10 Μαΐ 2016

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος : Περί τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου



Ἐπειδή θεωρῶ ὅτι τά κείµενα τά ὁποῖα θά προέλθουν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρέπει νά εἶναι σαφῆ, καθαρά καί νά µή ὑποκρύπτουν ἀντορθόδοξες θέσεις, γι’ αὐτό πρότεινα, µεταξύ τῶν ἄλλων, νά ἀντικατασταθῆ ὁ ὅρος πρόσωπο πού προέρχεται ἀπό σύγχρονες φιλοσοφικές καί κοινωνιολογικές ἀντιλήψεις, µέ τόν βιβλικό ὅρο ἄνθρωπος.
Ἀνέπτυξα δέ τήν µεγάλη σηµασία αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς. Οἱ σύγχρονοι περσοναλιστές πού κάνουν λόγο γιά τό «ἀνθρώπινο πρόσωπο» καί τήν «ὀντολογία τοῦ προσώπου», συνδέουν τήν φύση µέ τήν ἀναγκαιότητα, τό δέ πρόσωπο µέ τήν ἐλευθερία καί τήν βούληση. Μιά τέτοια θεώρηση τῶν πραγµάτων συναντᾶται στούς ἀρχαίους αἱρετικούς, ὅπως τούς ἀρειανούς, τούς ἀπολλιναριστές καί τούς µονοθελῆτες, καθώς ἐπίσης στήν σύγχρονη δυτική φιλοσοφία, ὅπως φαίνεται σέ ἐκπροσώπους τοῦ ὑπαρξισµοῦ καί τοῦ γερµανικοῦ ἰδεαλισµοῦ.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀντέκρουσαν τήν ἄποψη ὅτι ἡ φύση συνδέεται µέ τήν ἀναγκαιότητα, καί τήν ἄποψη γιά ὑποστατική θέληση καί βούληση, γιατί καταλήγουν σέ ἀλλοιώσεις τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Αὐτό φαίνεται ἰδιαίτερα στά κείµενα τοῦ ἁγίου Μαξίµου τοῦ Ὁµολογητοῦ.
Μερικοί θεωροῦν ὅτι ἡ πρόταση αὐτή γιά ἀντικατάσταση ἀπό τό κείµενο πρός ψήφιση στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τοῦ ὅρου πρόσωπο ἀπό τόν ὅρο ἄνθρωπος πρόκειται γιά ἕνα σχολαστικό θέµα καί ἕνα µικρᾶς σηµασίας ζήτηµα, στό ὁποῖο δέν πρέπει νά δοθῆ ἰδιαίτερη προσοχή.
Ἐπειδή ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀντίληψη γι’ αὐτό στήν συνέχεια θά δηµοσιεύσω µιά εἰσήγηση πού ἔκανε ὁ Γεώργιος Σίσκος, διδάκτωρ Θεολογίας καί ἐξειδικευµένος στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίµου τοῦ Ὁµολογητοῦ, στήν ὁποία ἐξεπόνησε καί τήν διδακτορική του διατριβή πού ἐνεκρίθη ὁµοφώνως καί µέ ἄριστα. Ἡ εἰσήγηση αὐτή εἶναι περίληψη ἑνός µεγάλου κειµένου, πού εἶναι ἀπόλυτα τεκµηριωµένο βιβλιογραφικῶς, διάβασα δέ ὅλες τίς ὑποσηµειώσεις καί τά σχόλια στά ὁποῖα παραπέµπει καί καταγράφει αὐτούσιες τίς φράσεις τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων θεολόγων περσοναλιστῶν. Πάντως, ἔστω καί σέ αὐτή τήν περίληψη ὁ ἀναγνώστης θά µπορέση νά καταλάβη τήν ὅλη προβληµατική τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου, ὅπως τήν χρησιµοποιοῦν οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες περσοναλιστές καί θά διαπιστώση τίς φοβερές συνέπειες στήν θεολογία καί στήν ἐκκλησιαστική πρακτική. Πρέπει νά διαβαστῆ προσεκτικά. Ὅταν δέ θά δηµοσιευθῆ τό πλῆρες κείµενο, τότε θά φανῆ ἐντονώτερα τό πρόβληµα τοῦ σύγχρονου περσοναλισµοῦ.
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος
Οἱ Περσοναλιστικές ἑρμηνεῖες τῶν κειμένων τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ
τοῦ Γεωργίου Ἀγορ. Σίσκου δ.φ.
Εἰσήγηση στό Θεολογικό Συνέδριο «Θεολογία καί Ποιμαντική» (βλ. τεῦχος 231 - Συνέδριο Θεολογία καὶ Ποιμαντική).
Μέ τόν ὅρο περσοναλισμό ἐννοοῦμε αὐτό πού γίνεται εὐρέως γνωστό στήν Ἑλλάδα τά τελευταῖα 40 περίπου ἔτη ὡς θεολογία τοῦ προσώπου ἀναφορικά μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Στό θέμα πού θά ἀναπτυχθεῖ στή συνέχεια παρουσιάζονται ἀρχικά ἡ περσοναλιστική ἑρμηνεία ὅρων καί διατυπώσεων ὅπως φύση, πρόσωπο, θέληση, ἐνέργεια, ἐλευθερία. Στή συνέχεια παρατίθεται ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἐπί τῶν ἴδιων ὅρων καί διατυπώσεων μέ σκοπό τήν σύγκριση τῶν κειμένων τοῦ περσοναλισμοῦ μέ αὐτά τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Τέλος καταληκτικά ἐξάγονται κάποια συμπεράσματα.
Κοινός τόπος στά περισσότερα κείμενα τοῦ θεολογικοῦ περσοναλισμοῦ εἶναι ἡ διαλεκτική σύγκρουση φύσεως καί προσώπου. Ἀφετηριακά, ἡ πεπτωκυῖα φύση ταυτίζεται μέ μιά ἀδήριτη «ὀντολογική ἀναγκαιότητα» πού καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ἀνελεύθερο, ἐξαιτίας τοῦ περιεχομένου τῆς ἴδιας του τῆς φύσης. Συνέπεια αὐτῆς τῆς «ὀντολογικῆς ἀναγκαιότητας» στήν ὁποία ὑπόκειται ἡ φύση εἶναι ἡ ἀπόδοση μιᾶς ἐγγενοῦς ἁμαρτωλότητας σέ αὐτήν τήν ἴδια τή φύση ὅπως παραδίδεται ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ. Ἡ φύση ἔχει ἐγγενῶς  ἐν ἑαυτῇ τήν ἁμαρτία ὡς φόβο τοῦ Ἄλλου, ἀλλά καί κάθε ἑτερότητας πού δέν εἶναι τό ἴδιο τό ἄτομο.
Δηλώνεται ἡ ἁμαρτία ὄχι ὡς ἕξη ἀλλά ὡς ἡ ἴδια ἡ φύση, ἡ ὁποία ἀντιστρατεύεται τήν ἐλευθερία τοῦ προσώπου. Παράδειγμα χαρακτηριστικό τῆς φύσης ὡς ἁμαρτίας καί τοῦ προσώπου ὡς ἐλευθερίας ἀπό τήν φύση-ἁμαρτία εἶναι τό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους «ὃ γάρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γάρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ…  βλέπω δέ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου». Ὁ νόμος τοῦ νοός εἶναι ἡ βούληση τοῦ προσώπου γιά ἐλευθερία, ἐνῶ ὁ ἕτερος νόμος ἐν τοῖς μελεσι εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση. Μέ βάση τήν ἑρμηνευτική τοῦ ὡς ἄνω ἀποσπάσματος, κατά τό προπατορικό ἁμάρτημα αὐτό πού μεταβιβάζεται στή φύση τῶν ἀνθρώπων μέσῳ τῆς ἀναπαραγωγῆς εἶναι ἡ ἴδια ἡ φύση ὡς ἁμαρτία.
Ἕνα ζεῦγος παράλληλης διατύπωσης γιά τήν ἀπόλυτη συσχέτιση ἀνθρώπινης φύσης καί ἁμαρτίας εἶναι ἡ διάκριση φυσικοῦ κακοῦ καί ἠθικοῦ κακοῦ. Τό ἠθικό κακό ἔχει αἰτία του τό φυσικό κακό. Φυσικό κακό εἶναι τά ἔνστικτα, οἱ ἐνορμήσεις, ἡ φθορά, οἱ ἀρρώστιες, ὁ πόνος τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν τή ρίζα τῆς ἁμαρτίας στόν ἄνθρωπο.
 Ἡ περσοναλιστική ἀντίληψη περί ἀνθρώπινης φύσης ὡς ταυτιζόμενης μέ τήν ἁμαρτία καί τήν ἀναγκαιότητα, ὁδηγεῖ σέ μιά ἀντίληψη τῶν μυστηρίων ὡς αὐτόματων γεγονότων μεταμόρφωσης καί θέωσης τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ «ὀντολογική ἀναγκαιότητα» τῆς φύσεως παράγει μιά καθολική σύγκρουση ὑποστάσεως καί φύσεως σέ ὅλα τά ὄντα καί ὄχι μόνο στόν ἄνθρωπο. Ἡ αἰτία τῆς σύγκρουσης εἶναι ὅτι ἡ φύση προηγεῖται ὡς ἀναγκαστικό δεδομένο κατά τή γέννηση κάθε ὑπόστασης καί καθορίζει μέσῳ ἐγγενῶν ἀναγκαστικῶν νόμων κάθε ὑπαρκτή ὑπόσταση. Ὁ θάνατος ἀναγκάζει τή φύση νά ἐπείγεται γιά  τήν ἐπιβίωσή της σέ βάρος τῶν ἀτομικῶν ὑποστάσεων, οἱ ὁποῖες ἔρχονται στήν ὕπαρξη γιά νά διαιωνίσουν τό εἶδος-ἄρα νά ὑπηρετήσουν τήν ἀνάγκη τῆς φύσης γιά ἐπιβίωση- καί στή συνέχεια νά πεθάνουν. Ὁ θάνατος δέν γίνεται ἀποδεκτός ἀπό τίς ἀτομικές ὑποστάσεις, οἱ ὁποῖες ἀρνοῦνται νά δεχτοῦν τό τέλος τους. Συνέπεια αὐτοῦ τοῦ μηχανισμοῦ τῆς φύσεως εἶναι ἡ γενικευμένη καί καθολική σύγκρουση κάθε ὑπαρκτῆς ὑπόστασης μέ τήν ἴδια τή φύση. Συμπέρασμα  τῆς περσοναλιστικῆς ἑρμηνευτικῆς ἀναφορικά μέ τήν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως, εἶναι πώς τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου τελικά δέν εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ κτιστότητα ὡς ἐγγενής θνητότητα πού χρήζει ἀναγκαίως ὑπέρβασης.
Πυρήνας τῆς ἔννοιας τοῦ προσώπου στόν θεολογικό περσοναλισμό εἶναι τό γεγονός τῆς ἐλευθερίας. Κάθε στοιχεῖο καί ἔννοια πού συγκροτεῖ τήν περσοναλιστική ἑρμηνευτική ἔχει ὡς θεμέλιο τήν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Ἡ κτιστή ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ γιά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο μιά δοσμένη σ’ αὐτόν ἀναγκαιότητα γιά τήν ὁποία οὐδέποτε ἐρωτήθηκε. Ἡ ἔσχατη πρόκληση, λοιπόν, γιά τό πρόσωπο εἶναι ἡ ὑπέρβαση τοῦ δεδομένου τῆς ὑπάρξεως, ἡ «δυνατότητα νά βεβαιώνη τήν ὑπαρξίν του ὄχι ὡς μιά ἀναγνώρισιν δεδομένου γεγονότος, μιᾶς «πραγματικότητος», ἀλλ’ ὡς προϊόν τῆς ἐλευθέρας συγκαταθέσεως καί αὐτοβεβαιώσεώς του. Αὐτό καί τίποτε λιγότερο ἀπό αὐτό, ζητεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τό νά εἶναι πρόσωπον».
Ἡ ἐλπίδα πραγματοποίησης αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας στόν ἄνθρωπο συνίσταται στό ὅτι ὁ Θεός ὄχι ὡς φύση ἄκτιστη, ἀλλ’ ὡς πρόσωπο ἐλεύθερα αὐτοβεβαιώνει τήν ὕπαρξή του διά τῆς θελήσεώς του. Αὐτό συνεπάγεται στήν περσοναλιστική ἑρμηνευτική τήν προτεραιότητα τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς φύσεως. Ἂν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἦταν δεδομένη στό Θεό, ὅπως στόν ἄνθρωπο, τότε καί ὁ Θεός θά ἦταν ἀνελεύθερος. Ἀντιθέτως «ἐάν αὐτό πού κάνει τό Θεό νά ὑπάρχει δέν εἶναι ἡ οὐσία του, ἀλλά εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Πατρός, τότε ἔχουμε ὁπωσδήποτε ἐλευθερία». Ἡ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ βεβαιώνεται μέσα ἀπό τήν ἐλεύθερη θέληση τοῦ Θεοῦ Πατρός νά γεννᾶ τόν Υἱό του καί νά ἐκπορεύει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό συνιστᾶ ἕνα γεγονός κοινωνίας τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι «ὁ Πατήρ ὡς πρόσωπον θέλει ἐλεύθερα τήν κοινωνία αὐτήν». Ἔτσι ἡ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μέ τήν ἀγάπη τοῦ Πατρός νά γεννᾶ τόν Υἱό του καί νά ἐκπορεύει τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Στήν Ἁγιογραφική ρήση «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» ἐντοπίζει ὁ θεολογικός περσοναλισμός τόν ὁρισμό τοῦ εἶναι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῶν θείων προσώπων εἰς ἄλληλα. Μέ κεντρικό ἄξονα τήν ἔννοια τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας, ταυτίζεται ἡ ἐλευθερία α)μέ τό πρόσωπο, β)μέ τή θέληση ὡς προσωπική-ὑποστατική θέληση καί γ) μέ τήν ἀγάπη ὡς τό εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ὡς τρόπο ὑπάρξεως τῶν θείων προσώπων.
Ἡ ὅλη σημασιολόγηση τῶν ὅρων πρόσωπο, θέληση, ἐλευθερία, ἀγάπη, φύση καί ἀναγκαιότητα ἑρμηνεύει καί τά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Συγκεκριμένα, οἱ φύσεις τοῦ Χριστοῦ συνέρχονται ἐλεύθερα στήν ὑποστατική ἕνωση τοῦ σαρκωμένου Λόγου. Διατηροῦν τήν ἑτερότητά τους ἀσυγχύτως χάρη στήν ἐλευθερία καί διατηροῦν τήν ἕνωσή τους χάρη στήν ἀγάπη ἀδιαιρέτως.
Ἡ σύνδεση ἐλευθερίας, προσώπου καί θελήσεως εἶναι αὐτή πού καθιστᾶ τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου δυνατή, διότι ἡ ἔλλειψη προσωπικῆς ἐλευθερίας θά συμπαρέσυρε καί τά ἄλλα δυό πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν ἐνσάρκωση. Τό ὑποστατικό θέλημα τοῦ Χριστοῦ συνηχεῖ μέ τό ὑποστατικό θέλημα τοῦ Πατρός καί αὐτή ἡ συνήχηση τῶν ὑποστατικῶν θελημάτων φανερώνει τήν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης στά πρόσωπα τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Θεοῦ Πατρός.
Ἡ ὅλη περσοναλιστική ἑρμηνευτική τῆς ἐναθρώπησης καταλήγει στά ἑξῆς συμπεράσματα ἀναφορικά μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου:
Πρῶτον, μέ θεμέλιο τή θέση ὅτι θέωση σημαίνει μετοχή ὄχι στή φύση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μετοχή στήν προσωπική του ὕπαρξη, ἡ θέωση εἶναι ἡ υἱοθεσία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ. Δεύτερον, ἀντιτιθέμενη ἡ περσοναλιστική ἑρμηνευτική στήν θέση ὅτι ἡ θέωση ἀποτελεῖ μετοχή στίς φυσικές ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καταλήγει στό συμπέρασμα πώς κάνοντας λόγο ἡ θεολογία γιά φυσικές ἐνέργειες ἐξαφανίζει κάθε γεγονός προσωπικῆς σχέσης. Πῶς μπορεῖ νά γίνει λόγος γιά υἱοθεσία ἢ χριστοποίηση διά φυσικῶν ἐνεργειῶν; Ἡ λύση πού προτείνεται στό πρόβλημα εἶναι ἡ ἑρμηνεία τῶν θείων ἐνεργειῶν ὡς ὑποστατικῶν καί τῆς θείας χάριτος ὡς ὑποστατικῆς. Ἔτσι γίνεται κατανοητή ἡ θέωση ὡς υἱοθεσία, ἡ ὁποία παραπέμπει  εὐθέως στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι τυχαία κατά τούς περσοναλιστές ἡ ἔκφραση «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», διότι σημαίνει ὅτι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατ’ ἐξοχήν ὁ φορέας τῆς χάριτος. Τρίτον, ἡ θέωση προσφέρεται διά τῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί ἀποτελεῖ τήν εἰσαγωγή τοῦ προσώπου στή σχέση μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ. Εἶναι ἡ ταύτιση τοῦ θεούμενου προσώπου μέ τό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ. Τέταρτον, τά μυστήρια θεωροῦνται ὡς γεγονότα σχέσεων μεταξύ τῶν βαπτισμένων καί τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ θέση αὐτή φωτίζεται καλύτερα ἀπό τήν ἀπόρριψη κάθε λεγόμενης ἀτομιστικῆς θεώρησης τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἐδῶ ἀκολουθίες, ὅπως π.χ τῆς θείας μεταλήψεως, ἀπορρίπτονται, διότι τό νόημα τῶν εὐχῶν ἀφορᾶ «τήν ἀτομική ἐξασφάλιση τοῦ δεουμένου… Ἐνδιαφέρει ἀτομικά ὁ χριστιανός νά μεταλάβει ἀνενόχως καί ἀκατακρίτως τῶν ὑπερφυσικῶν δωρημάτων. Τό πόσο ἐμφατικά ἀγνοεῖται τό ἐκκλησιαστικό γεγονός, ἡ ὕπαρξη συν-κοινωνούντων ἀδελφῶν, εἶναι πραγματική ἔκπληξη». Συναφῶς, ἔργα ὅπως ἡ φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν ἀπορρίπτονται, διότι ἡ ἀνθολόγηση τῶν κειμένων ὑποτάσσεται πλήρως στή λογική τῆς ἀτομιστικῆς σωτηρίας.
Ἐδῶ κλείνει ἡ περσοναλιστική ἑρμηνευτική τῶν ὅρων καί ἀνοίγει ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὅ ἅγιος Μάξιμος μέ σαφήνεια ἀποδίδει τήν ἁμαρτωλότητα στήν ἐμπαθῆ κίνηση τοῦ νοός, γιά τήν ὁποία ἀποκλειστική εὐθύνη φέρει ἡ ὑπόσταση ἑκάστου ἀνθρώπου καί σέ καμμιά περίπτωση ἡ θεόσδοτη φύση του.
Στό σύνολο τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Μαξίμου ὑπάρχει μιά ἑνιαία ἀντίληψη περί τῆς κτιστῆς φύσεως τόσο τῶν νοητῶν ὅσο καί τῶν αἰσθητῶν. Ἡ φύση καθώς παραδίδεται ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδύνατον νά ἐνέχει ἔστω καί σπερματικά ὁποιαδήποτε μορφή κακίας ἢ ἁμαρτωλότητας. Ἤδη ἀπό τά πρώϊμα ἔργα του, καί συγκεκριμένα στά κεφάλαια περί ἀγάπης, ὁ ἅγιος Μάξιμος μέ σαφήνεια ἀποδίδει τήν ἁμαρτωλότητα στήν ἐμπαθῆ κίνηση τοῦ νοός, γιά τήν ὁποία ἀποκλειστική εὐθύνη φέρει ἡ ὑπόσταση ἑκάστου ἀνθρώπου καί σέ καμμιά περίπτωση ἡ θεόσδοτη φύση του. Γράφει χαρακτηριστικά: «Τά αἰσθητά πράγματα βρίσκονται ἔξω ἀπό τό νοῦ, ἐνῶ τά νοήματα αὐτῶν τῶν πραγμάτων βρίσκονται ἐντός τοῦ νοός. Ἀπό τό νοῦ λοιπόν ἐξαρτᾶται ἡ ὀρθή ἢ ἡ κακή χρήση αὐτῶν. Διότι ἀπό τήν ἐσφαλμένη χρήση τῶν νοημάτων ἀκολουθεῖ ἡ κακή χρησιμοποίηση τῶν πραγμάτων» . Ἡ ἀνθρώπινη φύση καί τά πράγματα χαρακτηρίζονται θεόσδοτα καί καλά κατά τήν φύση: «Ἀπό τά πράγματα πού μᾶς δόθηκαν ἀπό τό Θεό γιά χρήση, ἄλλα ἀπό αὐτά βρίσκονται μέσα στήν ψυχή, ἄλλα στό σῶμα, καί ἄλλα ἔξω ἀπό τό σῶμα˙ γιά παράδειγμα μέσα στήν ψυχή βρίσκονται οἱ δυνάμεις αὐτῆς, στό σῶμα τά αἰσθητήρια ὄργανα καί τά ὑπόλοιπα μέλη, ἐνῶ ἔξω ἀπό τό σῶμα βρίσκονται οἱ τροφές, τά κτήματα καί τά ὑπόλοιπα. Ἡ καλή ἢ ἡ κακή χρήση αὐτῶν μας καθιστοῦν ἐνάρετους ἢ κακούς» . Ἡ φύση ὅπως παραδίδεται ἀπό τό Θεό ὄχι μόνο δέν ἐνέχει τήν ἁμαρτωλότητα ἐν ἑαυτῇ, ἀλλά τοὐναντίον βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο κατά τόν ἅγιο Μάξιμο στήν πραγματοποίηση τοῦ ἀγαθοῦ. Γράφει ὁ ἅγιος: «Τρία πράγματα εἶναι ἐκεῖνα πού μᾶς ὠθοῦν στό νά πράττουμε τά καλά˙ τά φυσικά σπέρματα, οἱ ἅγιες δυνάμεις καί ἡ ἀγαθή προαίρεση …Ἐπίσης τρία εἶναι ἐκεῖνα πού μᾶς παρακινοῦν νά πράττουμε τά κακά˙ τά πάθη, οἱ δαίμονες, καί ἡ κακή προαίρεση». Ἀξιοσημείωτο καί σαφές ἀπό τίς δυό τριάδες εἶναι ὅτι τά πάθη καί ἡ προαίρεση ἀναφέρονται στό πρόσωπο ἑκάστου ἀνθρώπου καί ὄχι στή φύση.
Στό σύνολο σχεδόν τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου ὑπάρχει ἡ διάκριση γνώμης καί φύσης, κατά τήν ὁποία ἡ γνώμη ἀποτελεῖ τόν ὑποστατικό τρόπο διαχείρισης τῆς φύσεως. Μέ ἄλλα λόγια ἡ γνώμη ἀναφέρεται στό πρόσωπο, ἐνῶ ἡ φύση στό κοινό εἶδος τῶν κτιστῶν. Ἡ φύση διαλύεται, διαιρεῖται σέ πολλές διαφορετικές καί ἐνάντιες μοῖρες ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτητικῆς κίνησης τῆς γνώμης: «Ἡ φιλαυτία τῶν ἀνθρώπων… ἀφοῦ ἢ ἀπώθησε ἢ ἐξαπάτησε τόν ἕνα καί τόν ἄλλο μας νόμο, διαίρεσε τήν μιά φύση σέ πολλές μοῖρες, κι ἀφοῦ εἰσήγαγε τήν ἀναλγησία πού τώρα ἐπικρατεῖ, ὅπλισε τήν ἀνθρώπινη φύση ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ της διά τῆς γνώμης» . Προτρέπει ὁ ἅγιος τούς ἀνθρώπους νά ἐναρμονίσουν τή γνώμη τους μέ τή φύση, ὅπως τούς τήν ἔδωσε ὁ Θεός, οὕτως ὥστε νά καταφανεῖ ἡ ἀξία τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Γράφει χαρακτηριστικά «Καθένας πού μέ σώφρονα λογισμό καί εὐγένεια φρόνησης μπόρεσε νά ἐξαφανίσει αὐτήν τήν ἀνωμαλία τῆς φύσης, πρίν ἀπό τούς ἄλλους ἐλέησε τόν ἑαυτό του, δημιουργώντας τή γνώμη του σύμφωνα μέ τή φύση καί προσχωρώντας στό Θεό σύμφωνα μέ τή φύση του καί δείχνοντας πάνω του ὡς νοεῖται ὁ λόγος τοῦ κατ’εἰκόνα».
Οἱ σημαντικότερες ἐπισημάνσεις περί φύσεως καί ἁμαρτίας ἐξάγονται ἀπό τά ὕστερα ἔργα τοῦ ἁγίου Μαξίμου κατά τήν μονοθελητική ἔριδα. Οἱ μονοθελῆτες ἀπέδιδαν στή φύση, πρῶτον χαρακτήρα ἀναγκαιότητας καί δεύτερον ἁμαρτίας, ὁπότε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἠρνοῦντο τήν ὕπαρξη φυσικοῦ ἀνθρώπινου θελήματος στό Χριστό. Φυσικό θέλημα σήμαινε γι’ αὐτούς ἀφενός τήν ὑποταγή τοῦ Χριστοῦ σέ ἀναγκαιότητα φυσικῶν κινήσεων, ἀφετέρου τήν ὑποταγή του σέ ἁμαρτητικές κινήσεις.  Ἡ σύνδεση ἀναγκαιότητας καί ἁμαρτίας εἶχε ἤδη προηγηθεῖ σέ ἀπολλιναριστικούς κύκλους ἀναφορικά μέ τήν ὕπαρξη ἀνθρωπίνου νοός στό Χριστό. Τό ἀπολλιναριστικό ἐπιχείρημα ἦταν ὅτι, ἂν ὁ νοῦς τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀναμάρτητος, τότε θά ἦταν ἀναγκασμένος καί, ἂν ὁ Χριστός εἶχε νοῦ ἀνθρώπινο, τότε σίγουρα θά εἶχε λογισμούς ταυτόσημους μέ τήν ἁμαρτία.  Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἑρμηνεύοντας τό γεγονός τῶν δυό φυσικῶν θελήσεων στό Χριστό, ἐξηγεῖ ὅτι τά φυσικά εἶναι παντελῶς ἀναπολόγητα ὡς πρός τά ἔργα τῆς ἁμαρτίας καί συνεπῶς εἶναι ἀδιανόητο ἡ θεόσδοτη φύση τοῦ ἀνθρώπου νά ἐνέχει ὡς τέτοια οἱανδήποτε ἁμαρτωλότητα. Γράφει σχετικά γιά τό ἀνθρώπινο θέλημα τοῦ Χριστοῦ: «ὡς φύσει Θεός (ὁ Χριστός) ἤθελε τά σύμφωνα μέ τή φύση του θεῖα καί πατρικά… καί ὁ ἴδιος πάλι ὡς φύσει ἄνθρωπος… ἤθελε τά κατά φύση ἀνθρώπινα, πού δέν ἀντιτίθενται καθόλου στό θέλημα τοῦ Πατέρα. Γιατί κανένα ἀπό τά φυσικά, ὅπως οὔτε ἡ ἴδια ἡ φύση στό σύνολό της, δέν ἀντιτίθεται ποτέ στόν αἴτιο τῆς φύσης, οὔτε βέβαια καί ἡ γνώμη καί ὅσα εἶναι τῆς γνώμης, ὅταν ὅμως συμβαδίζουν μέ τό λόγο τῆς φύσης».
Ἡ εὐθεία σύνδεση προσώπου καί θελήματος ἀναπόφευκτα ὁδηγεῖ στή διάσπαση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί στήν τριθεΐα. Λέγει ὁ ἅγιος: «ἂν τό χαρακτηρίσουν (τό θέλημα) ὑποστατικό, τότε ὁ Υἱός θά παρουσιαστεῖ μέ διαφορετικό θέλημα ἀπό τόν Πατέρα… Ἀλλ’ εὐχαρίστως θά τούς ρωτοῦσα κι αὐτό. Ὁ Θεός καί Πατέρας τῶν ὅλων θέλει ἐπειδή εἶναι Πατέρας ἢ ἐπειδή εἶναι Θεός; Ἀλλ’ ἂν θέλει ἐπειδή εἶναι Πατέρας, θά εἶναι ἄλλο τό θέλημά του ἀπό τοῦ Υἱοῦ, γιατί ὁ Υἱός δέν εἶναι Πατέρας. Ἂν πάλι θέλει ἐπειδή εἶναι Θεός, τότε ἐπειδή Θεός εἶναι ὁ Υἱός, Θεός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἄρα θά ποῦν ὅτι τό θέλημα εἶναι τῆς φύσης, δηλαδή φυσικό». Τό ἴδιο ἀκριβῶς πρόβλημα γεννᾶται καί στήν περίπτωση χαρακτηρισμοῦ τῆς θείας χάριτος ὡς ὑποστατικῆς. Ἡ θεία χάρις ἂν εἶναι προσωπική-ὑποστατική, τότε πάλι ὁ Θεός ἐμφανίζεται μέ τρεῖς διαφορετικές ἐνέργειες ἀναλογοῦσες στίς τρεῖς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος.  Ἐπιπρόσθετα, ἂν ἡ ἐνέργεια εἶναι προσωπική ὑποστατική, τότε ὁ Χριστός ὡς μιά ὑπόσταση θά ἔχει καί μιά ἐνέργεια, ἡ ὁποία θά εἶναι κτιστή καί ἄκτιστη μαζί πράγμα ἀδύνατον.  
Στό ζήτημα τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἑρμηνεύοντας τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου περί γνώσης τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους καί τό χωρίο τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη περί θέασης τῆς δόξας τοῦ Μονογενοῦς, ἀποφαίνεται ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ γνώση τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ Λόγου (ὅπως προτείνουν οἱ περσοναλιστές) διότι «Καί μήποτε ὁ μέν ἅγιος Παῦλος τήν ὡς Θεοῦ Λόγου γνῶσιν ἐκ μέρους ἔφη γινώσκειν. Ἐκ γάρ τῶν ἐνεργειῶν, ποσῶς μόνον γινώσκεται. Ἡ γάρ ἐπ᾿ αὐτῷ κατ᾿ οὐσίαν τε καί ὑπόστασιν γνῶσις, ὁμοίως πᾶσιν ἀγγέλοις τε καί ἀνθρώποις, καθέστηκεν ἄβατος, κατ᾿ οὐδέν οὐδενί γινωσκομένη·» Τό αὐτό ακριβῶς ἐπαναλαμβάνει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμὰς γιά τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος: «οἱ θεόσοφοι δέ πατέρες, κοινῇ συνεληλυθότες ἀπεφήναντο ἐνοικεῖν μέν τήν θεότητα τοῖς ὡς χρεών κεκαθαρμένοις, ἀλλ’ οὐχ ὡς ἔχει φύσεως. Οὔτε τοίνυν κατά τήν οὐσίαν οὔτε καθ’ ὑπόστασίν τινα μέτοχός τις γίνεται Θεοῦ·… Ἡ δέ κοινή τῆς τρισυποστάτου φύσεως ἐνέργειά τε καί δύναμις, διαφόρως μεριζομένη καί καταλλήλως τοῖς μετέχουσι, διά τοῦτο καί χωρητή γίνεται τοῖς κεχαριτωμένοις». Δέν μετέχεται συνεπῶς τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλά ἡ κοινή ἐνέργεια τῆς τρισυπόστατης φύσης. Αὐτό φυσικά δέν συνεπάγεται μετοχή σέ ἀπρόσωπη οὐσία –ὅπως συμπεραίνει ἡ περσοναλιστική ἑρμηνευτική-, διότι ἡ θεία φύση εἶναι τρισυπόστατη.
Καταληκτικά, ὁδηγεῖται κανείς στά ἐξῆς συμπεράσματα:
Α) Ἡ περσοναλιστική ἑρμηνευτική ἀνατρέπει ἐντελῶς σημασιολογικά ὅρους, διατυπώσεις, σημαίνοντα καί σημαινόμενα στά κείμενα τῆς πατερικῆς παράδοσης καί τοῦ ἁγίου Μαξίμου.
Β) Αὐτή ἡ ἀνατροπή δηλώνεται ὡς πιστή ἑρμηνεία τῶν πηγῶν καί προσαρμογή στίς ἀνάγκες τοῦ παρόντος.
Γ) Ἡ περσοναλιστική ἀντίληψη περί ἀνθρώπινης φύσης ὡς ταυτιζόμενης μέ τήν ἁμαρτία καί τήν ἀναγκαιότητα, ὁδηγεῖ σέ μιά ἀντίληψη τῶν μυστηρίων ὡς αὐτόματων γεγονότων μεταμόρφωσης καί θέωσης τοῦ ἀνθρώπου.
Δ)  Ἀντίστροφα, ἡ τόσο ἔντονη ἐξαχρείωση τῆς φύσης, ἀφενός ἀφήνει ἐλάχιστα περιθώρια στήν ἀσκητική προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου, ἀφετέρου ἐπείγεται γιά μιά -ἔξωθεν ἀπό τήν ἀσκητική- αὐτόματη μεταμόρφωση τῆς χάριτος.
Ε) Ἡ ἀπόρριψη βασικῶν κειμένων τῆς παράδοσης, ὅπως π.χ τῆς Φιλοκαλίας, ἐξαιτίας τῆς ἐμμονῆς σέ αὐτό πού ὁ περσοναλισμός ὀνομάζει γεγονός τῆς σχέσης, ἀφενός παραπέμπει ἑρμηνευτικά σέ ἕναν ἄνευ βάθους φιλοσοφικό κοινωνισμό, ὁ ὁποῖος ἀδυνατεῖ νά προσπελάσει τό νόημα τῶν κειμένων τῆς παράδοσης, ἀφετέρου συνιστᾶ μιά κακοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Αὐτά ἔχουν ἤδη ἐπισημανθεῖ στό ἔργο τοῦ Σεβασμιωτάτου Ναυπάκτου ἐκτενῶς. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω τά κεφάλαια περί ἐλευθερίας καί βούλησης τοῦ προσώπου στό βιβλίο «Μεταπατερική Θεολογία καί ἐκκλησιαστική πατερική ἐμπειρία» καί τό κεφάλαιο περί μυστηρίων καί μαγικῆς θρησκευτικότητας στό βιβλίο του «Μεταφράσεις: Μυστήρια καί Ἄσκηση».
Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ.  

Διαβάστε τὸ κείμενο σὲ pdf ἀρχεῖο: Περί τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου © 2015 Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου