5 Μαΐ 2011

Αριστείδης Σπανδώνης, Τα θρησκευτικά στη δημόσια εκπαίδευση:εμπόδιο ή εφόδιο για το μαθητή;

Τα θρησκευτικά στη δημόσια εκπαίδευση:εμπόδιο ή εφόδιο για το μαθητή;

του Αριστείδη Σπανδώνη, Θεολόγου Καθηγητή

Ἄν τά Ἑλληνόπουλα δέ μάθουν πρῶτα τό δικό τους πολιτισμό, τή δική τους γλώσσα, τή δική τους θρησκευτική πίστη, τίς δικές τους παραδόσεις, τότε πώς θά σταθοῦν μέ κριτικό πνεῦμα καί γόνιμη σκέψη ἀπέναντι στίς παραδόσεις καί τόν πολιτισμό τῶν ἄλλων;

***

Πολύ μελάνι ἔχει ξοδευτεῖ τελευταῖα γιά τήν ἀναγκαιότητα ἤ μή τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στά ἀναλυτικά προγράμματα τῶν ἑλληνικῶν σχολείων της, μετά χρεωκοπίαν, ραγδαίως ἐξελισσόμενης ἐποχῆς μας.

Τό θέμα ἀναπτύχθηκε ἐπαρκῶς ἀπό ἐπιφανεῖς ἐπιστήμονες, ἀκαδημαϊκούς καί ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες, καταφατικά ἤ ἀποφατικά. Διατυπώθηκαν πολλές ἀπόψεις, δόθηκαν ποικίλες ἑρμηνεῖες, καί, ἄν μή τί ἄλλο, φάνηκε γιά μιά ἀκόμη φορά τό ζωηρό ἐνδιαφέρον ὅλων γιά τό ζήτημα. Τά δεδομένα πού ἀφοροῦν στό συγκεκριμένο θέμα καί χρήζουν μελέτης εἶναι νομικά, παιδαγωγικά, πολιτιστικά, ἐκπαιδευτικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά καί βεβαίως θεολογικά.

Ὡς πρός τή νομική πλευρά ἡ κατάσταση εἶναι σαφής: τό Σύνταγμά μας ὁρίζει στό ἄρθρο 16, παρ. 2, ὅτι: «Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ Κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς Ἐθνικῆς καί Θρησκευτικῆς συνείδησης καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολίτες».

Κατά τόν δρ. Νομικῆς καί Ἀντιπρόεδρο τοῦ Ἀρείου Πάγου, Ἀναστάσιο Ν. Μαρίνο, ἡ Ἀναθεωρητική Βουλή τοῦ 1986 καθώς καί ἐκείνη τοῦ 2001, παρά τίς ἀφόρητες πιέσεις πού ἀσκήθηκαν, ἀρνήθηκαν νά συμπεριλάβουν στά ἀναθεωρημένα Συντάγματα τά ἐπιμόνως τεθέντα αἰτήματα περί καταργήσεως τοῦ μαθήματος, ἤ, τουλάχιστον, μετατροπῆς του σέ θρησκειολογικοῦ περιεχομένου. Κατόπιν σχετικῶν προσφυγῶν, τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (ΣτΕ), δέχθηκε ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν πρέπει νά διδάσκεται ὑποχρεωτικῶς κατά τό Ὀρθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα, ἐνῶ ἀπαλλάσσονται τῆς παρακολούθησής του ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θά δηλώσουν ὅτι ἔχουν πρόβλημα συνειδήσεως διότι εἶναι ἄθεοι, ἑτερόθρησκοι ἤ ἑτερόδοξοι(ἀποφάσεις ὑπ᾽ ἀριθ. 3356/1995 καί 2176/1998 τοῦ Στ´ Τμήματος τοῦ ΣτΕ).

Προσπερνώντας τήν ἀνεξήγητη καί ἐπίμονη ἐπαναφορά τοῦ ζητήματος ἀπό ὁρισμένους, σέ νομικό ἐπίπεδο, ἄς ἐξετάσουμε ἄν ὄντως ἐνδείκνυται, ἀπό παιδαγωγικῆς ἀπόψεως, μιά τέτοια ρύθμιση. «Πρέπει νά ἀνήκει κανείς σέ ἕναν πολιτισμό γιά νά μπορεῖ νά μιλάει γι᾽ αὐτόν». Ἡ φράση ἀνήκει στό Ρεζίς Ντεμπρέ, σύντροφο ἐν ὅπλοις τοῦ Τσέ Γκεβάρα, φίλο τοῦ Σαλβαδόρ Ἀλλιέντε, σύμβουλο τοῦ Φρανσουά Μιττεράν.

Ὁ Ρ. Ντεμπρέ εἶναι σήμερα ἕνας ἐξαιρετικά δραστήριος διανοούμενος καί πολυγραφότατος συγγραφέας, πολιτικός μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος καί καθηγητής φιλοσοφίας, ὁ ὁποῖος, σύν τοῖς ἄλλοις, τό 1981 ἀνέλαβε τή Γενική Γραμματεία τῆς Προεδρίας τῆς Δημοκρατίας.

Τό 2001 ὁ Ρ. Ντεμπρέ ρωτήθηκε ἀπό τόν τότε Ὑπουργό Ἐθνικῆς Παιδείας, σοσιαλιστή Ζάκ Λάνγκ, ἄν μπορεῖ νά διατυπώσει προτάσεις σχετικές μέ τήν ἐπαναφορά τῆς διδασκαλίας τῶν θρησκευτικῶν στά δημόσια σχολεῖα τῆς Γαλλίας. Σημειωτέον ὅτι ἡ Γαλλία, ἀπό τήν ἐποχή τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως (1789), ἀποκήρυξε ἐπίσημα κάθε σχέση μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία καί τή θρησκευτικότητα, ἐν γένει, σέ ὅλες της τις ἐκφάνσεις, ἐνῶ τό 1882 ὁ Ζύλ Φερρύ, Ὑπουργός Δημόσιας Ἐκπαίδευσης τῆς Γ´ Γαλλικῆς Δημοκρατίας, θεμελίωσε μέ τόν ὁμώνυμο νόμο του τό οὐδετερόθρησκο δημόσιο σχολεῖο, βασισμένο στήν ἀρχή τοῦ κοσμικοῦ κράτους. Καμία ἀναφορά σέ κανένα δόγμα, σέ καμία πίστη, σέ καμία θρησκευτική παράδοση. Ἕνας ἰδιότυπος «θρησκευτικός ἀναλφαβητισμός».

Ἡ εἰσήγηση τοῦ Ρ. Ντεμπρέ στό Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Παιδείας περιέχεται στό βιβλίο του «Ἡ διδασκαλία τῆς θρησκείας στό οὐδετερόθρησκο σχολεῖο», Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα 2004. Παραθέτουμε ἐνδεικτικά κάποια ἀποσπάσματα: «... ὁ χάρτης τοῦ σύγχρονου κόσμου εἶναι ἀκατανόητος χωρίς ἀναφορά στίς θρησκευτικές δομές τῶν πολιτισμικῶν περιοχῶν» καί «Πῶς νά καταλάβουμε τή φυσική κατάσταση στόν Ρουσσώ ἤ τήν ἐγελιανή ὀδύσσεια ἄν δέν ἔχουμε ἀκούσει ποτέ νά γίνεται λόγος γιά τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα;» (σελ. 19).

Ὁ Ρ. Ντεμπρέ τονίζει μεταξύ ἄλλων τή σημασία τῆς θρησκευτικῆς διδασκαλίας στήν ἐλεύθερη καί ὁλοκληρωμένη ἀνάπτυξη τῆς κρίσης τῶν παιδιῶν: «Δέν τίθεται, ἑπομένως, ζήτημα νά ἐπιφυλάξουμε στό θρησκευτικό φαινόμενο κάποια ἰδιαίτερη τύχη, προικίζοντάς το μέ προνόμια ὑπερθετικά, ἀλλά νά ἐφοδιαστοῦμε μέ ὅλες τίς πανοπλίες πού θά ἐπιτρέψουν στούς γυμνασιόπαιδες καί λυκειόπαιδες νά παραμείνουν πλήρως πολιτισμένοι, διασφαλίζοντας τό δικαίωμά τους στήν ἐλεύθερη ἄσκηση τῆς κρίσης τους».

Ὅσον ἀφορά τήν ἔξαρση τοῦ θρησκευτικοῦ φονταμενταλισμοῦ καί τῆς συνακόλουθης τυφλῆς βίας καί τρομοκρατίας στίς μέρες μας, θεωρεῖ πώς ἡ καλύτερη ἀντιμετώπιση τῶν μισαλλόδοξων παρερμηνειῶν τῆς θρησκείας ἀπό τίς κάθε εἴδους φανατικές παραθρησκευτικές ὁμάδες, δέν εἶναι παρά ἡ αὐθεντική καί ἔντιμη ἑρμηνεία τῶν ἱερῶν βιβλίων τῶν θρησκειῶν, τῆς Βίβλου ἐν προκειμένῳ, ἀπό τούς καθ᾽ ὕλην ἁρμοδίους καί ἐπιστημονικῶς ἐπαρκεῖς ἐκπαιδευτικούς, στά πλαίσια τῆς διαφάνειας καί τῆς ἐγκυρότητας τῆς δημόσιας παιδείας.

Ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Ἡ ἀποπομπή τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου ἐκτός τῶν τειχῶν τῆς ὀρθολογικῆς καί δημοσίας μετάδοσης τῶν γνώσεων, εὐνοεῖ τήν παθολογία τοῦ πεδίου ἀντί τήν ἐξυγίανσή του... τό σχολεῖο τῆς Δημοκρατίας μας δέν ὀφείλει, ἄραγε, νά σταθεῖ ἀντίβαρο στίς μετρήσεις ἀκροαματικότητας, στούς τσαρλατάνους καί στά σεκταριστικά πάθη; Ἡ ἀποχή δέν ἀποτελεῖ θεραπεία... Ὁ Σκεπτόμενος τοῦ Ροντέν πού κλοτσάει μακρυά τή Βίβλο μέ ἕνα ἀφηρημένο λάκτισμα, λησμονεῖ πώς τό ἱερό βιβλίο δέν ἐξαφανίζεται... Θά τοῦ γίνουν ἀλλοῦ ἀναγνώσεις φονταμενταλιστικές, τόσο πιό ἐπιζήμιες ὅσο οἱ νέοι κατηχούμενοι δέν ἔχουν ἀκούσει καμιά ἑρμηνεία μέ ποιότητα γι᾽ αὐτό τό κείμενο ἀναφορᾶς. Ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι μιά ἀντικειμενική καί λεπτομερής γνώση τῶν ἱερῶν κειμένων καί τῶν παραδόσεών τους ὁδηγεῖ πολλούς νεαρούς ζηλωτές νά ἀποτινάξουν τήν κηδεμονία φανατικῶν ἀρχῶν, σύν τοῖς ἄλλοις ἐνίοτε ἀδαῶν ἤ ἀνίκανων» (σ. 27).

Οἱ παραπάνω διαπιστώσεις ἑνός ἀθεϊστῆ διανοουμένου γιά τό θρησκευτικό φαινόμενο καί τήν ἀναγκαιότητα ἐπιστροφῆς τῆς διδασκαλίας του στά οὐδετερόθρησκα δημόσια σχολεῖα τῆς Γαλλίας, ἔχουν ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον. Ὅπως ἐπίσης καί τό γεγονός ὅτι τό γαλλικό κράτος, διά τοῦ ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας, μετά ἀπό δύο αἰῶνες πλήρους ἐξοβελισμοῦ τῆς θρησκείας ἀπό τά δημόσια πράγματα καί τήν ἐκπαίδευση, ἀποφασίζει νά ἐπανεξετάσει τή στάση του στό θέμα τῆς διδασκαλίας τῶν θρησκευτικῶν.

Ἀναφέρει ὁ Ρ. Ντεμπρέ σέ μιά ἄλλη ἀποστροφή τοῦ λόγου του: «Πώς νά ἀνιχνεύσουμε τήν ἀνέκλητη περιπέτεια τῶν πολιτισμῶν χωρίς νά συνυπολογίσουμε τό ἴχνος πού ἄφησαν πίσω οἱ μεγάλες θρησκεῖες; Ἡ προσπάθεια γίνεται τόσο περισσότερο ἐπιβεβλημένη ὅσο τό παράδειγμα τῆς οἰκονομίας, οἱ νέες τεχνολογίες καί οἱ ἀναφορές στήν ἐπιχείρηση καί τή διοίκηση ἐπιβάλλονται ἤ προτείνονται σήμερα στούς μαθητές, ἐπειδή οἱ συνθῆκες τό ἐπιβάλλουν, ὡς ὁ μόνος καί ὁ ἔσχατος ὁρίζοντας» (σ. 26).

Συνεπῶς, ὅσα ἀκούγονται ἀπό τούς παρ᾽ ἡμῖν περί ἀναπροσαρμογῆς τοῦ δημοσίου σχολείου στά νέα δεδομένα τῆς πολυπολιτισμικότητας καί τῆς οἰκονομικῆς καί τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης, δέν ἀναιροῦν ἀλλά ἐπιτείνουν τήν ἀδήρητη ἀνάγκη ἐφοδιασμοῦ τῶν μαθητῶν μέ τίς διαχρονικές ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης. Μ᾽ αὐτές καί μόνο θά μπορέσουν ἀφενός νά γνωρίσουν τό παρελθόν τους, νά κατανοήσουν καί νά ἑρμηνεύσουν τίς ρίζες τοῦ πολιτισμοῦ τους, κι ἀφετέρου νά διαλέγονται ἰσότιμα καί μετά λόγου γνώσεως μέ τά νέα ρεύματα, ἰδεολογικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, κ.ἄ., φορεῖς τῶν ὁποίων εἶναι καί οἱ οἰκονομικοί ἤ λοιποί μετανάστες, πού διαμορφώνουν νέα δεδομένα στήν πατρίδα μας καί ἀποτελοῦν, γιά κάποιους, τό ἄλλοθι τῶν προτεινόμενων ἀλλαγῶν.

Ἀπό αὐτήν τήν ἀφετηρία μπορεῖ νά ξεκινήσει ἕνας διαφορετικός, γόνιμος καί ἐποικοδομητικός διάλογος, πού στόχο θά ἔχει τή θωράκιση τῶν δικῶν μας γυμνασιοπαίδων καί λυκειοπαίδων μέ τά ἀγαθά μιᾶς ὁλοκληρωμένης ἐκπαίδευσης, ὡς προσέγγισης τῆς πλούσιας ἑλληνορθόδοξης παράδοσης μας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ δομικό στοιχεῖο τῆς ἰδιοπροσωπείας μας καί ἀπαραίτητο ἐφόδιο γιά τήν ἰσότιμη καί ὁμαλή ἔνταξη τῶν παιδιῶν μας στό Εὐρωπαϊκό καί παγκόσμιο γίγνεσθαι.

Ἄν τά Ἑλληνόπουλα δέ μάθουν πρῶτα τό δικό τους πολιτισμό, τή δική τους γλώσσα, τή δική τους θρησκευτική πίστη, τίς δικές τους παραδόσεις, τότε πώς θά σταθοῦν μέ κριτικό πνεῦμα καί γόνιμη σκέψη ἀπέναντι στίς παραδόσεις καί τόν πολιτισμό τῶν ἄλλων; Μέ ποιό μέτρο θά μετρήσουν καί μέ ποιό κώδικα ἀξιῶν θά ἀξιολογήσουν; Κινδυνεύουμε νά φτάσουμε στό σημεῖο νά θυμίζει ἡ ἐκπαίδευση καί οἱ ἐκπαιδευόμενοι μας τό διάλογο τοῦ Ὀδυσσέα μέ τό γίγαντα Πολύφημο: ὅταν ο μονόφθαλμος γίγας τόν ρώτησε «ἐσύ ποιός εἶσαι;», πῆρε ἀπό τόν πολυμήχανο Ἕλληνα τήν ἀπάντηση: «Οὕτις ἐμοί γ᾽ ὄνομα... Κανένας τ᾽ ὄνομά μου, Κανένα μέ φωνάζουνε».

Ἀποψιλώνοντας τήν ὑποχρεωτική ἐκπαίδευση ἀπό κάθε ἀναφορά στά δομικά στοιχεῖα πού συναποτελοῦν τό Ἑλληνικό ἔθνος, κατά Ἡρόδοτον, δηλαδή τό ὅμαιμον, τό ὁμόθρησκον, τό ὁμότροπον καί τό ὁμόγλωσσον, ὁδηγοῦμε τούς Ἕλληνες μαθητές, τόσο στή σχέση τους μέ τίς ἱστορικές ρίζες τους ὅσο καί στή διαλεκτική τους μέ τό σύγχρονο κόσμο, στό ἐπικίνδυνο παιχνίδι τοῦ Ὀδυσσέα μέ τόν Πολύφημο. Στά ἐρωτήματα «ποιοί εἴστε, ἀπό πού κατάγεστε, τί πιστεύετε» θά ἀπαντοῦν «ὁ κανένας, ἀπ᾽ τό πουθενά καί στό τίποτα». Εἶναι ἄραγε αὐτός ὁ ρόλος τῆς παιδείας; Κανένας πρόγονος, καμία πίστη, καμία ἱστορία γιά τά ἑλληνόπουλα; Ἤ μήπως πρόκειται γιά τήν παθολογία μιᾶς ἱστορικῆς καί πολιτιστικῆς ἀμνησίας; Ὁπωσδήποτε δέν ἔχουμε αὐτό τό δικαίωμα, νά παίζουμε μέ τήν αὐτογνωσία τῶν παιδιῶν μας καί νά ἀμβλύνουμε τή μνήμη τους.

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ μύθος πού συχνά ἀκούγεται καί τόν ἐπικαλοῦνται οἱ θιασῶτες τῶν σαρωτικῶν ἀλλαγῶν στήν ἐκπαίδευση, εἶναι πώς εἴμαστε οὐραγοί στήν Εὐρώπη καί μείναμε πολύ πίσω στίς ἀντιλήψεις μας περί τά θρησκευτικά, σέ ἀντίθεση μέ τούς προοδευτικούς καί ἀνοιχτόμυαλους ἑταίρους μας. Εἶναι ὅμως ἔτσι;

Ἄν μελετήσουμε τά ἐκπαιδευτικά δεδομένα στήν Εὐρώπη, θά δοῦμε ὅτι στήν Ἰρλανδία, ὅπου τό Σύνταγμα ἀποδίδει τιμή στήν Ἁγία Τριάδα, ἡ διδασκαλία αὐτή εἶναι ὁμολογιακή καί ὑποχρεωτική. Στήν Ἰσπανία, ὅπου στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά κατήχηση, γίνεται ἀπό καθηγητές πού ἐπιλέγονται ἀσφαλῶς ἀπό τή δημόσια διοίκηση ἀλλά ἀπό ἕναν κατάλογο ὑποψηφίων πού παρουσιάζει ἡ Καθολική Ἐπισκοπή, ἔχει γίνει δέ προαιρετική. Στήν Πορτογαλία, παρά τή διακηρυγμένη ἀρχή τῆς οὐδετερότητας, τή θρησκευτική διδασκαλία ἀναλάμβανε στά δημόσια σχολεῖα ἡ Καθολική Ἐκκλησία. Στή Δανία, ὅπου ἡ ἐθνική Ἐκκλησία εἶναι ἡ λουθηρανική, δέν ὑπάρχει κατήχηση ἀλλά, σέ κάθε βαθμίδα τοῦ «λαϊκοῦ σχολείου», ἕνα μή ὑποχρεωτικό μάθημα «γνώσης τοῦ χριστιανισμοῦ». Στή Γερμανία, ὅπου ἡ ἐκπαίδευση ποικίλλει ἀνάλογα μέ τά Lander, (ὁμόσπονδα κρατίδια), ἡ χριστιανική θρησκευτική διδασκαλία ἀποτελεῖ μέρος τῶν ἐπίσημων προγραμμάτων, συχνά ὑπό τόν ἔλεγχο τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ δέ βαθμοί τῶν θρησκευτικῶν ὑπολογίζονται γιά τόν προβιβασμό στήν ἑπόμενη τάξη. Στό Βέλγιο, τά κρατικά ἱδρύματα ἐπιτρέπουν μιά ἐπιλογή ἀνάμεσα στό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν καί ἕνα μάθημα ἠθικῆς μή ὁμολογιακοῦ χαρακτήρα. Στή Ρουμανία, τή Σουηδία, τήν Πολωνία, τή Μάλτα, τό μάθημα εἶναι ὑποχρεωτικό γιά ὅλες τίς βαθμίδες τῆς Παιδείας. Συνεπῶς, κατά τό Ρ. Ντεμπρέ: «δέν ὑπάρχει εὐρωπαϊκή νόρμα ἐπί τοῦ προκειμένου, κάθε συλλογική νοοτροπία διαχειρίζεται μέ τό μικρότερο δυνατό κόστος τήν ἱστορική κληρονομιά της....» (σελ. 46).

Συνοψίζοντας, ἐπισημαίνουμε ὅτι τό σχολεῖο δέν εἶναι καί δέν χρειάζεται νά γίνει ἕνα σύγχρονο ψηφιακό φροντιστήριο παροχῆς χρησιμοθηρικῶν γνώσεων. Μία παιδεία χωρίς θρησκευτικό μάθημα, ψυχοπαιδαγωγικοῦ χαρακτήρα, ὥστε νά ἀπευθύνεται στόν ὅλο ἄνθρωπο, καί ὄχι μόνο στίς μεθόδους βελτίωσης τῶν δεξιοτήτων του καί τῶν ἐγκυκλοπαιδικῶν γνώσεών του, δημιουργεῖ κενά στήν πρόσληψη τῆς ἱστορίας καί τοῦ πολιτισμοῦ, καί ἀφήνει ἔξω κάθε προβληματισμό γιά ἀξίες καί νόημα στή ζωή. Ἕνας τέτοιος σχολικός μονοφυσιτισμός καί ἐκπαιδευτικός μονοενεργητισμός, ὅταν μάλιστα μέ δογματισμό ἐπιχειρεῖται ἡ ἐπιβολή τοῦ ἄνωθεν, κάθε ἄλλο παρά συμβάλλει στήν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς τοῦ σχολείου στό σύγχρονο κόσμο.

Ὁ ἐπίλογος ἀνήκει στόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, καί ὁ ἔχων ὤτα ἀκούειν, ἀκουέτω... «Ἄγγλος ἤ Γερμανός ἤ Γάλλος δύναται νά εἶναι κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικός ἤ ἄθεος ἤ ὅ,τιδήποτε. Ἔκαμε τό πατριωτικόν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τήν ἀπιστίαν καί τήν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλά Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νά κάμῃ δημοσία τόν ἄθεον ἤ τόν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μέ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ᾽ ἄκρων ὀνύχων καί τανυόμενον νά φθάσῃ εἰς ὕψος καί φανῇ καί αὐτός γίγας. Τό ἑλληνικόν ἔθνος, τό δοῦλον, ἀλλ᾽ οὐδέν ἧττον καί τό ἐλεύθερον, ἔχει καί θά ἔχῃ διά παντός ἀνάγκην τῆς θρησκείας του».

-Από την περιοδική ἔκδοση Ἱ.Ν. Ἁγ. Γεωργίου Γιαννιτσῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας «ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ», Τεύχος 22, Μάρτιος 2011

inag.gr- Ζωηφόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου