22 Νοε 2010

Παρέμβαση για τις απαλλαγές από το μάθημα των Θρησκευτικών, του Ιωάννη Μαρκότση

Δημοσιεύουμε σήμερα μια πολύ ενδιαφέρουσα παρέμβαση

για τις απαλλαγές από το μάθημα των Θρησκευτικών του κ. Ιωάννη Μαρκότση

***

Ιωάννης Μαρκότσης

Θεολόγος -

Προϊστάμενος 4ου Γρ. Δ. Ε. Β'Αθήνας

Με αφορμή την συνεχιζόμενη συζήτηση σχετικά με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία, επιτρέψτε μου να εκθέσω τα παρακάτω, που νομίζω διασαφηνίζουν τα πράγματα.

1. Όπως είναι γνωστό το ζήτημα ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2008 με την υπ' αρ. 91109/Γ2/107-2008 εγκύκλιο (Νο 1) που υπέγραφε ο ειδικός γραμματέας του ΥΠΕΠΘ κ. Γούσης. Επειδή δημιούργησε περισσότερα προβλήματα απ' όσα επιθυμούσε να ρυθμίσει, στάλθηκε νέα εγκύκλιος στις 4 Αυγούστου 2008 (Γ2/104071)(Νο 2) με νέες διευκρινίσεις. Και η δεύτερη εγκύκλιος δεν έδινε απαντήσεις σε ουσιώδη θέματα που είχε προκαλέσει η πρώτη, και φτάσαμε στις 26 Αυγούστου 2008, οπότε εκδίδεται η τελευταία διευκρινιστική εγκύκλιος (Φ. 12/977/109744 /ΓΙ) (Νο 3) που τακτοποιούσε οριστικά τα θέματα που είχαν προκληθεί και σχετίζονταν με το ποιοι μαθητές, όχι δικαιούνται όπως εσφαλμένα έχει κατανοηθεί, αλλά δύνανται να απαλλαγούν.

2. Το ζήτημα της ερμηνείας που έχει προκύψει σχετίζεται με τρία υποερωτήματα. Ποια εγκύκλιος ισχύει, ποιοι δύνανται να απαλλαγούν και τι σημαίνει «λόγοι συνείδησης» που μνημονεύονται στις υπ' αρ. 2 και 3 εγκυκλίους. Σε ό,τι αφορά το πρώτο των ανωτέρω ερωτημάτων, είναι ξεκάθαρο, πως κάθε νέα εγκύκλιος κατισχύει των προηγουμένων. Ειδικά στην περίπτωση μας, αυτό δηλώνεται σαφώς στις εγκυκλίους 2 και 3 που ρητώς διαβεβαιώνουν ότι έρχονται να καλύψουν ασάφειες των προηγουμένων. Συνεπώς, η εμμονή μερικών στελεχών της διοίκησης, να επιλέγουν κατά βούληση ποια εξυπηρετεί τις ιδεολογικές τους απόψεις, όχι μόνο δεν έχει λογική βάση, αλλά είναι προδήλως και υπηρεσιακά αβάσιμη και αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Και θα έπρεπε για λόγους υπηρεσιακής ευταξίας, από το Σεπτέμβριο του 2008 που ξεκίνησε το ζήτημα με τις σωρηδόν απαλλαγές, να είχε υπάρξει πειθαρχικός έλεγχος.

3. Το ποιοι δύνανται να απαλλαγούν, το ξεκαθαρίζουν όχι μόνο ένα υπηρεσιακό έγγραφο υπογραφόμενο από τον Ειδικό Γραμματέα και στη συνέχεια και από άλλους υψηλόβαθμους υπηρεσιακούς παράγοντες αλλά επιπλέον και από τους θεσμικούς παράγοντες, τους έχοντες την πολιτική ευθύνη του Υπουργείου.

4. Συγκεκριμένα: στην 3η εγκύκλιο δηλώνεται στην πρώτη κιόλας πρόταση, ό,τι και η 2η εγκύκλιος υπαινισσόταν, ότι απαλλάσσονται «οι μη ορθόδοξοι μαθητές». Αυτοί όπως είναι λογικό έχουν λόγους συνείδησης. Και εδώ πρέπει να κάνω επίκληση της κοινής αντίληψης για την ερμηνεία των κειμένων. Όταν δίνουμε ένα κείμενο στα παιδιά, τα ρωτούμε ποια είναι η κεντρική έννοια γύρω από την οποία αναπτύσσεται ένα θέμα. Εδώ το θέμα μας είναι ποιοί μπορούν να απαλλαγούν. Το έγγραφο, θεωρεί δεδομένο ότι αφορά «μη ορθοδόξους». Για το ποιος εντάσσεται στην κατηγορία αυτή, θα δοθεί απάντηση παρακάτω. Με απόλυτη λοιπόν σαφήνεια, σύμφωνα με το περιεχόμενο των εγγράφων και τη διατύπωση της 3ης εγκυκλίου, κάποιος ορθόδοξος δεν μπορεί να απαλλαγεί. Να το ζητά με αίτηση ο κηδεμόνας ή ο ίδιος όταν είναι ενήλικος είναι θεμιτό, όμως κατ' αναλογίαν δεσμευτικό είναι και για την διοίκηση να ευθυγραμμίζεται με τις διατάξεις και τους νόμους.

5. Σε υψηλόβαθμο επίπεδο, κάθε πολιτική ηγεσία της τελευταίας περιόδου, τοποθετήθηκε με σαφείς και προφανείς απαντήσεις στο θέμα, με τρόπο μη επιδεχόμενο άλλης ερμηνείας.

ι. ο κ. Στυλιανίδης, σε απάντηση στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού ελέγχου, απαντά στην ερώτηση του βουλευτή του ΛΑΟΣ κ. Πλεύρη ως εξής: «...Επιπλέον, το ΥΠΕΠΘ προέβη στην έκδοση της αρ. Φ12/977/109744/Γ1/26-08-2008 εγκυκλίου η οποία προβλέπει ότι οι μη ορθόδοξοι μαθητές δηλαδή οι αλλόθρησκοι ή οι ετερόδοξοι που απαλλάσσονται από το μάθημα των θρησκευτικών για λόγους συνείδησης, κατά την ώρα διδασκαλίας ....παρακολουθούν» (αρ. πρωτ 106209/ΙΗ/17-9-2008). Την ίδια περίοδο, ο τότε υπουργός σε απάντηση του στον Συνήγορο του Πολίτη, επισημαίνει τα εξής: «...το μάθημα των θρησκευτικών παραμένει υποχρεωτικό για όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς μαθητές. Μπορούν επίσης να το παρακολουθήσουν και όσοι μη ορθόδοξοι το επιθυμούν. ………..Δικαίωμα εξαιρέσεως έχουν οι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι μαθητές εφ' όσον το επιθυμούν, οι οποίοι στην αίτηση τους δεν χρειάζεται να αναγράφουν το δόγμα ή θρήσκευμα στο οποίο πιστεύουν... Οι εξαιρούμενοι αλλόδοξοι και αλλόθρησκοι, όταν είναι αλλοδαποί, την ώρα του μαθήματος των θρησκευτικών συμμετέχουν στο μάθημα της ελληνικής γλώσσας....» (αρ. πρωτ. 450/2011-2008).

ιι. Η νυν υφυπουργός Παιδείας κ. Χριστοφιλοπούλου, απαντώντας σε επερώτηση του βουλευτή κ. Κουβέλη, τονίζει ότι «..το μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί υποχρεωτικό μάθημα και διδάσκεται σε όλες τις επίσημες σχολικές μονάδες της Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης, σύμφωνα με τα επίσημα υποχρεωτικά αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα, τα οποία καθορίζονται από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Δίνεται όμως η δυνατότητα απαλλαγής στους αλλοθρήσκους και ετεροδόξους μαθητές, οι οποίοι για Λόχους συνείδησης δεν επιθυμούν να παρακολουθήσουν το εν λόγω μάθημα Επομένως οι μαθητές που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των αλλοθρήσκων ή των ετεροδόξων, δεν μπορούν να απαλλάσσονται από οποιοδήποτε μάθημα είναι υποχρεωτικό...» (αρ. πρωτ. 56664/1Η/25-6-2010).

6. Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων καθίσταται πασιφανές, ότι με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, η πολιτεία, έστω με καθυστέρηση δύο ετών, μέσω της απάντησης της κ. Υφυπουργού, απέκλεισε και την τελευταία υπονοούμενη θύρα διαφυγής, καθώς απέκλεισε όλους τους ορθοδόξους, βαπτισμένους και γηγενείς από την απαλλαγή από το μάθημα, και επιπλέον δεν δίστασε να θίξει σε άλλο σημείο του εγγράφου της απαντήσεως της, αυτό που έχει σχέση με την ισότητα, ότι δηλαδή, δεν μπορεί κάποιοι «έξυπνοι» να βγάζουν ένα μάθημα από το πρόγραμμα τους για να περιορίζεται ο φόρτος εργασίας τους. Εκτός δε των ανωτέρω, το οξύμωρο της όλης υπόθεσης είναι, ότι κάποιοι εκ των στελεχών της εκπαίδευσης, προβαίνουν σε αυθαίρετες ερμηνείες, υποκαθιστώντας τοιουτοτρόπως την πολιτική ηγεσία, παρακάμπτοντας την άμεση ερμηνεία που δίνουν, αυτοί οι οποίοι προκάλεσαν την έκδοση των εγκυκλίων. Ξεκάθαρα λοιπόν και στο σημείο αυτό, απεκλείσθη η καταστρατήγηση της ισότητας σε ό,τι αφορά τον αριθμό των υποχρεωτικών μαθημάτων.

7. Η ανάγνωση των επισήμων εγγράφων είναι πασιφανές ότι έχει γίνει λανθασμένα και στο σημείο που αφορά το ζήτημα του ποιος μπορεί να απαλλαγεί. Προσεκτική ανάγνωση με βάση τους βασικούς κανόνες προσέγγισης των κειμένων, θα φανέρωνε ότι στην απάντηση του κ. Στυλιανίδη στο σημείο 5α παραπάνω, γράφεται ότι «δικαίωμα εξαιρέσεως έχουν οι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι μαθητές εφ' όσον το επιθυμούν». Αυτό σημαίνει, ότι όχι μόνο δεν τίθεται θέμα για τους ορθοδόξους, αλλά αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο της παρακολούθησης και των άλλων. Και εδώ αποδεικνύεται η καταχρηστική άσκηση και μάλιστα εκ του αντιθέτου, της δυνατότητας που είχαν άλλοι. Πέραν δε πάσης αμφιβολίας, λόγους συνείδησης μπορούν να επικαλεστούν, αυτοί που προηγουμένως αναγνωρίζουν είτε οι ίδιοι, είτε η πολιτεία, την ιδιότητα του ετερόδοξου ή αλλόδοξου. Αυτό γράφει κατά λέξη η 3η εγκύκλιος. Ποιος αναγνώστης που διαβάζει ορθώς την ελληνική γλώσσα δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτό εντέλλεται γράφοντας «οι μη ορθόδοξοι μαθητές δηλ. οι αλλόδοξοι ή ετερόδοξοι, οι οποίοι σύμφωνα με την υπ' αρ. 104071/Γ2/4-8-2008 εγκύκλιο του ΥΠΕΠΘ απαλλάσσονται από το μάθημα των θρησκευτικών για λόγους συνείδησης». Κατά την κοινή λογική, λόγους συνείδησης μπορούν να επικαλούνται μόνο όσοι προηγουμένως έχουν «ενταχθεί» στην κατηγορία των αλλοδόξων και ετεροδόξων. Άρα, δεσμευτικά πλέον, αυτή τη δυνατότητα, η πολιτεία δεν την παρέχει σε όσους είναι ορθόδοξοι.

8. Αφού λοιπόν κατέστη σαφές ποιοι είναι οι έχοντες τη δυνατότητα απαλλαγής, ας έλθουμε στο κατά πολλούς δύσκολο κομμάτι, του να ορίσουμε ποιοι είναι οι ορθόδοξοι, ώστε να εντοπίσουμε ποιους περιλαμβάνει η έννοια «μη ορθόδοξοι». Επιστημολογικά, οι έννοιες προσεγγίζονται θετικά και όχι αρνητικά. Έτσι δεν θα ξεκινήσουμε να ορίσουμε τον «μη ορθόδοξο», χωρίς να οριοθετήσουμε τον «ορθόδοξο». Εν πρώτοις, ορθόδοξοι κατά κανόνα είναι οι αυτόχθονες. Τούτο τεκμαίρεται από την πρόταση στην απάντηση του τότε υπουργού κ. Στυλιανίδη, όπου αναφέρεται ότι δικαίωμα ή δυνατότητα απαλλανής έχουν αυτοί που, κατά την τοποθέτηση του ανωτέρω πάντα, περιλαμβάνονται στην ομάδα των αλλοδαπών. Οι ορθόδοξοι είναι κατά το σύνταγμα της χώρας μας, αυτοί που ανήκουν στην ορθόδοξη εκκλησία, η οποία είναι η επικρατούσα θρησκεία του κράτους. Αυτοί βαπτίζουν τα παιδιά τους, και με τη «ληξιαρχική πράξη γέννησης-βάπτισης» τα έχουν εγγεγραμμένα στα δημοτολόγια. Όταν παίρνουν ληξιαρχική πράξη ή πιστοποιητικό γέννησης ή οικογενειακής κατάστασης από Δήμο, στο εδάφιο «θρήσκευμα» αναγράφεται «Χριστιανός Ορθόδοξος» η Χ.Ο. αν έχει βαπτιστεί. Στους καθολικούς στη χώρα μας γράφεται «Καθολικός» και σε άλλους ανάλογα. Η αναγραφή αυτή δε σχετίζεται με τις πνευματικές ανησυχίες κάποιου, από το αν πιστεύει, κ.λπ. Αυτά είναι γνωστά σε όλους. Συνεπώς, όταν ο μαθητής εγγράφεται από το Δημοτικό ακόμα, τα στοιχεία αυτά τον συνοδεύουν μέχρι την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπ/σης. Γι' αυτό και η φετινή εγκύκλιος του κ. Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας με αρ. πρωτ. 73735/Γ2/23-6-2010 υπέμνησε την υποχρέωση αναγραφής του θρησκεύματος στους τίτλους σπουδών, που πολλοί για γνωστούς λόγους που δεν είναι του παρόντος, είχαν παραμελήσει. Πολλοί διερωτώνται, τι θα γίνει αν κάποιος έπαψε να είναι «Χριστιανός Ορθόδοξος». Και ισχυρίζονται ότι αυτό μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή της ζωής του. Το ισχυρίζονται και κάποιοι Σχολικοί Σύμβουλοι Θεολόγων. Η απάντηση, δυστυχώς είναι απλή. Όποιος θέλει να αλλάξει βασικό στοιχείο της ταυτότητας του, όχι «συνειδησιακά», πρέπει να ακολουθήσει την προβλεπόμενη από τους νόμους διαδικασία, αλλαγής στοιχείων ταυτότητας. Όταν λέω όχι «συνειδησιακά» εννοώ με τις γνωστές ενστάσεις και υπαρξιακές τοποθετήσεις. Δηλαδή, όχι έχω διαφωνίες ή απεχθάνομαι τις εκκλησιαστικές και θεσμοποιημένες μορφές θρησκευτικής πίστης, αλλά έχω διαμορφωμένη πίστη και άποψη ότι αυτά είναι ανοησίες και άχρηστα για μένα ή ενδεχομένως και για όλο τον κόσμο. Η αλλαγή λοιπόν των στοιχείων εδώ, γίνεται όχι μονομερώς με υπεύθυνη δήλωση, αλλά με νόμιμο τρόπο που προβλέπει κάποιες διαδικασίες. Στην περίπτωση της αλλαγής θρησκεύματος, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η προσκόμιση σχετικού εγγράφου από τη θρησκευτική κοινότητα που κάποιος εντάσσεται. Το ίδιο γίνεται με την προσθήκη ή αλλαγή ονόματος κ.ά. Μένει όμως πλανώμενο το ερώτημα, για το τί θα γίνει αν κάποιος πάψει να πιστεύει σε οποιοδήποτε θρήσκευμα. Αυτό όμως δεν σχετίζεται με το μάθημα των Θρησκευτικών, γιατί η παρακολούθηση του μαθήματος δεν σχετίζεται με τις αποδοχές μεταφυσικών απόψεων. Στο σχολείο, οι μαθητές δεν διδάσκονται πράγματα που τους είναι αποδεκτά. Κανείς λ.χ. δεν έκανε έλεγχο πίστης και αποδοχής στο δημοκρατικό πολίτευμα, όταν αποφάσισε να διδάξει το σχετικό μάθημα. Ούτε η χρησιμοθηρική προσέγγιση, κάνω ένα μάθημα επειδή πιστεύω ή αποδέχομαι το περιεχόμενο του, συνάδει με το χαρακτήρα της γενικής παιδείας, του Ηomo universalis που είναι στόχος κάθε μιας των δύο βαθμίδων της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.

9. Είναι επίσης σαφές, ότι η εγκύκλιος είναι ήσσονος νομικής βαρύτητας κείμενο έναντι υπάρχοντος νόμου. Όπως και ο νόμος έναντι του συντάγματος. Τόσο όμως το σύνταγμα όσο και ο ν.1566/85 θέτουν με άλλο τρόπο, απ' ό,τι η εσφαλμένη κατανόηση των ανωτέρω τριών εγκυκλίων και προβλέπουν-ορίζουν άλλως την ευθύνη της πολιτείας για τη θρησκευτική αγωγή των ελληνοπαίδων. Συνεπώς, δε μπορεί να οχυρώνονται κάποιοι πίσω από μια κατά βούληση ανάγνωση εγκυκλίων και να παραβλέπουν τη συνάφεια τους με τα υπάρχοντα νομικά κείμενα.

10. Πολλοί εκ των υπευθύνων που χειρίζονται το θέμα των απαλλαγών, σε καθαρά διοικητικό πεδίο εννοείται, διστάζουν στην εφαρμογή των εγκυκλίων, διακατεχόμενοι από φόβο για τις συνέπειες με τις ανεξάρτητες αρχές «Συνήγορος του Πολίτη» και «Αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Αυτό έχει γραφτεί και περιληφθεί σε πολλά έγγραφα που έχουν διακινηθεί από το 2008 ως σήμερα. Και στο σημείο αυτό γίνεται μια παρανόηση. Οι δύο αυτές αρχές, δεν προΐστανται των διοικητικών υπηρεσιών. Ο ρόλος τους είναι συμβουλευτικός, και για να γίνει εμμέσως ελεγκτικός, πρέπει να προηγηθεί καταγγελία πολίτη για κάποιο ζήτημα, έλεγχος εκ μέρους της αρχής για τη βασιμότητα, και τέλος, αν διαπιστωθεί υπέρβαση ή παράβαση, ζητείται η επάνοδος στη παραβιασθείσα νομιμότητα. Συνεπώς, ακόμα και αν υποτεθεί ότι κάποιος έχει ενεργήσει εκτός των προβλεπομένων, επαναφέρεται στο ορθό. Δεν δικαιολογείται όμως προκαταβολικά οποιαδήποτε φοβία, όταν ο υπεύθυνος άσκησης διοίκησης πράττει κατά τα προβλεπόμενα. Και το επίσης πιο περίεργο είναι ότι και ο ίδιος ο επικεφαλής μέχρι πρότινος της αρχής, που εκφράζει κατά τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τα όρια δράσης της αρχής, απαντώντας στον τότε υπουργό κ. Στυλιανίδη, στο έγγραφο του με αρ. πρωτ. 3476/2008 διατυπώνει τις κάτωθι θέσεις: «...Ο συνήγορος του Πολίτη ουδέποτε διεκδίκησε μερίδιο στη λήψη πολιτικών αποφάσεων...Γι' αυτό φροντίζει οι παρεμβάσεις του να έχουν ως μοναδικό γνώμονα το Σύνταγμα, τους νόμους και τις διεθνείς συμβάσεις... δεν αποφασίζει, αλλ' απλώς εισηγείται τεκμηριωμένα και αιτιολογημένα, αναμένοντας την ανταπόκριση του εκάστοτε αρμόδιου Υπουργeίου.... Η ανεξάρτητη αρχή της οποίας έχω την τιμή να προΐσταμαι, συχνά είναι υποχρεωμένη να παρεμβαίνει σε θέματα που προκαλούν έντονες αντιπαραθέσεις». Όταν ο ίδιος ο πρόεδρος της αρχής δεν αναφέρει πουθενά την λέξη «έλεγχος», αλλά χρησιμοποιεί τα ρήματα ή τις φράσεις: «διατυπώνει», «παρεμβαίνει», «εισηγείται», «αναμένει την ανταπόκριση», πώς έρχονται μεταγενέστεροι «ηρακλείς» να τον ερμηνεύσουν και να δημιουργήσουν και μείζον ζήτημα συνταγματικής τάξης; Γιατί αν δεν είναι θέμα συνταγματικής τάξης η απόδοση εξουσίας σε ανεξάρτητη αρχή, τότε τί είναι; Κατ' αναλογίαν θα μπορούσε να εκτεθεί και το ζήτημα της αρχής προστασίας, παρέλκει όμως λόγω της οικονομίας χρόνου και χώρου. Εν κατακλείδι, η γενική θεωρία του δικαίου, επιμένει, πως τα πορίσματα των αρχών δεν είναι κατά περίπτωση δεσμευτικά, αλλά εισηγητικά και συμβουλευτικά. Εξ ου και δεν γίνεται κατανοητό, γιατί ο!ο§5 και διάφοροι που γενικώς αρνούνται κάθε τί που στηρίζεται στην παράδοση της χώρας μας και την ιστορία της, επιμένουν ότι η πολιτεία δεν συγκατανεύει στην κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στα απολυτήρια. Η απόφαση όμως της ανεξάρτητης αρχής προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπ' αρ. 77A/2002, καταλήγοντας επιλέγει ότι η αρχή «απευθύνει σύσταση, προειδοποιεί και καλεί ...να συμμορφωθεί» για να μεριμνήσει στην τροποποίηση των σχετικών ρυθμίσεων ώστε να μην αναγράφεται το θρήσκευμα στα απολυτήρια. Αν ήταν δέσμια η συγκεκριμένη εντολή, και αν προβλεπόταν τέτοιου είδους παρέμβαση, η πολιτεία θα είχε συμμορφωθεί. Συνεπώς, η πολιτεία είχε δικαίωμα να επιλέξει, ποια στάση θα ακολουθήσει. Άλλωστε, αν μια αρχή επέβαλε στην έχουσα την εκ του συντάγματος εξουσία του διοικείν κυβέρνηση, θα ανατρεπόταν κάθε συνταγματική αρχή και θα μιλούσαμε για εκτροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος.

11. Το περιβόητο επιχείρημα περί μη δημοσιοποίησης του θρησκεύματος, δεν αντέχει σε καμιά βάσανο κριτικής. Διότι αν αυτό επιδιώκεται να στηριχτεί στα προσωπικά δεδομένα, τότε γιατί επετράπη στους έχοντας «μουσουλμανικό θρήσκευμα» να το δηλώσουν και να έχουν ως ευεργέτημα την Κατ' εξαίρεσιν και ίδιο τρόπο εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Και βέβαια, δεν είναι παλαιό γεγονός όπως κάποιοι ισχυρίζονται, αλλά εφαρμόζεται και σήμερα. Κάνω μνεία απλώς του φετινού δελτίου τύπου του γραφείου του Υφυπουργού κ. Πανάρετου με ημερομηνία 17 Σεπτεμβρίου με το οποίο οι ανήκοντες στο «μουσουλμανικό» θρήσκευμα, καλούνται να προβούν στις δέουσες διαδικασίες για την κατ' ίδιον τρόπον εγγραφή τους στις σχολές της τριτοβάθμιας εκπ/σης. Πώς εδώ δεχόμαστε να έλθει η πολιτεία να ελέγξει το θρήσκευμα, το οποίο φαίνεται μέσω των ληξιαρχικών πράξεων και των τίτλων σπουδών, να το καταστήσει κριτήριο διαφορετικής μεταχείρισης και δεν δεχόμαστε να το πράξει για τους ορθοδόξους;

12. Η ίδια η πολιτεία δια του πλέον αρμοδίου οργάνου της, έρχεται το καλοκαίρι, (όπως πιο πάνω στην ενότητα 8 αναφέρθηκε) και υπενθυμίζει σε όσους παρανομούσαν, ότι το θρήσκευμα πρέπει να αναγραφεί στα απολυτήρια. Αν δεν έχει καθοριστική βαρύτητα η αναγραφή του, ως συστατικό της ταυτότητας του πολίτη αυτής της χώρας, τότε γιατί ζητήθηκε; Και βεβαίως εδώ και λίγα χρόνια το θρήσκευμα έπαυσε να αποτελεί κριτήριο για την εισαγωγή σε κάποιες σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όλοι όμως διστάζουν να το απαλείψουν από το απολυτήριο τους. Και συμβαίνει το αντιφατικό, να κάνει ο κηδεμόνας αίτηση για απαλλαγή από το μάθημα για λόγους συνείδησης και κατόπιν να προσέρχεται στο σχολείο και να απαιτεί να αναγραφεί στο θρήσκευμα του απολυτηρίου «Χριστιανός ορθόδοξος». Διερωτώμαι, αν πρέπει ως στελέχη της διοίκησης να συμπράττουμε σε τέτοιο θέατρο του παραλόγου.

13. Στα τρία χρόνια που ασκώ καθήκοντα προϊσταμένου, καθώς και από την εμπειρία μου σε σχολείο και μάλιστα σε Λύκειο, δεν έχω καταλάβει ποιοί έχουν ζήτημα συνείδησης που δεν κατονομάζουν το θρήσκευμα τους. Η γνώση της πραγματικότητας λέει ότι μία ομάδα μη ορθοδόξων, οι «Μάρτυρες του Ιεχωβά» όχι μόνο δεν θέλουν να καλυφθούν πίσω από λόγους συνείδησης, αλλά απαιτούν να αναγράφεται το θρήσκευμα τους, για λόγους συνείδησης, αλλά με την ερμηνεία της ανάγκης για μαρτυρία πίστεως. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανήκοντες στις προτεσταντικές ομολογίες, δηλ. τους «Διαμαρτυρόμενους» ή «Ευαγγελικούς». Και αυτοί το ζητούν για τους ίδιους με τους παραπάνω λόγους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανήκοντες στο ιουδαϊκό θρήσκευμα, οι οποίοι μάλιστα και δημοσίως αισθάνονται υπερήφανοι για το ότι ανήκουν στη συναγωγή των εκλεκτών. Άφησα για το τέλος του ανήκοντες στην Ρωμαιοκαθολική κοινότητα πιστούς, οι οποίοι για λόγους θρησκευτικής ταυτότητος και συσπείρωσης των μελών τους και αυτοί διαπρυσίως υποστηρίζουν τη θρησκευτική τους ένταξη στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Δύσκολα λοιπόν θα βρει κάποιος ποιους αφορά το όλο θέμα με τις απαλλαγές, δεδομένου ότι όλοι οι ανωτέρω έχουν κατά περίπτωση εξασφαλίσει και επιδιώξει τρόπους με τους οποίους καταδεικνύεται η διαφορετικότητα τους.

14. Τέλος, επειδή νομίζω τα ανωτέρω είναι σαφή και εκθέτουν την υφιστάμενη πραγματικότητα, θέλω να εστιάσω την προσοχή μας στο εξής: Όπως και κατά τη διάρκεια της συνάντησης μας ειπώθηκε, αλλά και όπως όλοι πληροφορούμαστε, το ζήτημα με τις απαλλαγές σχετίζεται με την ανάγκη των παιδιών για περισσότερο χρόνο και για λόγους αποφυγής ενός μαθήματος. Οποιοδήποτε άλλο μάθημα έδινε τη δυνατότητα απαλλαγής, οι μαθητές θα επεδίωκαν να απαλλαγούν απ' αυτό. Είναι έντιμο εκ μέρους ημών των μεγαλυτέρων, να βοηθούμε τα παιδιά και να τα μαθαίνουμε να χρησιμοποιούν ως «παιχνίδι» σπουδαία ζητήματα και θέματα, τα οποία άπτονται των μεγάλων ζητημάτων της ζωής; Και πώς περιμένουμε αύριο όταν αυτά τα παιδιά ενηλικιωθούν και φτάσουν σε ηλικία να πάρουν τις τύχες της πατρίδας μας στα χέρια τους, να είναι υπεύθυνοι και συνεπείς πολίτες, όταν θα τα έχουμε διδάξει έναν άκρατο οπορτουνισμό; Πιστεύω πως πρέπει να δραστηριοποιηθούμε, ώστε να ξεπεράσουμε την ατολμία που διακρίνει τους περισσότερους φορείς στη διαχείριση του προβλήματος.

Ευχαριστώ για το χρόνο σας.

Με τιμή

Ιωάννης Φ. Μαρκότσης

Ζωηφόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου