24 Ιουλ 2018

«Έτσι έζησα τον διωγμό των Ελλήνων της Πόλης από τους Τούρκους»

«Έτσι έζησα τον διωγμό των Ελλήνων της Πόλης από τους Τούρκους»
Η συγκλονιστική μαρτυρία του προέδρου του Σωματείου Απελαθέντων Διον. Αγγελόπουλου για τις τραγικές στιγμές που βίωσε τον Ιούλιο εκδιώχθηκε μαζί με άλλους 12.000 ανθρώπους

O Ιούλιος του 1964 αποτέλεσε άλλη μία θλιβερή σελίδα στην ιστορία του Ελληνισμού. Ηταν ο μήνας κατά τον οποίο απελάθηκαν περίπου 12.000 Ελληνες της Κωνσταντινούπολης βάσει σχεδίου που είχε εκπονήσει η κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού. Ηδη όμως από το 1957 είχε αρχίσει να εξυφαίνεται ο διωγμός του ελληνικού στοιχείου. Οι απελάσεις συνιστούσαν κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάννης αλλά και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως αυτά ορίζονται από το Καταστατικό του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1950), που η Τουρκία είχε ενστερνιστεί από το 1954. 
Με αφορμή τη συμπλήρωση 54 χρόνων από τις απελάσεις των Ελλήνων, παραθέτουμε αυτούσια τη μαρτυρία του Διονύση Στεφ. Αγγελόπουλου, προέδρου του Σωματείου Ελλήνων Υπηκόων Απελαθέντων εκ Τουρκίας, που έζησε με την πιο δραματική ένταση τις συγκλονιστικές εκείνες στιγμές.
Ο ΒΕΣΙΚΑΣ
«Εμείς που ήμασταν μόνιμοι κάτοικοι έπρεπε κάθε ένα ή δύο χρόνια να ανανεώνουμε την άδεια παραμονής, τον “βεσικά”, όπως λεγόταν. Για την ανανέωση έπρεπε να έχουμε το πιστοποιητικό ιθαγένειας από το προξενείο και το έγγραφο του τόπου διαμονής, που είχε τα στοιχεία μας στα ελληνικά και στα τουρκικά. Χωρίς το έγγραφο της διαμονής, δεν ανανέωναν την άδεια παραμονής μας. Ξαφνικά το 1961, αντί για έγγραφο διαμονής, μας ζήτησαν διαβατήριο και όσοι δεν είχαν αναγκάστηκαν να βγάλουν. Δηλαδή από το 1961 ετοιμάζονταν να μας διώξουν. Ετσι φτάσαμε στο 1964, όταν τον Σεπτέμβριο έληγε η συμφωνία που είχε υπογραφεί το 1930, “Περί εγκαταστάσεως και εργασίας”, την οποία θα κατήγγελλαν και δεν θα ανανέωναν, όπως και έγινε. Γι' αυτό, προτού γίνει η καταγγελία, άρχισαν από τον Μάρτιο τις απελάσεις. Στην αρχή έδιωχναν μικρό αριθμό, 10-12 άτομα. Μεταξύ των πρώτων ήταν και δύο Ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Φιλαδελφείας Ιάκωβος Τζαναβάρης και ο Επίσκοπος Σελευκείας Αιμιλιανός Ζαχαρόπουλος. Επειτα άρχισε ο αριθμός να μεγαλώνει και να γίνεται 50, 100, 200 κτλ. Κάθε φορά που έβγαινε η λίστα με ονόματα απελαυνομένων, την έπαιρναν οι απογευματινές εφημερίδες, που κυκλοφορούσαν στις 4-5 το απόγευμα, και τη δημοσίευαν. Εδιναν τα αντίτυπα των εφημερίδων σε παιδιά 9-12 ετών, για να τα πουλήσουν. Οι εφημερίδες αυτές ήταν “Istanbul Ekspres”, η “Son Saat” και κάποιες άλλες. Τα παιδιά έτρεχαν στους δρόμους και φώναζαν: “Νέα λίστα με ονόματα Ελλήνων που διώκονται εκτός συνόρων!” Η άδεια παραμονής μου έληγε στα μέσα Μαΐου. Οταν πήγα για την ανανέωση, μου είπαν ότι δεν μπορούν να την ανανεώσουν και πως θα με ειδοποιούσαν. Ετσι φτάσαμε στις 17 Ιουλίου 1964, ημέρα Παρασκευή, όπου, ενώ ετοιμαζόμουν το πρωί να φύγω για τη δουλειά, χτύπησε η πόρτα και ήρθε ο κουνιάδος μου με την εφημερίδα “Cumhuriyet”, η οποία είχε λίστα 199 ατόμων, μεταξύ των οποίων ήμουν και εγώ» αναφέρει.
«ΕΠΑΘΑ ΣΟΚ»
Και προσθέτει: «Βέβαια, ψυχολογικά, αν και ήμουν έτοιμος και το περίμενα, όπως και η σύζυγος και η μητέρα μου, αιφνιδιάστηκα και κλονίστηκα. Κάθισα σε μια καρέκλα ώσπου να περάσει το σοκ. Οταν συνήλθα, σηκώθηκα και πήγα στη δουλειά μου. Εργαζόμουν σε ένα εμπορικό με γυναικεία υφάσματα στο Γαλατασαράι, μεταξύ του Rekor και του Elisi. Ηταν το Celik. Στο Elisi ήταν προϊστάμενος ο Γιάννης Μπούκης, που και εκείνος ήταν στη λίστα, μαζί μου. Πιάσαμε κουβέντα και αποφασίσαμε να πάμε μόνοι μας να παρουσιαστούμε στο Τμήμα Αλλοδαπών της Γενικής Ασφάλειας, το 4cü (4ο Τμήμα Ασφάλειας), που ήταν τότε μεταξύ Sirkeci και Eminönu. Με το που φύγαμε, πήγε στην εργασία μας αστυνομικός υπάλληλος και μας ζητούσε -επειδή έτσι γινόταν-, για να μας πάρει και να μας συνοδέψει στην Αστυνομία για τα περαιτέρω. Οταν παρουσιαστήκαμε, μας πήραν υπάλληλοι της υπηρεσίας, καθέναν μας χωριστά».
«ΣΑΝ ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΚΛΕΦΤΗΣ»
«Οταν κάθισα δίπλα στον αστυνομικό υπάλληλο, άρχισε να γράφει στη γραφομηχανή τα στοιχεία μου, τη διεύθυνσή μου κτλ., αλλά εκείνος έγραφε, έγραφε, και όλο έγραφε!» αναφέρει ο κ. Αγγελόπουλος. «Με την άκρη του ματιού μου προσπάθησα να ρίξω μια ματιά, αλλά το κατάλαβε. Γύρισε και μου είπε: “Μη διαβάζετε, δεν σας ενδιαφέρει”. Μας έβαζαν όμως και υπογράφαμε ένα άγνωστο κείμενο, πολλές φορές με τη βία ή και με ξυλοδαρμό. Ακολούθησε η φωτογράφιση, ανφάς και προφίλ, με έναν αριθμό στο στήθος, σαν να ήμουν κλέφτης ή φονιάς. Κατόπιν μου πήραν δακτυλικά αποτυπώματα, μέτρησαν το ύψος μου, σημείωσαν τα χαρακτηριστικά μου, το χρώμα των ματιών, των μαλλιών μου και κοίταξαν εάν έχω χρυσά δόντια. Εάν είχα, θα μου τα έβγαζαν;» αναρωτιέται.
«Το διαβατήριό μου έγραφε με κόκκιναγράμματα: “Ο κάτοχος του παρόντος απελαύνεται υπό των τουρκικών Αρχών”»
Ο ίδιος θυμάται: «Οταν κάποια στιγμή τελειώσαμε, μαζί με ακόμα δύο άτομα που δεν θυμάμαι ποιοι ήταν, συνοδεία αστυνομικού, μας επιβίβασαν σε ένα ταξί -το οποίο πληρώσαμε εμείς- και μας πήγαν στο κεντρικό τμήμα της περιοχής μας, που ήταν στο Bursa σοκάκι (Beyoglou Emiyet Amirligi). Αφού ο συνοδός αστυνομικός έδωσε κάποια έγγραφα και μας παρέδωσε, ο αστυνομικός του τμήματος μάς ζήτησε τον βεσικά, τον οποίο φυσικά κράτησε. Μας είπε στη συνέχεια ότι έως τις 24 Ιουλίου (24/7/1964) έπρεπε να εγκαταλείψουμε τη χώρα και πως, αφού φέρναμε το εισιτήριο με ημερομηνία και ώρα αναχώρησης, τότε θα μας έδιναν τον βεσικά. Αφού φύγαμε από εκεί, πήγαμε στο προξενείο, που ήταν πολύ κοντά, αλλά ήταν σχεδόν βράδυ και το προξενείο ήταν κλειστό. Στη συνέχεια πέρασα από την εργασία μου και είπα τα καθέκαστα. Γύρισα σπίτι εξουθενωμένος, όπου με περίμεναν, χωρίς να ξέρουν πού βρισκόμουν και τι γινόμουν, η σύζυγος και η μητέρα μου. Την επόμενη ημέρα, μαζί με τη σύζυγό μου, πήγα στο προξενείο, όπου μας δέχθηκε ο γενικός πρόξενος Χρυσανθόπουλος και μας καθοδήγησε τι έπρεπε να κάνουμε. Μου ετοίμασαν το διαβατήριό μου, που έχει μια σφραγίδα με κόκκινα γράμματα: “Ο κάτοχος του παρόντος απελαύνεται υπό των τουρκικών Αρχών”. Κατόπιν πήγα στην Ολυμπιακή και έβγαλα το εισιτήριο για τις 23 Ιουλίου, το πήγα στην Αστυνομία και μου έδωσαν τον βεσικά. Τότε καθένας είχε δικαίωμα να ετοιμάσει ένα μπαούλο, να το πάει στο τελωνείο, στο Sirkeci, και με φορτωτική να το στείλει στην Ελλάδα. Ετσι κάναμε και εμείς».
ΣΤΟ ΤΕΛΩΝΕΙΟ
Και συνεχίζει την αφήγησή του: «Οταν φτάσαμε στο τελωνείο, το αφήσαμε στην πλατφόρμα του τρένου, στο ύπαιθρο. Εκεί βρισκόταν ένας στρατιώτης με το όπλο του (δεν θυμάμαι αν υπήρχε στρατιωτικός νόμος). Μας είπε να περιμένουμε να έρθει ο τελώνης για έλεγχο. Κάποια στιγμή έφτασε ένας κακομούτσουνος και με ύφος μας είπε να το ανοίξουμε. Μέσα είχαμε βάλει διάφορα ρούχα, γυαλικά και ένα χαλάκι. Οταν είδε το χαλί, άρχισε να φωνάζει δυνατά: “Αυτό δεν φεύγει”. Αφού έκανε όλα τα πράγματα φύλλο και φτερό, βρίζοντας την Ελλάδα και τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, φερόταν σε εμάς με τον πιο χυδαίο τρόπο. Μετά μας είπε να βάλουμε τα πράγματα μέσα, σφράγισε το μπαούλο, πληρώσαμε τη φορτωτική, πήραμε το χαλί και φύγαμε. Ετοιμάσαμε τις δύο βαλίτσες που είχα δικαίωμα να πάρω, στις οποίες έβαλα πάλι ένα μικρότερο χαλί. Οταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο, αφού αποχαιρέτησα τη σύζυγο, τη μητέρα μου και λοιπούς συγγενείς, μπήκα στην αίθουσα για έλεγχο των αποσκευών. Είχε πολύ κόσμο και περίμενα αρκετή ώρα. Πριν από μένα ήταν μια οικογένεια τριών ατόμων, με έξι βαλίτσες. Ηταν ο σύζυγος, η σύζυγος και η κόρη τους. Αυτές είχαν πάρει και καλλυντικά. Αφού έκαναν φύλλο και φτερό τις βαλίτσες τους, άρχισαν να ανοίγουν ένα ένα τα βαζάκια με τις κρέμες και να βάζουν τα δάχτυλά τους μέσα, μήπως είχαν βάλει στα βαζάκια τίποτα χρυσές ή δαχτυλίδια».
ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
«Αφού τελείωσαν, ήρθε η σειρά μου» αναφέρει ο κ. Αγγελόπουλος και συνεχίζει: «Ετυχε ένας πολύ ευγενικός και σχεδόν νέος, περίπου στην ηλικία μου, ελεγκτής. Μόλις άνοιξε τη βαλίτσα και είδε το χαλί, μου είπε ότι αυτό δεν έφευγε. Τότε του είπα ότι εκεί όπου πήγαινα δεν ήξερα τι θα συναντούσα. Αυτό το χαλί μπορεί να το έβαζα κάτω και να κοιμόμουν. Αφού έκανε τον έλεγχο, στο τέλος έβαλε μόνος του το χαλί μέσα, κλείσαμε τις βαλίτσες και μου είπε: “Ελα, προχώρα!” Αφού μου έγινε και σωματικός έλεγχος, κατευθύνθηκα στην έξοδο για το αεροπλάνο. Εκεί έπρεπε να παραδώσω τον βεσικά μου. Τον παραδίδω, τον κοιτάζει ο αστυνομικός και μου λέει ότι πρέπει να πληρώσω πρόστιμο. Τον ερωτώ τον λόγο και μου απαντά ότι η άδεια έχει λήξει εδώ και δύο μήνες, γι' αυτό και πρέπει να πληρώσω. Δεν θυμούμαι αν ήταν 15 ή 25 τουρκικές λίρες. Τότε μου δίνουν άδεια, βγαίνω έξω, ζητώ από τη γυναίκα μου το ποσόν, το δίνω και φεύγω. Μαζί μου είχα 200 λίρες, εάν έδινα το πρόστιμο, τι θα μου έμενε; Οι 200 λίρες ήταν 430 δραχμές. Το αεροπλάνο ήταν σχεδόν γεμάτο, κατά 85%-90%, με απελαθέντες. Μόλις φτάσαμε στο Ελληνικό, άλλες συγκινήσεις. Είχαν μαζευτεί καμιά εικοσιπενταριά άτομα από παλαιότερους απελαθέντες, που πήγαιναν κάθε φορά στο αεροδρόμιο να βλέπουν και να καλωσορίζουν τους νέους απελαθέντες». 
Καταλήγοντας, σημειώνει: «Το απόγευμα ο θείος μου με πήρε μαζί του στο κατάστημά του. Οταν φτάσαμε κοντά στην Ομόνοια, εκεί στην πλατεία Βάθη, μου έδειξε ένα μικρό καφενείο, όπου ήταν μαζεμένοι πολλοί άνθρωποι. Ηταν το καφενείο του Σουρμελή, απελαθέντος από τους πρώτους. Ανοιξε αυτό το καφενείο και μαζεύονταν όλοι οι απελαθέντες. Ετσι και εγώ άρχισα να πηγαίνω πριν και μετά που έπιασα δουλειά στο πολυκατάστημα Athénée στη Σταδίου».
Το 1982 τέθηκαν τα θεμέλια του μεγάρου 
Ο κ. Αγγελόπουλος κάνει λόγο για τη δημιουργία του σωματείου: «Σε εκείνο το καφενείο ή μάλλον στη μικρή πλατεία ιδρύθηκε το Σωματείο Ελλήνων Υπηκόων Απελαθέντων εκ Τουρκίας, με πρώτο πρόεδρο τον Γεώργιο Ρούσσο. Εκεί, στην Αριστοτέλους 10, ακριβώς μπροστά στο καφενείο, σε ένα δωμάτιο μικρό, εγκαταστάθηκε το σωματείο. Μετά φύγαμε και πήγαμε επί της οδού 3ης Σεπτεμβρίου, μετά στην Πολυτεχνείου 5, απέναντι από το Πολυτεχνείο, όπου υπάρχει ένα δρομάκι. Στον σεισμό του 1981 έπαθε πολλές ζημιές, φύγαμε και πήγαμε Πατησίων και Φωκίωνος Νέγρη γωνία, όπου στον πρώτο όροφο στεγαζόταν ο Νέος Κύκλος Κωνσταντινουπολιτών. Εμείς στεγαστήκαμε στον δεύτερο όροφο. Το καλοκαίρι του 1982 τέθηκαν τα θεμέλια του μεγαλοπρεπούς μεγάρου του Πνευματικού Κέντρου Κωνσταντινουπολιτών, στους Αμπελοκήπους, στην οδό Δημ. Σούτσου 46. Από το 1989 βρισκόμαστε σε αυτό το μέγαρο, το οποίο ανήκει εξ αδιαιρέτου στα δύο σωματεία, στον Νέο Κύκλο Κωνσταντινουπολιτών και στο Σωματείο Ελλήνων Υπηκόων Απελαθέντων εκ Τουρκίας».
Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του δημοσιογράφου Δημήτρη Καλούμενου
Από την Εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια &dimokratianews 23.07.2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου