25 Ιουν 2010

Αγάπη και αλήθεια στον Οικουμενικό Διάλογο


Γέρων Μωυσής Αγιορείτης

ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ

Η ορθή διάβαση των πιστών πάντοτε ανάμεσα στα υψηλά κι ωραία όρη της Αγάπης και της Αλήθειας ήταν αρκετά δύσκολη. Το φαράγγι της αγωνίας και του αγώνος για ελευθερία και κάθαρση, αγιασμό, λύτρωση και θέωση, θέλει συνεχή εγρήγορση, γνώση, ταπείνωση και διάκριση. Μεγάλο μέρος του χριστιανικού κόσμου θέλησε το μονοπάτι να κάνει λεωφόρο, το ανηφορικό φαράγγι να μετατρέψει σ' εύκολη, σύντομη κι άκοπη κατωφέρεια.

Ο Οικουμενικός Διάλογος Ορθοδόξων μετά των ετεροδόξων βασίσθηκε μάλλον κι εδραιώθηκε στην Αγάπη. Μία Αγάπη συχνά ενθουσιώδη, συναισθηματική, θερμή, ρευστή. Μία Αγάπη που δημιουργεί σύγχυση κι ελαττώνει τη σημαντική σημασία και μεγάλη αξία θεμελιακών πεποιθήσεων. Η Αγάπη αυτή υφαίνει συστηματικά μία κοσμικού τύπου νοοτροπία συμβιβασμού και φαντάζεται ότι θα δημιουργήσει ένωση των διεστώτων με εκατέρωθεν υποχωρήσεις σε δογματικά θέματα που χωρίζουν. Οι συμβιβαστικές αυτές τάσεις είναι λίαν επικίνδυνες.

Η ορθόδοξη αντίληψη περί ενότητος δεν μπορεί να είναι εξωτερική κι αισθηματική, αλλά οντολογική και πνευματική, που πραγματοποιείται δια των ιερών μυστηρίων. Όντως «η εκκλησιαστική ενότητα, η ενότητα στην πίστη και η ενότητα στην Θεία Ευχαριστία είναι οι τρεις συντεταγμένες, που δεν διαχωρίζονται και που αλληλοεξαρτώνται για την ολοκληρωμένη κοινωνία και ζωή εν Χριστώ»1.

Η υποστήριξη της άποψης ότι μπορεί σ' έκτακτες κατ' αρχήν ανάγκες να χορηγείται η Θεία Κοινωνία σε μη Ορθοδόξους ή από μη Ορθοδόξους σε Ορθοδόξους κατ' οικονομίαν και από αγάπη είναι μία ανόητη παγίδα, που οδηγεί ασφαλώς σε νοσηρή συγκρητιστική αδιαφορία, απομακρύνει από την αληθινή κοινωνία κι εδραιώνει τους ακολούθους της σε καινό κενό. Μάλιστα επειδή αυτό είναι μία πρόταση της Β' Βατικανείου Συνόδου προς τους πιστούς της και επειδή ο Ρωμαιοκαθολικισμός έχει μία νομική αντίληψη περί αποταμιευμένης χάρης και δεν πιστεύει στη μετοχή του ανθρώπου στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, δεν μπορεί η Ορθόδοξη Εκκλησία να δεχθεί ενότητα χωρίς ενότητα των πιστών στην αυτή ορθή πίστη.

Οικουμενικός Διάλογος και Οικουμενική Κίνηση «χαρακτηρίζεται καταρχήν το φαινόμενο μιας προσπάθειας και ενός αγώνος των εκκλησιών να αποκαταστήσουν τη διαίρεση και να βρουν τη μεταξύ τους ενότητα στο πεδίο της δογματικής διδασκαλίας και της εκκλησιαστικής ζωής»2. Ο Οικουμενικός Διάλογος ξεκίνησε κύρια από τον Προτεσταντισμό, που αναζητά μέσα από την πολλαπλή διάσπασή του την ενότητα και το πλήρωμα της αλήθειας. Όμως συχνά η αλήθεια παραμερίσθηκε και υπερτονίσθηκε η αγάπη. Η αλήθεια θεωρήθηκε απομακρυσμένη απ' όλους κι ότι όλοι πορεύονται να την πλησιάσουν, να τη γνωρίσουν, να την αποκτήσουν. Η περισσή ευγένεια, η διαχυτική καλωσύνη, η φλύαρη αγαπολογία, ο έντονος αγαπισμός κυριαρχούν πλέον και οι κρίνοντες τις ανίερες αυτές στάσεις εύκολα χαρακτηρίζονται ως φονταμενταλιστές. Απλώς ταπεινά φρονούμε και επισημαίνουμε πως την υπεράσπιση της αγιοπατερικής παραδόσεως και της ακρίβειας και ομολογίας της πίστεως θα πρέπει ν' ακολουθούμε με γνώση, τεκμηρίωση και προσοχή, ώστε να είμεθα συγκεκριμένοι και αποτελεσματικοί και όχι να παρασυρόμεθα σε αφοριστικές γενικότητες, απλουστεύσεις και μεγεθύνσεις συνδεδεμένες μ' εσχατολογικές τρομολαγνείες κι αντιχριστολογίες ασαφείς.

Η αίρεση είναι αναλήθεια, ψεύδος, απάτη, δαιμονισμός, μίσος και παραποίηση της Αλήθειας της Εκκλησίας, αγάπη του ψεύδους. Η Ορθόδοξη Εκκλησία φυλάγει ακέραιη, ακριβή, αμόλυντη και απαραχάρακτη την αλήθεια και «ου γαρ δυνάμεθά τι κατά της αληθείας, αλλ' υπέρ της αληθείας»3. Η νομική θεώρηση της σωτηρίας για τον προτεσταντικό κόσμο σχετίζεται οργανικά με τη λογική ερμηνεία και διερεύνηση των δογματικών αληθειών. Οι σχολαστικοί δογματολόγοι στηρίζονται κύρια στη λογική και νομική κρίση για την κατανόηση της αλήθειας του δόγματος με τρανό παράδειγμα τον Θωμά Ακινάτη, που κατοχύρωσε θεολογικά αρκετές παπικές πλάνες. Η παγερή παπική σχολαστική θεολογία έφερε τη Μεταρρύθμιση και την Αναγέννηση, τον Προτεσταντισμό, τον Ουμανισμό, την ατομική θρησκευτικότητα, την ιδιωτική ευσέβεια, τη λογοκρατία, τον ρομαντισμό, τον επιστημονισμό και ιδεαλισμό. Απομονώθηκε αυστηρά η βιβλική θεολογία στη Δύση από την αγιοπατερική παράδοση κι ερμηνεία. Ο δυτικός Χριστιανισμός πάσχει από ένα δυνατό ανθρωποκεντρισμό.

Όλα αυτά τα μεγάλα λάθη του παρελθόντος συνοδεύουν τον δυτικό χριστιανικό κόσμο και σήμερα, παρά τις όποιες καλές προθέσεις, συχνές συναντήσεις, ανοιχτούς και μακρούς διαλόγους, τις δημόσιες «συγγνώμες», αλλά τόσο προσεκτικά συγκεκριμένες και τοποθετημένες, που θέλουν ένα συνεχώς χαμογελαστό Χριστό, ένα κοινωνικό εργάτη, ένα Χριστιανισμό ασταύρωτο, γλυκερό ως ανοιχτό φιλανθρωπικό σωματείο. Ο Οικουμενικός Διάλογος άρχισε στις αρχές του 20ού αιώνος. Δυστυχώς συνδέθηκε με τον Οικουμενισμό, που αποτελεί άχαρο μόρφωμα, δικαιολογημένα, δίκαια κι εύστοχα χαρακτηρισθέντα από τον μακάριο Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς παναίρεση.

Μερικές φορές μάλιστα Ορθόδοξοι θεολόγοι και ταγοί θέλησαν να γίνουν τολμηροί πρωτοπόροι του διαλόγου της αγάπης υπογράφοντας τόμους αγάπης, ασπαζόμενοι σε πλατείες, θεμελιώνοντας μια νέα εποχή ενότητος με πολλή ανθρωπιά κι αγάπη και λίγη αλήθεια κι ακρίβεια. Η παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Οικουμενικό Διάλογο μπορεί να είναι μόνο σεμνά και ταπεινά ιεραποστολική. Η Ορθόδοξη εκκλησιολογία με τη χριστολογική και τριαδολογική βάση της εμπνέει και διδάσκει την ελευθερία, ειρήνη, αγάπη κι αλήθεια. Η μυστηριακή εμπειρία, ο πλούτος της θείας λατρείας και η αγιοπατερική παράδοση αποτελούν δημιουργική μαρτυρία, φιλοκαλία άφθαστου κάλλους.

Ο παρασυρμός και των Ορθοδόξων, με επιλεγμένα χωρία περί αγάπης, σε μία συνεχή κοινωνική υπερδραστηριότητα αποτελεί σοβαρό κίνδυνο κι εγκαθίδρυση της εκκοσμίκευσης. Μη παρεξηγηθούμε ως αφιλάνθρωποι, αλλά η ενασχόληση του λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών τις τελευταίες δεκαετίες με κοινωνικοπολιτικά θέματα προβληματίζει πολλούς πολύ. Τα φαινόμενα αυτά εισερχόμενα κι εντός των ορθοδόξων τειχών και μη φωτιζόμενα από το λαμπερό αγιογραφικό και θεοφώτιστο αγιοπατερικό πνεύμα της Αλήθειας, που θα ενώσει θεωρία και πράξη, προσευχή και έργο, δόγμα και ήθος, δεν θα προσφέρουν θυσιαστική, ευαγγελική αγάπη, αλλά ευμάρεια, ευδαιμονισμό, κοσμική άνεση, μάταιη απάτη εφήμερης καλοπέρασης, αυτής που κραυγάζει όλη η Δύση: Κουρασθήκαμε νάμαστε ξεκούραστοι. Η άνεση έφερε ανία!

Κατόπιν των λίαν συνοπτικών τούτων με σαφήνεια καταθέτουμε πως δεν δεχόμεθα απροϋπόθετο Διάλογο. Δεν αναζητά η Ορθόδοξη Εκκλησία την Αλήθεια. Την έχει. Το θέμα είναι αν τη βιώνουμε. Υπεύθυνα να προβούμε σε αυτοκριτική. Είμεθα ορθόδοξα Ορθόδοξοι; Ειλικρινά να διερωτηθούμε: «Μήπως συμμετέχουμε σ' ένα Διάλογο, που η φιλοσοφία του, οι στόχοι και οι μέθοδοι μας έχουν έντεχνα επιβληθεί; Είναι δυνατόν, άραγε, ένας Διάλογος στο όνομα της Αλήθειας να απαιτεί όλοι να κάνουν υποχωρήσεις -και εκείνοι που έχουν την Αλήθεια- για την κοινή "ειρήνη" και την "ενότητα"»4;

Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ συχνά τόνιζε πως ποτέ δεν πρέπει «να στρέφωμεν την αγάπην εναντίον της Αληθείας, κολακεύοντας ο ένας τον άλλον εν ονόματι της "οικουμενικής συντροφιάς"...»5. Έτσι, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνος ο Οικουμενικός Διάλογος ξεκίνησε «εν τη αληθεία», στο τέλος του κατέληξε μόνο «εν τη αγάπη», αφού υπάρχει αδιαφορία ή δυσφορία για την αλήθεια και θεωρείται δυνατή η ενότητα με ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στην Παράδοση και με διαφορετικές «αλήθειες». Στο Βανκούβερ το 1983 «οι θεολογικές διαφορές κατακυρώθηκαν ως νόμιμες και δεν θεωρήθηκαν εμπόδιο για την ενότητα»! Η πρόσκληση των αιρετικών στην Ορθοδοξία θεωρείται εγωιστικός προσηλυτισμός. Η εξίσωση της αληθείας με την αίρεση συντείνει στον αποπροσανατολισμό της μεταστροφής των ετεροδόξων. Στην Οικουμενική Χάρτα του 2000 αναφέρονται απαράδεκτα «όλες οι αιρετικές ομολογιακές ομάδες ως ισοδύναμες "Εκκλησίες"»6. Υπόσχονται μάλιστα «να μη προτρέπωμεν ανθρώπους να αλλάσσουν την Εκκλησίαν αυτών»7. Συγκεκριμένα ο Ρωμαιοκαθολικισμός πιστεύει ακράδαντα ότι είναι η μόνη «Εκκλησία εντός των κόλπων της οποίας ο Χριστιανικός κόσμος θα επανεύρη την ενότητα»8.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έγκαιρα τόνιζε: «Δέος μη τις παραφθαρή υπό της των αιρετικών αγάπης»9. Μετά τη Β' Σύνοδο του Βατικανού, το Βατικανό ξεκίνησε οργανωμένη «επίθεσιν δια λόγων αγάπης και ταπεινοφροσύνης» με τη βέβαιη ελπίδα «ότι η τακτική αυτή θα φέρη περισσότερους καρπούς» απ' όσους έφερε η «σκληρά γραμμή»10, που είχε μέχρι τότε ακολουθηθεί. Η νέα γραμμή ακολουθήθηκε πρόθυμα κι από την Ορθόδοξη ηγεσία, αφού η αγάπη κατέστη ανώδυνη κι η αλήθεια οδυνηρή. Διαχωρίζεται η πίστη από την αγάπη κι υποτάσσεται η θεολογία της αλήθειας στον διάλογο της αγάπης κι έχουμε τελικά «διαίρεση της Αγάπης από της Αληθείας»11. Οι Δυτικοί θέλουν να εμφανισθεί ο Διάλογος «ως μη οφειλόμενος σε δογματικές διαφορές, αλλά σε ψυχολογικές ή -το πολύ- σε διαφορές θεολογικών "σχολών"»12. Μάλιστα το σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας θεωρείται ότι έγινε όχι για την αίρεση του παπισμού, αλλά από υποχώρηση της αγάπης.

Είναι γεγονός πως πάντοτε οι αιρετικοί διακατέχονταν από έντονο αταπείνωτο φρόνημα. Αυτός ο εγωισμός τους θα πρέπει να μας προβληματίσει. Ορισμένοι πάλι οδηγούμενοι σε αναζήτηση πληροφορούνται καθησυχαστικά από τους διαλεγομένους: «Μείνατε όπου είστε. Είμαστε το ίδιο. Η ένωσις επίκειται». Έτσι κλείνεται η θύρα της βασιλείας των ουρανών σε πολλές ψυχές που αναζητούν την αλήθεια και τη σωτηρία τους13. Δημιουργείται έτσι τεχνηέντως δια του συνεχομένου συγχρωτισμού και των συμπροσευχών μεγάλη σύγχυση. Αυτή η σύγχυση μεγαλώνει όταν στο πνεύμα αυτής της αναληθούς αγάπης οι διαχριστιανικοί διάλογοι γίνονται διαθρησκειακοί κι επικρατεί ο συγκρητισμός.

Ο θεολογικός Διάλογος Πίστεως σκόπιμα μετετράπη σε Διάλογο Αγάπης. Το συναίσθημα υπερνικά την Αλήθεια. Η Δύση κατάφερε να δημιουργήσει μάλιστα ενοχές και μειονεξίες σε ορισμένους ημετέρους. Η μεγάλη αρετή της Αγάπης δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από καμμία άλλη ευαγγελική αρετή και μάλιστα της Αλήθειας της πίστης, της διάκρισης και της ταπείνωσης. Η Αλήθεια δεν είναι ιδέα, είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης «η πίστις της ομολογίας προλάμπει και η αγάπη τη πίστει συμπλέκεται»14. Βεβαίως αγάπη, αλλά αγάπη μόνο «εν τη αληθεία» και αλήθεια μόνο «εν τη αγάπη». Πραγματική αγάπη σημαίνει γνήσια, ειλικρινή και ολόψυχη εμμονή στην αλήθεια. Το λέγει καθαρά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Ει που την ευσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ' ίστασο γενναίως έως θανάτου... την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς. Προτιμητέα η αλήθεια της αγάπης, αφού "μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε"»15.

Η αποδοχή των αρετών της Αγάπης και της Αλήθειας γενικά είναι κάτι το αυτονόητο. Το πρόβλημα αρχίζει στην κατανόηση των μεταξύ τους σχέσεων. Κατά το Ευαγγέλιο οι δύο μεγάλες αυτές αρετές «δεν κατανοούνται πρωτίστως σε σχέση με τον άνθρωπο αλλά σε σχέση με το Θεό, και γι' αυτό ουδέποτε μπορούν να παρουσιαστούν ανεξάρτητες η μία από την άλλη»16. Αγάπη κι Αλήθεια δεν μπορούν να σταθούν αυθύπαρκτες. Κοινή πηγή τους ο Χριστός, που λέει «εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή»17. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηριστικά θα πει. «Ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ»18. Αλήθεια κι Αγάπη είναι οι δύο όψεις του ίδιου πολύτιμου νομίσματος, δεν είναι απλές αρετές, αλλά μυστήριο, που φανερώνει το πρόσωπο του Θεού, αδύνατο να κατανοηθεί πλήρως από την ανθρώπινη πενία. Λέγει ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ: «Η αγάπη του Χριστού κατά την φύσιν αυτής είναι πυρ ζωοποιούν, ερριμένον από των ουρανών επί της γης δια της ελεύσεως του Υιού του Θεού. Η αγάπη αύτη είναι η άκτιστος ζωή Αυτού του Θεού. Εντός των ορίων της επιγείου υπάρξεως ημών κατακαίει αύτη εν ημίν παν αλλότριον αυτής και ενταυτώ πληροί ημάς ενεργείας άλλου είναι, ακαταλήπτου έως τότε. Είναι απαραίτητον να επισκιάση ημάς δύναμις εξ ύψους, καταξιούσα ημάς να γνωρίσωμεν υπαρκτώς την αγάπην ταύτην. Άνευ της εμπειρίας ταύτης ουδείς εκ των ανθρώπων είναι εις θέσιν να κατανοήση το φαινομενικώς παράδοξον των εντολών του Ευαγγελίου: "Αγαπάτε τους εχθρούς υμών"»19. Ο δε άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, του οποίου η μνήμη σήμερα, έγραφε: «Όσον μεγαλυτέρα η αγάπη, τόσον μεγα­λυτέρα η οδύνη της ψυχής. Όσον πληρεστέρα η αγάπη, τόσον πληρεστέρα η γνώσις. Όσον φλογωτέρα η αγάπη, τόσον εμπυρωτέρα η προσευχή. Όσον τελειωτέρα η αγάπη, τόσον αγιώτερος ο βίος. Ουδείς εξ ημών αφικνείται εις το πλήρωμα της αγάπης της Θεοτόκου και έχομεν χρείαν αδαμιαίας μετανοίας. Αλλ' εκ μέρους, καθώς το Άγιον Πνεύμα διδάσκει ημάς εν τη Εκκλησία, κατανοούμεν και ημείς την αγάπην αυτήν»20.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι «στύλος και εδραίωμα της αλη­θείας»21. Τούτο υπάρχει στην οντολογική ενότητα Χριστού και Εκκλησίας. Υπάρχουν όμως κι «εκκλησίες» που διεκδικούν καθολικότητα κι υποστηρίζουν ένθερμα ότι η αλήθεια είναι η σύνθεση πολλών ή όλων. Τα δόγματα της Εκκλησίας δεν είναι κάποιες ιδέες κάποιων, αλλά η ζωή της Εκκλησίας, που είναι ο οίκος του ζώντος Θεού, και που οι αδιασύνδετες εντολές Του για ολοκάρδια αγάπη προς Θεό και άνθρωπο, που είναι αδιάσπαστη σύνοψη όλων των Κυριακών εντολών, συνιστούν τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική του Χριστού Εκκλησία. Μία Εκκλησία αληθινή, αναλλοίωτη, απαραχάρακτη, αναλλοτρίωτη, που παραμένει καθαρή παρά την αναλήθεια των εκφραστών της. Όπως έλεγε ο Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: «Το μεγαλύτερο θαύμα της Ορθοδοξίας είναι ότι διαφυλάχθηκε αλώβητη παρά τους τόσους αναξίους εκφραστές της»! Ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης έλεγε: «Η Εκκλησία δεν είναι καράβι του κάθε επισκόπου να κάνη ό,τι θέλει». Για τ' ανοίγματα του πατριάρχη με τους παπικούς έλεγε σε κάποιον: «Κάνω προσευχή για να κόβη ο Θεός μέρες από μένα και να τις δίνη στον πατριάρχη Αθηναγόρα, για να ολοκληρώση την μετάνοιά του»22.

Αλήθεια και Αγάπη δεν μπορούν να μη συνυπάρχουν και μάλιστα σε θεολογικούς και Οικουμενικούς Διαλόγους. Η αναφορά των Αγίων Αποστόλων στο ένα θέμα ήταν ταυτόσημη με το άλλο. Λέγει χαρακτηριστικά ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «ους εγώ αγαπώ εν αλη­θεία, και ουκ εγώ μόνος, αλλά και πάντες οι εγνωκότες την αλήθειαν, δια την αλήθειαν την μένουσαν εν ημίν, και μεθ' ημών έσται εις τον αιώνα. έσται μεθ' υμών χάρις, έλεος, ειρήνη παρά Θεού πατρός και παρά Κυρίου Ιησού Χριστού του υιού του πατρός, εν αληθεία και αγάπη»23. Διάσπαση των δύο σημαίνει διαστροφή και των δύο. Η Ευαγγελική Αλήθεια, η Ορθόδοξη Πίστη, δίχως θυσιαστική Αγάπη καταντά στείρα ιδεολογία κι ακραίος φανατισμός. Η χριστιανική Αγάπη διαζευγμένη την Αλήθεια εκπίπτει σε συναισθηματικό γλυκασμό, που συνιστά ένα ωραίο εγωισμό της φιλαυτίας και της φιλοδοξίας, είναι ένα ακάθαρτο συναίσθημα, που κρατά χαμηλά και τον δότη και τον λήπτη και καθημερινά παρακολουθούμε τα θύματα αυτής της ανόσιας κι ανούσιας αγάπης.

Εν Αληθεία και Αγάπη ανυποχώρητα λοιπόν πάντοτε. Για να μη κατακριθούμε, όπως έλεγε ο Απόστολος Παύλος στους κατοίκους αυτής της πόλεως: «ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστεύσαντες τη αλη­θεία, αλλ' ευδοκήσαντες εν τη αδικία»24. Αγαπητοί μου, ζύγιασα την αφιλόδοξη εισήγησή μου και τη βρήκα ελλιποβαρή, πρόσθεσα δάκρυα Αγάπης και δεήσεις Αληθείας και τόλμησα να σας την παρουσιάσω ως ισοβαρή, αλλ' όχι όμως θαρρώ υπέρβαρη. Ευχαριστώ για την προσοχή σας και μη θεωρείτε ότι είναι αδύναμη κι όχι απαραίτητη η προσευχή σας. Εμείς ας επιμείνουμε σε αυτόν τον μονόλογο, που σίγουρα θα μετατραπεί σε διάλογο, ακούγοντας τη φωνή του Θεού, που είναι η όντως Αγάπη κι Αλήθεια. Καθυστερεί ενίοτε ο Θεός αλλά δεν αγνοεί. Εμείς κύρια και πρώτιστα είμεθα υπέρ αυτού του διαλόγου. Και αντί της παραμονής μας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ας αγωνισθούμε σθεναρά εν αληθεία και αγάπη μεταξύ των απανταχού Ορθοδόξων Εκκλησιών προς μεγαλύτερο και καλύτερο σύνδεσμο, ώστε διαφορές δικαιοδοσιών να μη λυπούν τον Θεό και σκανδαλίζουν τον λαό. Εύχεσθε.

1. Dimitru Staniloae, Για ένα Ορθόδοξο Οικουμενισμό, ευχαριστία-πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunio), Πειραιεύς 1976, σ. 29.

2. Νικολάου Α. Ματσούκα, Οικουμενική Κίνηση. Ιστορία-Θεολογία, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 5.

3. Β' Κορ. 13, 8.

4. Παναγιώτου Σημάτη, Διαχριστιανικοί Διαθρησκειακοί Διάλογοι, Αθήνα 2003, σσ. 22-23.

5. Όπ. π., σ. 31.

6. Αστεριού Χατζηνικολάου, Αρχιμ., Η Ορθοδοξία στη θύελλα του σύγχρονου συγκρητισμού, Αθήνα 2002, σ. 40.

7. Νικολάου Βασιλειάδη, Πανθρησκειακός Οικουμενισμός, Αθήνα 2002, σ. 18.

8. Σπυρίδωνος Μπιλαλη, Αρχιμ., Ορθοδοξία και Παπισμός, τ. Α', Αθήναι 1971, σ. 361.

9. Όπ. π., σ. 343.

10. Παντελεήμονος Ροδοπούλου, Μητροπολίτου, Μελέτη Α', Θεσσαλονίκη 1993, σ. 647.

11. Κωνσταντίνου Μουρατίδη, «Η αλήθεια δια τον "θεολογικόν" διάλογον», Κοινωνία 2 (1980) 138.

12. Στυλιανού Παπαδοπούλου, Ορθοδόξων Πορεία, Αθήνα 2000, σ. 130.

13. Γεωργίου Γρηγοριάτου, Αρχιμ., Ορθοδοξία και Ουμανισμός, Ορθοδοξία και Παπισμός, Άγιον Όρος 1995, σ. 9.

14. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, όπ.π., τ. Β', σ. 391.

15. Όπ. π., σσ. 338, 343.

16. Γεωργίου Δορμπαράκη, Πρωτοπρ., «Αλήθεια και Αγάπη», Πειραϊκή Εκκλησία 150/ (2004) 39.

17. Ιω. 14, 6.

18. Α' Ιω.4, 16.

19. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Αρχιμ., Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σ. 229.

20. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Αρχιμ., Ο Γέρων Σιλουανός, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 362.

21. Α' Τιμ. 3, 15.

22. Ισαάκ, Ιερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004, σ. 691.

23. Β' Ιω. 1-3.

24. Β' Θεσ. 2, 12. "ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις"

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ Αίθουσα Τελετών Α.Π.Θ. 20-24 Σεπτεμβρίου 2004- ΤΟΜΟΣ Β'-Εκδόσεις ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ

Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

1 σχόλιο: