23 Ιουν 2010

Η Βαπτισματική Θεολογία

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Έγιναν στο παρελθόν και γίνονται στην εποχή μας πολλές συζητήσεις για το Βάπτισμα των αιρετικών, δηλαδή εάν οι αιρετικοί πού έχουν αποκλίνει από την Ορθόδοξη πίστη και θέλουν να επιστρέψουν σ’ αυτήν, θα βαπτίζονται εκ νέου ή θα χρίονται απλώς, αφού δώσουν λίβελλο. Υπάρχουν αποφάσεις Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων για το θέμα αυτό.

Όμως στο κείμενο πού ακολουθεί θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα παράδειγμα πού είναι συμφωνία μεταξύ της «Διαρκούς Συνελεύσεως Κανονικών Επισκόπων Αμερικής (SCOBA)» και της «Συνελεύσεως Καθολικών Επισκόπων Αμερικής (ACBC)» την 3 Ιουνίου 1999. Τήν μετάφραση του πρωτοτύπου κειμένου στην ελληνική γλώσσα έκανε ο Πρωτ. π. Γεώργιος Δράγας, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, ο οποίος έκανε συγχρόνως και μιά συνοπτική περιγραφή και κριτική του συμφωνηθέντος κειμένου μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών στην Αμερική.

Η βάση του κειμένου αυτή είναι η συμφωνία στο Μπαλαμάντ το 1993 «Ουνιτισμός, Μέθοδος Ενώσεως του Παρελθόντος και η Παρούσα αναζήτησις της πλήρους κοινωνίας», την οποία φαίνεται επιθυμεί να στηρίξη.

Τό κείμενο πού σχολιάζουμε, δηλαδή το κείμενο πού υπογράφηκε στην Αμερική μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών, με τίτλο «βάπτισμα και μυστηριακή κοινωνία» στηρίζεται σε μερικά σημεία, όπως το έχω εντοπίσει, τα οποία είναι πολύ χαρακτηριστικά και δείχνουν όλο το περιεχόμενο της συγχρόνου οικουμενιστικής κινήσεως.

Τό πρώτον σημείο είναι ότι «το βάπτισμα εδράζεται επί της πίστεως του ιδίου του Χριστού, της πίστεως της Εκκλησίας, και της πίστεως του πιστού, εκ των οποίων απορρέει η οντότητά του» (13). Εκ πρώτης όψεως εδώ κάνει εντύπωση η απουσία του Τριαδικού Θεού, ίσως για να δικαιολογήται κάθε διασταλτική ερμηνεία του Βαπτίσματος. Η πίστη, λοιπόν, είναι το βάσιμο σημείο και στοιχείο του Βαπτίσματος.

Τό δεύτερο σημείο είναι ότι το Βάπτισμα δεν είναι μιά πράξη πού απαιτείται από την Εκκλησία, «αλλά μάλλον το θεμέλιον της Εκκλησίας. Τό βάπτισμα θεμελιώνει την Εκκλησίαν» (26). Εδώ παρουσιάζεται η αλήθεια ότι το άγιο Βάπτισμα δεν είναι το «εισαγωγικό» μυστήριο διά του οποίου εισαγόμαστε στην Εκκλησία, αλλά το θεμέλιο της Εκκλησίας.

Τρίτον σημείον είναι ότι «το βάπτισμα ουδέποτε εγένετο κατανοητό ως ιδιωτική τελετουργία, αλλά μάλλον ως κοινοτικό γεγονός» (13). Αυτό σημαίνει ότι η Βάπτιση των κατηχουμένων αποτελούσε «περίστασιν μετανοίας και ανανεώσεως ολοκλήρου της κοινότητος» (13). Ο Βαπτισθείς «υποχρεούται να οικειοποιηθή την κοινήν πίστιν της κοινότητος εις το πρόσωπον και τάς υποσχέσεις του Σωτήρος» (14).

Τό τέταρτον σημείο είναι συνέχεια και συνέπεια των προηγουμένων. Αφού το Βάπτισμα εδράζεται στην πίστη στον Χριστό, αφού είναι η βάση της Εκκλησίας και επί πλέον αφού είναι έργο της κοινότητος, αυτό σημαίνει ότι η αναγνώριση του Βαπτίσματος συνεπάγεται και την αναγνώριση της Εκκλησίας. Στό συμφωνημένο κείμενο λέγεται: «Αμφότερα τα μέλη της Κοινής αυτής Επιτροπής, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί, αναγνωρίζομεν εις τάς παραδόσεις αλλήλων κοινήν διδασκαλίαν και κοινήν πίστιν περί Βαπτίσματος, παρά τάς διαφοροποιήσεις εις την πράξιν, αι οποίαι, ως πιστεύομεν, δεν επηρεάζουν την ουσίαν του μυστηρίου» (17). Κατά το κείμενο υπάρχει κοινή πίστη και διδασκαλία περί του Βαπτίσματος στις δύο «Εκκλησίες», αλλά και οι υπάρχουσες διαφοροποιήσεις δεν επηρεάζουν την ουσία του μυστηρίου. Τά δύο μέρη αναγνωρίζουν μιά εκκλησιαστική οντότητα «εις αμφότερα εξ αυτών, και εάν ακόμη θεωρούν την βίωσιν της οντότητος της Εκκλησίας υπό του ετέρου ως ελαττωματικήν ή πλημμελή» (17). Στό σημείο αυτό βρίσκεται η «ασφαλής βάσις της συγχρόνου χρήσεως της φράσεως "αδελφαί εκκλησίαι"». Η Ορθόδοξη και Λατινική Εκκλησία είναι οι δύο αδελφές Εκκλησίες, γιατί έχουν την ίδια παράδοση, την ίδια πίστη και το ίδιο Βάπτισμα, έστω και εάν υπάρχουν μερικές διαφορές. Γι’ αυτό και στο κείμενο επανειλημμένως υποστηρίζεται η άποψη: «Θεωρούμεν την αμοιβαίαν ταύτην αναγνώρισιν της εκκλησιαστικής οντότητος του βαπτίσματος, παρά τάς διαιρέσεις ημών, πλήρως σύμφωνον προς την αέναον διδασκαλίαν αμφοτέρων των εκκλησιών» (26). Παρερμηνεύοντας την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου, ισχυρίζονται ότι οι δύο «Εκκλησίες» παρά τις υφιστάμενες «ατέλειες» αποτελούν την ίδια οντότητα της Εκκλησίας. «Χάρις εις την δωρεάν του Θεού, είμεθα αμφότεροι "εκ της Εκκλησίας" κατά την φράσιν του Αγίου Βασιλείου» (26).

Τό πέμπτον σημείο είναι ότι κατηγορείται ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ο οποίος, ερμηνεύοντας τις απόψεις του Κυπριανού Καρχηδόνος, του Μ. Βασιλείου και της Β' Οικουμενικής Συνόδου, κάνει λόγο, όπως και όλοι οι φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος, για την ακρίβεια και την οικονομία, ως προς τον τρόπο εισδοχής των αιρετικών στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Δηλαδή, οι Πατέρες άλλοτε δέχονται τούς αιρετικούς με την ακρίβεια, δηλαδή με το Βάπτισμα, και άλλοτε με την οικονομία, δηλαδή με χρίσμα. Αλλά και όταν η Εκκλησία δέχεται κάποιον με οικονομία, αυτό σημαίνει ότι εκείνη την ώρα πού τον αποδέχεται, ενεργεί το μυστήριο της σωτηρίας, ακριβώς γιατί η Εκκλησία υπέρκειται των Κανόνων, και όχι οι Κανόνες της Εκκλησίας, και η Εκκλησία είναι η πηγή των μυστηρίων και του Βαπτίσματος και όχι το Βάπτισμα βάση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία μπορεί να αποδεχθή κάποιον αιρετικό με την αρχή της οικονομίας, χωρίς αυτό να σημαίνη ότι αναγνωρίζει ως Εκκλησία την κοινότητα πού τον είχε προηγουμένως βαπτίσει. Μέσα από την προοπτική αυτή ερμηνεύεται η σχετική απόφαση της Β' Οικουμενικής Συνόδου.

Βεβαίως, η σύγχυση επιτείνεται από το ότι μεταξύ των προτάσεων υπάρχει και μία πρόταση, η οποία ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους. Λέγεται στο κείμενο ότι πρέπει να διευκρινισθή «ότι η αμοιβαία αναγνώρισις του βαπτίσματος δεν εξυπακούεται και την επίλυσιν όλων των ζητημάτων τα οποία τάς διαιρούν, ούτε την αποκατάστασιν της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των, αν και υποβοηθεί εις την απομάκρυνσιν ενός βασικού εμποδίου από την οδόν προς την αποκατάστασιν πλήρους κοινωνίας» (σελ. 28).

Από την μικρή ανάλυση φαίνεται πόση σύγχυση επικρατεί στούς οικουμενιστικούς κύκλους γύρω από τα θέματα αυτά, καθώς επίσης και ότι η αποδοχή του Βαπτίσματος των αιρετικών (Παπικών, Προτεσταντών πού αλλοίωσαν το δόγμα της Αγίας Τριάδος κλπ) ερμηνεύεται ως αποδοχή της υπάρξεως Εκκλησίας στούς αιρετικούς και ακόμη χειρότερο ότι και οι «δύο Εκκλησίες» Ορθόδοξη και Λατινική έχουν ενότητα παρά τις «μικρές» διαφορές ή προερχόμαστε από την ίδια Εκκλησία και πρέπει να αναζητήσουμε να επιστρέψουμε και να αποτελέσουμε την μόνη Εκκλησία. Είναι έκδηλη εδώ η θεωρία των κλάδων.

Όταν υπάρχει μιά τέτοια σύγχυση, τότε είναι ανάγκη να υιοθετούμε την άποψη της ακριβείας, πού διασώζει την αλήθεια, ότι δηλαδή όσοι περιπίπτουν στην αίρεση βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας και δεν ενεργεί το Άγιον Πνεύμα για την θέωση.

Πάντως, η βαπτισματική θεολογία δημιουργεί τεράστια προβλήματα στούς Ορθοδόξους. Τό κείμενο του οποίου είδαμε μερικά σημεία, είναι διάτρητο από εκκλησιολογικής πλευράς. Η πατερική ορθόδοξη διδασκαλία ως προς το θέμα αυτό είναι ότι η Εκκλησία είναι το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, μέσα στην οποία διασώζεται η αποκαλυπτικη αλήθεια –ορθόδοξη πίστη– και τελεσιουργείται το μυστήριο της θεώσεως διά των μυστηρίων της Εκκλησίας (Βάπτισμα-Χρίσμα-θεία Ευχαριστία) με τις απαραίτητες προϋποθέσεις πού είναι η μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Τό Βάπτισμα είναι το εισαγωγικό μυστήριο της Εκκλησίας. Δέν εδράζεται η Εκκλησία πάνω στο μυστήριο του Βαπτίσματος, αλλά το Βάπτισμα του ύδατος συνδεδεμένο με το Βάπτισμα του Πνεύματος ενεργούνται μέσα στην Εκκλησία και καθιστούν τον άνθρωπο μέλος του Σώματος του Χριστού. Εκτός της Εκκλησίας, του ζωντανού Σώματος του Χριστού, δεν υπάρχουν μυστήρια, όπως εκτός του σώματος δεν υπάρχουν αισθήσεις.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να παραθέσω το συμπέρασμα του Πρωτ. π. Γεωργίου Δράγα, ύστερα από «μία συνοπτική περιγραφή και κριτική»:

«Αι προτάσεις αύται δεν δύνανται να εύρουν συμφώνους πάντας τούς Ορθοδόξους, και δή τούς ελληνοφώνους (ή ελληνοφρόνους), και συνεπώς καθίστανται μάλλον διαιρετικαί ως προς τον πραγματικόν αυτών χαρακτήρα. Ο κύριος λόγος όστις οδηγεί εις τοιούτον κριτικόν συμπέρασμα είναι η απουσία εκκλησιολογικού υποβάθρου εις την όλην περί μυστηρίων ταύτην έρευναν, ως και η μονομερής ερμηνεία ή και παρερμηνεία, των δεδομένων της Ορθοδόξου μυστηριακής πράξεως, και μάλιστα της μυστηριακής τοιαύτης, έναντι των ετεροδόξων κατά τάς διαφόρους εποχάς. Αι προτάσεις, αύται και τα συμπεράσματα, αλλά και το όλον Συμφωνηθέν Κείμενον, αντιπροσωπεύουν Δυτικόν σκεπτικισμόν. Η αποδοχή των υπό Ορθοδόξων θεολόγων σημαίνει μάλλον σκόπιμον προδοσίαν των ορθοδόξων θέσεων και υποταγήν εις τάς δυτικάς οικουμενιστικάς προοπτικάς, όπερ απορριπτέον!».

«Εκκλησιαστική παρέμβαση» Δεκέμβριος 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου