17 Δεκ 2021

Ὁ σκοπὸς δὲν ἁγιάζει τὰ μέσα

 

Ὁ σκοπὸς δὲν ἁγιάζει τὰ μέσα

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

Στὴν Ἐκκλησία τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖται εἶναι κυρίως πνευματικὸ καὶ προϋποθέτει καθαρότητα στὶς προθέσεις, τὶς ἐνέργειες καὶ τοὺς σκοπούς. Διαφέρει κατὰ πολὺ ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ἔργα ποὺ στοχεύουν στὸν πλουτισμὸ καὶ τὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν, μὲ κορυφαῖο ἐκεῖνο τῆς φιλοδοξίας. Τὸ ποιμαντικὸ ἔργο δὲν χρησιμοποιεῖ μεθόδους καὶ μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν ἠθικὲς ἀρχὲς καὶ φόβο Θεοῦ. Ἀναπτύσσεται κάτω ἀπὸ προϋποθέσεις, τὶς ὁποῖες δὲν κατανοοῦν οἱ πολλοί, γιατί ἔρχονται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴ λογική τους. Ὡστόσο, δὲν συμβαίνει πάντα αὐτὸ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Συχνὰ παρατηροῦμε ἐπισκόπους καὶ ἁπλοῦς κληρικούς, ποὺ μιμοῦνται τοὺς κοσμικούς, χρησιμοποιώντας μάλιστα καὶ τὴν ἀπαράδεκτη μέθοδο «ὁ σκοπὸς ἁγιάζει τὰ μέσα». Ἀποκτοῦν καὶ φήμη ἀποτελεσματικῶν ἐργατῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποσποῦν τὸ χειροκρότημα τῶν ἀνυποψίαστων ἀνθρώπων! Γίνονται ἕνα μὲ τοὺς κοσμικοὺς καὶ συνεργάζονται γιὰ τὸ κοινὸ συμφέρον!

Ἂς μὴ χάσουμε ὅμως τὸν πνευματικό μας προσ­ανατολισμὸ καὶ ἂς θυμούμαστε τί ἔγραφε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ μαθητὴ του Τιμόθεο: « Εἴ τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται, καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ» (Α΄ Τιμ. γ΄1). Τὸ καλὸ ἔργο ποὺ ἐπιθυμεῖ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ γίνει ἐπίσκοπος προϋποθέτει νὰ εἶναι καὶ ὁ ἴδιο καλός. Μόνη της ἡ ἐπιθυμία δὲν ἔχει καμιὰ ἀξία καὶ καμιὰ ἀποτελεσματικότητα. Θὰ ἔλεγα ὅτι μᾶλλον εἶναι ἐπιζήμια καὶ καταστρεπτικὴ γιὰ τὸ ποίμνιο. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται ὅλες τὶς ἐποχές, ὅταν ἀναδεικνύονται στὸν γ΄ βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης φιλόδοξοι ἀρχιμανδρίτες, χωρὶς νὰ ἔχουν φόβο Θεοῦ καὶ πνευματικὴ ἐμπειρία. Ὁ Παῦλος ἀναφέρει ἐνδεικτικὰ μερικὲς ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ὁ Ἐπίσκοπος, οἱ ὁποῖες εἶναι συγχρόνως καὶ προυποθέσεις ἐπιτυχίας στὸ δύσκολο ἔργο ποὺ ἀναλαμβάνει. Ὁ ἐπίσκοπος λοιπὸν πρέπει νὰ εἶναι ἀκατηγόρητος, νηφάλιος, ἐγκρατής, κόσμιος, φιλόξενος, διδακτικός, νὰ μὴ εἶναι μέθυσος, νὰ μὴ βιαιοπραγεῖ, νὰ μὴ εἶναι αἰσχροκερδής, νὰ εἶναι γενικὰ ἐπιεικής, ξένος στὶς μάχες καὶ τὶς φιλοδοξίες καὶ ἀφιλάργυρος. Νὰ εἶναι ἐπίσης προσεκτικός στὴν προσωπική του ζωή, νὰ μὴ εἶναι ἄπειρος στὴν πίστη, γιὰ νὰ μὴ τὸ πάρει ἐπάνω του καὶ καταδικαστεῖ, ὅπως συνέβη στὸ διάβολο. Νὰ ἔχει καλὴ φήμη καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴ ἐξευτελιστεῖ καὶ πέσει ἔτσι στὴν παγίδα τοῦ διαβόλου (Α΄ Τιμ. γ΄ 2-7). Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ ὑπάρχουν πρὶν τὴν ἐκλογή του, γιὰ νὰ ἀποδεικνύουν τὴν κατὰ Θεὸν πνευματική του ὡριμότητα καὶ σταθερότητα.

Προφανῶς τὰ ὅσα ἀναφέραμε γιὰ τὸν ἐπίσκοπο ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸν ἱερέα. Δὲν δικαιολογεῖται ὁ ἱερέας νὰ εἶναι ἀπρόσεκτος καὶ νὰ ζεῖ κοσμικά, μὲ μειωμένο ζῆλο καὶ νὰ εἶναι αἰχμάλωτος ἁμαρτωλῶν παθῶν. Τὸ ἔργο τοῦ ἐπισκόπου καὶ τοῦ ἱερέα εἶναι σχεδὸν τὸ ἴδιο καὶ πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νὰ ἐνισχύει τὸν ἱερέα καὶ ὁ ἱερέας νὰ συμπαρίσταται στὸν ἐπίσκοπο. Μόνος του ὁ ἐπίσκοπος δὲν μπορεῖ νὰ πετύχει πολλά, ἂν δὲν ἔχει δίπλα του ἐνάρετους κληρικούς. Ὅπως καὶ οἱ ἐνάρετοι κληρικοὶ δὲν μποροῦν νὰ πετύχουν στὴ διακονία τους, ἂν δὲν ἔχουν καθοδηγὸ καὶ συμπαραστάτη τὸν ἄξιο ἐπίσκοπο.

Ὁ ἐπίσκοπος ποτὲ δὲν κλείνεται στὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνει μὲ κοσμικὸ τρόπο τὴν ἀρχιερωσύνη του καὶ νὰ ἀρκεῖται στὶς τιμὲς τοῦ ἀξιώματός του. Ἀντίθετα, ἔγνοιά του μοναδική, θὰ λέγαμε, πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Νὰ εἶναι κοντὰ στὸ λαὸ καὶ νὰ τοῦ δείχνει τὸ δρόμο ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσει. Ἡ ἀγάπη του πρέπει νὰ εἶναι ἀληθινή. Μόνο τότε θὰ ἔχει θαυμαστὰ ἀποτελέσματα.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι μαγνήτης ποὺ προσελκύει καὶ ἐπηρεάζει ἀκόμα καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ λόγια του: «Κι ἂν ἀκόμα κάνεις θαύματα, κι ἂν ἀναστήσεις νεκρούς, κι ἂν ἐπιτύχεις ὁ,τιδήποτε, ποτὲ δὲν θὰ σὲ θαυμάσουν τόσο πολὺ οἱ εἰδωλολάτρες, ὅσο ὅταν θὰ σὲ δοῦν νὰ συμπεριφέρεσαι μὲ τρόπο πρᾶο καὶ ἥμερο καὶ γλυκό. Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ τὸ κατόρθωμα αὐτό, γιατί πολλοί, θαυμάζοντας τὸ καλό, θὰ ἀπαλλαγοῦν τελείως ἀπὸ τὸ κακό. Γιατί τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς προσ­ελκύσει τόσο, ὅσο ἡ ἀγάπη».

Μιλᾶμε πάντα γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ ὄχι γιὰ τὴν ὑποκριτική. Ἡ πρώτη φαίνεται, γιατί διαρκεῖ καὶ δὲν κάνει διακρίσεις. Εἶναι γενική, ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους γενικά τούς ἀνθρώπους, ἔχει εὐρυχωρία, καὶ μοιάζει μὲ ἕνα ἀπέραντο κῆπο μὲ πολλὲς εἰσόδους καὶ ὅσοι μπαίνουν βρίσκουν κάτι νὰ γευθοῦν. Ὁ κηπουρὸς εἶναι δικός τους ἄνθρωπος καὶ ἀναλίσκεται μὲ αὐτούς. Αὐτὸ τὸ ἱερὸ βίωμα τὸ ἔχουν οἱ ἐνάρετοι ἐπίσκοποι καὶ οἱ κληρικοί. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὸ περιγράφει ὡς ἑξῆς: «Ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ σχίσω τὴν καρδιά μου καὶ νὰ σᾶς τὴ δείξω, θὰ βλέπατε ὅτι ὅλοι σας χωρᾶτε μέσα σ’ αὐτὴ μὲ μεγάλη ἄνεση καὶ γυναῖκες καὶ παιδιὰ καὶ ἄνδρες, γιατί εἶναι τέτοια ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης, ὥστε νὰ κάνει τὴν ψυχὴ εὐρυχωρότερη ἀπὸ τὸν οὐρανό».

Ἀντίθετα, ἡ δεύτερη ἀγάπη, ἡ ὑποκριτική, εἶναι ἐφήμερη καὶ χάνεται σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα. Εἶναι ἀγάπη πρὸς τὸ θεαθῆναι καὶ ὄχι γιὰ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν ἀνθρώπων.

Μακάρι κάποτε οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ κληρικοὶ νὰ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετὲς ποὺ ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ μαθητὴ του Τιμόθεο, γιὰ νὰ ἐργάζονται ἀποδοτικὰ στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μὲ ὁδηγὸ πάντα τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη.

Ορθόδοξος Τύπος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου