6 Μαΐ 2011

Γεώργιος Κρίππας. Το μάθημα των Θρησκευτικών από απόψεως νομικής και εγκληματολογικής

Εἰσήγησις εἰς τὴν Διημερίδα τῆς ΠΕΘ. 12–13 Μαρτίου 2011

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΑΠΟΨΕΩΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ

Τοῦ κ. Γεωργίου Ἠλ. Κρίππα, Καθ. Ἐλευθέρου Παν., Διδ. Συνταγματικοῦ Δικαίου

(1ον)

Εἶναι γνωστόν, ὅτι ὁ διάβολος ἀπὸ αἰώνων πολεμάει τὴν πίστη μας καὶ τὴν θρησκεία μας. Στὴν ἀρχὴ εἶχε θέσει εἰς ἐφαρμογὴ τὶς διώξεις καὶ τὰ μαρτύρια τῶν

πιστῶν. Μετέπειτα, ὅταν ἡ Χριστιανικὴ θρησκεία ἀναγνωρίσθηκε ἐπισήμως μᾶς ἔρριξε τὶς παντοειδεῖς αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἐταλαιπώρησαν βαρέως τὴν πίστη μας (καὶ τὴν ταλαιπωροῦν μέχρι σήμερον εἰς μικρότερον βαθμόν).

Πρωτίστως ὅμως ἐνδιαφέρεται καὶ πολεμᾶ νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν θρησκεία μας μὲ παντοειδεῖς τρόπους. Ὅπως ξέρουμε ἕνας ἄνθρωπος γίνεται Χριστιανὸς τυπικὰ διὰ τοῦ βαπτίσματος καὶ οὐσιαστικὰ διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τῆς θρησκείας μας. Γιὰ νὰ τηρήσουμε ὅμως τὶς ἐντολές της πρέπει νὰ τὶς γνωρίζουμε καὶ νὰ τὶς διδαχθοῦμε.

Αὐτὴν τὴν ἀποστολὴ ἔχει τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ ἀπὸ πολὺ μικρᾶς ἡλικίας, ἀκόμη καὶ πρὸ τῆς σχολικῆς ἡλικίας. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι τὰ μικρὰ παιδάκια, ποὺ εἶναι ὄντα ἀναμάρτητα, τὸ διαισθάνονται καὶ ἀπὸ πολὺ μικρὰς ἡλικίας θέλουν καὶ ἐπιζητοῦν, νὰ τοὺς μιλᾶμε γιὰ τὸν Χριστούλη καὶ γιὰ τὴν Παναγίτσα. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ δεδομένο (ποὺ ὅσο πιὸ ἔντονο καὶ πιὸ βαθὺ εἶναι τόσο καλλίτερος Χριστιανὸς γίνεται κανείς), ὁ διάβολος δὲν τὸ θέλει σὲ καμία περίπτωση καὶ τὸ καταπολεμᾶ ἀγρίως, ἀνηλεῶς καὶ ἀδυσωπήτως, συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει ἐπιτύχει τίποτε τὸ σπουδαῖο. Ἄρα θὰ πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι ἡ κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι μία ἀπὸ τὶς πρῶτες προτεραιότητες τοῦ διαβόλου (ἴσως ἡ πρώτη ὅλων) καὶ ἐπὶ τοῦ σημείου αὐτοῦ θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε στραμμένη τὴν προσοχή μας καὶ νὰ διαφυλάσσουμε τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Ἄλλωστε ὁ Κύριος εἰς τὴν ἐπίγειον ζωήν Του τί ἦταν;

Ποίαν ἰδιότητα εἶχε; Πῶς Τὸν ἀποκαλοῦσαν; Ἦταν Διδάσκαλος καὶ ἔτσι Τὸν ἀποκαλοῦσαν ὅλοι. Δὲν ἀναφέρεται εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν κάποιος, ποὺ Τὸν ἐγνώριζε, νὰ Τὸν ἀποκαλοῦσε μὲ ἄλλον τίτλον ἢ μὲ ἄλλην προσαγόρευση. Ἄρα ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι θεία ἐντολὴ καὶ κανεὶς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὴν παραβλέψει ἢ νὰ προβεῖ εἰς κατάργηση ἢ ἀποδυνάμωση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καὶ νὰ ἔχει τὴν ἀξίωση νὰ λέγεται Χριστιανός. Τὴν ὑποχρέωση καὶ τὸ καθῆκον αὐτὸ τὸ ἔχει ἀναγνωρίσει πρωτίστως ἡ Πολιτεία, ἡ ὁποία εἰς τὸ ἄρθρον 16 παράγραφος 2 τοῦ Συντάγματος ἔχει περιλάβει τὴν ἑξῆς διάταξη: «Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασικὴ ἀποστολὴ τοῦ κράτους καὶ ἔχει σκοπὸ τὴν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματικὴ καὶ τὴν φυσικὴ ἀγωγὴ τῶν Ἑλλήνων, τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνειδήσεως».

Ἐδῶ πρέπει νὰ προσέξουμε ὅτι τὸ Σύνταγμα ὅσον ἀφορᾶ στὴν θρησκεία δὲν ὁμιλεῖ περὶ ἀγωγῆς (δηλ. περὶ ἁπλῆς διδασκαλίας), ἀλλὰ περὶ θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ Ἕλληνες μαθηταὶ δὲν ἀρκεῖ νὰ μάθουν κάποια στοιχεῖα τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐνστερνισθοῦν καὶ νὰ τοὺς γίνουν συνείδηση. Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι τὸ Ἑλληνικὸ Σύνταγμα δὲν εἰσάγει μόνον τὸ ἁπλὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν (δηλ. ἁπλὲς καὶ στερεότυπες γνώσεις), ἀλλὰ καθορίζει καὶ πῶς θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ διδασκαλία του. Δηλ. πρέπει, νὰ εἶναι κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε ὁ μαθητὴς νὰ ἀποκτήσει θρησκευτικὴ συνείδηση καὶ ὄχι νὰ ἀποκτήσει ἁπλὲς γνώσεις, τὶς ὁποῖες μετέπειτα θὰ λησμονήσει, ὅπως γίνεται μὲ τὰ ἄλλα μαθήματα. Ἂν λοιπὸν δὲν τηρηθοῦν οἱ ὅροι αὐτοὶ ἀνακύπτει εὐθεῖα παράβαση τοῦ Συντάγματος ὄχι μόνον ἀπὸ κάποιον ἐνδεχομένως ἐκπαιδευτικόν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Πολιτεία, καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Βουλή, ἡ ὁποία δὲν ἐπιτρέπεται, νὰ θεσπίζει νόμους ἀντισυνταγματικούς. Ἑπομένως πᾶς, περιορισμὸς τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν (καὶ ὄχι μόνον ἡ κατάργησή του) ἀντιβαίνει εὐθέως πρὸς τὸ Σύνταγμα καὶ εἶναι ἄκυρος.

Ὑπὲρ τοῦ μαθήματος ὅμως τῶν Θρησκευτικῶν δὲν ὁμιλεῖ μόνον τὸ Σύνταγμα ἀλλὰ καὶ ἡ Εὐρωπαϊκὴ Σύμβαση Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΑΔ), ἡ ὁποία εἰς τὸ ἄρθρον 2 τοῦ Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αὐτῆς ἀναφέρει ὅτι κάθε εὐρωπαϊκὸ κράτος ὀφείλει νὰ παρέχει ἐκπαίδευση εἰς τοὺς μαθητὰς σύμφωνη μὲ τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τῶν γονέων. Ἑπομένως καὶ ἀπὸ ἀπόψεως εὐρωπαϊκῆς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν κατοχυροῦται ἀπολύτως. Καὶ ἀναφέρω τὸ δεδομένο αὐτό, διότι πολλοὶ καλοθεληταὶ καὶ μοντερνίζοντες ὑποστηρίζουν — καὶ γράφουν ὅτι ἐπὶ πανευρωπαϊκοῦ ἐπιπέδου τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δὲν κατοχυροῦται καὶ ὅτι εἰς τὰ λοιπὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη δὲν διδάσκεται, πράγμα ἐντελῶς ἀνακριβές, ὅπως θὰ δοῦμε ἐν συνεχείᾳ.

Ἄρα πᾶσα ἐνέργεια κατὰ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν (καὶ ὄχι μόνον ἡ κατάργησή του) παραβιάζει εὐθέως καὶ τὸ Σύνταγμα καὶ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Σύμβαση Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἡ ὁποία ἔχει κυρωθεῖ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα διὰ τοῦ Νόμου 53/1974. Καὶ ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν εἶναι ἰδική μου.

Αὐτὸ ἔχει γίνει δεκτὸν καὶ ἀπὸ τὴν νομολογίαν, ὅπως εἶναι ἡ ἀπόφασις 3356/1995 τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, περὶ τῆς ὁποίας ὡς γνωστὸν ἔγινε πολὺς λόγος εἰς τὸν τύπον. Ἡ ἀπόφασις αὐτὴ δέχεται, μεταξὺ ἄλλων, τὰ ἑξῆς: α) ἡ ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν —περὶ τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ ἡ προαναφερθεῖσα συνταγματικὴ διάταξις— πραγματοποιεῖται συμφώνως πρὸς τὶς ἀρχὲς τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς διδασκαλίας, ὡς τοῦτο προκύπτει καὶ ἐκ τοῦ ὅτι ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων ἀνήκει εἰς τὴν Ὀρθόδοξον χριστιανικὴν θρησκείαν καὶ ἐκ τοῦ ὅτι ἡ θρησκεία αὐτὴ χαρακτηρίζεται ὡς ἐπικρατοῦσα ὑπὸ τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος καὶ ἐκ τοῦ ὅτι τὸ προοίμιό του ἐπικαλεῖται τὴν Ἁγί αν Τριάδα. β) Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν προστατεύεται καὶ ὑπὸ τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τὸ ὁποῖον ἔχει κυρωθῆ εἰς τὴν Χώραν μας διὰ τοῦ νόμου 53/1974 καὶ ἄρα ἔχει ἐπηυξημένην τυπικὴν ἰσχὺν κατ᾽ ἄρθρον 28 τοῦ Συντάγματος. γ) Οἱ μαθηταὶ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ μετέχουν εἰς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ ἐπίσης εἰς τὰς λοιπὰς θρησκευτικὰς ἐκδηλώσεις (προσευχή, ἐκκλησιασμός). δ) Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν πρέπει νὰ διδάσκεται εἰς ἱκανὸν ἀριθμὸν ὡρῶν ἑβδομαδιαίως. ε) Μαθηταὶ ἑτερόθρησκοι, ἑτερόδοξοι ἢ ἄθεοι ἀπαλλάσσονται τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, μόνον ἐφ᾽ὅσον ἐπικαλεσθοῦν τοὺς λόγους αὐτούς, δηλ. λόγους θρησκευτικούς.

Τὰ ἴδια ἀκριβῶς δέχεται καὶ ἡ 2176/1998 ἀπόφασις τοῦ ΣτΕ (Ἐπιθ. Δημ. καὶ Διοικ. Δικ. 1998, σελ. 885 ἑπ.), ἡ ὁποία ἀκυρώνει πρᾶξιν τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ὡς παράνομον καὶ ἀντισυνταγματικήν, ἐπειδὴ περιόριζε τὸν χρόνον διδασκαλίας τοῦ μαθήματος αὐτοῦ εἰς ἱκανὸν ἀριθμὸν ὡρῶν ἑβδομαδιαίως.

Ἐν ὄψει, λοιπόν, τῶν προαναφερθέτων καὶ ἰδίᾳ τῶν ἐπικληθεισῶν συνταγματικῶν διατάξεων δὲν βλέπουμε νὰ μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθῆ ἡ ἄποψις, ὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὴν Ἑλλάδα θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθῆ μὴ ὑποχρεωτικὸν ἢ μὴ σύμφωνον πρὸς τὴν χριστιανικὴν διδασκαλίαν, τουλάχιστον διὰ τοὺς χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους μαθητάς, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὴν συντριπτικὴν πλειοψηφίαν αὐτῶν εἰς τὴν Ἑλλάδα.

Ἡ ὑποχρέωση τοῦ κράτους νὰ διδάσκει τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν κατὰ τρόπον, ποὺ οἱ μαθηταὶ νὰ ἀποκτήσουν «θρησκευτικὴ συνείδηση», τὸ ἔχουν δεχθεῖ καὶ οἱ προαναφερθεῖσες ἀποφάσεις τοῦ Συμβ. Ἐπικρατείας. Ἀξίζει δὲ νὰ παραθέσουμε τὰ ἑξῆς ἐπὶ λέξει ἀποσπάσματα αὐτῶν. Ἐκ τούτων ἡ μὲν 2176/98 ἀναφέρει ἐπὶ λέξει: «Ἡ ἀνάπτυξις τουλάχιστον εἰς ἐπαρκῆ βαθμὸν τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν προαναφερθέν- των μαθητῶν καὶ δὴ συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχὰς τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως».

Ἡ δὲ 3356/95 ἀναφέρει ἐπὶ λέξει: «Προκειμένου νὰ τύχει ἐφαρμογῆς ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, προκειμένου δηλ. νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση τῶν μαθητῶν σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Χριστιανικῆς πίστης οἱ μαθηταὶ εἶναι ὑποχρεωμένοι… νὰ παρακολουθοῦν τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, τὸ ὁποῖο ὅπως εἶναι αὐτονόητο ἐν ὄψει τῶν ἐκτεθέντων πρέπει, νὰ διδάσκεται εἰς τὰ σχολεῖα σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Θρησκείας».

Ὅπως βλέπουμε λοιπόν, ὁ ὅρος «ἀνάπτυξη θρησκευτικῆς συνειδήσεως» δὲν ἀποτελεῖ πλέον ἕνα κενὸν γράμμα μίας συνταγματικῆς διατάξεως, τὴν ὁποίαν διὰ νὰ ἑρμηνεύσουμε καὶ ἐφαρμόσουμε θὰ ἔπρεπε νὰ προχωρούσαμε σὲ ἐκτενεῖς ἑρμηνευρικὲς ἔννοιες, ποὺ κάποιοι κακόπιστοι θὰ ἀμφισβητοῦσαν. Ἡ διάταξη αὐτὴ τοῦ Συντάγματος ἔχει ἑρμηνευθεῖ δεόντως καὶ ἀναλυθεῖ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ δικαιοσύνη καὶ μάλιστα τὴν ἀνωτάτη (ὅπως εἶναι τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας). Ἐφεξῆς λοιπὸν οὐδεὶς δικαιοῦται πλέον (καὶ φυσικὰ οὔτε τὸ ἴδιο τὸ κράτος, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ Βουλή), νὰ δώσει ἄλλην ἑρμηνείαν ἢ ἄλλην ἔννοιαν εἰς τὸν ὅρον αὐ - τόν, διότι ἄλλως θὰ παρεβίαζε βασικὲς καὶ καίριες ἀποφάσεις τῆς ἑλληνικῆς δικαιοσύνης καὶ τέτοιο δικαίωμα τὸ κράτος δὲν ἔχει, ἀφοῦ κατ᾽ ἄρθρον 87 τοῦ Συντάγματος ἡ δικαιοσύνη ἀπονέμεται μόνον ἀπὸ τὰ δικαστήρια καὶ ἀπὸ κανέναν ἄλλον φορέα. Τέτοιο βεβαίως δικαίωμα δὲν ἔχει οὔτε καὶ ἡ Βουλή, ἀφοῦ ἂν ἐξέδιδε ἀντίθετον νόμο, ὁ νόμος αὐτὸς θὰ ἦταν ἀντισυνταγματικὸς καὶ βάσει τοῦ ἄρθρου 93 παρ. 4 τοῦ Συντάγματος τὰ δικαστήρια ὑποχρ. 4 τοῦ Συντάγματος τὰ δικαστήρια ὑποχρεοῦνται, νὰ μὴ τὸν ἐφαρμόσουν.

Ορθόδοξος Τύπος, 6/05/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου