1 Ιαν 2010

Κωνσταντίνου Κορναράκη, Το ορμητικό ποτάμι του χρόνου και οι αντιστάσεις του ανθρώπου!


του Κωνσταντίνου Κορναράκη
Επίκουρου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ

Η θεολογική προσφορά του Μ. Βασιλείου στην Εκκλησία

Η σημερινή ημέρα έχει διπλό νόημα. Διπλό νόημα διότι τιμάται μια δεσποτική εορτή, η εορτή της Περιτομής του Χριστού, αλλά συγχρόνως την ημέρα αυτή τιμάται και η μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου. Του θεολόγου εκείνου, ο οποίος μαζί με τους υπόλοιπους Καππαδόκες πατέρες, δηλαδή τον Γρηγόριο τον θεολόγο και τον κατά σάρκα αδελφό του Γρηγόριο Νύσσης, αλλά και άλλους αγίους της Εκκλησίας μας, μεγάλους ιεράρχες και θεολόγους, όπως ο Μ. Αθανάσιος, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο Μάξιμος ο ομολογητής, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός κ.α., θεμελίωσαν τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Με την κατά Θεόν σοφία που τους διέκρινε, αλλά και τις κατά κόσμον γνώσεις τους, αναζήτησαν τις αφετηρίες της διδασκαλίας του δόγματος μέσα στην Αγία Γραφή, και κατόπιν ανέπτυξαν θεολογικά τις απαρχές αυτές. Επέτυχαν λοιπόν, οι δογματικές αλήθειες να καταστούν με ευχέρεια κτήμα του συγχρόνου τους ανθρώπου αλλά και του διαχρονικού ανθρώπου, ο οποίος επιθυμεί να εγκύψει στην πίστη του, διότι δεν ήταν – και δεν είναι - εύκολο για τον τυχόντα άνθρωπο να ερμηνεύσει θεολογικά το ευαγγέλιο και να κατανοήσει τις δογματικές αλήθειες που κρύβονται μέσα του.

Η Εκκλησία είναι παρούσα στην αρχή του κοσμικού έτους.

Η σημερινή μέρα βεβαίως έχει και κοσμικό νόημα. Αρχίζει το κοσμικό έτος. Από μόνη της, η ευκαιρία αυτή αποτελεί μία πρόκληση. Θα μπορούσαμε λοιπόν να συνδέσουμε τη διπλή πνευματική εορτή με το κοσμικό νόημα της μέρας, προβάλλοντας ένα σημαντικό συμπέρασμα. Το κοσμικό νόημα εντοπίζεται στην αρχή μιας νέας χρονιάς. Από την άλλη πλευρά όμως διαπιστώνουμε ότι η Εκκλησία βρίσκεται πάντοτε παρούσα σε γεγονότα που, αν και φαίνονται να περιορίζονται μόνο στις κοσμικές τους διαστάσεις, εντούτοις υποκρύπτουν θεολογική δυναμική!
Πώς μπορεί όμως να γίνει κατανοητό ότι μια ημέρα η οποία έχει σφραγιστεί με κοσμική σημασία υποκρύπτει θεολογική δυναμική; Κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, ο χρόνος, ως κατηγορία της κτίσεως μέσα στην οποία ζούμε, δεν αλλοιώνεται αρνητικά ή θετικά από την αμαρτία ή την αρετή, αλλά αποτελεί μόνον το πλαίσιο που μετρά τον βίο του ανθρώπου και μέσα στον οποίο εκείνος εκφράζει την ελευθερία της βουλήσεώς του(1).

Ο Χριστός εντάχθηκε στον κοσμικό χρόνο.

Η δεσποτική εορτή της ημέρας μας βοηθά να αντιληφθούμε τη δυναμική του χρόνου. Κατά την υμνολογία της ημέρας, ο Χριστός «μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβε»(2). Με άλλα λόγια, λίγες μέρες μετά τη Γέννηση του Χριστού, η Εκκλησία μας υπενθυμίζει εκ νέου ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος. Και το γεγονός αυτό πιστοποιείται από το ότι ο Χριστός ενετάχθη στον χρόνο, αντιμετώπισε τη δυναμική του. Πέρασε από όλα τα εξελικτικά στάδια που θα μπορούσε να περάσει ένα παιδί εβραϊκής καταγωγής της εποχής του. Ακόμη και την περιτομή.
Χάρη ακριβώς σ’ αυτή την ένταξη του Χριστού στον χρόνο της κτίσεως ανακαινίζεται η δυναμική του χρόνου και αποκτά μοναδική σημασία για κάθε άνθρωπο χωριστά για την αξιοποίηση του αντικειμενικού χρόνου στην προσωπική του ζωή. Μέχρι πριν από τη Γέννηση του Χριστού ο χρόνος αποτελούσε τεκμήριο της φθοράς του ανθρώπου. Ο άνθρωπος αντιλαμβανόταν τη ζωή του ως ένα φωτεινό διάστημα μεταξύ γέννησης και θανάτου ή κατά μια άλλη υπαρξιακή αντίληψη προσπαθούσε να χωρέσει μια μίζερη ζωή μεταξύ μιας γέννησης και ενός θανάτου. Αλλά ο ερχομός του Χριστού άλλαξε τα πάντα. Ευλογεί και εξαγιάζει το χρόνο. Πλέον ο κάθε άνθρωπος μπορεί να ζει κατά τον τύπο που ο Κύριος μας παρέδωσε. Επομένως ο χρόνος έχει αποκτήσει εσχατολογική διάσταση. Ο χρόνος έχει πια μοναδική αξία για τον άνθρωπο, αφού τον φέρνει πιο κοντά στον Θεό.

Ο κοσμικός χρόνος ρέει ορμητικά σαν το ποτάμι!

Θα μπορούσαμε ίσως να εμβαθύνουμε σ’ αυτό το νόημα του εξαγιασμού της ζωής του ανθρώπου, αν λαμβάναμε υπ’ όψιν μας κάποιες σκέψεις του Μ. Βασιλείου για τις προϋποθέσεις αυτού του εξαγιασμού. Ο Καππαδόκης πατήρ της Εκκλησίας γνωρίζει ότι ο χρόνος περνά με βιασύνη χωρίς να περιμένει εκείνους οι οποίοι αργοπορούν. Μάλιστα, η κίνησή του μοιάζει πολύ με ένα ρεύμα ποταμού! Αν ο άνθρωπος μπει στο ποτάμι αυτό και θελήσει να σταματήσει προς όφελός του τη ροή, πρέπει προηγουμένως να χειριστεί με δεξιοτεχνία την κίνηση του νερού ώστε να πετύχει τον σκοπό του. Κατά τον Μ. Βασίλειο, ο άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίζει τον χρόνο όπως την κίνηση του ποταμού. Σα δυνατό ποτάμι κυλά ο χρόνος, αλλά ο άνθρωπος πρέπει να σταθεί με σθένος μέσα στο χρόνο, να ελέγξει τη ροή του και να τον αξιοποιήσει, δραττόμενος κάθε πνευματικής ευκαιρίας(3). Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέχει τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας για τον χρόνο, είναι η έντονη πνευματική εγρήγορση του ανθρώπου, η διαρκής ετοιμότητά του να αξιολογεί τις προκλήσεις του βίου του εν χρόνω. Να ζει δηλαδή τον τρόπο ζωής που οι ασκητικοί θεολόγοι της Εκκλησίας περιέγραψαν ως νήψη.

Όταν ο άνθρωπος βυθίζεται στο ρεύμα του ποταμού!

Είναι βέβαιο, ότι η πνευματική αξιοποίηση του χρόνου συναρτάται προς την απάντηση του ανθρώπου στο διαχρονικό υπαρξιακό ερώτημα «ποιος είμαι». Ο άνθρωπος ο οποίος αγνοεί την απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα, επιχειρεί να την υποκαταστήσει με τις ταυτότητες που αποκτά κατά την πολυδιάσπαση του βίου του.
Ο άνθρωπος μαθαίνει από την παιδική του ηλικία να απολυτοποιεί τον χωροχρόνο. Οι θετικές επιστήμες τον δίδαξαν ότι η ζωή του περιβάλλεται αποκλειστικά από φθορά. Επομένως πρέπει να καταδιώξει τον χρόνο και να τον δαμάσει για να ξεγελάσει τη φθορά. Συνηθίζει λοιπόν να ισχυρίζεται ότι είναι πολυάσχολος και προβάλλει ως άλλοθι δυσλειτουργίας της ζωής του την έλλειψη του χρόνου. Ο ίδιος όμως δεν θα διστάσει να «εφεύρει» υποχρεώσεις ώστε μονίμως να είναι απασχολημένος. Ο άνθρωπος κάθε εποχής αλλά κυρίως ο σύγχρονος άνθρωπος, επιζητά τη διάσπαση. Έτσι επιτυγχάνει να διασπάται ο νους του σε μέριμνες και φροντίδες, λειτουργώντας ως εάν να θέλει να απωθήσει τον χρόνο ώστε να βεβαιωθεί ότι δεν θα παγιδευτεί σε στιγμές αμηχανίας και μοναξιάς.
Η σημερινή όμως ημέρα διδάσκει ότι δεν είναι πρόβλημα η φθορά της φύσεως, αλλά η επίτευξη της πνευματικής τελειώσεως του ανθρώπου. Επομένως, όσο αληθινές και εάν φαίνονται οι κοσμικές ασχολίες είναι στην πραγματικότητα πλαστές ανάγκες. Πρέπει πράγματι να θεωρεί πολυάσχολο τον εαυτό του ο άνθρωπος. Όχι όμως επειδή έχει πολλές υποχρεώσεις και χάνεται σ’ αυτές. Πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του πολυάσχολο διότι είναι τόσες οι απαιτήσεις της πνευματικής ζωής και τέτοια η αδυναμία της φύσεως ώστε μόλις που προλαβαίνει να αξιοποιήσει τον «καιρό» που του χάρισε η ενανθρώπηση του Υιού του Θεού, δηλαδή να εργασθεί πάνω στη σωτηρία του.

Η αξιοποίηση του χρόνου μέσα από τη βίωση του «καιρού» σωτηρίας.

Με αυτή λοιπόν την έννοια, τροποποιώντας εν μέρει τον Εκκλησιαστή, ο Μ. Βασίλειος διδάσκει ότι «υπάρχει καιρός για κάθε πράγμα»(4). Γι’ αυτό στη συνάφεια αυτή αποκτά ιδιαίτερο νόημα η βεβαιότητα του Εκκλησιαστή ότι υπάρχει «καιρός του αποθανείν και καιρός του γεννηθήναι»(5), που αποτελεί μάλλον μια παράδοξη διαβεβαίωση! Τι σημαίνει καιρός για γέννηση και τι σημαίνει καιρός θανάτου;
Όπως φαίνεται, η πατερική σκέψη κατανοεί την έννοια του καιρού μόνο εντός της εκκλησιαστικής ζωής και υπό το πρίσμα της πνευματικής ευκαιρίας. Έτσι υπάρχει καιρός που πεθαίνει κάποιος και καιρός που γεννιέται. Πεθαίνει όταν πεθαίνει ο παλαιός άνθρωπος, όταν πεθαίνει το φρόνημα που τον κρατά αγκυλωμένο πάνω στη γη (η θανάτωση των εμπαθών λογισμών) και γεννιέται και πάλι όταν γεννιέται ο νέος εν Χριστώ άνθρωπος (αυτό που ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ερμηνεύοντας επίσης τον Εκκλησιαστή χαρακτηρίζει «εύκαιρο τόκο»(6), ως μόρφωση Χριστού εντός του ανθρώπου), ο οποίος «γεννά» βιώματα θείων εμπειριών(7).
Συνεπώς, οι πατέρες και θεολόγοι της Εκκλησίας διδάσκουν ότι μπορεί ο χρόνος να κυλά, αλλά ο άνθρωπος μπορεί να σταθεί απέναντι στο ρεύμα του χρόνου και να αδράξει τις πνευματικές ευκαιρίες που έρχονται. Τότε ο χρόνος καταξιώνεται, αποκτά νόημα, γίνεται δημιουργικός, ανοίγει στον άνθρωπο ορίζοντες σωτηρίας γιατί εντάσσει τον προσωπικό του χρόνο στην κατανόηση των εσχάτων. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η αναφορά του Μ. Βασιλείου στον Εκκλησιαστή αποκτά την πρώτη του έτους ιδιαίτερο νόημα διότι υπενθυμίζει τη σημασία του χρόνου, ο οποίος όταν δεν αξιοποιείται, περνά και χάνεται.
Ας είναι λοιπόν αυτή η ευχή! Να γίνει η πρώτη ημέρα του έτους αφορμή πορείας αυτοσυνειδησίας, ώστε με αυτό τρόπο να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που παρέχονται στην πνευματική ζωή, δίδοντάς μας τη δυνατότητα να αυξάνουμε και να προκόβουμε μέσα στο χρόνο, όπως ο δωδεκαετής Κύριος(8), διότι μέσα στον κτιστό χωροχρόνο η μόνη δυνατότητα αληθινής αυξήσεως είναι η αποδέσμευση του ανθρώπου από το σαρκικό φρόνημα και η χριστοκεντρικότητα της ζωής του(9).
Η ευχή της ημέρας δεν μπορεί να είναι άλλη από το να χαριτώσει ο Κύριος, με τις ευχές και τις μεσιτείες του Μ Βασιλείου, κάθε άνθρωπο ώστε να μπορεί να έχει τις αισθήσεις του πρόσφορες, ώστε να προλαμβάνει τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται και να τις αξιοποιεί πνευματικά. Καλή και ευλογημένη χρονιά!

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
«τις γαρ ουκ είδεν, ότι των γινομένων έκαστον τη ιδία κρίνεται φύσει, είτε κακόν είτε μη τοιούτον εστίν, ο δε χρόνος, καθ’ ον ενεργείται η πράξις, έξωθεν της του γινομένου φύσεως θεωρείται; τί γαρ κοινόν έχει το χρονικόν διάστημα προς το εκ προαιρέσεως ημετέρας αποτελούμενον;»( Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον Εκκλησιαστήν, VII, P. Alexander, Gregorii Nysseni Opera, τ. 5, E.J. Brill, Leiden 1986, σελ.392,10 κ.εξ.).
2. Απολυτίκιον της εορτής της κατά σάρκα Περιτομής του Κυρίου, Μηναίον Ιανουαρίου, Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Εν Αθήναις 1979, σ. 8.
3. Βασιλείου του Μεγάλου, Ομιλία H΄, Ρηθείσα εν λιμώ και αυχμώ, PG31, 324B.
4. Πρβλ. Καιρός του τεκείν και καιρός του αποθανείν (Εκκλ. 3, 2).
5. Μ. Βασιλείου, Ομιλία ΙΓ΄, Προτρεπτική εις το βάπτισμα, PG 31, 424
6. Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον Εκκλησιαστήν, VI, P. Alexander, Gregorii Nysseni Opera, τ. 5, E.J. Brill, Leiden 1986, σελ. 381, 1-14. Βλ. Α' Κορ. 15, 31• Ρωμ. 8, 36.
7. Πρβλ. Αποκτείνωμεν το φρόνημα της σαρκός, το μη δυνάμενον υποταγήναι τω νόμω του Θεού, ίνα το φρόνημα του πνεύματος ισχυρόν ημίν εγγένηται, δι’ ου ζωή και ειρήνη περιγίνεσθαι πέφυκε (Μ. Βασιλείου, Ομιλία ΙΓ΄, Προτρεπτική εις το βάπτισμα, PG 31, 424).
8. Από δογματικής πλευράς πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η προκοπή του Κυρίου δεν συνδεόταν με ηθική τελειοποίηση, εφόσον ήταν εξ άκρας συλλήψεως ενωμένη η θεία με την ανθρώπινη φύση, αλλά με την ωρίμανση της ανθρωπίνης φύσεως χάρη στην οποία γινόταν φανερή η θεότητα του Ιησού Χριστού (Πρβλ. Αθανασίου του Μεγάλου, Κατά Αρειανών, Λόγος Γ΄, 52, PG26, 432C-433AB). Παρά ταύτα, οι πειρασμοί του Κυρίου φανερώνουν ότι δεν ήταν απρόσκοπτη η ωρίμανση της φύσεως, καταδεικνύοντας ότι η πνευματική προκοπή του ανθρώπου συνίσταται στη διαλεκτική μεταξύ συναντήσεως και αντιμετωπίσεως των πειρασμών και Χάριτος.
9. Η δε αύξησις ημών ουκ άλλη τις εστιν η το αφίστασθαι μεν των αισθητών, εις αυτόν δε τον Λόγον γενέσθαι (Αθανασίου του Μεγάλου, Κατά Αρειανών, Λόγος Γ΄, 52, PG26, 432C).
Πηγή: Ζωηφόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου