Λέγεται μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι «πατέρας» της νεοελληνικής ιστοριογραφίας θεωρείται ο περιβόητος Γερμανός ιστορικός Ιάκωβος – Φίλιππος Φαλμεράϋερ (1790-1861). Ο Φαλμεράϋερ έγινε γνωστός διότι αμφισβήτησε την συνέχεια του Ελληνικού Έθνους. Υποστήριζε ότι κατά το τέλος του 6ου μ.Χ. αιώνα οι Έλληνες εξαφανίστηκαν λόγω των σλαβικών επιδρομών. Πολλοί ξένοι αλλά και ημέτεροι ιστορικοί, ιδιαιτέρως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, αντέκρουσαν τις υποβολιμαίες και εμπαθείς συγγραφές του και έκτοτε κανείς δεν αποδέχεται την θεωρία του, πλην βεβαίως των νεογραικύλων της σήμερον.
Ισχύει, όμως, πάντοτε ο αείχλωρος λόγος των προγόνων: «Ουδέν κακόν αμιγές καλού». Ο Φαλμεράϋερ μάς «γέννησε» τον Παπαρρηγόπουλο. Όμως και οι τωρινοί «Φαλμεράϋερ» αφυπνίζουν τον λαό και αναγκάζουν πολλούς έγκριτους επιστήμονες να στρέψουν την προσοχή τους στην ένδοξη εποχή της Παλιγγενεσίας και στην προηγηθείσα Οθωμανοκρατία. Επιπλέον στην εποχή της εθνικής κατήφειας και της τρομοκρατίας από τις άπληστες συμμορίες των πολυεθνικών απατεώνων, η ενασχόληση με τους αθάνατους ήρωες του ’21, προσδίδει στον λαό κάποιον ανασασμό, ψήγματα εθνικής υπερηφάνειας. Αρχή έγινε με την κ. Ρεπούση, οι νυν τηλεϊστορικοί συνεχίζουν το έργο της, τους είμαστε ευγνώμονες. Τα ψεύδη και οι επιστημονικοφανείς σαχλαμάρες τους «γεννούν» την «καλή ανησυχία», όπως θα έλεγε ο γέροντας Παΐσιος. Ο λαός κατανοεί το μέγεθος της πνευματικής «αποπλάνησης», θυμάται ότι υπάρχει και η ευλογημένη μελέτη, όχι μόνο τα τηλεκοπρίσματα, διότι «αταλαίπωρος γαρ τοις πολλοίς η ζήτησις της αληθείας και επί τα ετοίμα μάλλον τρέπονται». (Θουκυδίδης). Είναι σίγουρο ότι μια νέα γενιά εθνικών ιστορικών εκκολάπτεται.
Τώρα. Στο πρώτο επεισόδιο της τηλεϊστορίας ακούστηκε από τον «ξεναγό» της Τατσόπουλο ότι τα τρία δεινά της Οθωμανοκρατίας ήταν οι Τούρκοι, οι παπάδες και οι κοτζαμπάσηδες. Για τους παπάδες, την ελληνοσώτειρα την Εκκλησία,, την κιβωτό του Γένους έχουν γραφτεί και θα γραφούν πολλά. Ετοιμάζει εγκύκλιο και η Ιερά Σύνοδος. (Είναι σατανικό το μίσος τους κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκρίνουν, εξισώνουν μάλλον, τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό με τους αιμοσταγείς μπέηδες της Τουρκίας. Είπαμε «πας άφρων μαίνεται…»).
Για τους κοτζαμπάσηδες, τους πρόκριτους, τους Δημογέροντες, τους εύπορους Έλληνες της εποχής δεν ακούγεται όμως ούτε ένας λόγος υπεράσπισης. Για να μην παρεξηγηθώ. Σίγουρα την περίοδο της σκλαβιάς πολλοί εξ αυτών έδειξαν χειρίστη διαγωγή, κατάντησαν τσιράκια και συνεργάτες των Τούρκων, καταπίεζαν και λήστευαν τους ομοεθνείς τους. Όμως, αν δεν πρόσφεραν οι πρόκριτοι και κυρίως οι «οικοκυραίοι» των τριών ναυτικών νήσων, Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, όλο «το είναι» τους για τις ανάγκες του Αγώνα, η Επανάσταση δύσκολα θα πετύχαινε. Νομίζω πως και οι Υψηλάντες πρόκριτοι, Φαναριώτες ήταν, αλλά «θυσίασαν πρώτα ζωή, πλούτη∙ και θυμώνται Θεόν, πατρίδα και θρησκεία» γράφει ο Μακρυγιάννης. Πρόκριτος ήταν και ο Χρήστος Καψάλης, που ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη στην Έξοδο.
Για την συνέχεια χρησιμοποιώ ένα εξαιρετικό άρθρο του αείμνηστου Τάσου Λιγνάδη, που περιέχεται στο βιβλίο του «Καταρρέω», εκδόσεις «Ακρίτας», σελ. 197, με τίτλο: «Οι πρώην τρισόλβιοι (=πάμπλουτοι) πρόκριτοι που μεταβλήθησαν σε επαίτες». Ο Λιγνάδης καταφεύγει σ’ ιστορικό λόγο που εκφώνησε στην Βουλή των Ελλήνων ο βουλευτής Φθιώτιδος Μιλτιάδης Χουρμούζης, μια από τις πιο έντιμες μορφές της ιστορίας μας, αγωνιστής ο ίδιος της Επανάστασης και θεατρικός συγγραφέας, που όταν άφησε το σπαθί, έπιασε την πένα για να χτυπήσει την βαυαροκρατία. Στην πρώτη αγόρευσή του, το 1852, ο Χουρμούζης αναφέρεται στους προκρίτους των νήσων «οίτινες διά τον πατριωτισμόν των ελησμόνησαν και τέκνα και γονείς και συζύγους και εγένοντο επαίται σήμερον αυτοί εκείνοι, οι πολλάκις, αντί άμμου και λίθων, μεταχειρισθέντες ως έρμα τον άργυρον». Εξηγεί ο Λιγνάδης: «Αναφέρω απλώς ότι για να εκπλεύσουν οι στόλοι κατά την διάρκεια της Επαναστάσεως ήταν απαραίτητο να προκαταβληθούν στα πληρώματα οι μισθοί δύο μηνών. Τα διπλά αυτά μηνιαία καταβάλλονταν από τους προκρίτους που ήταν και πλοιοκτήτες. Η προσωρινή Διοίκηση έδινε σε αντάλλαγμα έγγραφα αναγνωρίσεως, που το μόνο τους αντίκρισμα ήταν η εκποίηση εθνικής γης, η οποία μόνο στο μέλλον επρόκειτο να αποκτήσει κάποια σημασία. Έτσι γέμισαν από χαρτιά τις στέρνες τους που τις άδειασαν από τα τάλληρά τους οι καραβοκυραίοι». Σε άλλη αγόρευσή του το ίδιο έτος ο Χουρμούζης επιτίθεται κατά των βουλευτών που ανέχονταν να παίρνουν τα υψηλά επιμίσθια την στιγμή που «λιμμώτουν σήμερον αι χήραι και τα ορφανά του Γιατράκου, του Νικηταρά, του Κολανδρούτσου, του Λυκούργου (Λογοθέτη) και μυρίων άλλων τούτων». Το 1855 επανέρχεται λέγοντας μεταξύ άλλων: «….ο Παναγιώτης Κρεββατάς, τον οποίον διάσημοι οπλαρχηγοί βλέποντες μακρόθεν ερχόμενον, «ο άρχοντας, έλεγον, έρχεται» και μετά σεβασμού όρθιοι τον υπεδέχοντο, αποθανών αφήκε την σύζυγόν του άπορον, διότι τον πλούτον του εδαπάνησε και αυτός αφειδώς εις τας ανάγκας της πατρίδος. Του Κρεββατά λοιπόν η σύζυγος λαμβάνει σύνταξιν 20 μόνον δραχμών κατά μήνα. Οποία ύβρις κατά του παρελθόντος…Σέκερης και Λεβέντης, η προσωποποιημένη αύτη δυάς του ακραιφνούς πατριωτισμού, εθυσίασαν περιουσίαν κολοσσιαίαν διά της πατρίδος την απελευθέρωσιν και όμως αι χήραι και τα ορφανά των σπανίων τούτων ανδρών διάγουσιν ως δουλοπάροικοι εντός της ελευθέρας Ελλάδος, μη έχοντα ουχί πέντε στρέμματα γης, ουχί καλύβην αλλ’ ουδ’ άρτον. Εις την αυτήν δε κατηγορίαν ευρίσκονται και αι χήραι και τα ορφανά του Λυκούργου, του Θ. Δεληγιάννη, του Περούκα, του Ιω. Βλάχου, του Μακρή, του Κεφάλα, του Αναγνωσταρά και τοσούτων άλλων διασήμων αγωνιστών…. Συμφέρει βεβαίως εις τινάς να λησμονήσωμεν το παρελθόν ημών, όπερ όμως αδύνατον. Χειμών δριμύς ήτο, ότε κατά το 1822 παρεδόθη η Ακροκόρινθος, πλείστα δε λάφυρα περιήλθον εις χείρας ημών, μεταξύ των οποίων πολλαί βαρύτιμοι μηλωταί (= επενδύτες από μαλλί προβάτου). Έτρεμεν εκ του ψύχους ο διάσημος της Πελοποννήσου οπλαρχηγός….Παναγιώτης Γιατράκος και αντί να θέση επί των ώμων του μίαν των μηλωτών εκείνων, έγραψεν εις την οικογένειάν του, ήτις τω απέστειλε μιαν παλαιοκαζάκαν. Παραδόξως εφάνη…και εις τον Γαβριήλ Αμανίτην και εις τον Γεώργιον Σπυρίδωνος (τον εκ δυσπραγίας παραφρονήσαντα και αποβιώσαντα προ τινός χρόνου ενταύθα) και εις τον Ηλίαν Μπισπίκην και εις αυτόν έτι τον αγορεύοντα (ενν. τον εαυτό του) νεανίαν τότε, η τοιαύτη του στρατηγού διαγωγή∙ ερωτώμενος δε περί ταύτης έλεγε: αδελφούλια μου, εν όσω έχω φορέματα εις το σπίτι μου οικονομούμαι∙ όταν δε τελειώσουν, ας είναι καλά η Πατρίς. Ναι, αείμνηστε στρατηγέ Γιατράκε, η πατρίς είναι καλή διά τους μη μετασχόντας των αγώνων σου, αλλ’ η σύζυγός του…πολλάκις νήστις εκοιμήθη…η θυγάτηρ σου ουδέ εν στρέμμα έλαβε διά προίκα…ο υιός σου έχει προ πολλού ως ενέχυρον την πολύτιμον σπάθην, την οποίαν παρά του Κιαμήλεπεκ έλαβες…»».
Στην αγόρευση αυτή του Χουρμούζη ήταν παρών και ο πρωθυπουργός (σημ. ο Βούλγαρης) προς τον οποίο απευθυνόμενος ο βουλευτής Φθιώτιδος τον ερώτησε ρητορικώς για το πόση σύνταξη έπαιρναν οι χήρες του πρώην ναυάρχου της Ελλάδος Ιακώβου Τομπάζη, του «λεοντόκαρδου» Μιαούλη, του Βόταση, του Σαχτούρη, του Αποστόλη και του Αναστασίου Τσαμαδού, που έπεσε στη Σφακτηρία. Η μνεία του ονόματος του Αναστασίου Τσαμαδού έκανε τον Χουρμούζη να θυμίσει στη Βουλή την εξής περίπτωση:
«Περί τον Μάρτιον, νομίζω του 1825, παρουσιάσθη ανάγκη να εκκινήση αμέσως ο ελληνικός στόλος ο κατά του Ιμπραήμ Πασά. Συνήλθον τότε εν τω μοναστηρίω οι μεγάθυμοι οικοκυραίοι της Ύδρας και απεφάσισαν να συνεισφέρουν και τα τελευταία τάλληρά των προς εκκίνησιν του στόλου, τέσσαρες δε χιλιάδες ταλλήρων ανελογίσθησαν εις τον γέροντα Τσαμαδόν: «αδελφοί, είπε τότε εις τους άλλους, τάλληρα πλέον δεν μοι έμειναν, διότι όσα είχα τα εδαπάνησα (σημ. είχε δαπανήσει για τον Αγώνα 150.000 τάλληρα) ∙ έχω όμως την ζωήν μου ακόμη και ιδού επιβαίνω του πλοίου μου ως ναύτης». Και ταύτα ειπών, εκίνησε τρέμοντας πόδας ο γηραιός οικοκύρης της Ύδρας, όπως θυσιάσει διά την απελευθέρωσιν της πατρίδος ό,τι εισέτι τω έμενε: την ζωήν του αυτήν… Τούτου δε ο υιός Λάζαρος ελθών εις Αθήνας διά να ζητήση περίθαλψιν παρά της κυβερήσεως και μη εισακουσθείς κατέβη πεζός εις Πειραιά, διότι και της δραχμής εστερείτο δι’ αγώγιον, και μεταβάς εις Ύδραν δωρεάν διά τινος υδραϊκού πλοιαρίου αυτοχειριάσθη ο δύσποτμος»! (Δύσποτμος= δυσ+πότμος. Πότμος είναι αυτό που πέφτει στον καθένα, η μοίρα. Δύσποτμος είναι ο κακότυχος).
Και συνέχισε ο Χουρμούζης:
«Εις εκ των πρώτων οικοκυραίων της Ύδρας, ο Θεόδωρος Γκίκας, προσήνεγκεν όλην αυτού την χρηματικήν κατάστασιν, συνισταμένην εις 900.000 δραχμάς εις τας ανάγκας της πατρίδος∙ και λέγω όλην, διότι μετά τον θάνατον αυτού η σύζυγός επεκαλέσθη της κυβερνήσεως την συνδρομήν και μη εισακουσθείσα κατέφυγεν εις την ευεργετικήν αρωγήν των επτά ορνίθων της, των οποίων τα ωά πωλούσα ηγόραζεν τον άρτον της ημέρας, ο δε Παπαμιχαλάκης, ο ιερεύς της ενοριακής της εκκλησίας η Ανάληψις, συνήθροιζεν επ’ ονόματί της κατά Κυριακήν διά του δίσκου ολίγα λεπτά, άτινα έδιδεν εις την χήραν του βαθύπλουτου Γκίκα, έως ου η δυσπραγία και η λύπη έδωκαν τέλος εις τα βάσανά της».
Στο πόνημά του «πώς δει ιστορίαν συγγράφειν», ο Λουκιανός γράφει ότι ο ιστορικός πρέπει να είναι «άφοβος, αδέκαστος, ελεύθερος παρρησίας και αληθείας φίλος». Το να λες ότι όλοι οι πρόκριτοι ήταν περίπου μάστιγα του λαού, ψεύδεσαι. Ο κ. Τατσόπουλος και οι συν αυτώ δεν αρκούνταν στην ασημαντότητά τους, ήθελαν επωνυμία. Όμως, όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας, «όσο ψηλότερα πηδάει η μαϊμού τόσο περισσότερο φαίνεται ο κώλος της».
-Νατσιός Δημήτρης, δάσκαλος-Κιλκίς
Δημήτρη, λες τα πράγματα με το όνομά τους. Μπράβο, προχώρα, έχουμε ανάγκη από πνευματικούς ανθρώπους οι οποίοι θα τραβούν μπροστά και εμείς θα ακολουθούμε. Ίσως η σημερινή τραγωδία μας να οφείλεται εν πολλοίς στην έλλειψη πνευματικών ταγών!
ΑπάντησηΔιαγραφή