ΤΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ ΣΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΙΚΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΠΑΠΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Ο ρόλος του Επισκόπου Ρώμης στην κοινωνία της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία.
Εισαγωγή
1. Στο κείμενο της Ραβέννας «Εκκλησιολογικές και κανονικές συνέπειες της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας. Εκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης και εξουσία», Καθολικοί και Ορθόδοξοι αναγνώρισαν την αδιάσπαστη σχέση μεταξύ συνοδικότητος και πρωτείου σε όλα τα επίπεδα της ζωής της Εκκλησίας. «Πρωτείο και συνοδικότης είναι αμοιβαίως αλληλένδετα. Γι’ αυτό το πρωτείο στα διάφορα επίπεδα της ζωής της Εκκλησίας, τοπικό, περιφερειακό, και παγκόσμιο, πρέπει πάντοτε να θεωρείται στο πλαίσιο της συνοδικότητος, και συνοδικότης παρομοίως, στο πλαίσιο του πρωτείου» (Ραβέννα § 43).
Συμφωνούν επίσης, ότι «στην κανονική τάξη όπως μαρτυρείται από την αρχαία Εκκλησία, και ήταν αναγνωρισμένο από όλους κατά την εποχή της αδιαίρετης Εκκλησίας, η Ρώμη, ως η Εκκλησία η οποία «προκάθηται εν αγάπη», κατά τη φράση του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, καταλαμβάνει την πρώτη θέση στην τάξη και ο Επίσκοπος της Ρώμης ήταν γι’ αυτό πρώτος μεταξύ των Πατριαρχών (Ραβέννα §§ 40, 41).
Το κείμενο αναφέρεται στον εναργή ρόλο και τα προνόμια του Επισκόπου της Ρώμης ως «πρώτος μεταξύ των πατριαρχών», «πρώτος των Επισκόπων των μειζόνων καθεδρών» (Ραβέννα §§ 41, 42, 44) και καταλήγει ότι «ο ρόλος του Επισκόπου της Ρώμης σε κοινωνία όλων των Εκκλησιών», πρέπει να «μελετηθεί σε μεγαλύτερο βάθος». Ποιά είναι η συγκεκριμένη λειτουργία του Επισκόπου της «πρώτης καθέδρας» εν μια εκκλησιολογία κοινωνίας; (Ραβέννα § 45).
2. Το θέμα του επομένου βήματος του Διαλόγου είναι λοιπόν: Ο ρόλος του Επισκόπου της Ρώμης στην κοινωνία της εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία. Ο σκοπός είναι να κατανοήσουμε βαθύτερα το ρόλο του Επισκόπου Ρώμης κατά τη διάρκεια της περιόδου, όταν οι Εκκλησίες της Δύσης και της Ανατολής βρίσκονταν σε κοινωνία, παρά τις μερικές μεταξύ τους αποκλίσεις, και τοιουτοτρόπως να απαντήσουμε στην ως άνω ερώτηση.
3. Το παρόν κείμενο θα μεταχειρισθεί το θέμα με τη θεώρηση των ακόλουθων τεσσάρων σημείων:
Η Εκκλησία της Ρώμης. Πρώτη Καθέδρα. Premacedus [δυσανάγνωστο].
Ο Επίσκοπος Ρώμης ως διάδοχος του Πέτρου.
Ο ρόλος του Επισκόπου Ρώμης σε ώρες κρίσεως στην εκκλησιαστική κοινωνία.
Η [sic] επίδραση των μη θεολογικών παραγόντων.
Η Εκκλησία της Ρώμης. Πρώτη καθέδρα.
4. Καθολικοί και Ορθόδοξοι συμφωνούν, ότι από τους αποστολικούς χρόνους, η Εκκλησία της Ρώμης είχεν αναγνωρισθεί ως πρώτη μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών, ομοίως στην Ανατολή και τη Δύση. Τα συγγράμματα των Αποστολικών Πατέρων σαφώς μαρτυρούν περί του γεγονότος αυτού.
Η Ρώμη, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, γρήγορα κέρδισε φήμη στην πρώτη Εκκλησία ως ο τόπος του μαρτυρίου των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Απέκτησε μοναδική θέση μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών και εξήσκησε μοναδική επιρροή.
Αργότερα, κατά τον πρώτο αιώνα, επικαλούμενη το παράδειγμα των μαρτύρων Πέτρου και Παύλου, η Εκκλησία της Ρώμης έγραψε μακρά επιστολή στην Εκκλησία της Κορίνθου, η οποία είχε εκβάλει τους πρεσβυτέρους της, και παρότρυνε ώστε να αποκατασταθεί η ενότητα και η ομόνοια. Η επιστολή γράφτηκε από τον Κλήμεντα, ο οποίος εν συνεχεία αναγνωρίζεται ως Επίσκοπος Ρώμης (Βλ. Ειρηναίου, κατά Αιρέσεων, 3, 3, 2.), ἂν και η ακριβής μορφή της ηγεσίας στην Ρώμη κατ’ εκείνη την εποχή δεν είναι σαφής.
5. Αργότερα, κατά την πορεία του προς το μαρτύριο εις Ρώμη, ο Ιγνάτιος Αντιοχείας έγραψε στην Εκκλησία της Ρώμης με μεγάλη εκτίμηση, ως αξία του Θεού, αξία τιμής, αξία να ονομάζεται ευλογημένη, αξία ευτυχίας, αξία καθαρότητος. Αναφέρεται σ’ αυτή ως προκαθημένη στην περιφέρεια των Ρωμαίων και ως προκαθημένη της φιλανθρωπίας.
6. Ο Ειρηναίος τόνισε ότι η Εκκλησία της Ρώμης είναι ασφαλές σημείο αναφοράς για αποστολική διδασκαλία. Με αυτή την Εκκλησία, ιδρυθείσα από τον Πέτρο και τον Παύλο, ήταν αναγκαίο κάθε Εκκλησία να συμφωνεί. (Κατά Αιρέσεων, 3,3,2).
7. Ο Επίσκοπος Ρώμης ήταν κατά καιρούς σε ασυμφωνία με άλλους Επισκόπους. Σχετικά με την ημερομηνία του Πάσχα, ο Ανίκητος της Ρώμης και ο Πολύκαρπος της Σμύρνης απέτυχαν να συμφωνήσουν το 154 μ.Χ., αλλά διατήρησαν την ευχαριστιακή κοινωνία.
Σαράντα χρόνια αργότερα, ο Βίκτωρ της Ρώμης, όρισε Συνόδους για να τακτοποιήσουν το θέμα —μία ενδιαφέρουσα περίπτωση συνοδικότητος και βεβαίως Παπών να ενθαρρύνουν Συνόδους— και αναθεμάτισε τον Πολυκράτη της Εφέσου και τους Επισκόπους της Ασίας όταν η Σύνοδός τους αρνήθηκε να υιοθετήσει τη Ρωμαϊκή γραμμή. Ο Βίκτωρ επιτιμήθη από τον Ειρηναίο γι’ αυτή τη σοβαρότητα [sic] και φαίνεται ότι απέσυρε την πρότασή του και η κοινωνία διατηρήθηκε.
Στα μέσα του 3ου αιώνα, μεγάλη σύγκρουση ηγέρθη σχετικά με το εάν εκείνοι που βαπτίσθηκαν από αιρετικούς θα πρέπει να αναβαπτισθούν, όταν εγίνονταν δεκτοί στην Εκκλησία. Ανακαλώντας τοπική παράδοση, ο Κυπριανός ο Καρθαγένης, και οι Επίσκοποι της Βορείου Αφρικής, υποστηριζόμενοι από Συνόδους γύρω από τον Επίσκοπο της Ανατολής Φιρμιλιανό της Καισαρείας, διατεινόταν ότι τέτοιοι άνθρωποι έπρεπε να αναβαπτισθούν, ενώ ο Επίσκοπος Στέφανος της Ρώμης, με αναφορά στη Ρωμαϊκή παράδοση και βεβαίως στον Πέτρο και Παύλο (Κυπρ. Επ. 75,6,2), είπε ότι δεν έπρεπε.
Η κοινωνία μεταξύ Στεφάνου και Κυπριανού εξασθένησε σοβαρά αλλά δεν διεκόπη επισήμως. Τοιουτοτρόπως οι πρώτοι αιώνες δείχνουν ότι οι απόψεις και οι αποφάσεις των Επισκόπων της Ρώμης είχαν κάποτε αμφισβητηθεί από συνεπισκόπους. Δείχνουν επίσης τη ζωντανή συνοδική ζωή της πρώτης Εκκλησίας.
Οι πολλές Αφρικανικές Σύνοδοι σ’ αυτό τον καιρό, επί παραδείγματι, και η συχνή αλληλογραφία του Κυπριανού με τον Στέφανο και ειδικά με τον προκάτοχό του Κορνήλιο, φανερώνουν ένα εντατικό κολλεγιακό πνεύμα.
8. Όλες οι Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσεως πίστευαν ότι η Εκκλησία της Ρώμης είχε το πρωτείο μεταξύ των Εκκλησιών. Το πρωτείο προέκυψε από διάφορους παράγοντες: την ίδρυση αυτής της Εκκλησίας από τον Πέτρο και τον Παύλο και η αίσθηση της ζωντανής παρουσίας τους, το μαρτύριο αυτών των δύο κορυφαίων αποστόλων και η τοποθεσία των τάφων τους στην πόλη και το γεγονός ότι η Ρώμη ήταν η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και το κέντρο της επικοινωνίας.
9. Οι πρώτοι αιώνες δείχνουν την θεμελιώδη και αναπόσπαστη σχέση μεταξύ του πρωτείου της Έδρας της Ρώμης και του πρωτείου του Επισκόπου της. Κάθε Επίσκοπος αντιπροσωπεύει, προσωποποιεί και εκφράζει την έδρα του (βλ. Ιγνατίου Αντιοχείας, Σμυρναίους, 8, Κυπριανού Επ. 66,8).
Πράγματι θα ήταν αδύνατο να μιλούσε για πρωτείο του Επισκόπου χωρίς να αναφερόμαστε στην Έδρα του. Από το δεύτερο ήμισυ του δευτέρου αιώνος, διδασκόταν ότι η συνέχεια της αποστολικής παραδόσεως απλωνόταν και εκφραζόταν από τη διαδοχή των Επισκόπων στις έδρες, οι οποίες ιδρύθησαν από τους αποστόλους. Ανατολή και Δύση παρομοίως συνέχισαν να υποστηρίζουν ότι το πρωτείο της έδρας προηγείται του πρωτείου του Επισκόπου της και είναι η πηγή του τελευταίου.
10. Ο Κυπριανός πίστευε ότι η ενότητα της Επισκοπής και της Εκκλησίας συμβολιζόταν στο πρόσωπο του Πέτρου, στον οποίο δόθηκε το πρωτείο και στην έδρα του, και ότι όλοι οι Επίσκοποι από κοινού έχουν αυτό το λειτούργημα. Τοιουτοτρόπως η έδρα του Πέτρου βρίσκεται σε κάθε Έδρα, αλλά ειδικά στη Ρώμη. Αυτοί που ήρθαν στην Ρώμη ήρθαν στην Έδρα του Πέτρου, στην πρωταρχική Εκκλησία την πηγή της επισκοπικής ενότητος.
11. Το πρωτείο της Έδρας της Ρώμης εκφράζεται με διάφορες έννοιες: Καθέδρα του Πέτρου, (cathedra Petri), έδρα των Αποστόλων (Sedes Apostolica), πρώτη έδρα (prema sedes). Όμως, η ρήση του Πάπα Γελάσιου, «Η πρώτη έδρα κρίνεται από ουδένα» (Ep. 4, PL 58, 28B, Ep. 13, PL 59, 64A), η οποία μετά ταύτα εφαρμόσθηκε σε εκκλησιαστικά κόντεξι [δυσανάγνωστο]και έγινε αμφισβητήσιμο μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, αρχικά απλώς σήμαινε ότι ο Πάπας δεν μπορούσε να κριθεί από τον αυτοκράτορα.
12. Οι Ανατολικές και Δυτικές παραδόσεις αναγνώριζαν κάποια τιμή για τον πρώτο μεταξύ των Πατριαρχικών εδρών, η οποία δεν ήταν καθαρά τιμητική (Σύνοδος της Νικαίας, Κανών 6, Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως κανών 3 και Σύνοδος της Χαλκηδόνος Κανών 28). Επέβαλλε αυθεντία (Ραβέννα § 14), η οποία εν τούτοις ήταν χωρίς κυριαρχία, χωρίς φυσικό η ηθικό εξαναγκασμό (Ραβέννα § 14).
Μολονότι την πρώτη χιλιετία Οικουμενικές Σύνοδοι συγκαλούνταν από τον αυτοκράτορα, καμιά Σύνοδος δεν αναγνωριζόταν ως Οικουμενική χωρίς αυτή να έχει την συγκατάθεση του Πάπα, η οποία να δοθεί είτε προηγουμένως η μεταγενεστέρως. Αυτό μπορεί να φαίνεται ως εφαρμογή στο παγκόσμιο επίπεδο της ζωής της Εκκλησίας στην αρχή η οποία εκφράζεται στον Αποστολικό Κανόνα 34: «Τους Επισκόπους εκάστου Έθνους, ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ εκείνου γνώμης• μόνα δε πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει, και ταις υπ’ αυτήν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται, και δοξασθήσεται ο Θεός, δια Κυρίου εν Αγίω Πνεύματι, ο Πατήρ, και ο Υιός και το άγιον Πνεύμα» (Βλ. Ραβέννα § 24). Σε όλα τα επίπεδα της ζωής της Εκκλησίας, πρωτείον και συνοδικότης είναι αλληλένδετα.
13. Ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός (527-65) όρισε την ιεραρχία των πέντε μειζόνων εδρών, Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων σε αυτοκρατορικό νόμο (Νεαραί, 131, 2. 109, 123, 3), εγκαθιδρύοντας έτσι ότι είναι γνωστό ως Πενταρχία. Ο Επίσκοπος της Ρώμης διακρινόταν ως ο πρώτος τη τάξει, χωρίς βεβαίως η Πέτρειος παράδοση να αναφέρεται.
14. Κάτω από τον Πάπα Γρηγόριο Ι (590-604), συνεχίσθηκε η διένεξη η οποία άρχισε επί του Πάπα Γελασίου (579-590), για τον τίτλο «Οικουμενικός Πατριάρχης», για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Διαφορετικές αντιλήψεις στην Ανατολή και Δύση έδωκαν αφορμή να εγερθεί η διένεξη. Ο Γρηγόριος είδε στον τίτλο ανυπόφορη αλαζονεία και παραβίαση κανονικών δικαιωμάτων των άλλων Εδρών στην Ανατολή, ενώ στην Ανατολή ο τίτλος έγινε αντιληπτός ως έκφραση μειζόνων δικαιωμάτων στο Πατριαρχείο. Αργότερα η Ρώμη αποδέχθηκε τον τίτλο.
Ο Γρηγόριος είπε ότι προσωπικά αρνήθηκε τον τίτλο «παγκόσμιος Πάπας», αντί αυτού απλά τιμώμενος όταν κάθε επίσκοπος έπαιρνε την τιμή ότι αυτή ήταν η οφειλή, (η τιμή μου είναι η τιμή των αδελφών μου). Ονόμαζε τον εαυτό του ως «υπηρέτη των υπηρετών του Θεού».
15. Η στέψη του Charlemagne στο 800 από τον Πάπα Λέοντα ΙΙΙ, σημάδεψε την αρχή νέας εποχής στην ιστορία των Παπικών διεκδικήσεων. Ένας επί πλέον παράγοντας που οδήγησε σε διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσεως ήταν η αποκάλυψη των Ψευδών Διαταγμάτων (False Decretats [δυσανάγνωστο]) (850), τα οποία αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της Ρωμαϊκής εξουσίας για να διαφυλάξουν τους Επισκόπους. The [sic] Διατάγματα έπαιξαν τεράστιο ρόλο στους αιώνες που ακολούθησαν, γιατί οι Πάπες άρχισαν να δρουν στο πνεύμα των Διαταγμάτων, τα οποία διεκήρυτταν επί παραδείγματι, ότι όλα τα κύρια ζητήματα, ειδικά η εκθρόνιση των Επισκόπων και Μητροπολιτών ήταν η ύστατη ευθύνη του Επισκόπου Ρώμης, και ότι όλες οι Σύνοδοι ελάμβαναν την νόμιμη εξουσία τους με το να είναι επιβεβαιωμένες από την Ρωμαϊκή Έδρα.
Οι Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως δεν δέχθηκαν τέτοια άποψη, η οποία ήταν αντίθετη προς την αρχή της συνοδικότητος. Αν και τα Διατάγματα, στην πραγματικότητα δεν αναφέρονταν στην Ανατολή, σε μεταγενέστερο στάδιο, τη δεύτερη χιλιετία εφαρμόσθησαν στην Ανατολή από Δυτικά σχήματα. Παρά τις τόσες αυξανόμενες εντάσεις, στο έτος 1000 οι Χριστιανοί ομοίως στη Δύση και Ανατολή ήταν ακόμη σε επίγνωση ότι ανήκαν στην μόνη αδιαίρετο Εκκλησία.
Ο Επίσκοπος Ρώμης ως διάδοχος του Πέτρου.
16. Η αρχική έμφαση της σχέσεως της έδρας της Ρώμης με τους Πέτρο και Παύλο, σταδιακά εξελίχθηκε στη Δύση ως περισσότερο συγκεκριμένη σχέση μεταξύ του επισκόπου Ρώμης και του Αποστόλου Πέτρου. Ο Πάπας Στέφανος (μέσον του 3ου αιώνα), ήταν ο πρώτος που εφάρμωσε το «Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη την πέτραν οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν» (Ματθ. 16, 18), στο δικό του λειτούργημα.
Η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως το 381 συγκεκριμενοποίησε ότι η Κωνσταντινούπολη θα πρέπει να έχει τη δεύτερη θέση μετά τη Ρώμη, «Διότι είναι Νέα Ρώμη, ο Επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως θα απολαμβάνει τα πρεσβεία τιμής μετά τον Επίσκοπο Ρώμης» (Κανών 3). Το κριτήριο που επικαλέσθηκε η Σύνοδος για τη σειρά των Εδρών ήταν τοιουτοτρόπως όχι η αποστολική ίδρυση, αλλά το καθεστώς της πόλεως στη διοικητική οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Διαφορετικό κριτήριο για τη σειρά των μειζόνων Εδρών επικαλέσθηκε η Σύνοδος συγκληθείσα στη Ρώμη το 382 υπό την προεδρία του Πάπα Δαμασίου. Εδώ τρεις κύριες Έδρες αναφέρθηκαν, Ρώμη, Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια και τίποτε δεν λέχθηκε περί Κωνσταντινουπόλεως. Αναφέρθηκε η Ρωμαϊκή Εκκλησία πήρε την πρώτη θέση για τους λόγους του Κυρίου προς τον Πέτρο (Ματθ. 16, 18) και για την ίδρυσή της από τον Πέτρο και τον Παύλο.
Η δεύτερη θέση εκχωρήηκε [sic] στην Αλεξάνδρεια, ιδρυθείσα από τον Μάρκο, μαθητή του Πέτρου, και η Τρίτη στην Αντιόχεια, όπου ο Πέτρος διέμενε πριν μεταβεί στη Ρώμη.
Αυτή η ιδέα των τριών Πατριαρχείων εδρών επαναλήφθηκε από τους Πάπες τον 5ον αιώνα, όπως επί Βονιφάτιου, Λέοντος και Γελάσιου. Από το 381-2, και μετά έχουν αναδυθεί δύο σαφή κριτήρια για προσδιορισμό της εκκλησιαστικής σειράς μιας Εκκλησίας, το πρώτο προϋποθέτει ότι η τελευταία πρέπει να ανταποκρίνεται στην πολιτική σειρά της υπό εξέταση πόλεως, και το δεύτερο, προσφεύγει στην αποστολική και πιο συγκεκριμένα, στην Πετρίνειο καταγωγή.
17. Η Πετρίνειος ιδέα αναπτύχθηκε σημαντικά και αυξήθηκε από τον Λέοντα (440-461). Έκανε οξεία διάκριση μεταξύ Πετρίνειου λειτουργήματος καθ’ εαυτό και του προσώπου που εξασκεί το λειτούργημα, τον οποίο είδε ως ανάξιο διάδοχο του Αγίου Πέτρου (Ομιλ. 3, 4). Ώντας διάδοχος, ο Πάπας γίνεται αποστολικός και κληρονομεί επίσης το κοινό της αδιαιρέτου ενότητος μεταξύ Χριστού και Πέτρου (Ομιλ. 5, 4, 4, 2) Συνεπεία τούτου, είναι καθήκον του να φροντίσει για όλες τις Εκκλησίες. Το προηγούμενο του Πέτρου βασίζεται στο γεγονός ότι ο Χριστός ενεπιστεύθη τα πρόβατά του σ’ αυτόν και μόνο σ’ αυτόν (Ιωάνν. 21, 17, Ομιλ. 83). Ο Επίσκοπος της Ρώμης διασφαλίζει την προνομιούχο παράδοση της Εκκλησίας της Ρώμης, την παράδοση του Αγίου Πέτρου (Ομιλ. 96, 3). Ο Λέων είδε τον εαυτόν του ως το φρουρό της καθολικής πίστεως και των διαταγών των Αποστόλων, είναι υπόχρεος να προάγει τον σεβασμό και την τήρηση των Συνόδων.
18. Στην Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδο (451), η ανάγνωση του Τόμου του Λέοντος ακολουθήθηκε από το επιφώνημα: «Ο Πέτρος μίλησε μέσω του Λέοντος». Αυτό, όμως, δεν ήταν επίσημος ορισμός της Πέτρειου διαδοχής.
Ήταν μια αναγνώριση ότι ο Λέων, ο Επίσκοπος Ρώμης, είχε δώσει φωνή στην πίστη του Πέτρου, η οποία βρέθηκε ειδικά στην Εκκλησία της Ρώμης. Μετά την ιδία Σύνοδο, οι επίσκοποι είπαν ότι ο Λέων ήταν ο συνήγορος ενώπιον όλων του ευλογημένου Πέτρου… μεταδίδοντας την ευλογία της πίστεώς του σε όλους.
Ο Αυγουστίνος επίσης συγκεντρώθηκε στην πίστη παρά απλώς στο πρόσωπο του Πέτρου, όταν είπε ότι ο Πέτρος ήταν η εικών της Εκκλησίας και τύπος της Εκκλησίας στην ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό. Θα ήταν λοιπόν μία υπεραπλούστευση να λεχθεί ότι η Δύση ερμηνεύει την πέτρα του Ματθαίου (Ματθ. 16, 18), ως το πρόσωπο του Πέτρου, ενώ η Ανατολή το ερμηνεύει ως την πίστη του Πέτρου. Στην πρώτη Εκκλησία, αμφότερες, Ανατολή και Δύση, ήταν η διαδοχή της πίστεως του Πέτρου η οποία ήταν υπέρτατης σημασίας.
19. Είναι σημαντικό να έχει κανείς υπόψη ότι όλη η αποστολική διαδοχή είναι διαδοχή στην αποστολική πίστη, εντός μιας αδιαιρέτου τοπικής Εκκλησίας. Από εκκλησιολογικής προοπτικής, δεν είναι δυνατό να κατανοήσει διαδοχή μεταξύ προσώπων αλληλένδετων η έξω από την αποστολική πίστη και την τοπική Εκκλησία.
Τοιουτοτρόπως, λέγοντας ότι ο Πέτρος μιλά μέσω του Επισκόπου Ρώμης σημαίνει κατά πρώτιστο, ότι ο τελευταίος εκφράζ,ει την αποστολική πίστη την οποία η Εκκλησία του έχει παραλάβει από τον απόστολο Πέτρο. Υπεράνω όλων, είναι με αυτή την έννοια ότι ο Επίσκοπος Ρώμης μπορεί να γίνει αντιληπτός ως ο διάδοχος του Πέτρου.
20. Στη Δύση, ο τόνος τοποθετήθηκε στη σύνδεση μεταξύ Επισκόπου Ρώμης και του αποστόλου Πέτρου, ειδικά από τον τέταρτο αιώνα και εξής, συνοδευόταν από μια αυξανόμενη και πιο συγκεκριμένη αναφορά στον ρόλο του Πέτρου εντός του κολλεγίου των Αποστόλων. Το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης μεταξύ των Επισκόπων βαθμιαίως ερμηνεύθηκε ως δικό του προνόμιο γιατί ήταν ο διάδοχος του Πέτρου, ο πρώτος των Αποστόλων.
Η θέση του Επισκόπου Ρώμης μεταξύ των Επισκόπων έγινε αντιληπτή με τους όρους της θέσης του Πέτρου μεταξύ των Αποστόλων. Στην Ανατολή, αυτή η εξέλιξη στην ερμηνεία του λειτουργήματος του Επισκόπου της Ρώμης δεν συνέβαινε. Τέτοια ερμηνεία δεν είχε ποτέ ρητώς απορριφθεί κατά την πρώτη χιλιετία, αλλά η Ανατολή έτεινε μάλλον να αντιλαμβάνεται κάθε Επίσκοπο ως τον διάδοχο όλων των Αποστόλων, συμπεριλαμβανομένου του Πέτρου.
21. Κάπως κατά τον ίδιο τρόπο, η Δύση δεν απέρριψε την ιδέα του Πατριαρχείου (βλ. πάνω 13) —πράγματι προσεκτικά τήρησε την τάξη των πέντε μειζόνων Εδρών, Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, γύρω από τα οποία τα πέντε πατριαρχεία της αρχαίας Εκκλησίας εξελίχθησαν (Ραβέννα § 28). Όμως, η Δύση ουδέποτε έδωκε την ιδία σημασία στην Πενταρχία, ως τρόπο διακυβερνήσεως της Εκκλησίας όπως έκανε η Ανατολή.
22. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτές οι διαφορετικές αντιλήψεις της θέσης του Επισκόπου και η σχέση των μειζόνων Εδρών στη Δύση και Ανατολή, αντιστοίχως, βασισμένες σε τελείως διαφορετικές βιβλικές, θεολογικές και κανονικές ερμηνείες συνυπήρχαν για αρκετούς αιώνες μέχρι το τέλος της πρώτης χιλιετίας, χωρίς να δημιουργούν διακοπή της κοινωνίας.
Ο ρόλος του Επισκόπου Ρώμης σε καιρούς κρίσεως στην εκκλησιαστική κοινωνία
23. Την πρώτη χιλιετία, η Εκκλησία δοκιμάσθηκε πολλές φορές όταν η εκκλησιαστική κοινωνία βρισκόταν σε κίνδυνο, όπως π.χ. όταν διαφορετικοί ορισμοί της Νικαίας αμφισβητήθηκαν με την καταδίκη Ορθοδόξων Επισκόπων σε κάποιες Συνόδους που συνήλθαν τον 4ο αιώνα στην Ανατολή, και όταν η χριστολογική φόρμουλα της Χαλκηδόνος αμφισβητήθηκε από τον Μονοφυσιτισμό και το Ενωτικόν (το οποίο επέφερε το Ακακιανό σχίσμα) τον 5ο αιώνα, και μετά από τον Μονοενεργητισμό και Μονοθελητισμό στον 7ο αιώνα και επίσης στον καιρό της κρίσης της εικονομαχίας κατά τον 8ο και 9ο αιώνα. Καθολικοί και Ορθόδοξοι ομοίως αναγνωρίζουν την σπουδαιότητα του ρόλου που έπαιξε ο Επίσκοπος Ρώμης σ’ αυτούς τους καιρούς.
24. Στην πραγματικότητα, από τον 4ο αιώνα και μετά, υπήρχε μια αυξανόμενη αναγνώριση της Ρώμης ως κέντρο προς το οποίο εκκλήσεις η αιτήσεις για βοήθεια σε διάφορες περιστάσεις μπορούσαν να οδηγηθούν από όλο τον Χριστιανικό κόσμο. Στο 339-40 ο Αθανάσιος, Επίσκοπος Αλεξανδρείας, έκανε έκκληση στον πάπα Ιούλιο. Κατά τους λόγους του Πάπα, που παραθέτει ο Αθανάσιος, «Αυτός (ο Αθανάσιος) ήρθε όχι λόγω δικής του συγκατάθεσης, αλλά εκλήθη με γράμμα από ημάς (Αθανασίου, Απολογία κατά Αρειανών, 29, 20, 33, 35).
Τοιουτοτρόπως εμφανίζεται ο Ιούλιος ότι δεν ανταποκρίθηκε απλώς σε έκκληση από τον Αθανάσιο, αλλά ο ίδιος πήρε την πρωτοβουλία να συγκαλέσει τον Επίσκοπο Αλεξανδρείας. Εδώ λοιπόν, ο ρόλος του Πάπα φαίνεται να είναι περισσότερο από απλός εφέτης.
25. Αιτήσεις για βοήθεια οι οποίες εγίνοντο στη Ρώμη σε στιγμές κρίσεως ενίοτε εσυνοδεύονταν από παρόμοιες αιτήσεις προς άλλες μείζονες εκκλησιαστικές Έδρες. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (404), για παράδειγμα, έκανε έκκληση όχι μόνο στη Ρώμη, αλλά επίσης στους Επισκόπους του Μιλάνου και της Aquileia.
Τοιουτοτρόπως, δράση που ελάμβανε ο Επίσκοπος Ρώμης σκόπευε να είναι συντονισμένη σε πνεύμα συναλλαγής, με δράση άλλων μειζόνων Εδρών. Περαιτέρω, οι πρωτοβουλίες του Επισκόπου Ρώμης, έτειναν γενικά, να λαμβάνονται εντός των πλαισίων της Ρωμαϊκής Συνόδου και συνήθως αναφέροντο σ’ αυτή τη Σύνοδο. Από αυτή επίσης την άποψη, είχαν συμφιλιωτικό η συνοδικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, σε αλληλογραφία κατά την Φώτιο διένεξη, Επίσκοποι από τη Ρώμη τόνισαν ότι είχαν λάβει τις αποφάσεις συμφώνως των νόμων και των κανόνων, και συνοδικώς.
26. Η ακολουθητέα διαδικασία σε εκκλήσεις προς τη Ρώμη, από τη Σύνοδο της Σαρδικής. Εκεί κατετέθη ότι Επίσκοπος που είχε καταδικασθεί μπορούσε να κάνει έκκληση προς τον Πάπα, και ο τελευταίος, εάν το θεωρούσε κατάλληλο, μπορούσε να διατάξει επανεκδίκαση, η οποία διεξαγόταν από τους Επισκόπους των Μητροπόλεων, ομόρων προς τον καταδικασθέντα Επίσκοπο. Εάν έτσι εζητείτο από τον καταδικασθέντα Επίσκοπο, ο Πάπας θα μπορούσε να στείλει αντιπροσώπος [sic] για να βοηθήσουν τους Επισκόπους των γειτονικών Μητροπόλεων.
Αν και αρχικά επροτίθεο [sic] να είναι Οικουμενική Σύνοδος, η Σαρδική ήταν στην πραγματικότητα τοπική Σύνοδος που έγινε στη Δύση. Οι Κανόνες της έγιναν δεκτοί από την εν Τρούλλω Σύνοδο (692).
27. Η πιο σαφής περιγραφή για τις αναγκαίες συνθήκες, ώστε μία σύνοδος να θεωρηθεί Οικουμενική δόθηκε από την Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια ΙΙ 787), η τελική Σύνοδος η οποία αναγνωρίζεται ως οικουμενική ομοίως στην Ανατολή και στη Δύση:
—Πρέπει να γίνει δεκτή από τους Προέδρους των Εκκλησιών, και πρέπει να είναι εν συμφωνία μ’ αυτό.
—Ο Πάπας της Ρώμης πρέπει να είναι συνεργάτης η συνεργός με τη Σύνοδο.
—Οι Πατριάρχες της Ανατολής πρέπει να είναι συμφρωνούντες.
—Η διδασκαλία της Συνόδου πρέπει να είναι σε συμφωνία με τις προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους.
—Η Σύνοδος πρέπει να λάβει τον δικό της συγκεκριμένο αριθμό, ούτως ώστε να τοποθετηθεί στη σειρά των Συνόδων που είναι δεκτές από την Εκκλησία ως σύνολο.
—Αν και ο ρόλος του Πάπα δέχεται συγκεκριμένη αναφορά εδώ, υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες των όρων συμφωνία, συνεργός και συμφρωνούντες [sic]. Αυτό το θέμα χρειάζεται περισσότερη μελέτη.
28. Μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι κατά την πρώτη χιλιετία ο Επίσκπος Ρώμης, ως πρώτος μεταξύ των Πατριαρχών, εξασκούσε ρόλο συντονισμού και σταθερότητος σε ερωτήματα σχετικά με την πίστη και την κοινωνία, την πιστότητα στην παράδοση και με σεβασμό στη Συνοδικότητα.
Η επίδραση των μη θεολογικών παραγόντων
29. Κατά τη διάρκεια της πρώτης χιλιετία [sic], ένας αριθμός παραγόντων, οι οποίοι δεν ήταν άμεσα θεολογικοί, έπαιξαν ένα αξιόλογο ρόλο στις σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών της Ανατολής και της Δύσης, και επηρέασε την κατανόηση και την εξάσκηση του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης. Αυτοί οι παράγοντες ήταν διαφόρων ειδών, επί παραδείγματι, πολιτικοί, ιστορικοί, και κοινωνικο-οικονομικοί και πολιτιστικοί.
30. Ως ενδείξεις σχετικών παραγόντων, μπορούν να αναφερθούν οι ακόλουθοι:
—η ορολογία, η νοοτροπία και η ιδεολογία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
—η διακύμανση της αυτοκρατορικής πολιτικής σε σχέση με την Εκκλησία.
—η μεταφορά της πρώτης πρωτεύουσας
Συντάκτης: Δ.ΜΑΚΡΗΣ
Πηγή: ΑΚΤΕ-ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Εκτεταμένο κείμενο, που δίνει αφορμή για πολύπλευρη προσέγγιση και σχολιασμό. Γίνεται αυτή ακόμη δυσκολότερη, αν σκεφθούμε όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν και τις ερμηνευτικές/επεξηγηματικές αντιλήψεις που σχηματίστηκαν και παγιώθηκαν. Σε σημείο που, μάλλον, αδύνατο φαίνεται αυτές να αλλάξουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια το λόγο αυτό, ο κ. Βάλτερ Κάσπερ φρόντισε να μας προετοιμάσει: "Στην περίπτωση της αποκαταστάσεως της πλήρους κοινωνίας, πρέπει να βρεθεί ένας νέος τύπος πρωτείου για τις Ορθόδοξες Εκκλησίες".
Αυτό ίσως είναι το πρωτείο της συνοδικότητας. Ο πάπας θα διατηρήσει την υπέρτατη, πλήρη και παγκόσμια εξουσία του μέσα (οπωσδήποτε!!!) στην Εκκλησία και θα αναθέσει σε μας το πρωτείο της συνοδικότητας. Δηλαδή, θα μας ανατεθεί ο ρόλος της αναβίωσης της πρώτης αποστολικής Συνόδου, υπό την ορατή σκέπη της ορατής εξουσίας του πάπα, που του δόθηκε αοράτως από το άγιον Πνεύμα. Πράγμα που δεν συνέβη κατά την Σύνοδο των Αποστόλων. Για να θυμηθούμε, τότε, στη Σύναξη των Αποστόλων, ένας και μόνο λόγος του απ. Παύλου ήταν αρκετός για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ο απ. Παύλος είπε στον απ. Πέτρο: "ει συ Ιουδαίος υπάρχων εθνικώς ζεις και ουκ Ιουδαϊκώς, τι τα έθνη αναγκάζεις ιουδαΐζειν;". Ποιός από τους δικούς μας θα τολμούσε να πει κάτι αντίστοιχο στον πάπα: "ει συ Χριστιανός υπάρχων αιρετικώς ζεις και ου Χριστιανικώς, τι τα έθνη αναγκάζεις αιρετίζειν";
Δυστυχώς η εποχή εκείνη παρήλθε.Οι διάλογοι θα συνεχίζονται και θα μας δίνονται προς ενημέρωση οι "μελέτες εργασίας", όπως μας είπε ο ουνίτης π. Σαλάχας. Θρησκευόμενοι και αδιάφοροι θα δυσανασχετούν (: μα τι κακό κάνουν, αφού απλά συζητούν; έλεγε ένας) από τις αντιδράσεις των φυγάδων εκ του ασύλου της Εκκλησίας (σημ. " Η Εκκλησία σίγουρα είναι θεραπευτήριο και εισέρχονται μέσα - οι πιστοί - για να θεραπευτούν. Αλλά δεν είναι άσυλο, ούτε θα επιτρέψουμε ποτέ να γίνει φρενοκομείο", είπε ο Κύπρου Χρυσόστομος Β', για τους πιστούς που αντιδρούν στους διαλόγους της αποπλάνησης) και όλα θα γίνουν τελικά όπως ορίζει ο πάπας.Εκείνος θα εξακολουθήσει να είναι η απόλυτη εξουσία μέσα κι έξω και υπεράνω της Εκκλησίας κι εμείς θα καυχόμαστε νομίζοντας ότι τε είμαστε, και συνεχίζουμε, το έργο των Αποστόλων και των θεοφόρων Οικουμενικών Πατέρων.