Θεολογικό ἀλλά καί κοινωνικό τό κήρυγμα γιά τόν Παράδεισο καί τήν Κόλαση
Τό κήρυγμα τῆς ἁγίας Γραφῆς περί παραδείσου καί κολάσεως εἶναι βέβαια θεολογικό θέμα, εἶναι ὅμως καί θέμα κοινωνικό. Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι ἐκδηλώνουν ἕνα ἔντονο ἐνδιαφέρον γιά τά κοινωνικά θέματα. Εὐαισθητοποιοῦνται ἰδιαίτερα στήν κοινωνική ἀδικία, στήν ἀνισότητα, στήν καταπίεση· θά πρέπει ὅμως νά γνωρίσουν ὅτι ὅλα τά καυτά κοινωνικά προβλήματα θά βροῦν τή σωστή, ἀκριβῆ καί ἀποτελεσματική λύση τους, ὅταν ἀντιμετωπισθοῦν στή ρίζα τους.
Καί ἡ ρίζα ὅλων τῶν κοινωνικῶν θεμάτων, φυλετικῶν, ταξικῶν, οἰκογενειακῶν, ἐκπαιδευτικῶν, παιδαγωγικῶν κτλ. εἶναι πνευματική. Θέλετε παράδειγμα; Μᾶς τό παρέχει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας μέ τή θαυμάσια καί γνωστή σέ ὅλους μας παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου (Λκ 16, 19-3 1), στῆς ὁποίας τήν ἑρμηνεία καί ἐμβάθυνση ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀφιερώνει ἑπτά θαυμάσιες ὁμιλίες.
Ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου περιέχει μία σοβαρή ἀποκάλυψη τοῦ μεταφυσικοῦ κόσμου. ῞Οπως σέ ἄλλες παραβολές ὁ Κύριος παίρνει εἰκόνες καί σκηνές τοῦ φυσικοῦ κόσμου γιά νά μιλήσει γιά τίς μεταφυσικές ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, ἔτσι στήν παραβολή αὐτή χρησιμοποιεῖ στοιχεῖα τοῦ ὑπερφυσικοῦ καί μεταφυσικοῦ κόσμου γιά νά φανερώσει μ’ αὐτά τό νόημα καί τήν ἀξία τῆς παρούσης ζωῆς.
Ἡ παραβολή διαιρεῖται σέ δύο μέρη. Τό πρῶτο πραγματοποιεῖται στήν ἐπίγεια ζωή, ἐνῶ τό δεύτερο στή μετά θάνατον πραγματικότητα. Τά περιστατικά τοῦ πρώτου μέρους εἶναι γνωστά στόν καθένα ἀπό τήν καθημερινή ἀνθρώπινη ἐμπειρία.
Τά περιστατικά τοῦ δευτέρου μέρους εἶναι ἄγνωστα στούς ἀνθρώπους. Τά γνωρίζει ὅμως μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἔχει πλήρη καί τέλεια γνώση τοῦ μεταφυσικοῦ κόσμου. Εἶναι ἑπομένως ἀξιόπιστη ἡ μαρτυρία τήν ὁποία μᾶς ἀποκαλύπτει μέ τήν παραβολή.
Μᾶς ἀποκαλύπτει, λοιπόν, ὁ Κύριος πρῶτα-πρῶτα τήν αἰτία τῆς κοινωνικῆς ἀνισότητας πού μαστίζει τή γῆ μας. Γιατί ὑπάρχουν φτωχολάζαροι στήν κοινωνία, ἄστεγοι, γυμνοί, πεινασμένοι;
Διότι ὑπάρχουν πλούσιοι ἄσπλαχνοι, ἄδικοι, σκληροί. Τά πλούτη τῶν πλουσίων δικαιολογοῦν τή φτώχεια τῶν φτωχῶν. Οἱ διασκεδάσεις καί οἱ σπατάλες τῶν πλουσίων προκαλοῦν τήν ἀθλιότητα τῶν ἀδυνάτων.
᾿Αλλά δέν σταματᾶ ἐδῶ ἡ ζωή. ῎Ερχεται ὁ θάνατος -καί δέν ὑπάρχει τίποτε πιό βέβαιο ἀπό αὐτόν· «’Απέθανεν ὁ πλούσιος καί ἐτάφη» (Λκ 16,22), διηγεῖται ἡ παραβολή. Καί ἔπειτα; Τί ἀκολουθεῖ; Δέν μπορεῖ οὔτε τό τηλεσκόπιο οὔτε τό μικροσκόπιο οὔτε κανένας ἐπιστήμων ἤ φιλόσοφος νά δεῖ μέσα στόν τάφο καί πέραν τοῦ τάφου. Μόνον ὁ λόγος τοῦ θεανθρώπου Κυρίου μας, πού ἀποκαλύπτει τά πάντα, ἔρχεται νά μᾶς δώσει φῶς.
᾿Ανοίγει ἕνα φωταγωγό ἤ μᾶλλον μετατρέπει τόν ἴδιο τόν τάφο, τό σκοτεινό καί ἄραχνο μνῆμα, σ’ ἕνα φωταγωγό, μέσα ἀπό τόν ὁποῖο μποροῦμε νά ἀτενίσουμε τίς δύο καταστάσεις πού ἁπλώνονται πέραν τοῦ τάφου· τούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ, τόν παράδεισο, ὅπου εὐφραίνεται ὁ δίκαιος Λάζαρος καί τήν ἄλλη κατάσταση, τῆς κολάσεως, ὅπου ὁ ἄσπλαχνος πλούσιος «ὀδυνᾶται» (Λκ 16,24).
Γεγονός πού ἀποδεικνύεται
Ἡ μετά θάνατον πραγματικότητα, λοιπόν, συνδέεται τόσο στενά μέ τήν κοινωνική, ἀλλά καί μέ τήν πνευματική μας ζωή· ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ἴδια τή σωτηρία μας. Αὐτό τό σπουδαῖο καί καίριο θέμα θά ἀναλύσω παρουσιάζοντας τίς σχετικές ἀποδείξεις, τίς ὁποῖες κατατάσσω σέ δύο κατηγορίες·
α) ᾿Αποδείξεις πού στηρίζονται στή λογική τοῦ ἀνθρώπου, στόν κοινό νοῦ.
β) ᾿Αποδείξεις πού θεμελιώνονται στήν ἁγία Γραφή καί στήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
1. ΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
α. ῾Η ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ
Ὅτι ὑπάρχει κόλαση καί παράδεισος τό κατανοοῦμε μέ τήν ἁπλή λογική. ῞Ολοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς, σέ ὅποια φυλή κι ἄν ἀνήκουν, πλούσιοι καί φτωχοί, νέοι καί γέροντες, διατηροῦν μέσα τους τόν πόθο τῆς αἰωνιότητας. Εἶναι ὁ πιό καυτός πόθος, ἡ πιό ἔντονη ἐπιθυμία.
* Διαβάστε τούς μύθους καί τά παραμύθια ὅλων τῶν λαῶν τοῦ πλανήτη μας.
* Διαβάστε τή σκέψη καί τήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων πού σᾶς περιβάλλουν.
* Προσπαθῆστε ν’ ἀφουγκρασθεῖτε τή λαχτάρα τοῦ γείτονά σας.
* Σκύψτε ν’ ἀκούσετε τόν πόθο τῆς δικῆς σας καρδιᾶς.
Θά δεῖτε ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν ὥρα πού καταλαβαίνουν τόν ἑαυτό τους, ἀπό τή στιγμή πού ἀρχίζουν νά σκέπτονται, λαχταροῦν κι ὀνειρεύονται τή ζωή, τή χαρά, τήν εὐτυχία. ᾿Ακόμη καί πίσω ἀπό τίς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες, τή φιλαργυρία, τή φιλοδοξία, τή φιληδονία, κρύβεται ὁ πόθος καί ἡ λαχτάρα γιά τό αἰώνιο.
Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ζητιάνος τῆς χαρᾶς, κυνηγός τῆς ἀλήθειας, ἀναζητητής τοῦ ἀπείρου. Τό ἐκφράζει τόσο παραστατικά τό ἐρώτημα τοῦ πλουσίου νεανίσκου (Μθ 19,16-22· Λκ 18,18-27), πού ἀνικανοποίητος ἀπό τή νιότη, τά πλούτη καί τό ἀξίωμά του -στοιχεῖα πού θεωροῦνται θαυμαστά καί περιπόθητα ἀπό τούς ἀνθρώπους-, γονατίζει μπροστά στόν Μεγάλο Διδάσκαλο καί ρωτᾶ· «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λκ 18,18).
Ἐξάλλου εἶναι γνωστό ὅτι γιά κάθε ἔμφυτη ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἔχει προετοιμάσει τήν ἀντίστοιχη ἀπάντηση. Γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς πείνας ὑπάρχει τό ψωμί, τό φαγητό, γιά τήν ἀνάγκη τῆς δίψας ἔχουμε τό νερό, ἡ νύστα ἐξουδετερώνεται μέ τό ἀγαθό τοῦ ὕπνου καί ἡ κόπωση ἀνακουφίζεται μέ τήν ἀνάπαυση.
Εἶναι δυνατόν, λοιπόν, ὁ πανάγαθος Θεός, πού φρόντισε γιά τήν ἱκανοποίηση ὅλων τῶν ἄλλων πόθων μας ἀκόμη καί τῶν πιό ταπεινῶν, εἶναι δυνατόν νά μήν ἔχει κάποια ἀπάντηση καί γι’ αὐτόν τόν πιό εὐγενῆ καί ἅγιο πόθο τῆς αἰωνιότητας; ᾿Ασφαλῶς ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πού τή μελετοῦμε σέ ὅλη τή δημιουργία, ἀποτελεῖ τήν πρώτη καί ἀναμφίβολη ἐγγύηση ὅτι ἡ πείνα καί ἡ δίψα μας γιά μιά ζωή ὄμορφη κι ἀτέλειωτη δέν θά μείνει ἀνικανοποίητη.
β. ῾Η δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός εἶναι ὄχι μόνο πανάγαθος, ἀλλά καί δίκαιος. ᾿Εντούτοις ἡ ἱστορία τῶν λαῶν τῆς γῆς ἀλλά καί ἡ καθημερινή πραγματικότητα βοᾶ ὅτι παντοῦ κυριαρχεῖ ἡ ἀδικία.
Μέρα μέ τή μέρα τό κακό ξαπλώνεται ἀνενόχλητο κι ὄχι μόνο δέν τιμωρεῖται ἀλλά καί βραβεύεται, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ ἀρετή καί ἡ δικαιοσύνη ὄχι μόνο δέν ἀναγνωρίζονται ἀλλά συχνά ἀντιμετωπίζουν τήν καταφρόνια, ἀκόμη καί τήν τιμωρία κάποιες φορές.
Βεβαίως, ὄχι μόνο οἱ πολιτισμένοι λαοί ἀλλά καί αὐτοί οἱ ὑπανάπτυκτοι ἀγωνίζονται γιά τήν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης. Θέσπισαν νόμους, συγκρότησαν δικαστήρια, ἔκτισαν φυλακές.
* Ἀποδίδεται ὅμως ἡ δικαιοσύνη;
* Κυριαρχεῖ τό δίκαιο;
Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ὄχι μόνο τῶν πρωτόγονων λαῶν ἀλλά καί αὐτῶν τῶν πολιτισμένων, μοιάζει μέ τόν ἱστό τῆς ἀράχνης. ῞Οπως ἐκεῖνος συλλαμβάνει τά μικρά ἔντομα, δέν ἔχει ὅμως τή δύναμη νά πιάσει τά ἁρπακτικά πουλιά, τά θηρία καί τά ἀγρίμια, διότι αὐτά μποροῦν νά τόν καταστρέψουν, ἔτσι καί ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ἀρκεῖται στή σύλληψη καί στό σωφρονισμό τῶν μικροαπατεώνων καί τῶν μικροεγκληματιῶν. Οἱ μεγάλοι παραβάτες τοῦ δικαίου, οἱ πιό βδελυροί καί αἱμοσταγεῖς κακοῦργοι, παραμένουν ἀσύλληπτοι καί ἀτιμώρητοι.
Ἔζησαν στόν κόσμο αὐτό ἄνθρωποι πού ἀναστάτωσαν τήν ἀνθρωπότητα, πού πέρασαν σάν μία θύελλα ἀπό τή γῆ, ἀφήνοντας πίσω τους μνήματα, χῆρες καί ὀρφανά καί δημιουργώντας πάνω στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς δύο φρικτές λίμνες· μία κόκκινη λίμνη, μέ τά αἵματα τῶν ἀδικοσκοτωμένων, καί μία ἄλλη μέ τά δάκρυα τῶν ὀρφανῶν καί τῶν ἀδικημένων.
῾Υπῆρξαν ἄδικοι καί ἄτιμοι πού ἤπιαν τόν ἱδρώτα καί τό αἷμα τῶν πτωχῶν ἐργατῶν, οἱ ὁποῖοι δούλεψαν σκληρά χωρίς νά πάρουν τήν ἀμοιβή τους. ῾Υπῆρξαν ἐκμεταλλευτές καί διεφθαρμένοι. Κι ὅλοι αὐτοί ὄχι μόνο δέν τιμωρήθηκαν γιά τά ἀδικήματά τους, ἀλλά πέρασαν μία εὐχάριστη καί ἄνετη ζωή, μέ τιμές καί δόξες.
᾿Αντίθετα ἄνθρωποι τίμιοι καί εἰλικρινεῖς, πραγματικοί ἥρωες, πού ἔλαμψαν μέ τή ζωή τους, ὄχι μόνο δέν τιμήθηκαν, δέν δοξάσθηκαν, ἀλλά πολλοί ἀπ’ αὐτούς καταδιώχθηκαν, συκοφαντήθηκαν, πολεμήθηκαν σκληρά, σάπισαν στίς φυλακές ἤ πέθαναν στίς ἐξορίες, βασανίσθηκαν καί πότισαν τή γῆ μέ τό αἷμα τους.
Ἄν ὁ θάνατος σημειώνει τό τέρμα τῆς ζωῆς μας, ποῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη καί πῶς ἐξηγεῖται ἡ σιωπή τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῆς τόσης ἀδικίας; ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού γνώρισε τήν ἁγιότητα καί τήν εἶδε νά καταδιώκεται ἐνῶ βραβευόταν ἡ ἀδικία, πού μελέτησε τόν κόσμο ἀλλά καί τόν ὑπόκοσμο, κάνει τόν ἑξῆς συλλογισμό· ῾Η ἐπικράτηση τῆς ἀδικίας στή γῆ τρία πράγματα μπορεῖ νά σημαίνει:
Ι) Δέν ὑπάρχει Θεός.
ΙΙ) ῾Υπάρχει Θεός καί εἶναι ἄδικος.
ΙΙΙ) ῾Υπάρχει Θεός δίκαιος πού μακροθυμεῖ καί θά κρίνει τόν καθένα κατά τά ἔργα του στή μέλλουσα κρίση.
Οἱ δύο πρῶτες προτάσεις ἀπορρίπτονται, διότι εἶναι ἄτοπες καί παράλογες. Πῶς νά δικαιολογήσω τή δημιουργία τοῦ κόσμου, τήν τάξη καί τήν ἁρμονία πού ἐπικρατεῖ στό σύμπαν, ἄν δέν παραδέχομαι τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ; Νά δεχθῶ πάλι ὅτι ὁ Θεός εἶναι σκληρός καί ἄδικος, ὅταν καθημερινά παρατηρῶ γύρω μου τόσα φαινόμενα καί περιστατικά πού ὑπογραμμίζουν τήν ἄπειρη ἀγαθότητα καί στοργή του γιά τόν κόσμο; ῎Ετσι μέ τή μαθηματική μέθοδο τῆς «εἰς ἄτοπον ἀπαγωγῆς» ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀποδεικνύει ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μᾶς βεβαιώνει γιά τή μέλλουσα κρίση.
Τό χειμώνα, λέει ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους νεότερους θεολόγους, ὁ ἀείμνηστος Κ. Καλλίνικος, τό χιόνι σκεπάζει τά πάντα κάτω ἀπό τόν λευκό χιτώνα του.
῞Οταν ὅμως ἀρχίζει ἡ ἄνοιξη καί λειώνει τό χιόνι, μποροῦμε πλέον νά διακρίνουμε ποῦ ὑπάρχουν λουλούδια καί ποῦ ἀγκάθια, ποῦ εὐωδιαστοί κῆποι καί ποῦ σκουπίδια καί κοπριές.
῎Ετσι μιά μέρα θά λειώσει τό κάλυμμα αὐτῆς τῆς ζωῆς, θά πέσει ἡ αὐλαία καί τότε ὅλα θά ἐμφανισθοῦν γυμνά καί τετραχηλισμένα.
2. ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
α. Οἱ προφητεῖες
Στήν ἁγία Γραφή περιέχονται ἑκατοντάδες προφητεῖες. ᾿Αναφέρω πρόχειρα μερικές ἀπό τίς προφητεῖες τοῦ προφήτη ᾿Ησαΐα, σχετικά μέ τό τέλος διαφόρων πόλεων καί λαῶν:
* Λέει ὅτι ἡ Βαβυλώνα θά καταστραφεῖ καί θά μείνει ἀκατοίκητη εἰς τόν αἰώνα (᾿Ησ 13,19-20· 14, 23-25).
* Προφητεύει ἐπίσης τήν ὁλοκληρωτική καταστροφή τῆς Μωαβίτιδος (κεφ. 15-16).
* Γιά τήν Τύρο προλέγει ὅτι μετά τήν καταστροφή της θά κτισθεῖ καί πάλι καί θά εἶναι ἐμπορικό κέντρο (κεφ. 23).
Καί ὅλα αὐτά ἐκπληρώνονται μέ ἀκρίβεια, ὅπως ὁ καθένας μπορεῖ νά διαπιστώσει, μελετώντας τήν ἱστορία. ᾿Αλλά καί ὅλες οἱ ἄλλες προφητεῖες τῆς ἁγίας Γραφῆς ἔχουν ἐκπληρωθεῖ. Μένουν ἀνεκπλήρωτες μόνο οἱ προφητεῖες πού μιλοῦν γιά τό τέλος τοῦ κόσμου, τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, τή μέλλουσα κρίση, τήν κόλαση καί τόν παράδεισο.
Δέν εἶναι μία καί δύο ἀλλά δεκάδες οἱ περικοπές πού ρητά καί κατηγορηματικά ἐξαγγέλλουν ὅτι «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετά δέ τοῦτο κρίσις» (῾Εβ 9,27). ῾Ο θάνατος εἶναι ἕνα γεγονός πού θά συμβεῖ σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους.
῞Ολοι κάποτε θά πεθάνουμε. Δέν σημαίνει ὅμως τό γεγονός τοῦ θανάτου τό τέλος. Θά ἀκολουθήσει ἡ μεγάλη κρίση. «Τούς γάρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τά διά τοῦ σώματος πρός ἅ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθόν εἴτε κακόν» (Β´ Κο 5,10), κηρύττει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Κυρίου μας διαβεβαιώνει· «ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καί ἐκπορεύσονται οἱ τά ἀγαθά ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δέ τά φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (᾿Ιω 5,28-29).
Ἐφόσον μέ εἰλικρίνεια καί συνέπεια διαβάζουμε τήν ἁγία Γραφή καί βλέπουμε νά ἐκπληρώνονται οἱ περισσότερες προφητεῖες της, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά περιμένουμε καί τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας γιά τή μέλλουσα κρίση, γιά τόν παράδεισο καί τήν κόλαση.
β. ῾Η ὑπόσχεση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ
Τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πιό δυνατή βεβαιότητα, τό πιό ἀτράνταχτο ἐπιχείρημα γιά τήν ἀλήθεια τῆς Δευτέρας Παρουσίας του καί τῆς μελλούσης κρίσεως.
Κατ’ ἐπανάληψη τόνισε καί ἐπανέλαβε τήν ὑπόσχεσή του ὅτι θά ξαναέλθει. Ρητή ἠχεῖ ἡ παραγγελία του· «῎Εστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καί οἱ λύχνοι καιόμενοι» (Λκ 12,35).
Ζῶστε καλά τή μέση σας, κρατᾶτε ἀναμμένες τίς λαμπάδες σας καί περιμένετε. Εἶναι βέβαιο ὅτι θά ξαναέλθει ὁ Κύριος, ἄγνωστο ὅμως πότε θά ἔλθει. Αὐτό μᾶς ὑποχρεώνει νά τόν περιμένουμε κάθε μέρα, κάθε ὥρα, κάθε στιγμή.
Πολλοί παραδέχονται τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό ὡς τόν μεγαλύτερο κοινωνικό ἀναμορφωτή, τόν θαυμάζουν ὡς τό ὑψηλότερο ἠθικό ἀνάστημα, τόν ἐγκωμιάζουν ὡς τόν μοναδικό διδάσκαλο τῆς ἀληθείας.
᾿Εντούτοις ἀμφισβητοῦν τή μέλλουσα κρίση, σοκάρονται ἀπό τίς εἰκόνες καί τίς περιγραφές τῆς κολάσεως, τίς ὁποῖες δίνει ἡ ἁγία Γραφή.
᾿Αλλά μία τέτοια ἀμφισβήτηση ἀποδεικνύει ὅτι στήν πραγματικότητα οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν δέχονται τόν ἀληθινό Χριστό. ᾿Εξυμνοῦν καί θαυμάζουν ἕνα πρόσωπο πού ὑπῆρξε πλάνος καί ἀπατεώνας, πού δέν εἶχε καμία σχέση μέ τήν ἀξιοπιστία καί τήν ἀγαθότητα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Ἐπιπλέον, ὁ λόγος δέν εἶναι γιά μία θεωρία ἤ ἔστω γιά τό χαρακτηρισμό ἑνός προσώπου. Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός, μέ τή διαβεβαίωσή του γιά τή μέλλουσα ζωή, ἐπηρέασε τήν ἱστορία κι ἔγινε αἰτία νά ταλαιπωρηθοῦν, νά κακοποιηθοῦν καί νά ὁδηγηθοῦν στό θάνατο ἑκατομμύρια ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πύκνωσαν τίς φάλαγγες τῶν μαρτύρων καί τῶν ἁγίων τῆς πίστεως. ῎Αν δέν ἀληθεύει ἡ ὑπόσχεσή του γιά τόν παράδεισο, πῶς θά ἐξηγήσουμε τά μαρτύρια τῶν ἁγίων;
Πῶς θά δικαιολογήσουμε π.χ. τόν φρικτό θάνατο τῶν Σαράντα μαρτύρων στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβάστειας, πού καθώς ἔνιωθαν τή νέκρωση νά τυλίγει ἕνα - ἕνα τά μέλη τους ἔψαλλαν· «Δριμύς ὁ χειμών, ἀλλά γλυκύς ὁ παράδεισος, ἀλγεινή ἡ πῆξις, ἀλλ’ ἡδεῖα ἡ ἀπόλαυσις», ἐπειδή ἀκριβῶς πίστεψαν στή μετά θάνατον πραγματικότητα πού ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός;
Εἶναι δυνατόν νά παραδεχθοῦμε ὅτι εἶπε ψέματα ὁ Χριστός, αὐτός πού γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἦρθε στόν κόσμο, γιά νά μᾶς ἀποκαλύψει τήν ἀλήθεια (᾿Ιω 18,37) καί γιά χάρη τῆς ἀληθείας δέχθηκε τό σταυρικό θάνατο;
Διαψεύδεται, λοιπόν, ἀπό τήν ἴδια τήν ἱστορία ὁ ἰσχυρισμός ὅτι δέν εἶναι πραγματικότητα ἡ κόλαση καί ὁ παράδεισος καί οἱ ὑποστηρικτές τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ ἀποδεικνύονται ἀντιφατικοί, παράλογοι καί ἐξωπραγματικοί.
3. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ἕνας ἀκόμη ἀδιάψευστος μάρτυρας καί ἀξιόπιστος ἐγγυητής, πού μᾶς βεβαιώνει ὅτι θά ξαναέρθει ὁ Κύριος γιά νά κρίνει τόν κόσμο καί νά ἀποδώσει στόν κάθε ἄνθρωπο ἀνάλογα μέ τά ἔργα του, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ᾿Εκκλησία. ᾿Αλλά τί εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία;
* Εἶναι τό σύνολο τῶν πιστῶν, πού μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀποτέλεσαν ἕνα σῶμα μέ κεφαλή τόν Χριστό.
* Εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἡ ᾿Εκκλησία, πού ἀποτελεῖται ἀπό τό σύνολο τῶν ψυχῶν πού βαπτίζονται στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, πιστεύουν στό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν μελετοῦν, πού κοινωνοῦν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἀγωνίζονται ἐναντίον τῆς σάρκας, τοῦ κόσμου καί τοῦ διαβόλου, πού -πάνω ἀπ’ ὅλα- φλέγονται ἀπό ἀγάπη πρός τόν γλυκύτατο ᾿Ιησοῦ, τόν Νυμφίο τῆς ᾿Εκκλησίας, καί ὑπακοῦν πιστά στό θέλημά του.
* Εἶναι αὐτοί πού διαθέτουν προσωπική ἐμπειρία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, διότι ἔζησαν οἱ ἴδιοι τήν πνευματική ἀνάσταση ἀπό τά μνήματα τῶν παθῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν κι ἔτσι εἶναι σέ θέση νά βεβαιώσουν ὡς ἀξιόπιστοι μάρτυρες τή μέλλουσα ἀνάσταση καί κρίση.
Αὐτή, λοιπόν, ἡ ᾿Εκκλησία, ἡ ζωντανή καί ὡραία νύμφη τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ μία ἱστορική πραγματικότητα ἀδιαμφισβήτητη. ᾿Από τήν ἡμέρα τῆς ἱδρύσεώς της μέχρι σήμερα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων ὑπάρχει ἡ ᾿Εκκλησία καί καταθέτει τή μαρτυρία της. Εἶναι ἕνας μάρτυς. Καί τί μάρτυς! ῞Ενας ἁγνός καί λαμπρός μάρτυς, πού ἐπιβεβαιώνει τή μαρτυρική κατάθεσή της μέ τό μαρτύριο τῶν παιδιῶν της.
῎Αλλοτε ὡς νύμφη ὁλόλευκη ἡ ᾿Εκκλησία μέ τούς ἁγίους καί παρθένους της, κι ἄλλοτε ὡς βασίλισσα πορφυροντυμένη μέ τούς αἱματοβαμμένους μάρτυρές της, μαρτυρεῖ καί καταθέτει στήν ἱστορία τοῦ κόσμου τήν ἀνάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί τή Δευτέρα Παρουσία του.
Ἀλλά ἡ ᾿Εκκλησία δέν καταθέτει μόνο τή μαρτυρία της γιά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί τή μέλλουσα κρίση. Εἶναι καί αὐτή πού τά ἐγγυᾶται. ᾿Αποτελεῖ ἡ ᾿Εκκλησία, θά λέγαμε, ἕναν ὅμηρο στά χέρια τοῦ κόσμου.
Πῶς νά μήν ξαναέρθει στή γῆ ὁ Χριστός, ἀφοῦ ὁ κόσμος κρατᾶ ὅμηρο ὅ,τι ἐκλεκτότερο, τήν ἀγαπημένη νύμφη τοῦ Κυρίου, αὐτή τήν ὁποία ὁ Θεάνθρωπος ἐξαγόρασε μέ τό ἴδιο τό αἷμα του;
Ἐπιπλέον ἡ ᾿Εκκλησία, ὁ ζωντανός μάρτυρας καί ἐγγυητής τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι αὐτή πού ἐξαγγέλλει στόν κόσμο τή μέλλουσα κρίση. Στήν πρώτη ἀκολουθία τοῦ ἡμερονυκτίου, στό Μεσονυκτικό, ἡ ᾿Εκκλησία διακηρύττει τόν ἐρχομό τοῦ Νυμφίου της μέ τόν ὕμνο:
«᾿Ιδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται
ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός·
καί μακάριος ὁ δοῦλος
ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα.
Ἀνάξιος δέ πάλιν ὅν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα.
Βλέπε οὖν, ψυχή μου,
μή τῷ ὕπνῳ κατενεχθῆς,
ἵνα μή τῷ θανάτῳ παραδοθῇς,
καί τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς·
ἀλλά ἀνάνηψον κράζουσα·
ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν,
διά τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς».
Ὄχι μόνο μέ τή λατρεία της, ἀλλά καί μέ τήν ὅλη ζωή της ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ νύμφη πού περιμένει τήν ἐπάνοδο τοῦ Κυρίου.
Αποδίδοντας τήν ἱκεσία τῆς ᾿Αποκαλύψεως «Ναί, ἔρχου, Κύριε ᾿Ιησοῦ» (᾿Απ 22,20) στήν ἐπωδό τοῦ ποιήματός του «Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων», ὁ ἅγιος Μεθόδιος ᾿Ολύμπου γράφει ἕνα ὑπέροχο δίστιχο, τό ὁποῖο ἔψαλλαν συχνά οἱ πρῶτοι χριστιανοί· «῾Αγνεύω σοι, καί λαμπάδας φαεσφόρους κρατοῦσα, Νυμφίε, ὑπαντάνω σοι».
Μέ ἁπλά λόγια· «Χριστέ, Νυμφίε μου, θά μένω ἁγνός στόν κόσμο αὐτό τῆς βρομιᾶς καί τῆς ἀπάτης, θά κρατῶ ἀναμμένη τή λαμπάδα τῆς ἀγάπης καί θά σέ περιμένω».
Γιά χάρη τῆς ᾿Εκκλησίας του ὁ Κύριος εἶναι ὑποχρεωμένος, θά ἔλεγα μέ μία ἀνθρώπινη ἔκφραση, νά ξαναέρθει στή γῆ· τό ἀπαιτεῖ ἡ νύμφη του! Οἱ ψυχές «τῶν πεπελεκισμένων» (᾿Απ 20,4) στό θυσιαστήριο τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλά καί «τό μικρόν ποίμνιον» (Λκ 12,32) τοῦ Κυρίου ἐδῶ στή γῆ, πού ἄδικα σφαγιάζεται, ἕνας ὁλόκληρος ἐκλεκτός λαός, πού τυραννιέται καί βασανίζεται μέσα στόν ἄπιστο καί ἀντίθεο κόσμο, ὑψώνει καρδιόβγαλτη τήν προσευχή του στόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ· «ἕως πότε;» (᾿Απ 6,10).
᾿Επισπεύδει ἡ ᾿Εκκλησία τήν ἀπόφαση τοῦ Κυρίου «ἔρχομαι ταχύ!» (᾿Απ 22,20). Τό ἅγιο Πνεῦμα, πού κατευθύνει τήν ᾿Εκκλησία, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ νύμφη, ἡ ᾿Εκκλησία, ἱκετεύουν· «Ναί ἔρχου, Κύριε ᾿Ιησοῦ»! Σάν νά λέει ἡ ᾿Εκκλησία· «᾿Απόστασα νά περιμένω. ῎Ελα, Κύριε».
Τό «ἔρχου» τῆς ᾿Εκκλησίας, τό «ἕως πότε;», τό «ἰδού ὁ Νυμφίος», τό «ἁγνεύω Σοι», ἡ μαρτυρία τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποτελοῦν ἕνα μάρτυρα ἀξιόπιστο, ἕναν ἐγγυητή τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου καί τῆς μελλούσης κρίσεως, βεβαιώνουν τήν ὕπαρξη τοῦ παραδείσου καί τῆς κολάσεως.
Εὔλογα ἐρωτήματα
1. ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΟΛΑΣΗ;
῞Ολα τά ἐπιχειρήματα πού ἀνέφερα καί πού ἀποδεικνύουν περίτρανα τήν ἀλήθεια τῆς μετά θάνατον πραγματικότητας δέν ἀναιροῦνται μέν, ἀλλά φαίνονται ἀδύναμα νά πείσουν, ὅταν καταλαμβάνει τή σκέψη μας ἡ ζάλη τῶν ἀμφιβόλων λογισμῶν.
Μάλιστα οἱ λογισμοί αὐτοί δέν ἐμφανίζονται καθόλου μέ τή μορφή τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἀρνήσεως. ᾿Αντίθετα φαίνονται νά ἐμπνέονται ἀπό μία ὑπερβολική σύνεση καί εὐλάβεια πρός τόν πανάγαθο Θεό. Μόλις θελήσει κάποιος νά μιλήσει γιά τήν κόλαση, ἔρχεται ἀμέσως ἀντιμέτωπος μέ τό ἐρώτημα· «῾Υπάρχει κόλαση;». Καί ἀκολουθεῖ ὁ λογισμός· «Πῶς συμβιβάζεται ἡ σκληρή καί αἰώνια τιμωρία τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ἀγαθότητα καί τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ;
῞Οταν ἕνας ἄνθρωπος πατέρας κάμπτεται ἀπό τό φίλτρο τό πατρικό καί συγχωρεῖ τό ἄσωτο παιδί του, εἶναι δυνατόν ὁ πανάγαθος Θεός νά ἀνεχθεῖ τήν αἰώνια τιμωρία τῶν πλασμάτων του;». Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, νά ἀπαντήσουμε στά ἐρωτήματα αὐτά.
α. «Μή ὄν»
῾Η κόλαση εἶναι μία τραγική πραγματικότητα τήν ὁποία γνωρίζουν οἱ ἀσεβεῖς καί ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, πού δέν ἀναγνωρίζουν τόν Κύριο καί δέν δέχονται τή σωτηρία καί τή λύτρωση πού αὐτός προσφέρει.
῾Η ἄποψη ὅτι δημιουργός τῆς κολάσεως εἶναι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ τήν τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν, δέν στηρίζεται στή διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Σύμφωνα μ’ αὐτήν ἡ κόλαση δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι δέν εἶναι κάτι θετικό, ἀλλά μία ἄρνηση, ἕνα «μή ὄν», κατά τήν πατερική διατύπωση.
Μιλοῦμε γιά δημιουργία φωτός καί ὄχι σκότους, διότι τό σκότος δέν εἶναι μία ὀντότης, εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀπουσία τοῦ φωτός. Μιλοῦμε ἐπίσης γιά ἀγάπη καί ὁρίζουμε τό μίσος ὡς ἀπουσία τῆς ἀγάπης. Παρόμοια, ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή κάθε ἀγαθοῦ, συνεπάγεται τήν κόλαση.
β. ῾Ετοιμάσθηκε γιά τόν διάβολο
Τήν κόλαση δέν τήν ἔκανε ὁ Θεός. Πολύ περισσότερο δέν τήν ἔκανε γιά τούς ἀνθρώπους. Τήν διάλεξε ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ἐπαναστάτησε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἀναρχικός, μέ ἀποτέλεσμα νά ξεκοπεῖ ἀπό τόν Θεό καί ἀπό ἑωσφόρος ἔγινε σατανάς· ἀπό τήν κατάσταση τοῦ φωτός καί τῆς δόξης ἔπεσε στήν κατάσταση τοῦ σκότους, τοῦ ἅδη, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν κατάσταση τῆς κολάσεως.
῾Η δημιουργία, λοιπόν, τῆς κολάσεως ὑπῆρξε ἡ ἄμεση συνέπεια τῆς ἀποστασίας καί τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ διαβόλου ἀπό τόν Θεό. Γιά τόν διάβολο καί τούς ἀγγέλους του εἶχε ἑτοιμασθεῖ ἡ κόλαση, ὅπως ἀποκαλύπτει τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Κυρίου μας στή μοναδική ἐκείνη προφητεία του γιά τή μέλλουσα κρίση, ὅπου τόν ἀκοῦμε νά λέει στούς κολασμένους· «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Μθ 25,41).
Οἱ ἄνθρωποι πού παραδόθηκαν στόν διάβολο κι ἔκοψαν κάθε δεσμό πού τούς ἕνωνε μέ τόν Θεό, μόνοι τους τοποθετοῦν τόν ἑαυτό τους στήν κόλαση. Αὐτοί, κι ἄν ἀκόμη ὑποθέσουμε ὅτι τούς ἀνάγκαζε ὁ Θεός νά μείνουν στόν παράδεισο, δέν θά τόν ἄντεχαν, διότι δέν ἀντέχουν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ.
γ. Τί εἶναι ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ
Δέν ὀργίζεται ποτέ ὁ Θεός ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, διότι ἡ ἴδια ἡ φύση του εἶναι ἀπαθής. ῾Ο Θεός εἶναι ἀγάπη. Οὔτε νά θυμώσει μπορεῖ οὔτε νά ἐκδικηθεῖ τούς κακούς. Γιατί ὅμως ἡ ἁγία Γραφή καί μάλιστα ἡ Παλαιά Διαθήκη μιλᾶ τόσο συχνά γιά ὀργή καί θυμό τοῦ Θεοῦ;
Τή θεολογική ἑρμηνεία αὐτοῦ πού ὀνομάζουμε θυμό καί ὀργή τοῦ Θεοῦ τή διατυπώνει πολύ καθαρά ὁ προφήτης Δαυΐδ στόν 37ο ψαλμό·
«Οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου
ἀπό προσώπου τῆς ὀργῆς σου·
οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου
ἀπό προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου» (στ. 4).
῾Ο ἁμαρτωλός ἄνθρωπος λέει στόν Θεό· «Τό ὀργισμένο σου πρόσωπο δέν ἀφήνει νά γιάνει ἡ σάρκα μου, ἡ ἁμαρτωλή ζωή μου δέν ἀφήνει νά εἰρηνεύσουν τά κόκκαλά μου». Αὐτό πού στό α´ ἡμιστίχιο τοῦ ψαλμοῦ ὀνομάζεται «ἴασις τῆς σαρκός», στό β´ λέγεται «εἰρήνη τῶν ὀστέων».
᾿Αντίστοιχα τό «πρόσωπον ὀργῆς» τοῦ α´ ἡμιστιχίου ὀνομάζεται «πρόσωπο τῶν ἁμαρτιῶν». Δηλαδή ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία μας, πού μᾶς ταλαιπωρεῖ καί μᾶς συνθλίβει.
Τά ἁμαρτήματα καί ἡ ἀθλιότητα τοῦ ἁμαρτωλοῦ δημιουργοῦν ἕνα διάφραγμα καί χωρίζουν τήν ψυχή του ἀπό τόν Θεό. ῎Ερχονται σάν ἕνα σκοτεινό σύννεφο καί κρύβουν ἀπό τά μάτια του τόν οὐρανό. ῾Η διακοπή τῆς ἐπαφῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἀφαιρεῖ τήν εἰρήνη τοῦ πρώτου, κάνει θλιβερή τή ζωή του καί διαταράσσει ὅλη τήν ὕπαρξή του. Αὐτή τήν ὀδυνηρή γιά τόν ἄνθρωπο κατάσταση, ὅταν θέλουμε νά τήν ἐκφράσουμε σέ ἐνεργητική διάθεση, τήν ἀποδίδουμε λέγοντας ὅτι ὁ Θεός θυμώνει καί ὀργίζεται ἤ ὁ Θεός τιμωρεῖ.
῾Απλούστερα καταλαβαίνουμε τήν ἀλήθεια αὐτή μέ ὁρισμένα παραδείγματα ἀπό τήν καθημερινή ζωή.
* Φαντασθεῖτε ἕναν πατέρα πού κάθεται στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του καί μέ ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά περιμένει νά ὑποδεχθεῖ τά δύο παιδιά του, πού ἐπιστρέφουν ἀπό τό σχολεῖο. Τό πρῶτο παιδί ἔχει πάρει ἄριστα στά μαθήματα καί στή διαγωγή. Μόλις βλέπει τόν πατέρα του, νομίζει ὅτι ἐκεῖνος ἔμαθε τά εὐχάριστα νέα του καί γι’ αὐτό τό λόγο βγῆκε νά τό καλοδεχθεῖ καί νά τό συγχαρεῖ. Αἰσθάνεται ἤδη στό ἱλαρό πρόσωπο τοῦ πατέρα ὅλη τήν ἀγάπη καί τή στοργή του κι ὁρμᾶ χαρούμενο στήν πατρική ἀγκαλιά, γιά νά ἐκφράσει τή χαρά του καί νά τή νιώσει διπλή, καθώς τή μοιράζεται μέ τόν ἀγαπημένο του πατέρα.
Τό ἄλλο παιδί ὅμως πού πῆγε ἄσχημα στά μαθήματα, ἔμεινε στάσιμο καί χαρακτηρίσθηκε κακή ἡ διαγωγή του, καθώς βλέπει τόν ἴδιο πατέρα, μέ τίς ἴδιες διαθέσεις, τόν νιώθει ἐντελῶς διαφορετικά. Νομίζει ὅτι βγῆκε καί τό περιμένει γιά νά τό δείρει, νά τό τιμωρήσει. Γι’ αὐτό τρέμει κι ἀπομακρύνεται φοβισμένο.
Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει στή σχέση μας μέ τόν Θεό. ᾿Εκεῖνος πού πιστεύει καί ἀγαπᾶ τόν Θεό, πού ἀγωνίζεται νά ἐφαρμόσει τό θέλημά του καί ζῆ ἐν μετανοίᾳ ἐδῶ στή γῆ, λαχταρᾶ τή συνάντηση μαζί του καί, ὅταν φύγει ἀπό τή γῆ αὐτή χαίρεται στόν παράδεισο. ᾿Εκεῖνος ὅμως πού πέρασε τή ζωή του στήν ἀσέβεια καί ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο ἀμετανόητος, τρέμει στή θέα τοῦ Κυρίου.
* ᾿Ανατέλλει τό πρωί ὁ ἥλιος καί φωτίζεται ἡ πλάση. Οἱ ἡλιακές ἀκτίνες ζεσταίνουν τόν πάγο καί τόν λειώνουν, ζωογονοῦν τά φυτά. Οἱ ἴδιες ἀκτίνες καθώς πέφτουν πάνω στή λάσπη τήν ξηραίνουν καί τή σκληραίνουν καί μαραίνουν τά φυτά ἐκεῖνα πού, μή ἔχοντας ρίζα, χάνουν τήν ἰκμάδα τους. ᾿Ασφαλῶς τό μυστικό τῆς διαφορᾶς βρίσκεται στά ἴδια τά ὑλικά πού δέχονται τήν ἡλιακή ἀκτινοβολία.
* Μία πινακίδα ἐπάνω στό ἠλεκτροφόρο καλώδιο, πού προστατεύει τήν ἰδιοκτησία κάποιου, πληροφορεῖ τούς ἀνθρώπους ὅτι δέν πρέπει νά ἀγγίζουν τό καλώδιο, διότι σ’ αὐτό ὑπάρχει «Κίνδυνος - Θάνατος».
῾Ο κλέφτης ἀδιαφορεῖ γιά τήν πινακίδα καί προσπαθεῖ νά οἰκειοποιηθεῖ τά ξένα ἀγαθά, μέ ἀποτέλεσμα νά πάθει ἠλεκτροπληξία καί νά πέσει κάτω νεκρός. Ποιός θά κατηγορήσει τόν ἰδιοκτήτη τῆς περιουσίας γιά τό θάνατο αὐτό; Κανείς. Παρόμοια ὁ Θεός θέσπισε τά ὅρια τῆς ζωῆς μας, μέ τά ὁποῖα μᾶς ἀποτρέπει ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο ὅπου αὐτή μᾶς ὁδηγεῖ.
῞Οταν ἐμεῖς ἐν γνώσει μας παραβαίνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, περιφρονοῦμε τήν ἐντολή του καί κάνουμε τήν ἁμαρτία, φυσικό εἶναι νά ὁδηγηθοῦμε στόν πνευματικό, στόν αἰώνιο θάνατο, στήν κόλαση. Δέν μποροῦμε ὅμως νά κατηγορήσουμε γι’ αὐτό τόν Θεό, διότι ἀκριβῶς τό θέλημα καί ἡ ἐντολή του γίνεται αἰτία σωτηρίας γιά ἐκείνους πού ὑπακοῦν.
Τό φῶς τῆς Θεότητας, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, τούς μέν δικαίους, τούς ἐκλεκτούς καί τούς μετανοημένους ἁμαρτωλούς τούς φωτίζει καί τούς εὐφραίνει, ἐνῶ γιά τούς ἀδίκους καί τούς ἀμετανοήτους γίνεται φωτιά πού τούς καίει.
δ. ῎Αλλης συχνότητας
Πολλοί δυσκολεύονται νά παραδεχθοῦν τή μέλλουσα πραγματικότητα, διότι δέν βρίσκουν μία ἱκανοποιητική ἀπάντηση στό ἐρώτημα πῶς εἶναι ἡ κόλαση καί ὁ παράδεισος. ῎Αλλοι μέ δίψα ἀναζητοῦν περιγραφές καί ὁράματα, πού μέ τίς λεπτομερεῖς διηγήσεις τους ἱκανοποιοῦν μόνο τήν ἀνθρώπινη περιέργεια σχετικά μέ τή μορφή καί τή ζωή τοῦ παραδείσου καί τῆς κολάσεως.
῎Αλλοι πάλι ὑψώνουν μέ ἀδιαφορία τούς ὤμους ἤ γελοῦν περιφρονητικά, ὅταν ἀκούσουν νά γίνεται λόγος γιά τά θέματα αὐτά, διότι βρίσκουν παιδαριώδεις καί φανταστικές αὐτές τίς διηγήσεις.
Σέ ὅλους αὐτούς πρέπει νά ἐξηγήσουμε ὅτι ἡ μεταφυσική πραγματικότητα ὑπάρχει σέ μία ἄλλη διάσταση, σέ ἄλλη συχνότητα, τήν πνευματική. Εἶναι ἀδύνατο νά τήν κατανοήσει, πολύ περισσότερο νά τήν ἐκφράσει ὁ ἄνθρωπος.
῾Υποθέστε ὅτι μία μέλισσα μέ κάποιο ὑπερφυσικό τρόπο γινόταν ἄνθρωπος, γνώριζε τόν ἀνθρώπινο πολιτισμό, ζοῦσε στήν ἀνθρώπινη κοινωνία καί ἔπειτα ἐπανερχόταν στήν κατάσταση τῆς μέλισσας καί ἀναλάμβανε νά μεταφέρει στίς ἄλλες μέλισσες τί εἶδε καί τί ἄκουσε ὡς ἄνθρωπος. Θά ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατη μία τέτοια μεταφορά, διότι σέ ἄλλη διάσταση ζῆ ἡ μέλισσα καί σέ ἄλλη ὁ ἄνθρωπος.
῎Η, γιά νά χρησιμοποιήσω ἕνα πιθανότερο παράδειγμα, σκεφθεῖτε ὅτι παίρνουμε ἕναν πρωτόγονο ὑπανάπτυκτο ἄνθρωπο ἀπό αὐτούς πού ζοῦν σάν τά ἄγρια θηρία καί πού συνεννοοῦνται μ’ ἕνα πενιχρότατο λεξιλόγιο 300-500 λέξεων, ἕναν Κάφρο π.χ. ἤ ἕναν ᾿Εσκιμῶο.
Τόν ἡμιάγριο αὐτόν τόν ἐγκαθιστοῦμε στό Παρίσι, στή Ν. ῾Υόρκη, στή Μόσχα ἤ σέ κάποια ἄλλη μεγαλούπολη. Φαντασθεῖτε τον νά περιεργάζεται καί νά χρησιμοποιεῖ τά σύγχρονα ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτισμοῦ, νά χειρίζεται ὑπολογιστές, νά κάνει ἕνα διαστημικό ταξίδι.
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, τόν ξαναφέρνουμε στούς ἀνθρώπους τῆς φυλῆς του. Γεμάτοι ἐνδιαφέρον ἐκεῖνοι ζητοῦν νά μάθουν τίς ἐμπειρίες πού γνώρισε στή νέα του ζωή. Τόν πολιορκοῦν μέ ἐπίμονες ἐρωτήσεις. Τί νά τούς πεῖ ὅμως, πῶς νά ἐκφράσει αὐτά πού γνώρισε;
Θά ἐπαναλαμβάνει ὅτι εἶδε καί ἄκουσε παράξενα πράγματα, ὅτι εἶχε πρωτόγνωρες ἐμπειρίες, ἀλλά δέν θά ᾿χει τή δυνατότητα νά μεταφέρει τίποτε ἀπό αὐτά πού ἔζησε. Κάθε περιγραφή αὐτόν μέν δέν θά τόν ἱκανοποιεῖ, διότι δέν θά ἀποδίδει τήν πραγματικότητα, στούς ὁμοφύλους του δέ θά δίνει μία πολύ ὑποτυπώδη εἰκόνα.
Αὐτήν τήν ἀλήθεια καταθέτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ τήν εἰκόνα τοῦ νηπίου, πού χρησιμοποιεῖ στό Α´ Κο 13,11· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου». Εἶναι πολύ νηπιώδης ἡ κατάστασή μας ἐδῶ στή γῆ. Δέν μᾶς παρέχει τίς προϋποθέσεις γιά νά συλλάβουμε καί νά ἐννοήσουμε τήν πέραν τοῦ τάφου πραγματικότητα. Γι’ αὐτό εἶναι ὑποτυπώδεις καί ἀτελέστατες οἱ διάφορες εἰκόνες καί παραστάσεις πού χρησιμοποιεῖ ἡ ἁγία Γραφή γιά τόν παράδεισο, ὅπως ἡ εἰκόνα τοῦ ὡραίου κήπου, τοῦ βασιλικοῦ γάμου, τοῦ πλουσίου δείπνου κτλ.
Μέ τίς ἁπλοϊκές αὐτές παραστάσεις, πού ἐκφράζουν τήν εὐφροσύνη, τή χαρά καί τήν ἀπόλαυση στήν ἐπίγεια ζωή μας, προσπαθεῖ νά μᾶς δώσει μία εἰκόνα τοῦ ἀσύλληπτου ὑπερφυσικοῦ μεγαλείου.
Μέ ἀντίστοιχες δυσάρεστες καί φρικτές παραστάσεις τῆς παρούσης ζωῆς, ὅπως σκοτάδι, φωτιά, σκουλήκια κτλ., προσπαθεῖ νά μᾶς δώσει τήν εἰκόνα τῆς κολάσεως. Περισσότερα δέν θά μπορούσαμε νά καταλάβουμε, διότι δέν ἔχουμε ἀνάλογες παραστάσεις.
ε. ᾿Ανθρωπομορφικές οἱ περιγραφές
῞Ολες οἱ ἐκφράσεις καί περιγραφές μέ τίς ὁποῖες ἀναφέρεται ἡ ἁγία Γραφή στήν κόλαση καί στόν παράδεισο εἶναι καθαρῶς ἀνθρωπομορφικές.
᾿Ανθρωποπρεπῶς καί ὄχι θεοπρεπῶς ἐκφράζεται στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ ἁγία Γραφή, ἐπισημαίνουν οἱ πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Τονίζουν ὅμως ὅτι οἱ ἀνθρωποπαθεῖς εἰκόνες προσφέρονται γιά τήν παχύτητα τῆς δικῆς μας ἀντιλήψεως. «᾿Επειδή ἀκοῦς γιά φωτιά», λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης Χρυσόστομος, «μή νομίσεις ὅτι εἶναι τέτοια ἐκείνη ἡ φωτιά. Δέν εἶναι ὑλική σάν τή δική μας φωτιά, ἀλλά τέτοια πού γνωρίζει ὁ Θεός».
᾿Αργότερα, καί μάλιστα στό μεσαίωνα, οἱ ἀνθρωποπαθεῖς παραστάσεις πλήθυναν καί ἡ φαντασία σχετικά μ’ αὐτές ὀργίασε. Στό ὑλικό τῆς ρητορείας προστέθηκε ἡ ποιητική καί ἡ λοιπή καλλιτεχνική παραγωγή. ῞Ολα αὐτά ἐνέπνευσαν πλῆθος ἀποκρύφων ἱστοριῶν, πού κυκλοφόρησαν σέ φυλλάδια καί ὅπου γίνονται φρικτές περιγραφές τῆς κολάσεως.
Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὁ μέν λαός νά τρομοκρατεῖται ἀπό τίς περίεργες αὐτές παραστάσεις, οἱ δέ κάπως διανοούμενοι, πού νομίζουν ὅτι εἶναι «καλλιεργημένοι ἄνθρωποι», νά δυσανασχετοῦν καί νά διατυπώνουν τό ἐρώτημα· «Εἶναι δυνατόν νά συμβαίνουν αὐτά;». Τέλος, οἱ ὀρθολογιστές ἔδωσαν ἀρνητική ἀπάντηση στό ἐρώτημα καί μαζί μέ τήν τερατώδη εἰκόνα τῆς κολάσεως ἀπέρριψαν καί τόν ποθητό, πανωραῖο καί γλυκύτατο παράδεισο καί τόν ἴδιο τόν κριτή Θεό.
2. ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΛΑΣΗ;
῾Η Καινή Διαθήκη δηλώνει τήν κατάσταση τῆς κολάσεως μέ τά ἑξῆς ὀνόματα· ἀπώλεια (Φι 3,19· Β´ Πέ 2,3), ὄλεθρος αἰώνιος (Β´ Θε 1,9), θλῖψις μεγάλη (Μθ 24,21), μέλλουσα ὀργή (Μθ 3,7· Λκ 3,7), κόλασις αἰώνιος (Μθ 25,46), πῦρ αἰώνιον (Μθ 18,8), πῦρ ἄσβεστον (Μρ 9,43), ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καί τό πῦρ οὐ σβέννυται (Μρ 9,44), πῦρ ἐσθῖον τούς ὑπεναντίους (῾Εβ 10,27), κάμινος τοῦ πυρός (Μθ 13,42), σκότος ἐξώτερον (Μθ 8,12· 22,13· 25,30), ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων (Μθ 8,12· 24,51· Λκ 13,28), ζόφος τοῦ σκότους εἰς τόν αἰῶνα τετηρημένος (Β´ Πέ 2,17· ᾿Ιδ 13), θάνατος (᾿Απ 21,4), δεύτερος θάνατος (᾿Απ 20,14).
᾿Αλλά ἡ πιό συγκλονιστική ὀνομασία τῆς κολάσεως γιά τούς συγχρόνους τοῦ Κυρίου ἦταν «γέεννα» (Μθ 5,22. 29· 10,28 κ.ἄ. Μρ 9,43. 47· Λκ 12,5· ᾿Ια 3,6), διότι σήμαινε ἕναν συγκεκριμένο τόπο, τόν ὁποῖο γνώριζαν ὅλοι.
α. Γέεννα
Γέεννα ἤ φάραγξ τοῦ ᾿Εννόμ λεγόταν ἕνα φαράγγι, μία χαράδρα ἔξω ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα. ῾Ο τόπος αὐτός εἶχε μιανθεῖ μέ τή λατρεία τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ Μολώχ, στόν ὁποῖο γίνονταν ἀνθρωποθυσίες.
Πάνω στά χέρια τοῦ πυρωμένου χάλκινου ἀγάλματος ἐναπέθεταν οἱ ᾿Ισραηλίτισσες τά βρέφη τους, γιά νά καοῦν ζωντανά καί νά συμμετέχουν ἔτσι στή βάρβαρη καί ἀποτροπιαστική λατρεία τοῦ Μολώχ.
᾿Αργότερα, ὅταν ὁ λαός μετανόησε γιά τήν παρεκτροπή, ἔδειξε κι ὅλη τήν ἀποστροφή του στόν βδελυρό τόπο τῆς γεέννης. Τόν μετέτρεψε σέ κοπρώνα, ὅπου πετοῦσαν ὅλα τά σκουπίδια, τίς ἀκαθαρσίες τῆς πόλεως καί τά ψοφίμια, τά ὁποῖα καθώς σάπιζαν ἔτρεφαν πλῆθος σκουληκιῶν πού μαζεύονταν ἐκεῖ.
᾿Επειδή ἡ χαράδρα γέμιζε καί ἡ ἀποσύνθεση μόλυνε τήν ἀτμόσφαιρα, μετέφεραν ἐκεῖ πίσσα ἀπό τή γειτονική Νεκρά θάλασσα κι ἔβαζαν φωτιά στό σκουπιδότοπο, πού ἔκαιγε ἀκατάπαυστα μέρα καί νύχτα. ῎Ετσι, ἀκαθαρσία, φωτιά, βρόμα καί καπνός γέμιζαν συνεχῶς τήν περιοχή. Αὐτό τό χῶρο ὁ Χριστός τόν χρησιμοποιοῦσε ὡς συμβολική εἰκόνα τῆς κολάσεως τῶν ἁμαρτωλῶν.
β. ῾Η ζωή στήν κόλαση
Περισσότερα στοιχεῖα γιά τή ζωή στήν κόλαση ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος μέ συμβολική γλώσσα, μέ ζωηρές καί ἔντονες εἰκόνες στήν προφητεία περί μελλούσης κρίσεως (Μθ 25,31-46). Τονίζω ὅτι δέν πρόκειται γιά μία παραβολή, ὅπως νομίζουν πολλοί, ἀλλά γιά προφητεία, τήν ὁποία διατυπώνει ὁ Κύριος μέ σαφῆ διδασκαλία. ᾿Εκεῖ, λοιπόν, μαθαίνουμε ὅτι οἱ κολασμένοι:
* Ζοῦν ἀποκομμένοι καί ἀπομακρυσμένοι ἀπό τόν Θεό. ῾Η κατάσταση αὐτή εἶναι αἰώνια, χωρίς καμία ἐλπίδα ἀλλαγῆς. Φαντασθεῖτε τόν ἑαυτό σας κλεισμένο σ’ ἕνα δωμάτιο ἤ ἔστω σ’ ἕνα ἄνετο καί ὡραῖο σαλόνι, ὅπου θά μένατε αἰώνια ὁλομόναχος. Δέν σᾶς εἶναι φρικιαστική ἡ σκέψη;
* Κατοικοῦν μαζί μέ τούς δαίμονες, πού εἶναι οἱ χειρότεροι συγκάτοικοι.
* Βρίσκονται ἀντιμέτωποι μέ τήν ἀλήθεια. ᾿Εκεῖ βλέπουν τά πράγματα στήν πραγματική τους διάσταση. Οἱ σκληροί καί ἄσπλαχνοι διαπιστώνουν ὅτι οἱ δυστυχισμένοι γιά τούς ὁποίους ἀδιαφόρησαν εἶναι οἱ ἀδελφοί τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Οἱ ἐγκληματίες καί κακοῦργοι ἀναγνωρίζουν ὅτι σκότωσαν ὄχι ἕναν ξένο, ὄχι ἕναν ἐχθρό, ἀλλά τόν ἴδιο τόν ἀδελφό τους, πού ὁ Θεός τόν εἶχε βάλει δίπλα τους γιά νά τόν ἀγαπήσουν.
Οἱ ὑπερήφανοι ἀναγνωρίζουν ὅτι περιφρόνησαν καί πλήγωσαν τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους, οἱ ἀλαζόνες βρίσκονται ἀντιμέτωποι μέ τό κενό τους καί οἱ φθονεροί διαπιστώνουν ὅτι πλήγωσαν καί φαρμάκωσαν ὄχι κάποιον ξένο, ἀλλά τόν ἑαυτό τους.
Τό γεγονός ὅτι θά ἀντιληφθοῦν οἱ κολασμένοι τήν ἀλήθεια, ἀλλά δέν θά μποροῦν νά μετανοήσουν καί νά ἀλλάξουν τίποτε, χαρακτηρίζει ἀρκετά τήν τραγικότητα τῆς καταστάσεώς τους. Μία ἰδέα τῆς καταστάσεως αὐτῆς μᾶς δίνουν δύο περιστατικά πού θά ἀναφέρω στή συνέχεια.
Τό πρῶτο περιστατικό τοποθετεῖται στή νεότερη ἱστορία τῆς πατρίδος μας, στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας. ῞Ενας γενίτσαρος μπαίνει σ’ ἕνα ἑλληνικό σπίτι κι ἀφοῦ ἅρπαξε καί κατέστρεψε ὅ,τι βρῆκε μπροστά του, ἐπιχειρεῖ ν’ ἀτιμάσει τήν κόρη τῆς οἰκογένειας.
Γιά νά κάνει μάλιστα τή βδελυρή πράξη σκοτώνει τούς γονεῖς καί τούς ἀδελφούς της πού πρόβαλαν ἀντίσταση. ᾿Αργότερα ὅμως ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἡ οἰκογένεια, τήν ὁποία τόσο βάναυσα καί ἀπάνθρωπα κατέστρεψε, ἦταν ἡ δική του οἰκογένεια. Δέν μπόρεσε ν᾿ ἀντέξει τήν ἀλήθεια· παραφρόνησε.
Τό δεύτερο παράδειγμα εἶναι ἡ ὑπόθεση τῆς ἀρχαίας τραγωδίας τοῦ Οἰδίποδα. ῞Οταν διαπίστωσε ὅτι ἡ μητέρα τῶν παιδιῶν του ἦταν ἡ δική του μητέρα, τήν ὁποία εἶχε κάνει σύζυγο, ἀφοῦ προηγουμένως σκότωσε τόν πατέρα του, αἰσθάνθηκε ἀνυπόφορη τή ζωή του, ἔβγαλε τά μάτια του μέ τά ἴδια του τά χέρια καί περιφέρονταν «τυφλός τά τ’ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ’ ὄμματα».
Τά δύο αὐτά περιστατικά ζωγραφίζουν πολύ ζωηρά τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου πού ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τήν ἀλήθεια, τήν ὁποία ἀδίκησε. Δέν χρειάζεται κάποια ἐπιπλέον τιμωρία.
῾Η ταραγμένη συνείδησή του γίνεται ὁ ἀμείλικτος κατήγορος πού τόν ταράσσει, τόν πληγώνει περισσότερο ἀπό χίλια βασανιστήρια καί τόν καίει χειρότερα ἀπό μύριες φωτιές.
῞Ενα πρόσφατο παράδειγμα ἀπό τή σύγχρονη πραγματικότητα θά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε πῶς εἶναι δυνατόν νά καίγονται οἱ κολασμένοι, χωρίς νά ὑπάρχει ἐκεῖ φυσική φωτιά.
Πρίν μερικά χρόνια οἱ ἐφημερίδες ἀνέφεραν μία τραγική εἴδηση ἀπό τή Θεσσαλονίκη. Μία μητέρα πού εἶχε βγεῖ στό μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ της μέ τό μωρό της στήν ἀγκαλιά, δέν πρόσεξε, μέ ἀποτέλεσμα νά τῆς γλιστρήσει τό παιδί ἀπό τά χέρια, νά πέσει κάτω καί νά σκοτωθεῖ. Χτυπιόταν καί ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα ἡ τραγική μάνα φωνάζοντας «καίγομαι!». ῏Ηταν ἡ φωτιά τῆς συνειδήσεως πού τήν ἔκανε νά νιώθει πώς βρίσκεται μέσα στίς φλόγες. Κάπως ἔτσι θά καίγονται καί οἱ κολασμένοι.
3. ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ;
῞Οπως ἡ κόλαση ἔτσι καί ὁ παράδεισος εἶναι μία κατάσταση ἀσύλληπτη καί ἀπερίγραπτη μέ τίς δυνατότητες πού διαθέτει ὁ ἄνθρωπος. ῞Οπως δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε καί νά περιγράψουμε τόν Θεό, διότι «Θεός καταλαμβανόμενος οὐκ ἔστι Θεός», ἔτσι καί ὁ παράδεισος εἶναι μία ὑπόθεση, λέει ὁ ᾿Ηλίας Μηνιάτης, «πού ὑπερβαίνει κάθε γλώσσα καί κάθε νοῦ, διότι οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ἄγγελος μπορεῖ νά μᾶς ἐξηγήσει τόν παράδεισο καθώς εἶναι». «῏Ω παράδεισε!», ἔλεγε κάποιος, «ἠμποροῦμεν νά σέ κερδίσωμεν, μά δέν ἠμποροῦμεν νά σέ κατανοήσωμεν».
α. ῎Αρρητα ρήματα
Αὐτήν τή δυσκολία αἰσθάνεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού θέλει νά μᾶς μεταφέρει τήν ἐμπειρία τοῦ παραδείσου. Γι’ αὐτό περιορίζεται στό ἐπιγραμματικό «ἅ ὀφθαλμός οὐκ οἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α´ Κο 2, 9).
Αὐτά πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά τούς ἀγαπητούς του εἶναι τόσο ἐξαίσια, πού ὄχι μόνο δέν τά γεύθηκαν οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις, ἀλλά οὔτε κι αὐτή ἡ φαντασία δέν ἔχει τή δυνατότητα νά τά συλλάβει ποτέ.
Στή Β´ πρός Κορινθίους ᾿Επιστολή ὁ ἴδιος ἀπόστολος χαρακτηρίζει τόν παράδεισο μέ τή φράση «ἄρρητα ῥήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β´ Κο 12,4). Στή Γραφή ἀλλοῦ λέγεται ὅτι στόν παράδεισο ὑπάρχει θέα, ἀλλοῦ ἄκουσμα, ἀλλοῦ ἄλλα.
῞Ολα αὐτά ἐκφράζονται ἐδῶ μέ τό «ῥήματα», πού ἑρμηνεύεται «πράγματα, γεγονότα». ῾Ο φυσικός ἄνθρωπος ἔχει διαιρεμένη τήν αἴσθηση τοῦ φυσι-κοῦ κόσμου σέ ὅραση, ἀκοή, γεύση κτλ. Γιά τόν πνευματικό ἄνθρωπο καί τόν πνευματικό κόσμο δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διαίρεση. ῞Ολα εἶναι ταυτόχρονα καί θέαμα καί ἄκουσμα καί γεύση καί λογισμός.
῾Η διαίρεση ἀνήκει στήν ὕλη. Τό πνευματικό εἶναι ἁπλό καί ἑνιαῖο. ῾Η παραδείσια κατάσταση εἶναι κατά τόν Παῦλο ἄρρητη, ἀνέκφραστη. Αὐτό σημαίνει τό «ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι», δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τά ἐκφράσει μέ λόγια.
῾Η ἀνθρώπινη νοσηρή περιέργεια μέ ἀφορμή αὐτό τό χωρίο ἔπλασε ὁλόκληρο βιβλίο, τήν ᾿Αποκάλυψη Παύλου ἤ ᾿Αναβατικό Παύλου.
᾿Εκεῖ, σάν νά μετάνιωσε ὁ ἀπόστολος πού δέν μίλησε στή Β´ πρός Κορινθίους ᾿Επιστολή του, περιγράφει μέ κάθε λεπτομέρεια ὅλα τά «ἄρρητα ῥήματα» πού ἄκουσε στόν παράδεισο. Τό βιβλίο αὐτό τό ἀπέρριψε ἡ ᾿Εκκλησία ὡς ἀπόκρυφο, ὅπως ἀπορρίπτει καί ἀποδοκιμάζει καί κάθε παρόμοιο κείμενο ὁραματιστῶν, πού μέ πολλές φλυαρίες περιγράφουν αὐτά πού «εἶδαν».
῾Ο Παῦλος, ὁ ὁποῖος πράγματι εἶδε τόν παράδεισο, λέει ὅτι ἀδυνατεῖ νά μιλήσει γι’ αὐτόν ἄνθρωπος. ᾿Εκεῖνοι πού δέν εἶδαν τίποτε μποροῦν νά περιγράφουν λεπτομερῶς, ἐπειδή ἀκριβῶς περιγράφουν τά γεννήματα τῆς φαντασίας τους καί ὄχι τήν πραγματικότητα. Καί μόνον αὐτή ἡ περιγραφή ἀρκεῖ γιά νά βεβαιώσει τό ψέμα τους.
β. «῞Ομοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα»
«᾿Εν δόξῃ» χαρακτηρίζει τήν παραδείσια κατάσταση ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κολασσαεῖς ᾿Επιστολή. «῞Οταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ἡμῶν, τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ» (Κλ 3,4). Δόξα, δηλαδή λάμψη καί ἀκτινοβολία, ἐκπέμπει ἡ ζωή τοῦ παραδείσου.
῾Ο μαθητής τῆς ἀγάπης, ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης, δίνει μία σύντομη ἀλλά ἀποκαλυπτική περιγραφή τοῦ παραδείσου στήν Α´ ᾿Επιστολή του.
«᾿Αγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καί οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δέ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι» (Α´ ᾿Ιω 3,2). ῾Η υἱοθεσία τῶν χριστιανῶν δέν εἶναι μόνο μία παροῦσα εὐλογία.
Εἶναι καί μία ἐγγύηση γιά τή δόξα τοῦ μέλλοντος, τή λάμψη τοῦ παραδείσου. Κι αὐτή ὁρίζεται ὡς θέα τοῦ Θεοῦ καί θέωση τοῦ πιστοῦ.
Θά βλέπουμε τόν Θεό ὅπως εἶναι καί θά ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς τίς ἰδιότητές του, σέ σχετικό βέβαια βαθμό. Νά, τί εἶναι ὁ παράδεισος. Ποθώντας τον ὁ πιστός προετοιμάζει τόν ἑαυτό του γιά τή μεγάλη συνάντηση μέ τόν Θεό. Πρίν γίνει ὅμοιος μ’ ᾿Εκεῖνον, ἐξαγνίζει τόν ἑαυτό του, γίνεται ὅπως ἦταν ὁ Χριστός στήν ἐπίγεια ζωή του. Κι ὅσο πιό πολύ μοιάζει μέ τόν Χριστό, τόσο πιό σίγουρα θά ἐξομοιωθεῖ μέ τόν Θεό καί θά ἀξιωθεῖ τοῦ παραδείσου.
῞Οτι στόν παράδεισο θά ζοῦμε σάν ἄγγελοι στήν πνευματική διάσταση τό ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος, ἀπαντώντας στήν ἀπορία τῶν Σαδδουκαίων (Μθ 22,30).
γ. Μαζί μέ τόν Χριστό
Πιό συγκεκριμένη πληροφορία γιά τή ζωή στόν παράδεισο δίνει ὁ Χριστός στούς μαθητές του μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι θά τούς ἔχει μαζί του, διότι «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναί πολλαί εἰσιν» (᾿Ιω 14,2).
Τήν ἴδια μαρτυρία ἐπαναλαμβάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς χριστιανούς τῆς Θεσσαλονίκης· «πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α´ Θε 4,17) καί· «ἵνα εἴτε γρηγορῶμεν εἴτε καθεύδωμεν ἅμα σύν αὐτῷ ζήσωμεν» (Α´ Θε 5,10).
Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ὁ παράδεισος, ζωή μέ τόν Χριστό. Τό καθορίζει ρητά ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στήν ἀρχιερατική προσευχή του· «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν» (᾿Ιω 17,3).
῞Οποιος δέχεται τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό γίνεται κοινωνός τῆς αἰωνίου ζωῆς, μέτοχος τοῦ παραδείσου, διότι ὁ παράδεισος ἀρχίζει ἀπό τήν παροῦσα ζωή, ἀπό τήν ἐκλογή καί τήν τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ κρίνει καί τοποθετεῖ στόν παράδεισο τόν πιστό. Κι ἀντίστροφα, παράδεισος γιά τόν πιστό εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἔλεγε· «῎Αν πάω στόν παράδεισο καί μοῦ ποῦν ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἐκεῖ ἀλλά στήν κόλαση, θά ζητήσω νά πάω στήν κόλαση, διότι ἡ κόλαση μέ τόν Χριστό γίνεται παράδεισος, ὅπως καί ὁ παράδεισος χωρίς τόν Χριστό γίνεται κόλαση».
4. ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ;
῞Ενα εὔλογο ἐρώτημα πού συνδέεται ἄμεσα μέ τό θέμα μας εἶναι τό ἑξῆς· ῎Αλλος εἶναι ὁ παράδεισος στόν ὁποῖο τοποθετήθηκε ὁ ᾿Αδάμ καί ἄλλος αὐτός τόν ὁποῖο προσδοκοῦμε οἱ χριστιανοί; Καί σέ ποιό σημεῖο τῆς γῆς ἦταν ἐκεῖνος ὁ παράδεισος;
῾Η θέση τοῦ πρώτου παραδείσου, ὅπου ἔζησαν οἱ πρωτόπλαστοι, εἶναι ἕνα σοβαρό πρόβλημα, πού ἀπασχόλησε πιστούς καί ἐπιστήμονες ἐπί αἰῶνες τώρα. ῾Η βιβλική διήγηση μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἦταν ἐπίγειος τόπος.
«Παράδεισος», πρῶτα στήν περσική καί κατόπιν στήν ἑλληνική γλώσσα, σημαίνει δρυμός, δασωμένη περιοχή μέ ὅλο της τό περιεχόμενο· λειβάδια, περιβόλια, κήπους, δένδρα, λουλούδια, πουλιά, ζῶα, νερά. ῞Οσα λέγονται στό 2ο καί 3ο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως δικαιολογοῦν ἀπόλυτα τήν ὀνομασία.
Ο παράδεισος ἦταν ἕνας κῆπος. Ποῦ ὅμως, σέ ποιό σημεῖο τῆς γῆς βρισκόταν αὐτός ὁ κῆπος; ᾿Εδῶ προκύπτει τό πρόβλημα, πού παίρνει τεράστιες διαστάσεις καθώς προσπαθοῦν νά βροῦν τή λύση του τόσο οἱ πατέρες καί οἱ ἀρχαῖοι διδάσκαλοι ὅσο καί οἱ νεότεροι ἑρμηνευτές.
α. Πλῆθος ἀπαντήσεων
Μερικοί ἀρχαῖοι ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς δέν ἐπιτρέπουν κἄν τήν ἐνασχόληση μέ τό ζήτημα, διότι τό θεωροῦν ἄλυτο καί ἀνώφελο πνευματικά. ῎Αλλοι λένε γιά τόν παράδεισο τόσα μόνο ὅσα καί ἡ ἁγία Γραφή. ᾿Αρκοῦνται νά ἐπαναλάβουν ὅτι «πάντως κατ’ ἀνατολάς κεῖται». ῎Αλλοι, τέλος, προσδιορίζουν διάφορες τοποθεσίες.
Στά νεότερα χρόνια τό θέμα ἀπασχολεῖ πολύ ὄχι μόνο τούς θεολόγους ἀλλά καί ἄλλων εἰδικοτήτων ἐπιστήμονες, πού μέ τή βοήθεια τῶν ἀρχαιολογικῶν ἀνασκαφῶν καί τῆς ἱστορίας ἐρευνοῦν καί ἀγωνίζονται νά φέρουν στό φῶς τόν κῆπο τῆς ᾿Εδέμ. Πλησιάζουν τήν ἑκατοντάδα οἱ θεωρίες πού διατυπώθηκαν γιά νά ἀπαντήσουν στό ἐρώτημα «ποῦ ἔκειτο ὁ παράδεισος;».
᾿Αρκετές ἀξιοποιοῦν τίς μαρτυρίες τῆς ἁγίας Γραφῆς καί προβαίνουν σέ σοβαρές παρατηρήσεις. Πολλές δέν λαμβάνουν κἄν ὑπ᾿ ὄψιν τους τή βιβλική διήγηση, ἐνῶ ἄλλες εἶναι ἐντελῶς πρόχειρες ἤ καί γελοῖες.
Δέν θά ἀναφερθοῦμε ἐδῶ στίς θεωρίες περί παραδείσου, πού ἡ καθεμιά ἔχει τά ὑπέρ καί τά κατά αὐτῆς. Θά παρουσιάσουμε μόνο τά συμπεράσματα πού ἀπορρέουν ἀπό τή διήγηση τῆς Γενέσεως καί ἀπό τή διδασκαλία τῶν πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ὥστε νά δοθεῖ μία γενική ἀλλά σαφής εἰκόνα τοῦ θέματος.
β. Μέρος τῆς δημιουργίας
῾Ο παράδεισος κατασκευάσθηκε ἀπό τόν Θεό συγχρόνως μέ τήν ὑπόλοιπη δημιουργία· δηλαδή τήν τρίτη ἡμέρα πού ἔγινε ὁ διαχωρισμός τῶν ὑδάτων καί ἡ βλάστηση σέ ὅλη τή γῆ, ἔγινε καί στόν παράδεισο· τήν πέμπτη τά πτηνά καί τά ὑδρόβια, πού ἐμφανίσθηκαν στό πρόσωπο τῆς γῆς, γέμισαν καί τόν παράδεισο κ.ο.κ.
῞Ολη ἡ δημιουργία ἦταν ὡραία, διότι ὁ Θεός τά δημιούργησε ὅλα «καλά λίαν» (Γέ 1,31). ῾Ο τόπος τοῦ παραδείσου ὅμως ἦταν ἄριστος, διότι ἀπό τήν ἀρχή ὁ Θεός τόν προόριζε γιά κατοικία τοῦ ἀνθρώπου.
Ποῦ βρισκόταν ὁ παράδεισος; ῾Η ἁγία Γραφή μᾶς δίνει ἕνα γενικό τοπικό προσδιορισμό· «Καί ἐφύτευσεν ὁ Θεός παράδεισον ἐν ᾿Εδέμ κατά ἀνατολάς» (Γέ 2,8).
῾Η ᾿Εδέμ βρισκόταν στά ἀνατολικά τῆς χώρας ὅπου ἦταν οἱ ῾Εβραῖοι καί ὁ Μωυσῆς, ὅταν ἔγραφε τή Γένεση. ῾Ο Μωυσῆς ἔγραφε στή χερσόνησο τοῦ Σινᾶ. ᾿Ανατολικά βρίσκονται ἡ ᾿Αραβία, ἡ ᾿Ιορδανία καί ἡ ᾿Αρμενία, ἡ Μεσοποταμία καί ἡ Περσία. ᾿Ακόμη ἀνατολικότερα τό Πακιστάν, τό ᾿Αφγανιστάν καί ἡ ᾿Ινδία καί ὅλη ἡ ἀνατολική καί νότιος ᾿Ασία. Δέν προσδιορίζει ἡ Γραφή ποιές ἀκριβῶς χῶρες περιλάμβανε ὁ παράδεισος.
Πάντως μέ τά ὀνόματα τῶν ποταμῶν (Φισών, Γεών, Τίγρης καί Εὐφράτης) καί τῶν χωρῶν (Εὐιλάτ, γῆ Αἰθιοπίας, ᾿Ασσύριοι) πού ἀναφέρονται, ὁ παράδεισος ἐντοπίζεται περίπου στή δυτική ἤ νοτιοδυτική ᾿Ασία.
Δέν μποροῦμε νά ξέρουμε ἄν ἀποτελοῦσε μέρος τῆς περιοχῆς αὐτῆς ἤ τήν κάλυπτε ὁλόκληρη ἤ ἡ περιοχή ἦταν ἕνα μέρος του. Πάντως καί ἡ ἱστορία ἐπιβεβαιώνει τήν πληροφορία τῆς Γραφῆς, διότι θεωρεῖ κοιτίδα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν περιοχή μεταξύ Τίγρη καί Εὐφράτη, τή λεγόμενη Μεσοποταμία.
γ. Αἰσθητός καί νοητός
῾Ο παράδεισος πρόσφερε στόν ἄνθρωπο ἕνα τέλειο φυσικό περιβάλλον. ᾿Εκεῖ ὅλες οἱ αἰσθήσεις χόρταιναν καί ἱκανοποιοῦνταν στόν τέλειο βαθμό. ᾿Αλλά ἡ ἀπόλαυση τῶν πρωτοπλάστων δέν ἦταν μόνο ὑλική καί σωματική.
῏Ηταν συγχρόνως καί πνευματική. ᾿Ενῶ τό σῶμα τους τερπόταν ἀπό τά ὑπέροχα θεάματα, τούς ἐξαίσιους ἤχους, τούς γλυκύτατους καρπούς κτλ., ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος εὐφραινόταν στή συντροφιά τοῦ Θεοῦ, στήν ἀνεμπόδιστη καί συνεχῆ ἐπικοινωνία μαζί του.
῏Ηταν, λοιπόν, ὁ πρῶτος παράδεισος διπλός στή φύση του· αἰσθητός καί νοητός, ὑλικός καί πνευματικός.
Μετά τήν πτώση, τήν πνευματική ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου καί τή διακοπή τῆς ἀμέσου ἐπικοινωνίας του μέ τόν Θεό, ἀκολούθησε ἡ τοπική ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν ᾿Εδέμ. ᾿Αφοῦ ἀθέτησε τήν πνευματική προσφορά τοῦ παραδείσου, ἔχασε καί τή φυσική του ἀπόλαυση. Τώρα πλέον ὁ «παράδεισος τῆς τρυφῆς» (Γέ 2,15· 3,23. 24) ἔμεινε ἀκατοίκητος.
῎Εχασε τόν εἰδικό προορισμό του καί γι’ αὐτό ἐξομοιώθηκε μέ τήν ὑπόλοιπη πλάση. Κι ὅπως ἐκείνη φέρει ἔκδηλα πάνω της τά σημάδια τῆς φθορᾶς, πού προκάλεσε ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀποστάτη ἀνθρώπου, ἔτσι καί ὁ παράδεισος ἔχασε τήν ὀμορφιά καί τή χάρη, μέ τήν ὁποία τόν εἶχε στολίσει ὁ Δημιουργός.
5. ΘΑ ΞΑΝΑΔΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ;
Εἶναι ἀδύνατο νά προσδιορίσουμε τόν τόπο τοῦ παραδείσου σήμερα. ᾿Αλλά ἄν ἡ ἀναζήτηση τοῦ τόπου αὐτοῦ εἶναι ἄσκοπη, δέν εἶναι ὅμως καί μάταιη ἡ ἐπιθυμία γι’ αὐτόν.
Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Γραφῆς καί τῶν πατέρων, τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας θά ὁλοκληρωθεῖ μέ τήν ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στό ἀρχαῖο κάλλος καί τήν ἐπάνοδό του στόν παράδεισο.
Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά περιμένουμε πώς θά ἐμφανισθεῖ καί πάλι στή γῆ ὁ κῆπος ᾿Εδέμ μ’ ἐκείνη τήν πρώτη του μορφή. Μία τέτοια προσδοκία κινδυνεύει νά μᾶς ὑποδουλώσει σέ αἱρετικές δοξασίες, ὅπως π.χ. οἱ κακοδοξίες τῶν χιλιαστῶν καί τῶν μωαμεθανῶν, πού φαντάζονται τόν παράδεισο ὡς ἐπίγεια ἀπόλαυση.
᾿Αποφθεγματική ἡ γνώμη τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ἐκφράζει τήν ὀρθόδοξη πίστη μας· ῾Ο Θεός κρύβει ἀπό τούς ἀνθρώπους κάθε δρόμο γιά τόν παράδεισο, γιά νά μή γίνει αὐτός κτῆμα τῶν πλουσίων.
Διότι μόνο ἐκεῖνοι πού διαθέτουν χρῆμα θά μποροῦσαν νά φθάσουν σ’ αὐτόν. ῎Αφησε μόνο ἕνα δρόμο· ἐκεῖνον τῆς ἀρετῆς. Μ’ αὐτό τό δρόμο ὄχι μόνο βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τόν παράδεισο ἀλλά καί μπαίνει σ’ αὐτόν κι ἀπολαμβάνει τά ἀγαθά του. Ποιός ὅμως εἶναι αὐτός ὁ παράδεισος;
α. Νέος παράδεισος στή γῆ
Κυκλοφοροῦν μερικές διηγήσεις πού μιλοῦν γιά κάποιον παράδεισο κρυμμένο σέ ἕνα ἄγνωστο καί ἄβατο μέρος τῆς γῆς. ᾿Εκεῖ, λένε, ζῆ ὁ ᾿Ηλίας καί θά τόν δοῦμε, ὅταν μιά μέρα θά κατορθώσουμε νά βροῦμε αὐτόν τόν τόπο καί νά τόν περπατήσουμε.
Πρόκειται γιά ἀπόκρυφες διηγήσεις καί φαντασιώσεις, πού μόνο ἀρρωστημένα πνεύματα μποροῦν νά ἱκανοποιοῦν. Σήμερα ὅλη ἡ γῆ εἶναι ἐξερευνημένη καί τοπογραφημένη σπιθαμή πρός σπιθαμή. Δέν ὑπάρχει κρυφός τόπος, πού κάποτε θά ἀνακαλυφθεῖ.
῾Ο νέος παράδεισος γιά τόν ὁποῖο μιλᾶ ἡ ἁγία Γραφή εἶναι βέβαια κι αὐτός ἐπίγειος, δέν περιορίζεται ὅμως σ’ ἕναν τόπο, ἀλλά ἀγκαλιάζει ὅλη τή γῆ. Εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο παράδεισος στήν παροῦσα κατάσταση ζωῆς δέν ἀνακαλύπτεται· ἀποκαλύπτεται ἀπό τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό σέ ὅλους ἐκείνους πού τόν δέχθηκαν, συμφιλιώθηκαν μέ τόν Θεό καί ἀποτέλεσαν ἔτσι τή νέα οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, τήν καινή κτίση. Προσφέρεται στά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας.
Στήν ᾿Εκκλησία οἱ πιστοί:
* Χαίρονται τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τήν υἱοθεσία, τήν ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα.
* Βλέπουν κι ἀκοῦν τόν Θεό διά τῆς πίστεως.
* Γίνονται «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β´ Πέ 1,4) μέ τά μυστήρια.
῞Ολα αὐτά ἀπαρτίζουν τήν πρώτη γεύση τοῦ παραδείσου ἐδῶ στή γῆ.
β. ῾Η συνέχεια στόν οὐρανό
Μέ τό θάνατο ὁ πιστός περνᾶ ἀπό τόν ἐπίγειο παράδεισο τῆς στρατευομένης ᾿Εκκλησίας στόν ἐπουράνιο. ᾿Εκεῖ, στή θριαμβεύουσα ᾿Εκκλησία, ζῆ καί χαίρεται ἡ ψυχή του τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀπολαμβάνει τήν τέλεια μακαριότητα. ᾿
Αλλά δέν σταματᾶ ἐδῶ ἡ παραδείσια μακαριότητα. ᾿Επειδή ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχή καί σῶμα, ὁ Κύριος προνόησε καί προγραμμάτισε νά ἱκανοποιήσει καί τό σῶμα μαζί μέ τήν ψυχή στήν τελική μορφή τοῦ παραδείσου, ἡ ὁποία θά ἀποκαλυφθεῖ κατά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ὅταν θά γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἡ κρίση καί τό τέλος τοῦ κόσμου.
Τότε «αὐτός ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καί ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ καί οἱ νεκροί ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον· ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σύν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α´ Θε 4,16-17).
Θά ἀναστηθοῦν τά σώματα τῶν νεκρῶν, ἐνῶ τά σώματα τῶν ζωντανῶν θά ἀφθαρτοποιηθοῦν καί θά μποῦν στή νέα κατάσταση ζωῆς. Θά εἶναι δηλαδή ὅπως ἦταν τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ καί θά ζοῦμε ὅλοι «σύν Κυρίῳ».
Τά χαρακτηριστικά αὐτῆς τῆς «σύν Κυρίῳ» ζωῆς εἶναι ἡ ἀφθαρσία καί ἡ αἰωνιότητα. ῞Οπως τά σώματα θά ἀφθαρτοποιηθοῦν, ἔτσι καί ἡ κτίση ὅλη θά ὑποστεῖ μία ἀλλοίωση, ἕνα μετασχηματισμό ἀνάλογο μέ τή νέα κατάσταση ζωῆς. Τώρα ἡ κτίση συστενάζει μαζί μέ τόν ἄνθρωπο, διότι ἔχει ὑποταχθεῖ στή ματαιότητα (βλ. Ρω 8,22).
Τότε θά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς. Τό σημερινό σύμπαν θά καταστραφεῖ (βλ. Β´ Πέ 3,7-10) καί τή θέση του θά πάρει ἡ νέα κτίση· «καινούς δέ οὐρανούς καί γῆν καινήν κατά τό ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν, ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β´ Πέ 3,13).
Σ’ αὐτή τή νέα κατάσταση πραγμάτων, ἄφθαρτοι ἐμεῖς μέσα στό ἀφθαρτοποιημένο σύμπαν θά ζήσουμε ἀπόλυτα τήν ἐμπειρία τοῦ παραδείσου.
(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ κ. Στεργίου Σάκκου «Παράδεισος καί Κόλαση»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου