4 Ιουλ 2024

Μιχαὴλ Χωνιάτης: Ἕνας ἀγωνιστὴς ποιμένας

Μιχαὴλ Χωνιάτης: Ἕνας ἀγωνιστὴς ποιμένας

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος

Τὴν 4η Ἰουλίου τιμάει ἡ Ἐκκλησία μας ἕνα σεβαστό της τέκνο καὶ μεγάλο ποιμένα, τὸν Μιχαὴλ Χωνιάτη, Μητροπολίτη Ἀθηνῶν, ὁ δὲ ὑμνογράφος γεραίρει τῆς «Ἀτθίδος τὸ καύχημα», «Ἀθηναίων ἀρωγόν» καὶ «φρουρὸν θεόπνουν».

Ἀληθινὰ μεγάλος ὑπῆρξε αὐτὸς ὁ ποιμήν, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τὸ 1140 στὶς Χώνες ἤ Κολοσσὲς τῆς Μ. Ἀσίας, γνωστὲς ἀπὸ τὸ θαῦμα, τὸ ἐν Χώναις, τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Ἀπὸ τὴν μικρή του πατρίδα ὁ Ἅγιος μετέβη, ὅπως καὶ ὁ ἀδελφός του Νικήτας, στὴν Βασιλεύουσα Πόλη γιὰ εὐρύτερες σπουδές.

Σημαντικὴ γιὰ τὴν μελλοντική του πορεία ὑπῆρξε ἡ γνωριμία του μὲ τὸν Εὐστάθιο, μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης καὶ γνωστὸ ὁμηριστή, ὁ ὁποῖος τοῦ μετέδωσε τὴν ἀγάπη του τόσο γιὰ τὰ κλασικὰ γράμματα ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἄνωθεν σοφία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μιχαὴλ προώδευσε καὶ στὰ δύο, ὥστε, ὅταν χήρευσε ὁ θρόνος τῆς Μητροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ἐκεῖνον προέκριναν ὅλοι ὡς τὸν πλέον κατάλληλο γιὰ τὴν θέση αὐτήν, διότι ξεχώριζε γιὰ τὴν σοφία καὶ γιὰ τὴν σύνεσή του.

Ὡς φῶς ἀνέτειλε ὁ Μιχαὴλ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἀπαιδευσίας καὶ τῆς παρακμῆς ποὺ βασίλευε στὴν ἄλλοτε ξακουστὴ πόλη τῶν Ἀθηνῶν. Ἀναφέρεται χαρακτηριστικὰ ὅτι, ὅταν μετέβαινε ἀπὸ τὸν Πειραιά, ὅπου ἀφίχθη, στὴν μητροπολιτική του ἕδρα, στὴν Ἀκρόπολη, ἔνοιωσε τὴν πρώτη ἀπογοήτευση καὶ μεγάλο συγκλονισμὸ στὴν ψυχή του, καθὼς ἀντίκρυζε, ἀντὶ γιὰ τὴν πόλη τῶν ὀνείρων του, ἕνα μισοερειπωμένο καὶ σχεδὸν ἐγκαταλελειμμένο «χωρίον».

Πράγματι, ἡ Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς του δὲν ἦταν τίποτε περισσότερο ἀπὸ μιὰ ἐπαρχιακὴ πόλη ποὺ ἔπασχε ἀπὸ πολλὰ δεινά, κυρίως ὅμως ἀπὸ τὶς λεηλασίες καὶ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν πειρατῶν, τὶς αὐθαιρεσίες τῶν ἑκάστοτε διοικητῶν καὶ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν ἐπίδοξων ἡγεμονίσκων. Κοντὰ σ’ αὐτὰ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσῃ κανεὶς καὶ τὸ φτωχὸ πνευματικὸ καὶ μορφωτικὸ ἐπίπεδο κλήρου καὶ λαοῦ.

Ἔτσι, οἱ φόβοι τοῦ σεβαστοῦ ποιμένος, ὅπως ἐκδηλώθηκαν κατ’ ἀρχὰς στὸν «Ἐσβατήριο» (ἐνθρονιστήριο) λόγο του, δὲν ἄργησαν νὰ ἐπιβεβαιωθοῦν: ἡ πόλη τὸ ὄνομα μόνον διέθετε «θρυλούμενον» καὶ κάποια «ἐναργῆ γνωρίσματα», τὰ παλαιά της μνημεῖα. Κατὰ τ’ ἄλλα ἐὰν τὸ νεώτερο αὐτὸ γένος τῶν Ἀθηναίων συνδεόταν μὲ «τὴν χρυσῆ ἐκείνη σειρά» τῶν παλαιῶν ἐνδόξων προγόνων, ἐὰν ἀντλοῦσε «ἀθόλωτο τὸ ῥεῦμα τῆς διαδοχῆς ἀπὸ τὴν πηγή ἐκείνη», ἐάν ἀναδεικνύονταν οἱ νεώτεροι «οὐκ ἀνάξιοι πτόρθοι (=γόνοι) τοιαύτης ῥίζης … πολῖται ἰθαγενεῖς τῆς ἀρίστης πατρίδος», αὐτὸ ἔμελλε, λέει ὁ Χωνιάτης, νὰ τὸ διατρανώσῃ ὁ χρόνος.

Σύντομα, ὅμως, ὅπως εἴπαμε, διεπίστωσε ὁ σώφρων καὶ λογιώτατος αὐτὸς ποιμὴν ὅτι «ὁ χρόνος ἴσχυσεν τοσοῦτον ὡς (=ὥστε) τὸ εὐγενὲς τῶν σπουδαίων προγόνων παρακεχαράχθαι τοῖς ἐπιγόνοις καὶ διεφθάρθαι ἢ κίβδηλον ἄλλως ἠχεῖν»! Θλιβερή διαπίστωση γιὰ ἕναν λάτρη τοῦ κλασικοῦ παρελθόντος τῶν Ἀθηνῶν. Τραγικὴ ὁμολογία γιὰ ἕναν νέο ἄρχοντα, ποὺ μόλις ἀναλαμβάνει τὰ καθήκοντά του. Ἀλλὰ κυρίως μεγάλος ὁ πόνος καὶ ἡ πικρία του γιὰ τὴν πτώση μιᾶς τέτοιας πόλεως.

Σ’ ἕνα περίφημο ποίημά του θρηνεῖ ὁ μεγαλόπνοος πατήρ, ὁ ἐραστὴς τῶν Ἀθηνῶν, γιὰ τὸ τωρινὸ κατάντημα τῆς ἀγαπημένης του πόλεως:  «Οἰκῶν Ἀθήνας οὐκ Ἀθήνας που βλέπω», ὁμολογεῖ καὶ συνεχίζει: «Ποῦ νῦν τὰ σεμνά, τλημονεστάτη (=δυστυχεστάτη) πόλις; Ὡς φροῦδα πάντα καὶ κατάλληλα μύθοις…ὄλωλε σύμπαν τῶν Ἀθηνῶν τὸ κλέος», καταλήγει μὲ πικρία ἡ «θρηνητικὴ τρυγόνα», ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ὁ ἀείμνηστος Φώτης Κόντογλου. 

Ὅλα τὸν θλίβουν, τὸν εὐαίσθητο καὶ φιλάγαθο ποιμένα. Ἀκόμη καὶ τὸ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸ ποίμνιό του στὴν ἀγαπημένη του ἀττικίζουσα γλῶσσα. Ἡ «γλῶσσα» ποὺ μιλοῦν οἱ σύγχρονοί του Ἀθηναῖοι τοῦ μοιάζει βάρβαρη καὶ ὁ ἴδιος νοιώθει ὅτι, ὅσο παραμένει ἐκεῖ, κινδυνεύει νὰ «βαρβαρωθῆ». Ἡ περίπτωση τοῦ λογιωτάτου Χωνιάτη μοῦ θυμίζει τὸ «ἀνέκδοτο» μὲ τὸν Εὐρωπαῖο ἀρχαιομαθῆ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔχει ἐντρυφύσει στὴν ἀρχαία ἑλληνική, φτάνοντας στὴν Ἀθήνα, ἀπευθύνεται στὸν φύλακα τοῦ Μουσείου τῆς Ἀκροπόλεως, λέγοντας: «ἔξεστι μοι εἰσιέναι;» (= μπορῶ νὰ εἰσέλθω), γιὰ νὰ τοῦ ἀπαντήσῃ ἐκεῖνος ὁ ἄξεστος: «Δὲν γνωρίζω ἀγγλικά». Ἔτσι καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χωνιάτη δὲν γνώριζαν … ἀγγλικά!

Τί νὰ πῆ κανεὶς δὲ γιὰ τὴν ἐπικοινωνία ποὺ εἶχε ὁ Χωνιάτης μὲ πολλοὺς ἐπίσης ἄγευστους παιδείας κληρικοὺς τῆς Μητροπόλεώς του, ποὺ ὄχι μόνον κατεῖχαν ἀναξίως τὴν θέση των ἀλλὰ καὶ δυσανασχετοῦσαν καὶ ἐξεγείροντο ὅταν ἔθιγε τὰ προνόμιά των. Ἀλλὰ μήπως τὸ ἴδιο θράσος δεν ἔχουν πάντοτε οἱ ἀναξιοκρατοῦντες;

Ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, θὰ μποροῦσε κάποιος στὴν θέση του εἴτε νὰ παραιτηθῆ εἴτε νὰ συνεργαστῆ μὲ τὴν ἐκάστοτε ἐξουσία πρὸς ἴδιον ὄφελος.  Ὁ συνετὸς ὅμως καὶ φιλεύσπαγχνος πατὴρ δὲν ἔκανε τίποτε ἀπὸ αὐτά, διότι πονοῦσε καὶ συνέπασχε μὲ ὅσους κακοπάθαιναν ἀναξίως. Γι’ αὐτὸ δὲν ἐφείδετο οὔτε χρόνου, οὔτε κόπου, οὔτε χρημάτων, προκειμένου νὰ ἀνακουφίσῃ τοὺς πονεμένους ἀδελφούς του. Σώζεται, μάλιστα, πλῆθος ἐπιστολῶν τοῦ ταπεινοῦ καὶ ἀγωνιστοῦ Μητροπολίτου πρὸς ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πολιτικοὺς ἄρχοντες, ἀκόμη καὶ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Γ’ Ἄγγελο-Κομνηνό, ὥστε νὰ τοὺς εὐαισθητοποιήσῃ καὶ νὰ ἐνδιαφερθοῦν γιὰ τὰ προβλήματα τῆς μικρῆς του πόλεως.

Ἡ μεγαλοψυχία τοῦ ἀγαθοῦ ποιμένος φαίνεται, μεταξὺ ἄλλων, στὴν περίπτωση τῆς ἐπιθέσεως ποὺ δέχθηκε ἡ πόλη ἀπὸ τὸν φιλόδοξο ἄρχοντα Λέοντα Σγουρό. Τότε, ὁ Μητροπολίτης καὶ μοναδικὸς ὑπερασπιστής της ὄχι μόνον δὲν ἐνέδωσε στὶς πιέσεις του γιὰ παράδοση τῆς πόλεως, ἀλλὰ ἀντιστάθηκε ὑποδειγματικὰ καὶ τὴν ἔσωσε τελικὰ ἀπὸ τὶς ἄνομες βλέψεις του.

Ἐξασθενημένη ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τοῦ Σγουροῦ ἡ πόλη παραδόθηκε τελικὰ στοὺς Φράγκους (1204), οἱ ὁποῖοι σεβάστηκαν τοὺς κατοίκους της, ὕστερα ἀπὸ συμφωνία ποὺ ἔκανε μαζί των ὁ Μητροπολίτης, ἐν τούτοις τὴν λεηλάτησαν ἀνηλεῶς, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὴν Βασιλεύουσα Πόλη, διότι, ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ Χωνιάτης, ἀγαποῦσαν τὸν χρυσὸ περισσότερο ἀπὸ τὸν Χριστό.  

Κάπως ἔτσι συνέχισε να ἀγωνίζεται μέχρι τὴν τελευταία του πνοή ὁ καλὸς ποιμένας, Μιχαήλ Χωνιάτης. Ἀντιστεκόμενος στὶς δυσκολίες καὶ ἀγωνιζόμενος «ἐν θλίψεσι, στενοχωρίαις καὶ ἀσθενείαις πολλαῖς» παρέδωσε τὸ εὐλογημένο του πνεῦμα στὸν Κύριο (1222), ἀπὸ τὸν ὁποῖον προσμένει καὶ ἐκεῖνος, ὅπως ὅλοι οἱ δικαίως ἀθλήσαντες, τὸν στέφανο τῆς δόξης.

Ὑπόδειγμα, λοιπόν, ἀγαθοῦ καὶ φιλόστοργος ποιμένος, ὁ ὁποῖος θύει τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων του καὶ δὲν τὰ ἐγκαταλείπει στὶς δυσκολίες, ἀναδείχθηκε ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν, Μιχαὴλ Χωνιάτης. Συγχρόνως δὲ ὑπῆρξε διδάσκαλος, καθοδηγητὴς καὶ κήρυκας τοῦ λόγου, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὶς σωζόμενες «κατηχήσεις» του. Ἀλλὰ καὶ κοινωνικὸς ἐργάτης καὶ ὑπερασπιστὴς τῶν ὑπὲρ τοῦ δικαίου ἀγώνων ἀναδείχθηκε, ἐξ ἴσου ἐπιτυχῶς, ὁ φιλόπονος καὶ στοργικὸς Πατήρ.

Ἐμεῖς δὲ οἱ σύγχρονοι Ἀθηναῖοι, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ πιστοί, ἂς τιμήσωμε δεόντως τὸν Ἅγιο Μιχαὴλ τὸν Χωνιάτη, προστρέχοντες ὄχι ἁπλῶς στὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης του ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μιμούμενοι τὸ ἀγωνιστικό του παράδειγμα καὶ δείχνοντας τὴν ἴδια μὲ αὐτὸν θυσιαστικὴ προσφορά, πρὸς χάριν τῶν πονεμένων ἀδελφῶν μας καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τελικὰ ἡμῶν τῶν ἰδίων.

«Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, Μιχαὴλ Χωνιάτη, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Σκέπει δέ, φρούρει τε καὶ φύλαττε τὴν περιώνυμόν σου πόλι ἀπὸ πάσης ἐχθρικῆς ἐπιβουλῆς καὶ παντοίας κακοδαιμονίας, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν. Γένοιτο!

Πηγές:

-Μπούσια Μ. Χαραλ., Ἀκολουθία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μιχαὴλ τοῦ Χωνιάτου, Μητροπολίτου Άθηνῶν, Ἱερά Μητρόπολις Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς, 2005

-Λάμπρου Π. Σπ., Μιχαήλ Ἀκομινάτου τοῦ Χωνιάτου τὰ σωζόμενα: Tὰ πλεῖστα ἐκδιδόμενα νῦν τὸ πρῶτον κατὰ τοὺς ἐν Φλωρεντίᾳ, Ὀξωνίῳ, Παρισίοις καὶ Βιέννῃ κώδικας, τ. Α΄ & Β’, ἐκ τοῦ τυπογραφείου Παρνασσοῦ, ἐν Ἀθήναις, 1879-1880.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου