6 Μαΐ 2016

Η προδοσία του Χριστού εν ονόματι της αγάπης.

Ἡ προδοσία τοῦ Χριστοῦ ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης*.
* Ὅπως ἀγάπης ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, τῆς παγκόσμιας εἰρήνης, τῆς προστασίας τοῦ περιβάλλοντος.
Λίγες μέρες πριν τὴν προδοσία τοῦ Κυρίου, τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ ἡ Μαρία Τὸν μύρωνε («ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ·», Ἰω. 12, 3 - βλέπε στο τέλος Μετάφραση 1), ὁ Ἰούδας μίλησε γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς φτωχοὺς: «λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος  Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· “διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων  δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; ”»,  Ἰω. 12, 4-5 (Μτφρ. 2). 
Ἔτσι, μὲ τὴν πρόφαση τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς φτωχοὺς, στὸ ὄνομα αὐτῆς, ὁ Ἰούδας ἔκφραζε τὴν ἀγανάκτηση ποὺ ἔκρυβε πρὸς τὸν διδάσκαλό του, καὶ ἤταν ἀδύνατο νὰ τὴν ἐκφράσει εὐθέως καὶ ἀπροκάλυπτα ὡς ἄδικη ποὺ ἤταν, ἀντὶ τῆς εὐχαριστίας του σὲ Ἐκείνον ποὺ τοῦ ὄφειλε εὐγνωμοσύνη, καὶ ἡ θάλασσα τῆς κακίας μέσα στὴν ὁποῖα πνιγόταν δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ανασάνει καὶ νὰ τὴν ἀποδώσει αὐτὴν. Καὶ ὄχι μόνο δὲν μποροῦσε νὰ εὐχαριστήσει ὁ ἴδιος τὸν Εὐεργέτη του, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἄντεχε νὰ τὸν εὐχαριστοῦν οἱ ἄλλοι, καὶ γιὰ αὐτὸ ἡ ἐνέργεια τῆς Μαρίας νὰ μυρώσει τὸν Κύριο, ὡς Σωτήρα τοῦ ἀδελφοῦ της, ποὺ τὸν ἀνάστησε ἐκ τῶν νεκρῶν πρίν ἀπὸ λίγο καιρὸ, καὶ ὡς Κύριο καὶ Λυτρωτή της, ποὺ μπορεῖ νὰ τῆς δώσει τὴν συγχώρεση καὶ νὰ τῆς χαρίσει ζωὴν αἰώνια, τὸν ἔκανε, αὐτὸν ποὺ λίγο ἀργότερα θὰ πρόδιδε τὸν δίκαιο διδάσκαλο, νὰ ξεσπάσει μὲ αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ φαινομενικοῦ ἐνδιαφέροντος πρὸς τοὺς φτωχοὺς («εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ᾿ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν.»,  Ἰω. 12, 6 - Μτφρ. 3), ὁ ὁποῖος στρέφεται ὅμως μὲ ἀχαριστία καὶ θράσος κατὰ τῆς εὐχαριστίας τοῦ Κυρίου καὶ τῆς προσφέρουσας αὐτὴν ὡς εὐγνωμονούσα αὐτὸν, καὶ τελικὰ πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἐκεῖνος ποὺ σύντομα θὰ πρόσφερε τὴν ζωή Του θυσία ὑπέρ ὑμῶν («εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.»,  Ἰω. 12, 7 - Μτφρ. 4).
 Ἠ προσπάθεια τοῦ Ἰούδα γιὰ διάκριση τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς φτωχοὺς ἀπὸ την ἀγάπη πρὸς τὸν διδάσκαλο του, τὸν Κύριο, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι οὐσιαστικὰ ἄστοχη καὶ ἀτυχὴς ἐκ προοιμίου, λόγω τοῦ γεγονότος καὶ μόνο, ὅτι καὶ ὅ ἴδιος ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος - καὶ ὁ Ἰούδας ὡς ἄνθρωπο Τὸν βλέπει, μὴ πιστεύοντας στὴν θεότητά Του, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν θὰ τὸν πρόδιδε - ἦταν πάμφτωχος («αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ.», Μτ. 8, 20- Μτφρ. 5, «καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ», Λκ. 2, 7 – Μτφρ. 6).Ἐὰν πάλι μποροῦσε νὰ διακρίνει ὁ Ἰούδας τὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καὶ νὰ τὸν πιστέψει μπροστά στὰ θαύματα ποὺ εἴχε δεῖ μὲ τὰ ἴδια του τὰ  μάτια, καὶ μάλιστα τὰ θαύματα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πληθῶν, («λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν  οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους,  οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς  γυναικῶν καὶ παιδίων.», Μτ. 14, 19-21 – Μτφρ. 7), τότε θὰ ἀντιλαμβανόταν ὅτι τὸ καλύτερο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἄνθρωπο ἐν ἀνάγκη εἶναι νὰ στραφοῦμε μὲ πίστη στὸν Κύριο, ποὺ εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει τὶς πέτρες ἄρτους («εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται.», Μτ. 4,3 – Μτφρ. 8) καὶ μὰς δίδαξε νὰ προσευχόμαστε γιὰ τὸν ἄρτον ποῦ χρειαζόμαστε («τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον·», Μτ. 6,11 – Μτφρ. 9), καὶ νὰ μοιράζουμε σὲ αὐτοὺς ὅτι μας δίνει νὰ τοὺς δώσουμε, καὶ νὰ τοὺς βοηθοῦμε κατὰ τὴν δυνατότητα ποὺ μὰς δίνει νὰ τὸ κάνουμε. Θὰ συνειδητοποιούσε ὄτι κοντὰ στὸν Κύριο μπορούμε νὰ ἔχουμε περισσότερα ἀπὸ ὅλα ὅσα μπορεῖ νὰ μας δώσει ὁ κόσμος ποὺ ζοῦμε τώρα, καὶ ἔτσι δὲν θὰ κατέληγε στὴν προδοσία γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἦταν προδοσία κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀφοῦ ἀποστερήθηκε ὄχι μόνο τὴν μέλλουσα ζωή, ὅπως καὶ τὴν ἐδῶ μὴ ἀντέχοντας τὸ βάρος τῆς συνείδησης μὲ μετάνοια καὶ καταλήγοντας στὴν αὐτοχειρία, ἀλλὰ καὶ τὸ μέγιστο δυνατὸ ἀξίωμα, τὸ ἀποστολικὸ, στὸ ὁποῖο εἴχε κληθεί κατὰ τὰ ἄρρητα κρίματα τοῦ Κυρίου.
Ἐρχόμενοι στὶς μέρες μας λοιπὸν ἀκοῦμε τόσους νὰ μὰς μιλάνε γιὰ φτωχούς, καὶ μάλιστα γιὰ τούς δυστυχεῖς μετανάστες καὶ πρόσφυγες, ὑποστηρίζοντας ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ἀνησυχοῦμε γιὰ τὸ μέλλον τῆς χώρας μὲ τὸν ἐρχομό τους. Θὰ πρέπει μᾶς διδάσκουν νὰ δείχνουμε ἀγάπη στοὺς χρείαν ἔχοντες, ἀκόμα καὶ στοὺς μετανάστες ποὺ εἰσέρχονται στὴν χώρα, ἔστω καὶ ἄν τὸ κάνουν παράνομα, νὰ κάνουμε αὐτὰ τὰ ἔργα ἀγάπης ἀδιακρίτως, ‘χωρὶς ἐθνικισμοὺς’. Ἄλλοι πάλι μὰς διδάσκουν ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε πιὸ ἀνοιχτοὶ στὰ ἀνθρώπους ἄλλων δογμάτων καὶ θρησκειῶν, νὰ μὴν τοὺς περιφρονοῦμε καὶ ἀδιαφοροῦμε νὰ τοὺς δείξουμε ἀγάπη, χωρὶς νὰ ἀνησυχοῦμε τόσο νὰ μὴν ἀλλοιωθεῖ ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας, μπορεῖ λένε νὰ τὰ διδάσκανε αὐτὰ οἱ ἄγιοι Πατέρες, ἀλλὰ οἱ καιροὶ ἀλλάζουν καὶ ἄς κοιτάμε νὰ προσαρμοζόμαστε, ‘χωρὶς φονταμελισμοὺς’ . Καὶ ἀναφέρουν πολλές φορὲς γιὰ νὰ κατοχυρώσουν τὰ λεγόμενά τους αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ κάνουν τοὺς διδασκάλους τῆς ἀγάπης ὅτι ὁ Θεὸς ζητάει ἔργα πρὸς τὸν πλησίον, κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Ἴδιου: «τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν…καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.», Μτ. 25, 34-40 (Μτφρ. 10). Ὡστόσο αὐτὴ ἡ ἀγάπη καὶ αὐτὰ τὰ ἔργα στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ νὰ ἔχει περιεχόμενο καὶ ἀξία ἡ ζωὴ μας, προϋποθέτουν κάτι, στὸ ὁποῖο ἀποφεύγουν νὰ ἀναφερθοῦν αὐτοὶ ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω, οἱ ὁποῖοι ἐπικαλοῦνται αὐτὸ τὸ εὐαγγελικὸ χωρίο, ἤ ἄν ἀναφερθοῦν σ̉ αὐτὸ τὸ κάνουν μὲ τρόπο ἀσαφή, διφορούμενο ἤ καὶ δίνοντας διαφορετικὸ νόημα ἀπὸ τὸ πραγματικό. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ πίστη, ποὺ  γιὰ νὰ εἶναι ζωντανή καὶ νὰ πετυχαίνει τὸ σκοπό της, εἶναι ἀναγκαίο νὰ εἶναι ἀληθινή, καὶ γι̉ αὐτή γράφει ὅλο τὸ Ευαγγέλιο. Καὶ ἐνῶ ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀπαιτεῖ ἀπαραβίαστη ἄκρα ἀκρίβεια, ὅπως διατυπώνεται μέσα ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ποὺ θεσπίστηκαν στὶς Οἰκουμενικές Συνόδους ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, αὐτοὺς τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ μαζὶ καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες ποὺ τοὺς θέσπισαν, ὁριοθετῶντας τὴν πίστη καὶ διαφυλάττοντάς την καθαρὴ καὶ ἀκέραια ἀπὸ τις κατὰ καιροὺς ἐμφανιζόμενες κακοδοξίες καὶ διαστροφὲς τῆς ἀλήθειας, οἱ παραπάνω ‘διδάσκαλοι τῆς ἀγάπης' τοὺς περιφρονούν καὶ τοὺς ἀποσιωπούν, τὴν στιγμὴ ποὺ ἀμφισβητοῦνται καὶ παραβιάζονται ἀπὸ ἄλλους, ἤ καὶ τοὺς ἀμφισβητοὺν οἱ ἴδιοι, ἤ τοὺς παρερμηνεύουν, χωρὶς ἐρείσματα στὴν ὀρθόδοξη ἁγιοπατερικὴ παράδοση, προξενώντας σύγχυση. Μόνο μὲ ἀληθινὴ πίστη ὅμως, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα, θὰ μπορέσει νὰ σταθεῖ κάποιος μπροστὰ στὸν Κύριο γιὰ νὰ ἀκούσει τὸ: «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.», Μτ. 25, 40 (Μτφρ. 10).
Ὅσοι μιλοὺν γιὰ ἀγὰπη στὸν πλησίον χωρὶς νὰ τὴν ἐννοοὺν μέσα στὸ πνεύμα τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθινῆς πίστης, δηλαδή ἀγάπη ἀνθρωπιστική, ποὺ εἶναι μη Χριστιανικὴ, ἔστω καὶ ἄν καλείται ‘Χριστιανικἠ’, ἀφοῦ ἀποστασιοποιείται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ ἔτσι μένει χωρίς Χριστὸ, καθῶς ὁ Χριστὸς ταυτίζεται μὲ τὴν ἀλήθεια, τὴν καθαρὴ, μοναδικὴ ἀλήθεια, μιλώντας γιὰ μιὰ τέτοια ἀγάπη χωρὶς εὐσέβεια εἶναι σὰν νὰ ἐπαναλαμβάνουν τό: “διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων  δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; ”»,  Ἰω. 12, 4-5 (Μτφρ. 2). Καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ, ἡ ἀγάπη ἔξω ἀπὸ τὴν εὐσέβεια τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀγάπη κενή, χωρὶς ὑπόσταση, δηλαδὴ δὲν εἶναι πραγματικὴ, εἶναι χωρὶς φύση, ἀφύσικη, τεχνητὴ, τελικὰ ὑποκριτικὴ, ἀφοῦ παρουσιάζεται ὡς ἀγάπη, ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνεται. Καὶ ἔτσι τελικὰ αὐτὴ μιμεῖται τὴν ὑποκρισία τοῦ Ἰούδα. Ὁ Χριστός δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ὡς Ἄγγελος ἔθρεψε μὲ οὐράνιο ἄρτο, τὸ μάννα, τοὺς Ἰσραηλίτες στὴν Αἴγυπτο («εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδοὺ ἐγὼ ὕω ὑμῖν ἄρτους ἐκ τοῦ οὐρανοῦ», Ἐξ. 16, 4 - Μτφρ. 11); Ὁ Χριστός δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.», Μτ. 6, 31-33 (Μτφρ. 12); Ὁ Χριστός δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε ἀνάμεσα στὰ ἄλλα θαύματα καὶ αὐτὰ τοῦ χορτασμοῦ τῶν πληθῶν (ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἤδη ἀναφέρθηκε παραπάνω); Ἄν λοιπὸν ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπά καὶ φροντίζει γιὰ ὅλους μας, καὶ γιὰ ἐμᾶς καὶ γιὰ τὸν πλησίον μας, δὲν μποροῦμε νὰ μιλάμε γιὰ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, χωρὶς αὐτὴ νὰ ἀναφέρεται σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ δείχνει σὲ ὅλους μας ἀγάπη καὶ φροντίζει ἰδιαίτερα γιὰ καθένα μας, ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς διαβεβαιώνει, χωρὶς τὸν Ὁποῖον, δὲν θὰ μπορούσαμε οὔτε καὶ ἀγάπη νὰ δείξουμε στοὺς γύρω, ἀλλὰ οὔτε καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς μας νὰ φροντίσουμε στὸ παραμικρό. Δὲν μποροῦμε νὰ μιλάμε γιὰ ἀγὰπη ἄν αὐτὴ δὲν εἶναι ἀγὰπη ἐν ἀληθεία, εὐσεβὴς ἀγάπη, ἀγάπη Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁποῖα  χρειαζόμαστε πίστη ὀρθὴ κατὰ ἀκρίβεια, πίστη ζωντανὴ. Γιατὶ μόνο μὲ τὴν πίστη ποὺ  εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων», Ἑβρ. 11, 1 (Μτφρ. 13), μποροῦμε νὰ ἀγαπήσουμε Ἐκεῖνον ποὺ δὲν τὸν βλέπουμε ὡς ἀόρατο, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγαπά, ὥστε τότε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀγαπήσουμε πραγματικὰ καὶ ὑποστατικὰ καὶ τὸν πλησίον μας, ὡς μιὰ ὁλοκλήρωση τῆς ἀγάπης Ἐκείνου.
Ἀγάπη λοιπόν μὲ ἔλλειμα πίστεως καὶ εὐσέβειας, ποὺ εἶναι κατὰ συνέπεια φαινομενική, ἄστοχη καὶ ἄχαρη, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου «καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι.», Λκ. 6, 32 (Μτφρ. 14), εἶναι ὁποιαδήποτε ποὺ ἔχει νὰ προτάξει ἄλλες προτεραιότητες ἀπὸ τὴν προάσπιση τῆς πίστεως, ποὺ συνδέεται ἄρρητα μὲ τὴν προάσπιση καὶ τῆς πατρίδας, ἐφόσον ἡ πίστη γιὰ νὰ καλλιεργηθεῖ καὶ νὰ βιωθεῖ χρειάζεται καὶ τὸν χῶρο ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ τὸ κάνει, ὅπου ἡ πίστη καὶ ἡ πατρίδα ἀποτελοῦν τὶς ὕψιστες ἀξίες ποῦ μποροῦν νὰ ὑπάρξουν. Καὶ τέτοιες ἄλλες προτεραιότητες μποροῦν νὰ εἶναι ἡ Ἔνωση τῶν «Ἐκκλησιῶν», μὲ συμπροσευχὲς, καταπατῶντας τους ἱεροὺς κανόνες, καὶ μὲ διαλόγους μὲ μὴ Ὀρθοδόξους, χωρὶς προοπτικὴ εὐαγγελισμοῦ τους, καθῶς οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀντὶ νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους, τὴν προδίδουν μὲ τὴν ὑπογραφὴ μὴ ὀρθόδοξων, κακόδοξων κειμένων τῶν Δυτικῶν, ἐνῶ παράλληλα οἱ ἄλλοι ποὺ μετέχουν στοὺς διαλόγους μένουν σταθεροὶ στὴν ἄρνηση τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Ἔτσι ἡ εἰρήνη στὴν ὁποῖα προσπαθοῦν νὰ συμβάλλουν καὶ μὲ ὅλα αὐτά, καὶ ἀποτελεῖ καθ̉ ἑαυτὴ ἄλλη μία ἀπὸ τὶς παραπάνω προτεραιότητες, λόγω τοῦ ἀποδεδειγμένα ἀποτυχημένου τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ἐπιδιώκεται νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὴ μένει σκοπός ἀνεκπλήρωτος καὶ παντελῶς ἀπρόσιτος. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ εἰρήνη ἐκτὸς τῆς ἀλήθειας, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς, τὴν ὁποῖα κατὰ τοὺς λόγους Του φέρνει Ἐκεῖνος σὲ ὅσους τὸν δέχονται καὶ τὸν πιστεύουν στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων Του, «ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ᾿ αὐτήν·», Μτ. 10, 13 (Μτφρ. 15), ἐνῶ τὴν εἰρήνη Του δὲν μποροῦν νὰ λάβουν ὅσοι δὲν τὸν δέχονται καὶ τὸν περιφρονοῦν «ἐὰν δὲ μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω.», Μτ. 10, 13 (Μτφρ. 15), καὶ κατὰ συνέπεια ὅσο δὲν πιστεύουν ὅλοι στὸ Χριστὸ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει παγκόσμια εἰρήνη («Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν.», Μτ. 10, 34 - Μτφρ. 16).
Ἄλλες προτεραιότητες ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης σὰν τὶς παραπάνω εἶναι ἡ βοήθεια τῶν ἐχόντων ἀνάγκη μεταναστῶν καὶ προσφύγων, ἡ μὴ ‘καταπίεση’ μειονοτήτων, κατὰ πρώτο λόγο θρησκευτικῶν, εἴτε ἄλλων θρησκειῶν, εἴτε αἱρέσεων, εἴτε καὶ παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, ἡ μὴ ‘ψυχολογικὴ καταπίεση’ τῶν νέων ἀπὸ τὴν ἀποφυγὴ τῶν ἐλεύθερων προγαμιαίων σχέσεων, τὰ ‘ἀνθρώπινα δικαιώματα’ τοῦ φεμινισμοῦ τῶν γυναικῶν ὑπέρ τῶν ἐκτρώσεων (καταπατώντας βάναυσα τὸ δικαίωμα τοῦ ἐμβρύου νὰ ζήσει), τὰ ‘ἀνθρώπινα δικαιώματα’ τῶν ὁμοφυλοφίλων γιὰ αὐτοπροσδιορισμὸ καὶ συμβίωση (καὶ στὴ συνέχεια γιὰ υἱοθέτηση παιδιῶν, ποὺ κάτι τέτοιο θὰ ἀποτελεῖ βάναυση καταπάτηση τοῦ δικαίωματός αὐτῶν νὰ ἔχουν δύο φυσιολογικοὺς γονεῑς), ἀλλὰ καὶ τὰ ‘δικαιώματα’ τῶν ζώων, τὰ ‘δικαιώματα’ τῶν φυτῶν καὶ ὡς καὶ γενικὰ τὰ ‘δικαιώματα’ τοῦ περιβάλλοντος, ποὺ πέφτουν θύματα ἀσύδοτης καὶ ἀδηφάγας ἐκμετάλλευσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ πρέπει νὰ προστατευθοῦν. Ὅμως, ὅλες οἱ προτεραιότητες, ἀκόμα καὶ αὐτὲς ποῦ θὰ λέγαμε ὅτι ἀπὸ τὴν φύση τους εἶναι καλές, ὅταν τοποθετοῦνται πάνω ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν πατρίδα, δὲν μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν σὲ κανένα καλό, καὶ ἡ ἀγάπη τότε, στὸ ὀνόματι τῆς ὁποῖας γίνονται, ναυαγεῖ καὶ ἀποδεικνύεται μιὰ στείρα ἀγαπολογία**. Ἔτσι ὅπως ὁ Ἰούδας ἀποδείχθηκε ὅτι εἶχε ἀγάπη ὑποκριτικὴ, μόνο κατὰ τὰ λόγια, μιὰ ‘ἀγάπη’ ποὺ ὡς τελευταίο της  ἔργο  εἶχε τὸ φιλί πρὸς τὸ Διδάσκαλο στὸ κήπο τῆς Γεσθημανὴ μὲ τὸ ὁποῖο τον πρόδωσε, ὁδηγῶντας τὸν τραγικὸ μαθητὴ στὴν ἀπελπισία, ποῦ εἶναι ἀβάσταχτη, καθῶς ἔχει ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ ὁποιαδήποτε μετάνοια, καὶ τελικὰ ἀποβαῖνει αὐτοκαταστροφικὴ. Αντίθετα  ὁ Πέτρος, ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Διδάσκαλό του ἦταν εἰλικρινής, ἄν καὶ ἔπεσε σὲ μιὰ στιγμὴ ἀδυναμίας, μὲ τὴν ἄμεση καὶ βαθιά μετάνοιά του, ἐπανήλθε στὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα καὶ ἀναδείχθηκε σὲ μέγα ἀπόστολο ποῦ ὀνομάστηκε ‘Πρωτοκορυφαῖος’.
**Μὲ τέτοιες ἀγαπολογίες προσπαθοῦν καὶ νὰ ὑποστηρίξουν καὶ τὴν δωρεὰ  ὀργάνων γιὰ μεταμοσχεύσεις, ὥστε νὰ προωθήσουν αὐτὲς, παρόλο ποὺ ἡ πίστη δὲν ἐπιτρέπει καὶ δὲν δικαιολογεῖ καμιὰ ἐπέμβαση στὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ὅπως αὐτὴ στὴν ὁποῖα οἱ μεταμοσχεύσεις τῶν μὴ διπλῶν ὀργάνων ὁδηγοῦν ἁναπόφευκτα.  
1. «Στὸ μεταξὺ ἡ Μαρία πήρε μία λίτρα μύρου γνησίου καὶ πολυτίμου, καμωμένου ἀπὸ τὸ αρωματικὸ φυτὸ ποὺ λέγεται νάρδος, καὶ ἄλειψε τὰ  πόδια τοῦ Ιησοῦ, τὰ ὁποία καὶ ἐσπόγγισε κατόπιν μὲ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της.»,  Ἰω. 12, 3.
2. «Λέγει τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ιούδας, ὁ υἱὸς τοῦ Σίμωνος ὁ Ἰσκαριώτης, ὁ οποίος μετὰ ἀπὸ λίγο ἔμελε νὰ τὸν παραδώσει στοὺς σταυρωτές· διατὶ τὸ μύρον αὐτὸ δέν ἐπωλήθει ἀντὶ τριακοσίων δηναρίων, καὶ δὲν ἐδώθει τὸ ἀντίτιμόν του στοὺς φτωχούς;», Ἰω. 12, 4-5.
3. «Εἴπε αὐτό, ὄχι διότι εἴχε κανένα ἐνδιαφέρον διὰ τοὺς πτωχούς, ἀλλά  διότι ἦταν κλέπτης, καὶ εἴχε τὸ κουτί τῶν εισφορών, καὶ ἐκρατοῦσε διὰ τὸν ἐαυτόν του τὰ χρήματα, ποὺ ἔριχναν εἰς αὐτό.», Ἰω. 12, 6.
4. «Εἴπε τότε ὁ Ἰησοῦς· “ἀφήστε ἥσυχη αὐτή τὴν γυναίκα· ἐφύλαξε τὸ μύρον αὐτὸ σὰν νὰ προαισθανόταν καὶ τὸ χρησιμοποίησε δι' ἐμέ τώρα, τὶς παραμονὲς του ενταφιασμού μου.»,  Ἰω. 12, 7. 
5. «Καὶ λέγει πρὸς αὐτόν ὁ Ἰησούς· “οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν τὶς φωλιὲς τους, ὅπου καταφεύγουν, καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ τὶς κούρνιες τους· ὁ Υἱὸς ὅμως τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει ποὺ νὰ γείρει τὴν κεφαλὴν”», Μτ. 8, 20.
6. «Καὶ ἐγέννησε τὸν πρώτον καὶ μόνον υἱόν της καὶ τὸν ἐσπαργάνωσε καὶ τὸν ἔβαλεν εἰς φάτνην», Λκ. 2, 7.
7. «Καὶ ἀφοῦ συνέστησε εἰς τὰ πλήθη νὰ καθήσουν ἐπάνω εἰς τὰ χόρτα,  ἐπῆρε τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια, ἐσήκωσε τὰ μάτια στὸν  οὐρανόν, διὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν οὐράνιον Πατέρα, εὐλόγησε, ἔκοψε  τοὺς ἄρτους εἰς κομμάτια καὶ τὰ ἔδωσε στοὺς μαθητὲς καὶ οἱ μαθητὲς  στοὺς ὄχλους. Ἔφαγαν δὲ ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν καὶ ἐμάζευσαν ὅ,τι  ἐπερίσσευσεν ἀπὸ τὰ κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἔφαγαν ἦταν πέντε περίπου χιλιάδες, ἐκτός ἀπὸ τις γυναίκας καὶ τὰ παιδιά.», Μτ. 14, 19-21.
8. «ἄν εἶσαι Υἱός τοῦ Θεοῦ  θαυματούργησε, πὲς νὰ γίνουν αὐτοὶ οἱ λίθοι ἄρτοι, διὰ νὰ φάγεις», Μτ. 4,3.
9. «Δώσε μας σήμερα τὸν ἄρτον τὸν καθημερινὸ καὶ ἀπαραίτητο διὰ τὴν συντήρησή μας.», Μτ. 6,11.
10. «Τότε θὰ στραφεῖ ὁ βασιλεὺς εἰς ἐκείνους ποὺ θὰ εὐρίσκονται εἰς τὰ δεξιά του καὶ θὰ πεῖ· “ἐλάτε σεὶς οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου καὶ κληρονομήσατε τὴν  βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἡ ὁποῖα ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ σᾶς ἀπό τότε ποὺ ἐθεμελιώθει ὁ κόσμος. Διότι ἐπείνασα καὶ μοῦ ἐδώσατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ μὲ ἐποτίσατε,  ἤμουν ξένος ποὺ δὲν εἶχα τόπον νὰ μείνω, καὶ μὲ ἐπήρατε στὸ σπίτι σας. Ἤμουν γυμνὸς καὶ μὲ ἐνεδύσατε, ἀρρώστησα καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε, εἰς  τὴν φυλακὴ ἤμουν καὶ ἤλθατε νὰ μὲ ἰδῆτε”. Τότε θὰ ἀποκριθοὺν πρὸς αὐτὸν οἱ δίκαιοι καὶ θὰ ποῦν· “Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε…Καὶ θὰ ἀποκριθεῖ εἰς αὐτοὺς ὁ βασιλεύς· “Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, κάθε τὶ ποὺ ἐκάματε, διὰ νὰ ἐξυπηρετήσετε ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου, ποὺ φαίνονται ἄσημοι καὶ ἐλάχιστοι μέσα εἰς τὴν  κοινωνίαν, τὸ ἐκάματε εἰς ἐμέ.”», Μτ. 25, 34-40.
11. «Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωυσή· “ἰδοῦ ἐγῶ θὰ βρέξω διὰ σᾶς ἄρτους ἀπὸ τὸν οὐρανόν», Ἐξ. 16, 4.
12. «Λοιπόν μὴ κυριευθεῖτε ποτὲ ἀπό τὴν ἀνήσυχη μέριμνα καὶ μὴ λέγετε συνεχῶς, τὶ θὰ φάγουμε ἤ τὶ θὰ πιοῦμε ἤ τὶ θὰ ἐνδυθοῦμε; Διότι οἱ εἰδωλολάτρες, ἐπιζητοῦν ἀποκλεστικὰ καὶ μόνον αὐτὰ τὰ φθαρτὰ ἀγαθά. Σεῖς ὅμως μὴν κυριεύεσθε ἀπὸ τέτοιες μέριμνες, διότι ὁ Πατὴρ σας ὁ οὐράνιος γνωρίζει ὄτι ἔχετε ἀνάγκην ἀπὸ ὄλα αὐτά. Ζητεῖτε δὲ κατὰ πρῶτον καὶ κύριον λόγο τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀρετὴ ποὺ θέλει ἀπὸ ἐσᾶς ὁ Θεός, καὶ ὅλα αὐτά τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ θὰ σᾶς δοθοῦν μαζὶ μὲ τὰ ἀνεκτίμητα ἀγαθά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.», Μτ. 6, 31-33.  
13. «ἡ ἀδίστακτη καὶ ἀκλόνητη πεποίθηση εἰς τὴν πραγματικὴ καὶ βέβαια ὕπαρξη ἀγαθῶν, τὰ ὁποία ἐλπίζομεν· ἀπόδειξη καὶ βεβαιότητα περί πραγμάτων, ποὺ δὲν βλέπονται μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος», Ἑβρ. 11, 1.
14. «Ἐάν ἀγαπάτε μόνον αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποία χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ  ἀμοιβὴ σᾶς ἀξίζει; Διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀγαποῦν ἐκείνους ποὺ τοὺς  ἀγαποῦν.», Λκ. 6, 32.
15. «Καὶ ἄν μὲν τὸ σπίτι αὐτὸ εἶναι ἄξιον νὰ δεχθεῖ τὴν εἰρήνη, ἄς ἔλθει ἡ εἰρήνη σας εἰς αὐτό· ἐάν ὅμως δέν εἶναι ἄξιον, ἡ εἰρήνη σας ἄς γυρίσει πάλιν εἰς σᾶς.»,  Μτ. 10, 13.
16. «Μὴ νομίσετε ὄτι ἦλθα νὰ ἐπιβάλω μία ψευδὴ εἰρήνη εἰς τὴν γῆν . Δὲν ἦλθα νὰ φέρω τέτοιαν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιρα καὶ διαίρεση.», Μτ. 10, 34.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου