2 Αυγ 2011

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, «Η Θεολογική Σχολή της Αποστολικής Εκκλησίας»

«Η Θεολογική Σχολή τής Αποστολικής Εκκλησίας»

Κήρυγμα στόν Εσπερινό τών Αγίων Αποστόλων, στό Βήμα τού Γαλλίωνος στήν αρχαία Κόρινθο, 29 Ιουνίου 2011 - Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Ευχαριστώ τόν Σεβ. Μητροπολίτη Κορίνθου κ. Διονύσιο καί αγαπητό εν Χριστώ αδελφό πού μέ προσκάλεσε νά έλθω αυτήν τήν σημαντική ημέρα στήν Κόρινθο καί νά συμμετάσχω στίς λατρευτικές αυτές εκδηλώσεις γιά τόν Απόστολο Παύλο, τόν πολιούχο τής αποστολικής αυτής Ιεράς Μητροπόλεως, καί νά ομιλήσω σέ αυτό τό Βήμα τού Γαλλίωνος, όπου οδηγήθηκε από τούς Ιουδαίους ο Απόστολος Παύλος γιά νά δικασθή (Πράξ. ιη', 12-17), γιά τόν μεγάλο Απόστολο τών Εθνών καί πνευματικό πατέρα τών Κορινθίων. Τόν ευχαριστώ εκ καρδίας καί χαίρομαι γιά τήν παρουσία τόσου πλήθους ανθρώπων πού εισέρρευσαν σέ αυτόν τόν χώρο καί μέ αυτόν τόν τρόπο αποδίδουν, ως πνευματικά παιδιά καί απόγονοι τών τότε Κορινθίων, τόν πρέποντα σεβασμό στόν μεγάλο Απόστολο καί θαυμαστό πνευματικό Πατέρα τους.

Έχοντας τήν τιμή νά αναφερθώ σέ αυτήν τήν σύναξη στόν μεγάλο Απόστολο Παύλο θά λάβω αφορμή από τίς δύο επιστολές πού απέστειλε ο ίδιος στούς Κορινθίους, οι οποίες περιελήφθησαν στόν κανόνα τής Καινής Διαθήκης καί μέ αυτόν τόν τρόπο τιμάται αυτή η πόλη καί η Ιερά Μητρόπολη σέ όλο τόν κόσμο καί σέ όλους τούς αιώνες. Θά τονίσω δέ δύο σημεία.

Τό πρώτο σημείο είναι ότι ο Απόστολος Παύλος πού ήταν ο ιδρυτής τής Εκκλησίας τής Κορίνθου, όπως καί άλλων Εκκλησιών, ήταν θεόπτης Απόστολος, όπως έγραφε στούς Κορινθίους: «Παύλος, κλητός απόστολος Ιησού Χριστού διά θελήματος Θεού» (Α' Κορ. α', 1). Βεβαίως δέν ανήκε στούς πρώτους Αποστόλους, πού είχε καλέσει ο Χριστός στό αποστολικό αξίωμα, στήν έναρξη τού έργου του, μετά τήν Βάπτισή Του, καί οι οποίοι Απόστολοι τήν ημέρα τής Πεντηκοστής έλαβαν τό Άγιον Πνεύμα καί έγιναν μέλη τού αναστημένου Σώματός Του, αλλά καί ο Παύλος έγινε Απόστολος τού Χριστού μέ τήν εμφάνιση καί σέ αυτόν τού ιδίου τού Χριστού. Στούς Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται σέ αυτό τό σημαντικό γεγονός. «Ουκ ειμί απόστολος;… ουχί τόν Κύριον Ιησούν εώρακα;…» (Α' Κορ. θ', 1). Επίσης, γράφει σέ ένα σημείο τής επιστολής του: «Παρέδωκα γάρ υμίν εν πρώτοις ό καί παρέλαβον». Καί αφού αναφέρεται στίς εμφανίσεις τού αναστάντος Χριστού καταλήγει: «έσχατον δέ πάντων ωσπερεί τώ εκτρώματι ώφθη καμοί» (Α’ Κορ. ιε', 1-8). Έτσι καί εκείνος είναι Απόστολος, αφού είδε τόν Χριστό καί απέκτησε κοινωνία μαζί Του, βίωσε τό μυστήριο τής Πεντηκοστής. Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίον οι Κορίνθιοι δέν έπρεπε νά αναζητούν άλλον Απόστολο γιά νά τούς κατευθύνη στήν πνευματική τους ζωή.

Ο Απόστολος Παύλος απέκτησε μιά σπάνια πνευματική εμπειρία, ένα μεγάλο πνευματικό χάρισμα, νά ανέλθη μέχρι τρίτου ουρανού καί από εκεί νά εισέλθη στόν Παράδεισο, καί νά συμμετάσχη στήν ουράνια δόξα, τήν άκτιστη θεία Λειτουργία τής Βασιλείας τών Ουρανών. Πρόκειται γιά υπερβολή τών αποκαλύψεων, όπως τό ομολογεί ο ίδιος στήν επιστολή του στούς Κορινθίους (Β', Κορ. ιβ', 1-7). Ήταν ένας θεολόγος μέ τήν εκκλησιαστική καί πατερική έννοια τού όρου, αφού είδε εν δόξη τόν Χριστό, τόν γνώρισε καί ομιλούσε γι’ Αυτόν.

Γράφοντας γιά τά θέματα αυτά στούς Κορινθίους ήθελε νά τούς φανερώση τήν αποστολική του ιδιότητα πού συνδέεται μέ τήν πνευματική εμπειρία καί όχι μέ τήν γνώση τής φιλοσοφίας καί τών άλλων ανθρωπίνων χαρισμάτων, καθώς επίσης ήθελε νά τούς υπογραμμίση ότι ο σκοπός καί ο προορισμός τών Χριστιανών είναι νά εισέλθουν καί εκείνοι σέ αυτήν τήν ουράνια θεία Λειτουργία.

Τό δεύτερο σημείο είναι ότι, διαβάζοντας τίς δύο αυτές επιστολές πρός Κορινθίους, βλέπουμε ότι η επικοινωνία τού Αποστόλου Παύλου μέ τούς Χριστιανούς τής Κορίνθου ήταν στενή καί χαρισματική. Αυτός τούς εγέννησε πνευματικά, γι’ αυτό τούς έγραφε: «εάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ ου πολλούς πατέρας εν γάρ Χριστώ Ιησού διά τού ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α' Κορ. δ', 15). Καί οι Κορίνθιοι ζούσαν αυτήν τήν χαρισματική ζωή, καί στόν γάμο καί στήν παρθενία, γι’ αυτό γράφει: «έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ός μέν ούτως, ός δέ ούτως» (Α' Κορ. ζ', 7). Καί η προσευχή τους δέν ήταν τυπική, αλλά χαρισματική, όπως φαίνεται στό χωρίο «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μή εν Πνεύματι Αγίω» (Α' Κορ. ιβ', 3). Πρόφεραν τό όνομα τού Χριστού μέ Πνεύμα Άγιον.

Βεβαίως υπήρξαν καί διάφορα λυπηρά γεγονότα στήν Εκκλησία τής Κορίνθου, αλλά αυτά ήταν εξαιρέσεις, αφού παρά τήν ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος, διατηρείται καί η ελευθερία τών ανθρώπων, τήν οποία σέβεται καί Αυτός ο Ίδιος ο Θεός. Τό γεγονός είναι ότι η πλειοψηφία τών Κορινθίων είχε πνευματικά χαρίσματα γι’ αυτό καί ο Απόστολος Παύλος τούς προτρέπει: «ζηλούτε δέ τά χαρίσματα τά κρείττονα». (Α’ Κορ. ιβ', 31).

Αυτό σημαίνει ότι οι Χριστιανοί τής Κορίνθου δέν ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι, εκκοσμικευμένοι Χριστιανοί, άλλα ήταν μέτοχοι τού Αγίου Πνεύματος, είχαν ποικίλα χαρίσματα. Βεβαίως, δέν είχαν αποκτήσει τό μεγάλο αποστολικό χάρισμα, πού είχε ο Πνευματικός τους Πατέρας καί Διδάσκαλος, αλλά καί εκείνοι είχαν διάφορα καί ποικίλα πνευματικά χαρίσματα. Δέν εννοώ τά φυσικά χαρίσματα πού όλοι οι άνθρωποι έχουν, αλλά τά ιδιαίτερα χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος. Οι Κορίνθιοι ήταν «ηγιασμένοι εν Χριστώ Ιησού» (Α' Κορ. α', 2) καί έφθασε ο Απόστολος Παύλος νά τούς γράψη ότι διά τής Χάριτος τού Θεού: «επλουτίσθητε εν αυτώ, εν παντί λόγω καί πάση γνώσει, καθώς τό μαρτύριον τού Χριστού εβεβαιώθη εν υμίν, ώστε υμάς μή υστερείσθαι εν μηδενί χαρίσματι» (Α' Κορ. α', 4-7). Δηλαδή, είχαν αποκτήσει όλη τήν πνευματική γνώση, τήν χαρισματική θεολογία, καί δέν υστερούσαν σέ κανένα πνευματικό χάρισμα.

Διαβάζοντας κανείς τήν Α’ πρός Κορινθίους επιστολή εκπλήσσεται από τά χαρίσματα πού υπήρχαν στήν πρώτη Εκκλησία τής Κορίνθου. Αριθμούνται όλες οι κατηγορίες τών χαρισματούχων, όπως οι απόστολοι, οι προφήτες, οι διδάσκαλοι, οι δυνάμεις, αλλά καί τά χαρίσματα ιαμάτων, τής γλωσσολαλιάς καί τής ερμηνείας τών γλωσσών (Α’ Κορ. ιβ', 29-31). Επίσης, εκπλήσσεται κανείς όταν διαβάζη αυτά πού γράφει ο Απόστολος Παύλος γιά τά χαρίσματα τών Κορινθίων πού εκδηλώνονταν στήν σύναξή τους. Τούς γράφει: «Όταν συνέρχησθε έκαστος υμών ψαλμόν έχει, διδαχήν έχει, γλώσσαν έχει, αποκάλυψιν έχει, ερμηνείαν έχει πάντα πρός οικοδομήν γινέσθω» (Α’ Κορ. ιδ', 26). Δηλαδή, κατά τήν διάρκεια τής ιεράς ακολουθίας τό Άγιον Πνεύμα εφώτιζε τούς Χριστιανούς καί εκδηλώνονταν τά χαρίσματά τους, ήτοι ο ψαλμός, δηλαδή προσευχή μέ τούς ψαλμούς τού Δαυίδ, η διδαχή-διδασκαλία, η γλωσσολαλιά, πού ήταν η νοερά προσευχή, αφού δέν ακουγόταν από τούς άλλους, η αποκάλυψη καί η ερμηνεία τής αποκαλύψεως.

Προσπαθώ νά καταλάβω πώς λειτουργούσε η πρώτη Εκκλησία στήν Κόρινθο κατά τήν διάρκεια τής ιεράς ακολουθίας, ιδίως κατά τήν θεία Ευχαριστία, γιατί σήμερα δέν έχουμε ανάλογη εμπειρία. Ήταν μιά Εκκλησία ζωντανή, γεμάτη από τήν ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος, η οποία Εκκλησία ιδρύθηκε από έναν μεγάλο Απόστολο, τόν Παύλο, καί κατευθυνόταν από αυτόν πού εισήλθε στόν Παράδεισο καί είχε αποκτήσει τήν γνώση τού Θεού. Έτσι, κατά τήν διάρκεια τής ιεράς ακολουθίας, τής θείας Ευχαριστίας, οι Χριστιανοί τής Κορίνθου αποκτούσαν ιερά έμπνευση, καταλαμβάνονταν από τήν ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος καί εκδηλώνονταν αυτά τά χαρίσματα μέ τόν θεολογικό λόγο, τήν νοερά προσευχή κλπ. Η εικόνα τών μικρών παιδιών πού σφύζουν από ζωή καί χαίρονται υπερβολικά όταν βρίσκωνται στήν φύση καί παίζουν μέ ζωντάνια μπορεί κάπως νά αποδώση τήν ζωή τής πρώτης καί αρτιγενούς Εκκλησίας τής Κορίνθου. Ήταν μιά Εκκλησία γεμάτη πνευματική ζωή καί εκδηλώνονταν τά χαρίσματα αυθόρμητα καί σέ τέτοιον απίστευτο βαθμό, πού δέν μπορούσαν νά τά συγκρατήσουν.

Σήμερα στήν Εκκλησία μας έχουν γραφή ευχές, ακολουθίες, τροπάρια, ύμνοι. Επίσης, έχει καταρτισθή τό τυπικό τό οποίο καθορίζει τό τί θά πούν ο Αρχιερεύς, ο Ιερεύς, ο διάκονος, ο ψάλτης, ο αναγνώστης, καί μέ ποιά σειρά. Έτσι, δέν παρατηρείται χάσμα στήν θεία Λατρεία. Τότε, όμως, δέν υπήρχε τό τυπικό αυτό, αλλά υπήρχε έκδηλη η ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος, η οποία εκδηλωνόταν αυθόρμητα. Οπότε, φθάνει ο Απόστολος Παύλος στό σημείο νά τούς ορίση ένα τυπικό, πού θά καθορίζη τήν σειρά πού θά εκδηλώνωνται τά χαρίσματα στήν θεία Ευχαριστία. Όταν είχαν τό χάρισμα τής γλωσσολαλιάς δέν έπρεπε νά ομιλούν ή νά σιωπούν όλοι μαζί, αλλά ήταν απαραίτητο νά υπήρχε καί εκείνος πού θά ερμήνευε. Τό ίδιο έπρεπε νά γίνεται καί μέ τούς προφήτες, δηλαδή νά ομιλούν δυό ή τρείς καί οι άλλοι νά διακρίνουν, νά ξεχωρίζουν. Εάν σέ κάποιον Χριστιανό αποκαλυφθή κάτι τήν ώρα πού κάποιος άλλος μιλούσε, τότε ο πρώτος έπρεπε νά σιωπήση. Μέ τήν τάξη αυτή πού τούς επιβάλλει ο Απόστολος Παύλος μπορούν όλοι νά προφητεύουν, ώστε όλοι νά μαθαίνουν καί όλοι νά παρηγορούνται. Έτσι, «καί πνεύματα προφητών προφήταις υποτάσσεσθαι», δηλαδή τά χαρίσματα τών Προφητών πρέπει νά υποτάσσωνται στούς Προφήτες καί νά μήν εκδηλώνωνται ανεξέλεγκτα, γιατί ο Θεός δέν είναι Θεός ακαταστασίας, αλλά Θεός τής ειρήνης (Α‘ Κορ. ιδ', 26-32), αλλά καί ούτε τό Άγιον Πνεύμα καταργεί τήν ελευθερία τών ανθρώπων.

Πολλές φορές σκέπτομαι ότι θά ήταν φοβερή εμπειρία νά μπορούσε κανείς νά συμμετάσχη στήν ευχαριστιακή σύναξη τής τότε Εκκλησίας, εδώ στήν Κόρινθο, μέσα στήν οποία υπήρχαν απόστολοι, προφήτες, διδάσκαλοι, θαυματουργοί, γλωσσολαλούντες, πού είχαν νοερά προσευχή, διερμηνεύοντες, καί νά εκδηλώνωνται όλα αυτά τά χαρίσματα, πού φανέρωναν τήν παρουσία τού Παναγίου Πνεύματος. Ήταν μιά ζωντανή Εκκλησία. Μέ τί ζέση γινόταν όλη αυτή η ευχαριστιακή σύναξη, ώστε χρειαζόταν ένα τυπικό γιά τό πώς θά εκφράζονταν καί θά εκδηλώνονταν τά πνευματικά αυτά χαρίσματα μέ τήν σειρά γιά τήν οικοδομή όλων!

Κάποιος σύγχρονος θεολόγος (π. Ιωάννης Ρωμανίδης), αναφερόμενος σέ αυτά πού συνέβαιναν στήν Κόρινθο κάνει λόγο γιά τήν «θεολογική Σχολή τής Αποστολικής Εκκλησίας». Πράγματι, άν σκεφθούμε ότι η εμπειρική θεολογία είναι πνευματικό χάρισμα, μέ τό οποίο γνωρίζει κανείς προσωπικά τόν Θεό καί ομιλεί γι’ Αυτόν, τότε η θεολογία συνδέεται μέ τήν προφητεία, καί ο θεολόγος είναι ο προφήτης, πού βλέπει τόν Θεό καί στήν συνέχεια αποκαλύπτει τά οραθέντα καί γι' αυτό λέγεται «ορών» καί «βλέπων», τότε μπορεί νά αποδώση τόν χαρακτηρισμό «Θεολογική Σχολή τής Αποστολικής Εκκλησίας» τής Κορίνθου στήν πρώτη αυτή αποστολική Εκκλησία. Εδώ, λοιπόν, στήν Κόρινθο λειτούργησε αυτή η ζωντανή Θεολογική Σχολή, η Σχολή τού Αγίου Πνεύματος, τό «βασίλειον ιεράτευμα», όχι μέ προεδρικά διατάγματα καί κρατικούς νόμους, αλλά μέ τήν παρουσία τού Αγίου Πνεύματος. Καί λυπάται κανείς όταν συγκρίνη αυτήν τήν πρώτη «Θεολογική Εκκλησιαστική Σχολή» μέ τήν σημερινή κατάσταση, πού ερχόμαστε στούς Ναούς τυπικά, μηχανικά, καί ο νούς μας βρίσκεται έξω από τόν Ναό, μακρυά από τόν Θεό, καί παραμένει άκαρπος. Έχουμε ωραίους Ναούς, εξαίρετη υμνογραφία καί μουσική, θαυμάσια τυπικά, αλλά δέν έχουμε τήν ζωντάνια τής πρώτης Εκκλησίας. Έτσι, δέν έχουμε μόνο οικονομική κρίση σήμερα στόν τόπο μας, αλλά καί πνευματική-θεολογική κρίση.

Σεβασμιώτατε άγιε Κορίνθου,

Καμαρώνω καί χαίρομαι πνευματικά διότι είσθε Επίσκοπος μιάς τέτοιας Αποστολικής Εκκλησίας, στήν οποία λειτούργησε η «Θεολογική Σχολή» τού Αγίου Πνεύματος, όπως τό διαβάζουμε στίς δύο πρός Κορινθίους Επιστολές τού Αποστόλου Παύλου. Χαίρομαι πού καί η Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου, στόν παλαιό καιρό όταν ήταν Επισκοπή, ανήκε στήν Μητρόπολη Κορίνθου, μέ τήν τόσο μεγάλη πνευματική παράδοση. Κάθε φορά πού περνώ από τήν Κόρινθο πηγαίνοντας πρός τήν Αθήνα ή ερχόμενος από αυτήν προσεύχομαι γιά σάς καί τό ποίμνιό σας, πού κατέκλυσε αυτόν τόν χώρο σήμερα, σέ αυτήν τήν πνευματική σύναξη, εδώ πού έζησε καί ομιλούσε ο Απόστολος Παύλος, καί νοσταλγώ αυτήν τήν πρώτη «Θεολογική Σχολή τής Αποστολικής Εκκλησίας» τής Κορίνθου, όπως περιγράφεται στίς δύο επιστολές τού Αποστόλου Παύλου πρός τούς Κορινθίους.

Συγχρόνως, οραματίζομαι μιά τέτοια Εκκλησία, στήν οποία οι Χριστιανοί θά είναι γεμάτοι από πνευματικά χαρίσματα, σέ τέτοιο βαθμό πού νά χρειάζεται νά υπάρχη κάποιος Προφήτης γιά νά επιβάλη τάξη γιά τό πώς θά εκδηλωθούν μιά Εκκλησία πού νά αγαπά τόν Χριστό καί νά εμπνέεται από τήν δόξα τού Θεού μιά Εκκλησία πού θά είναι ανώτερη από τήν κατάσταση τού Αδάμ καί τής Εύας πρό τής αμαρτίας στόν Παράδεισο. Βεβαίως, δέν εξέλιπαν ποτέ τά χαρίσματα από τήν Εκκλησία, γιατί η Εκκλησία πάντοτε λειτουργεί μέ τήν ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος καί είναι τό Σώμα τού Χριστού, αλλά οι Χριστιανοί τά μέλη τής Εκκλησίας έχουν εκκοσμικευθή. Γι' αυτό πρέπει νά σεβόμαστε τό χάρισμα τής Ιερωσύνης, κυρίως τό χάρισμα τού Επισκόπου, αλλά καί όλα τά άλλα χαρίσματα, τά οποία διακρίνουν τούς Χριστιανούς. Εκτός από αυτά τά εκκλησιαστικά χαρίσματα, αναζητάμε τήν πρώτη Εκκλησία τής Κορίνθου μέ τήν «Θεολογική της Σχολή» καί στήν οποία οι Χριστιανοί είχαν εμπειρίες τού Χριστού, είχαν τήν πίστη εκ θεωρίας καί όχι απλώς τήν πίστη εξ ακοής.

Αυτούς τούς πνευματικούς Προπάτορες έχετε, αγαπητοί Κορίνθιοι. Είσθε απόγονοι τέτοιων μεγάλων μορφών, η Εκκλησία σας είναι συνέχεια τής πρώτης λαμπράς αποστολικής Εκκλησίας πού φαίνεται στίς δύο επιστολές τού Αποστόλου Παύλου, πού εστάλησαν στούς Κορινθίους, καί αυτό είναι τιμή γιά σάς, πού είσθε γνωστοί σέ όλο τόν χριστιανικό κόσμο, αλλά έχετε καί ευθύνη νά συνεχίζετε αυτήν τήν παράδοση. Άς παρακαλούμε τόν Απόστολο Παύλο, τόν ιδρυτή τής Εκκλησίας τής Κορίνθου, νά μάς δώση έμπνευση γιά νά ζούμε εκκλησιαστικά, νά έχουμε εκκλησιαστικό φρόνημα, αλλά καί νά νοσταλγούμε τήν πρώτη εκείνη Εκκλησία, ώστε νά γίνουμε άξιοι διάδοχοι εκείνων τών μεγάλων αποστολικών μορφών καί τελικά νά γίνουμε φοιτητές αυτής τής «Θεολογικής Σχολής τής Αποστολικής Εκκλησίας» τής Κορίνθου.–

«Εκκλησιαστική Παρέμβαση»Ιούλιος 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου