22 Μαΐ 2011

Μήνυμα του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου προς την Μοναστική Ημερίδα με θέμα: «Μοναχισμός και κόσμος» (Έδεσσα, Μάιος 2011)

ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ

Πρός τήν Μοναστικήν Ἡμερίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας

μέ θέμα: «Μοναχισμός καί κόσμος»

(Ἔδεσσα, Μάιος 2011)

Χριστός Ἀνέστη!

Μέ βαθειά χαρά, Σεβασμιώτατε ἅγιε Ἀδελφέ, ἀπευθύνουμε τόν εὐφρόσυνο ἀναστάσιμο χαιρετισμό πρός τήν Μοναστική Ἡμερίδα τῆς καθ’ ὑμᾶς εὐλογημένης Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἡ ὁποία διεξάγεται μέ τήν ἀξιέπαινη μέριμνά σας καί μέ τήν Χάρη τοῦ Σωτῆρος καί Ἀναστάντος Κυρίου μας. Χαιρετίζουμε ἐγκαρδίως καί εὐλογοῦμε τούς σεβαστούς Πατέρες, ὁσιώτατους ἀδελφούς καί ὁσιώτατες ἀδελφές, καί ὅλους τούς ἐκλεκτούς συνέδρους καί συμμετέχοντες στήν πολύτιμη αὐτή συνάντηση, ἡ ὁποία θά ἀναπτύξει τό μεστότατο θεολογικά καί ἱστορικά θέμα «Μοναχισμός καί κόσμος».

Ὁ μοναχισμός ἐμφανίστηκε ἱστορικά ὡς ἀντίδραση στήν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἔννοια τῆς εἰσόδου καί ἀφιέρωσής της στήν διακονία τοῦ κόσμου, τοῦ κράτους, τῆς κοινωνίας. «Ὡς δεσμοί καί ἅλυσος ἀετῷ, οὕτως ἡ τοῦ κόσμου μέριμνα τῷ μοναχῷ» (Ἐφραίμ Σύρος, Νουθεσία, ἤγουν κατήχησις πρὸς μοναχούς). Γι’ αὐτό τό λόγο ἀναπτύχθηκε κατ’ ἐξοχήν στήν ἔρημο καί τήν ὕπαιθρο, σέ ἀντιδιαστολή πρός τίς μεγάλες πόλεις, οἱ ὁποῖες ἀνέκαθεν ἀποτελοῦσαν τά κύρια κέντρα «τοῦ κόσμου τούτου». Πολύ γρήγορα ὅμως συνέβη τό παράδοξο ἡ φυγή αὐτή νά δώσει τή θέση της σέ μιάν ἀμφίδρομη πορεία καί μεταφορά τῆς ἐρήμου στόν ἴδιον τόν κόσμο. Ἡ ἀναγνώριση καί καταξίωση τοῦ ἀναχωρητικοῦ κινήματος μέσα τήν Ἐκκλησία καί μάλιστα ἡ υἱοθέτηση τοῦ μοναχικῆς ἰδιότητος ἀπό τήν Ἱεραρχία Της, ὅπως καί ἡ ἵδρυση μοναστηριῶν στίς πόλεις, ὁδήγησαν στή θεώρηση καί πράξη τῆς ἀπόσυρσης καί ἀποταγῆς μέσα στό ἴδιο τό κέντρο τοῦ κόσμου, ὅπου, βέβαια, δέν μποροῦν νά γίνουν ὅλοι μοναχοί μέ τήν πλήρη ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλά ὅλοι σώζονται προσεγγίζοντας τή μοναστική ζωή.

Αὐτή ἦταν καί ἡ στάση τῶν πρώτων χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι καλοῦνταν ἀκριβῶς νά ζήσουν μέσα καί ἔναντι ἑνός κόσμου ἀγώνων, μαρτυρίου καί διωγμῶν, ὑποτάσσοντας τήν ζωή τους στήν πραγματικότητα τῆς Βασιλείας «ἐκτός τοῦ κόσμου τούτου». Στίς Πράξεις καί τίς Ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων διαπιστώνει κανείς ὅτι παρουσιάζεται ἡ αὐθεντική χριστιανική ζωή, πού εἶναι ταυτόχρονα καί ἡ μοναστική ζωή, γιατί ὁ μοναχισμός διασώζει τό Εὐαγγέλιο στήν αὐθεντική του ἔκφραση.

Μέ αὐτόν τόν τρόπο οἱ Ἱερές Μονές συνιστοῦν τά ὑψηλά προπύργια καί τούς τηλαυγεῖς θεοδρόμους πνευματικούς φάρους τῆς κατά κόσμον Ἐκκλησίας μας. Ἀναχώρηση ἀπό τόν κόσμο δέν σημαίνει λοιπόν ἀπομόνωση τῶν μοναχῶν, ἀλλά ἀντιθέτως ἡ προσωπική τους πρόοδος στήν ἄσκηση συντελεῖται σέ σχέση καί κοινωνία πρός τόν σύγχρονο κόσμο καί τό σύνολο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἀποταγή τοῦ κόσμου, ὡς βασική μοναστική ἀρχή, προϋποθέτει τό παράδοξο ὅτι οὐσιαστικά συνιστᾶ μιά κίνηση πρός τόν κόσμο κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρόκειται δηλαδή γιά τή δυναμική αὐθυπέρβαση τοῦ αὐτονομημένου φυσικοῦ θελήματος, γιά τήν πραγμάτωση τῆς ὑπαρκτικῆς πληρότητας καί γνησιότητας τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀποκατάστασή του στήν προσωπική του ἀκεραιότητα. Ἄλλωστε, ἡ ἀπάρνηση τῶν ἀτομικῶν θελημάτων δέν συνιστᾶ αὐτοσκοπό, γιατί τότε ἡ ἐλευθερία ἀπό τά πάθη τῆς σαρκός παραμένει ἀνέφικτη, καθώς τρέφει τελικά τήν ἐγωκεντρική αὐτάρκεια τῆς ἀτομικότητας. Ὅπως σημειώνει ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «Διά τήν ἀλήθειάν ἐστιν ἡ ἀρετή∙ οὐ διά τήν ἀρετήν ἡ ἀλήθεια» (Περί διαφόρων ἀπόρων, PG 90, 369A)

Διαπιστώνουμε ἑπομένως ὅτι ὁ κόσμος πού καλεῖται νά ἀπαρνηθεῖ ὁ μοναχός καί ἔναντι τοῦ ὁποίου καταρτίζει τήν ἄσκησή του, δέν συνίσταται μόνο σ’ αὐτόν πού προσλαμβάνει ἔξωθεν καί ἐσωτερικῶς, ἀλλά ἐντοπίζεται ἀκόμη καί στόν βαθύτερο πυρήνα τῆς ὕπαρξής του, καθώς θεολογικά ἡ ὑπόσταση ὁρίζεται ἀκριβῶς ὡς προσωπική ἑτερότητα ἐκτός τῆς φύσεως, δηλαδή ὡς ἀπόσταση ἀπό τήν ἀτομική αὐτοτέλεια τῶν κοινῶν φυσικῶν ἰδιωμάτων. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος συγκεφαλαιώνει, σύμφωνα μέ τήν πατερική γραμματεία, τόν κτιστό κόσμο ὡς μικρόκοσμος, καί ἡ ἄσκηση νοεῖται ὡς κατ’ ἐξοχήν «μετά πράξεως» σπουδή τοῦ κόσμου καί ὁδός θεολογικῆς γνώσεως, πού ὁδηγεῖ μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς σταυρικῆς αὐταπάρνησης, τῆς νεκρώσεως τοῦ ἀτομικοῦ θελήματος, σέ μιάν ἀκατάπαυστη κίνηση πρός τήν ὄντως ζωή, κατά τήν ὁποία ἄνθρωπος καί κόσμος ἀναφέρονται στόν Θεό. Ὅπως σημειώνει ὁ Ὅσιος Νικήτας Στηθᾶτος «...τήν ἐλευθερίαν αὐτήν, φημί, τήν ἀπάθειαν τῆς ψυχῆς, τήν ἐξ ἐπιπόνου πράξεως ἐπί τήν φυσικήν προκόψασαν θεωρίαν τῆς κτίσεως καί εἰς τόν γνόφον τῆς θεολογίας εἰσελθοῦσαν ἐκεῖθεν» (Κεφάλαια πρακτικά, Α΄ Ἑκατοντάς α΄, Φιλοκαλία, τόμος Γ΄, 273).

Εἶναι αὐτονόητο πόσο πολύτιμη εἶναι ἡ συμβολή αὐτῆς τῆς θεολογικῆς μοναστικῆς θεωρήσεως τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου στόν σύγχρονο κόσμο πού ἀντιμετωπίζει, καταναλωτικά καί ἐπιστημονικά, τά δεδομένα τῆς φυσικῆς πραγματικότητας ὡς ἀπρόσωπα ἀντικείμενα, ὑποταγμένα κατά τό δοκοῦν καί πρός ἴδιον ὄφελος σέ ἀτομικές ἀνάγκες καί ἐπιθυμίες. Τήν στιγμή πού ὁ κόσμος διεκδικεῖται καί συνδιασχίζεται ἀπό ἀτομική ἀνάγκη κατοχῆς καί ἰδιοποίησης, ὁ μοναχός ἀσκεῖται σέ ἀκτημοσύνη. Ἐκεῖ πού οἱ σχέσεις δοκιμάζονται ἀπό τήν κτητική ἰδιοτέλεια, καί ἡ κοινωνική συνύπαρξη ἐκτρέπεται σέ ἀνταγωνισμό κυριαρχικῆς ἐπικράτησης, ὁ μοναχισμός ἀντιτείνει τίς ἀρχές τῆς παρθενίας καί τῆς ὑπακοῆς. Ἡ ἐνεργούμενη στόν μοναχισμό ἀπάρνηση τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ τῆς ἀτομικότητας δέν ὁδηγεῖ συνεπῶς σέ μονομερῆ καί αὐτάρκη μόνωση, ἀλλά ἀντιθέτως σέ μετάθεση τοῦ ἄξονα τῆς ζωῆς ἀπό τήν ἀτομικότητα τοῦ ἐγώ σέ προσωπική σχέση ἄνευ ὁρίων ἀγάπης καί κοινωνίας πρός τόν κόσμο καί ἔργο ἑνοποίησης τῶν διεστώτων, ὅπως, εἰς τύπον τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας, τοῦ ἄρρενος καί τοῦ θήλεως, τῆς οἰκουμένης καί τοῦ παραδείσου, γῆς καί οὐρανοῦ, αἰσθητῶν καί νοητῶν, κτιστοῦ καί ἀκτίστου.

Μέ αὐτές τίς σκέψεις, συγχαίροντας τόν ἀγαπητό ἐν Χριστῷ ἀδελφό Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ καί ὅλους ὅσοι συνέβαλαν στήν διεξαγωγή αὐτῆς τῆς Ἡμερίδας, εὐχόμαστε πλούσιο τόν φωτισμό καί δαψιλῆ τήν εὐλογία τῆς Χάριτος τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας γιά πλήρη εὐόδωση καί καρποφορία τῶν ἐργασιῶν της

Μετ’ ἀναστασίμων εὐχῶν καί ἀγάπης,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου