13 Μαρ 2024

Φανάρι; Κρήτη; Αὐστραλία;

 

Φανάρι; Κρήτη; Αὐστραλία;

Τοῦ κ. Δημητρίου Λαμπροπούλου, Θεολόγου

Ἂν ὑπῆρχε βραβεῖον προπαγάνδας, τότε ἡ ἀκόλουθος φράσις θὰ ἐλάμβανε ἀδιαμφισβήτητα τὸ πρῶτον:

«Ποιὸς μπορεῖ ἀλήθεια νὰ ἀμφισβητήσει ὅτι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς Πατριαρχίας του φρόντισε, νὰ ἀναδείξει σὲ πρωταγωνιστὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τὴ Σύνοδο καὶ σὲ ἐπίπεδο τοπικὸ στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ καὶ σὲ οἰκουμενικό».

Δὲν ἔχει ἀπολύτως οὐδεμίαν σημασίαν ποῖος τὴν διετύπωσεν, ἀλλὰ ὅτι ἐκφράζει μίαν εὐρέως διαδεδομένην ἀναληθῆ ρητορικήν, ἡ ὁποία συσκοτίζει παρὰ διαφωτίζει τὴν πραγματικὴν κατάστασιν. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἐπεδίωξε καὶ ἐπέτυχε, τόσον τὴν σύγκλησιν τῶν Προκαθημένων, ὅσον καὶ τὴν συνέλευσιν τῶν Ἐπισκόπων τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως. Ὅμως, αὐτὸ εἶναι τὸ ἥμισυ τῆς ἀληθείας καὶ ὡς προσφάτως ὑπέδειξεν εἰς Μητροπολίτην τὸ ἥμισυ τῆς ἀληθείας εἶναι χειρότερον ἀπὸ τὸ ψεῦδος, διότι ἐκτὸς ἀπὸ ἀναληθὲς εἶναι καὶ παραπλανητικόν. Ἡ πᾶσα ἀλήθεια λοιπὸν εἶναι: α) παραλλήλως πρὸς τὰς συνάξεις αὐτὰς ἐξεκολάπτετο τὸ «αὐγὸν τῆς ἐχίδνης», καθὼς εὐδοκίᾳ τοῦ «π. Βαρθολομαίου» (ὡς λίαν εὐστόχως προσηγορεύει αὐτὸν ὁ ἀειθαλὴς ἀκρέμων τῶν πατερικῶν λογίων π. Ἰωάννης Διώτης) ἐκαλλιεργεῖτο ἡ θεωρία τοῦ παπικοῦ «πρωτείου τῆς ἀνατολῆς» (Περγάμου Ἰωάννης, Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρος, Κρήνης Κύριλλος κ.ἄ.), β) αἱ συνάξεις αὖται εἶχον, ὡς ἐφάνη ἐκ τῶν ὑστέρων, διττὸν σκοπόν: ἀφ’ ἑνὸς νὰ προβληθῆ ὁ Κων/λεως ὡς ἐν τοῖς πράγμασιν «Οἰκουμενικός», ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς «κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας» καὶ οὐχὶ ψιλῷ τῷ τίτλῳ, ἀφ’ ἑτέρου νὰ ὑποβαθμισθοῦν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι π.χ. συγκαλεῖ Ἱεραρχίαν ἀνὰ τριετίαν –ἀθετῶν τοὺς Ἱ. Κανόνας- ἀφαιρῶν τὸ μεῖζον δικαίωμα ψήφου εἰς τοὺς ΣΥΝΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ του. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ἀναμενόμενον ὅτι τὸ καράβι μὲ τὸ ὄνομα «Σύνοδος Κολυμβαρίου» θὰ κατέληγεν αὔτανδρον εἰς τὸν βυθόν, καθὼς ἐφηρμόσθησαν κατ’ ἀναλογίαν αἱ παρατεθεῖσαι ἀρχαί.

Αὐτὰ συνοπτικῶς μὲν ἔπραξεν εἰς οἰκουμενικὸν ἐπίπεδον, ἀλλὰ δὲν ἦσαν ὀλιγώτερον διαστρεβλωτικὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος ὅσα ἐνήργησε καὶ ἐντὸς τῆς δικαιοδοσίας του. Καθιέρωσεν ἡ μικρὰ Σύνοδος νὰ περιλαμβάνη καὶ μέλη ἐκτὸς τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Τουρκίας, κάτι τὸ ὁποῖον ἐφάνη δίκαιον, ἀλλὰ καὶ πάλιν αὐτὸ εἶναι τὸ ἥμισυ τῆς ἀληθείας. Δὲν ἀρκεῖ ἡ συμμετοχή, ἀλλὰ σπουδαιότεραι εἶναι αἱ προϋποθέσεις αὐτῆς. Ἀρχιερεὺς ἐνεπιστεύθη εἰς τὸν γράφοντα ὅτι, ὅταν ἐτόλμησε νὰ προτείνη εἰς τὸν Πατριάρχην μικρὰν ἁπλοποίησιν τῆς διαδικασίας συνεδριάσεως πρὸς διευκόλυνσιν ὅλων, τοῦ ἐπέδειξεν τὴν θύραν ἐξόδου. Αὐτὸ εἶναι ἐπουσιῶδες, ἀλλ’ ἐνδεικτικὸν δι’ ὅσα συμβαίνουν: οἱ μετέχοντες ἐπιλέγονται ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὸν Πατριάρχην, δὲν τηρεῖται καμία σειρὰ ἔστω ἀπὸ τὸ «Συνταγμάτιον», ἄλλοι δὲν προσκαλοῦνται ἢ προσ­καλοῦνται σπανίως καὶ ἕτεροι διατελοῦν συνοδικοὶ τρεῖς συνεχομένας περιόδους, ἡ διάρκεια εἶναι μόνον ἑξαμηνιαία, ὥστε νὰ ἐναλλάσσωνται διαρκῶς, ἐνίοτε γίνεται καὶ μετάθεσις τῆς ἕδρας τῆς συνεδριάσεως (κατὰ τὰ ἄλλα ἐλοιδόρουν διὰ τοῦτο τὸν Μόσχας…), ἡ Σύνοδος λειτουργεῖ «παρανόμως» καὶ ὡς ἐκκλησιαστικὸν δικαστήριον, Ἱεράρχαι καθαιροῦνται ἢ τίθενται εἰς ἀργίαν ἢ μετατίθενται κατὰ τὸ δοκοῦν, ὄχι μόνον τῶν Ἱ. Κανόνων παραβιαζομένων, ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ τούτου τοῦ δικαιώματος ὑπερασπίσεως ἑαυτῶν ἀποστερηθέντων, Ἱεράρχαι μετέχουν εἰς δύο Συνόδους(!), εἰς τὴν Σύνοδον μετέρχονται ἀντικανονικῶς «σύμψηφα», ἐκλογαὶ Ἐπισκόπων γίνονται ἀπὸ τὴν πέριξ τοῦ Πατριάρχου Σύνοδον καὶ οὐχὶ ἀπὸ τὴν ὁλομέλειαν τῆς Ἱεραρχίας… καὶ ἄλλα «ὧν οὐκ ἔστι ἀριθμός»!

Ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ εἶναι πλέον γραφικόν, διὰ νὰ ὁμιλῆ κανεὶς περὶ συνοδικότητος εἰς τὸ Φανάρι. Ὅλαι αἱ Ἐκκλησίαι ἔχουν τὰ προβλήματά τους πραγματώνουσαι τὴν συνοδικότητα, ἀλλὰ εἰς τὸ Φανάρι δὲν ὑφίσταται καθόλου συνοδικότης, διότι ὅσον καὶ ἂν παραβαίνουν αἱ Ἐκκλησία τοὺς Ἱ. Κανόνας δεσμεύονται ἔστω ἀπὸ τοὺς ἑκασταχοῦ Καταστατικοὺς Χάρτας, ἐνῶ εἰς τὸ Φανάρι συμβαίνουν ὅλα τὰ ἀνωτέρω, τὰ ὁποῖα δὲν συμβαίνουν οὐδαμοῦ, ὅλα ταυτοχρόνως. Εἶναι ἀνεξέλεγκτον! Ἂν ἡ Ἐκκλησία ἐτήρει τοὺς νόμους, τότε καὶ τὰ κράτη θὰ ἦσαν διαφορετικά.

Ἡ πρόσφατος ἐπιδρομὴ κατὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος

Τὴν 26ην καὶ 27ην ἡ ἀντισύνοδος (διότι δὲν εἶναι Σύνοδος σύμφωνος μὲ τοὺς Ἱ. Κανόνας, ἀλλὰ ἀνατροπὴ τῆς ἐννοίας τῆς Συνόδου) τοῦ Φαναρίου ἔλαβε τρεῖς ἀποφάσεις, αἱ ὁποῖαι διέλαθον τῆς προσοχῆς ὅλων εἴτε ἀπὸ συνήθειαν εἴτε ἕνεκα τῶν ζητημάτων τῆς ἐπικαιρότητος.

Μία ἀπόφασις ἀφεώρα εἰς τὴν «ἀποφυλάκισιν» ἐκ τῶν Ἱ. Μονῶν, ὅπου εἶχον τεθῆ ὑπὸ περιορισμὸν τῶν Ἐπισκόπων Εὐμενείας κ. Εἰρηναίου καὶ Δορυλαίου κ. Δαμασκηνοῦ. Δὲν θὰ ἀσχοληθῶμεν οὔτε μὲ τὴν ἀνάμειξιν εἰς τὰ ἐσωτερικά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης οὔτε μὲ τὸν τρόπον ἐπιβολῆς καὶ ἄρσεως ἐκκλησιαστικῆς ποινῆς οὔτε κἄν μὲ τὸ ἂν ἦσαν δίκαιαι αὐταὶ αἱ ποιναί. Τὸ θεμελιῶδες ἐρώτημα εἶναι: τί εἴδους Ἐπίσκοποι εἶναι, δηλ. ποῦ τελικῶς ἀνήκουν; Ἂν εἶναι «βοηθοὶ» τοῦ Κων/λεως, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εὑρίσκωνται 800 χλμ. μακριά. Ἂν εἶναι «βοηθοὶ» Ἱεραρχῶν τῆς Κρήτης, τότε δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ λαμβάνουν ἐντολὰς ἀπὸ ἕνα διοικητήριον 800 χλμ. μακριά. Δὲν πρόκειται περὶ ὑποτιμήσεως, τόσον τῶν «βοηθῶν» Ἐπισκόπων, ὅσον καὶ τῶν Μητροπολιτῶν τῆς Κρήτης;

Ἑτέρα ἀπόφασις ἀφεώρα εἰς ἀποκατάστασιν τῆς ἱερωσύνης τοῦ Alexey Uminskiy, καθηρημένου τελεσιδίκως ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας. Δὲν εἶναι ἀπαραίτητον νὰ ἐμβαθύνη κανεὶς εἰς τὰς νεοφανεῖς θεωρίας περὶ ἐκκλήτου, αἱ ὁποῖαι ἔχουν διαστρεβλώσει πλήρως τὸ νόημα, τὸ ὁποῖον εἶχε κατὰ τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους. Οὔτε κἄν ἡ καθαίρεσις ἦτο δικαία. Ἀρκεῖ τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Μὲ ποῖα κριτήρια ἡ σύμφυτος μὲ τὴν Ἀρχιερωσύνην δικαστικὴ ἐξουσία τῶν Ἐπισκόπων μιᾶς ἄλλης Ἐκκλησίας (ἐν προκειμένῳ τῆς Ρωσίας, ἀλλὰ θὰ ἠδύνατο νὰ εἶναι οἱαδήποτε) τίθεται εἰς ἀμφισβήτησιν χωρὶς κἄν νὰ ἔχουν εἰς τὸ Φανάρι τοὺς φακέλους τῆς δικογραφίας; Δὲν πρόκειται περὶ ὑποβιβασμοῦ, τόσον τῶν Ἐπισκόπων-κριτῶν τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας, ὅσον καὶ τῆς ποιότητος τῆς Συνόδου καὶ τῶν μελῶν αὐτῆς τοῦ Φαναρίου;

Ποῦ ὁδεύει ἡ Ἐκκλησία τῆς Αὐστραλίας;

Ἡ πλέον σημαντικὴ ἐκ τῶν ἀποφάσεων ἦτο αὐτὴ περὶ τῆς νέας ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως εἰς Αὐστραλίαν, καθὼς τὸ διακύβευμα ἀφορᾶ περισσοτέρους πιστούς, ἀλλὰ καὶ εἰς βάθος τὸ ζήτημα τῆς Ἐπισκοπικῆς βαθμίδος.

Κατέστη, λοιπόν, γνωστὸν ὅτι «ἡ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Αὐστραλίας διοικεῖται ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἐπὶ τῇ βάσει Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, προεδρευομένης ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ ἐχούσης μέλη τοὺς βοηθοὺς Ἐπισκόπους αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι μετονομάζονται εἰς «χωρεπισκόπους»…».

Θὰ ἀρκεσθῶμεν προσωρινῶς εἰς τὸ νὰ ἐκθέσωμεν μόνον ὅσα γράφει ὁ μακαριστὸς κοινὸς διδάσκαλος τῆς ἐπιστήμης τῆς θεολογίας Ἀρχιμ. Βασίλειος Στεφανίδης εἰς τὸ βιβλίον του «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία», σ. 98:

«Ἐνίοτε ὅμως σπουδαιότεραι τινὲς κοινότητες τῆς ὑπαίθρου χώρας ἀπέκτων ἰδιαιτέρους ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ὠνομάζοντο «χωρεπίσκοποι» ἢ «ἐπίσκοποι τῶν ἀγρῶν». Οὗτοι, ὁσάκις μάλιστα εἶχον ἐγκαταστῆ ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου τῆς πόλεως, ἤρχοντο εἰς ἐξάρτησίν τινα ἐξ αὐτοῦ. Ἡ σχετικὴ αὔτη ἐξάρτησις προυκάλει ἀντίδρασιν ἑκατέρωθεν. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως ἤθελε νὰ αὐξήση τὴν ἐξάρτησιν, οἱ χωρεπίσκοποι ἤθελον νὰ αὐξήσωσι τὴν ἀνεξαρτησίαν. Ἐκ τούτου προέκυπτον ἔριδες. Ὅπως ἄλλοτε προέκυψαν ἔριδες μεταξὺ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων, οὕτω τώρα μεταξὺ χωρεπισκόπων καὶ ἐπισκόπων. Ἀλλ’ ὁ θεσμὸς τῶν χωρεπισκόπων δὲν ἦτο τόσον θεμελιώδης καὶ ἀπαραίτητος, ὅπως ὁ τῶν πρεσβυτέρων, διὰ τοῦτο ἀπεφασίσθη ριζικὴ θεραπεία. Ἡ καταπολέμησις αὐτοῦ ἄρχεται βαθμηδὸν ἐντὸς τῆς γ΄ ἑκατονταετηρίδος. Αἱ σύνοδοι Ἀγκύρας καὶ Ἀντιοχείας ἀπηγόρευσαν εἰς τοὺς χωρεπισκόπους νὰ χειροτονῶσι πρεσβυτέρους καὶ διακόνους. Αἱ σύνοδοι Σαρδικῆς καὶ Λαοδικείας ἀμφότεραι τῶν μέσων τῆς δ΄ ἑκατονταετηρίδος, ἀπηγόρευσαν εἰς τὸ ἑξῆς τὴν ἐγκατάστασιν χωρεπισκόπων. Ὁ κανὼν τῆς Σαρδικῆς προσέθεσεν, «ἵνα μὴ κατευτελίζηται τὸ τοῦ ἐπισκόπου ὄνομα», ὁ δὲ Λαοδικείας ἀνέχεται τοὺς ἤδη ὑπάρχοντας χωρεπισκόπους, ὑπὸ τὸν ὅρον, «μηδὲν πράττειν ἄνευ τῆς γνώμης τοῦ ἐπισκόπου τοῦ ἐν τῇ πόλει». Οἱ χωρεπίσκοποι βαθμηδὸν ἐξέλιπον, ἀντικατασταθέντες ὑπὸ πρεσβυτέρων, οἱ ὁποῖοι ἐνίοτε ἔφερον τὸ ὄνομα χωρεπίσκοποι (πρβλ. πρακτικὰ Δ΄ καὶ Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου)».

Ἀφ’ ἑνός: κάτι τὸ ὁποῖον ἐδοκιμάσθη διὰ ἑκατονταετίας καὶ ἀπερρίφθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ποῖα κριτήρια τώρα ἀναβιώνει; Μὲ ποῖα ἐχέγγυα ἀμφισβητεῖται ἡ σοφία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως; Μήπως οἱ ἐν Φαναρίῳ ἀποφασίζοντες εἶναι ὑπεράνω Οἰκουμενικῶν ἢ Οἰκουμενικοῦ κύρους Συνόδων;

Ἀφ’ ἑτέρου: ἡ πορεία τῶν χωρεπισκόπων εἶναι προδιαγεγραμμένη, καθὼς δεικνύει ἀψευδῶς ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία: εἴτε συγκρούονται δεινῶς μὲ τὸν ἐπίσκοπον τῆς πόλεως εἴτε ὑποβιβάζονται εἰς κατώτερον ἐπίπεδον ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, ὄχι μόνον ἕνεκα τῆς ἀπολύτου ἐξαρτήσεως καὶ ὑποταγῆς εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς πόλεως, ἀλλὰ ἐπιπλέον ἐπειδὴ εἶναι ὀλιγώτερον χρήσιμοι ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, διὰ τοῦτο καὶ ἀντικατεστάθησαν ὑπ’ αὐτῶν. Ἀπευχόμεθα, ἀλλὰ φοβούμεθα, μήπως τὰ ὅμοια συμβοῦν ἐν Αὐστραλίᾳ, ἐκτὸς ἐάν…

Θὰ ἐπανέλθωμεν, διότι τὸ μεῖζον σήμερα εἶναι ἡ ὀρθὴ νοηματοδότησις τῆς ἐπισκοπικῆς βαθμίδος.

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου