸ οἰκολογικὸ μας προβλημα” (114). [σ.σ. Ὁ Ζηζιούλας καὶ ὑπὲρ τοῦ Δαρβίνου!: «Ἡ δαρβινικὴ ἐπιστήμη εἶναι σωστὴ καὶ ἄρτια, γιατὶ βοηθὰ τὸν ἀνθρωπο να κατανοήσει καὶ να ἀγαπήσει τὰ ἄλλα εἴδη τοῦ φυσικοῦ βασιλείου καὶ ἔτσι να ἀναπτύξει οἰκολογικὴ συνείδηση» (ἐφημ. Ἐλευθεροτυπία, 1.6.09, σελ. 49). Σημ. “Χρ. Βιβλιογρ.”: «Ὅπως μας πληροφορεῖ ὁ συνεργάτης μας κ. Ἀθαν. Ἀβραμίδης σὲ ἡμερίδα τοῦ Ι.Σ.Α. ὁ ἴδιος ὁ κύριος Ζηζιούλας εἶπε ὅτι, ”καὶ τὰ ζῷα ἔχουν ψυχὴ ὅπως καὶ ὁ ἄνθρωπος”]. “Στὴν καταστάση αὐτὴ ἡ Ὀρθοδοξία παρουσιάζεται σὰν μία μαρτυρία ἀποτυχημένη θεολογικά... Ἂν ἡ Ὀρθοδοξία τὸ συνειδητοποιήσει αὐτό, ἴσως φτάσει ἔγκαιρα σὲ ἀναθεωρήσεις θεολογικές, καὶ λάβει μέτρα πρακτικά, ἔτσι ὥστε να σώσει τὸν ἑαυτό της...” (σελ. 36, 37). “Ποία εἶναι τὰ “κακῶς κείμενα” εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν; —Ἐν πρώτοις ἡ ὑπ’ Αὐτῆς διδασκομένη ἠθική. “Οι ἠθικὲς ἀξίες” τῆς ἔχουν γίνει “για τὸν ἀνθρωπο μία φυλακή”, “ἀσφυκτικὰ ἠθικὰ κατασκευάσματα” (σελ. 30- 31, 33, 36, 121). Ἀλλὰ καὶ ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας θὰ πρέπει να ἀναθεωρηθεῖ: Ἡ περὶ Θεοῦ διδασκαλία, “στὴ θεολογικὴ παράδοση ποὺ δώσαμε”, ἔβλαψε “τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο”, “τὸν διχοτόμησε καὶ τὸν ἔκανε σχιζοφρενικό”, ἕνεκα διαχωρισμοῦ “ἀνάμεσα στὸ φυσικὸ καὶ τὸ ὑπερφυσικό”. “Ἡ χριστιανικὴ θεολογία... κατανοεῖται ἀποκλειστικὰ” ἀπὸ ἀνθρώπους τῶν αὐτῶν “δογματικῶν πεποιθήσεων” (18, 25, 27, 33, 36, 43, 112). «Ὁ νεώτερος ἄνθρωπος φέρνει ...τὸ ἄγχος τῆς διχοτομήσεώς του σὲ σῶμα καὶ ψυχή, σὲ πνεῦμα καὶ ὕλη”, “ἀνάμεσα στὰ ἱερὰ καὶ τὰ ἐγκόσμια”, “ἀνάμεσα στὸ φυσικὸ καὶ τὸ ὑπερφυσικό», σὲ "ἅγιο" καὶ σὲ "κοσμικό"”. Ἀφοῦ, λοιπόν, “ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δὲν συλλαμβάνει πλέον τὸ ὑπερφυσικό”, θὰ πρέπει καὶ ἡ Ἐκκλησία, διὰ νὰ ἐκσυγχρονισθεῖ, νὰ κηρύξει ἕνα θεολογικὸν Μονισμὸν “μέχρι ταυτισμοῦ τῆς οὐρανίας μὲ τὴν ἐπίγεια πραγματικότητα” (σελ. 25), ἤτοι νὰ κηρύξει ἕνα ἀθρησκευτικὸν καὶ ἐκκοσμικευμένον Χριστιανισμόν, συμφώνως πρὸς τὸ πνεῦμα τῶν προτεσταντῶν θεολόγων τῆς Διαλεκτικῆς θεολογίας, ὅπως π.χ. Κ. ΒARTH, FR. GOGARDEN, D.BONHOEFFER κλπ.».
[21] Φαράντου Μ., Οἰκουμενισμὸς ἢ ὀρθοδοξία; Ἡ κρίση τῆς θεολογίας τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα.

1 σχόλιο:

  1. Aναρωτιόμουνα κι εγώ δεν θα απαντήσει ένας σοβαρός θεολόγος σε όλες αυτές τις κακοδοξίες του λατινόφρονος Ζηζιούλα;

    ΑπάντησηΔιαγραφή